Παρατηρήσεις στις σχέσεις πολιτικού Ισλάμ και Κεμαλισμού στην οικονομία και το πολιτικό εποικοδόμημα της Τουρκίας

Tο πολιτικό Ισλάμ, μέσω της συμμαχίας του με τον παραδοσιακό εχθρό του, τον κεμαλισμό, ώστε να αντιμετωπίσουν από κοινού, τον κοινό ταξικό και ιδεολογικό εχθρό της τουρκικής αστικής τάξης, ανέδειξε πως παρά τις αντιφάσεις στο εσωτερικό της, τα ταξικά συμφέροντα αυτής, έναντι του προλεταριάτου, παραμένουν ενιαία.

Τους τελευταίους μήνες, παρακολουθούμε μια συζήτηση στον δημόσιο λόγο της χώρας μας, η οποία, με αφορμή και το πρόσφατο γεγονός της μετατροπής και λειτουργίας της Αγίας Σοφίας ως ισλαμικό τέμενος πλέον, έχει κορυφωθεί στο συμπέρασμα περί ολοκληρωτικής, συντριπτικής νίκης του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία επί του πάλαι ποτέ πανίσχυρου κεμαλικού κρατικού μηχανισμού και της πλήρους αποδόμησης της κοσμικής πολιτικής του ιδεολογίας. Είναι όμως ισχύουσα, ιστορικά, η συγκεκριμένη θέση, και μάλιστα, αποδεικνύεται μέσω των τρόπων σκέψης επί της μελέτης της τουρκικής ιστορίας και κοινωνίας, οι οποίοι οδηγούν αβίαστα σε αυτήν;

Αν δεχτούμε αρχικά πως η γλώσσα εκφράζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και εκφράζουμε την αντικειμενική πραγματικότητα, επομένως τον τρόπο με τον οποίο η τελευταία αποτυπώνεται στην συνείδησή μας, τότε ο τρόπος έκφρασης μέσω του οποίου πραγματοποιείται η, σχετική με την ενδυνάμωση της θρησκευτικής συνείδησης στην τουρκική κοινωνία, συζήτηση, και η ανάδειξη αυτής της διαδικασίας, ως μιας αποκλειστικής υποκειμενικής υπόθεσης ενός μόνο ατόμου, του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, όπως συχνά παρουσιάζεται στην συζήτηση αυτή, ενισχύει αφαιρετικά σχήματα σκέψης και συλλογισμών, από τους οποίους απουσιάζουν σημαντικοί παράγοντες οι οποίοι μπορούν να εξηγήσουν τις αιτίες και τις συνθήκες, οι οποίες κατέστησαν δυνατή την επικράτηση του πολιτικού Ισλάμ στο πολιτικό-ιδεολογικό σύστημα της γείτονος χώρας.

Εφόσον κάθε ιστορικό-κοινωνικό γεγονός οφείλουμε να το προσεγγίζουμε και να το μελετούμε μέσω των ιστορικών διαδικασιών και συνθηκών, οι οποίες συντελούνται εντός των κοινωνιών στις οποίες τα γεγονότα αυτά λαμβάνουν χώρα, όπως ο συσχετισμός δύναμης των κοινωνικών τάξεων, η πολιτική και ιδεολογική πάλη μεταξύ τους, οι σχέσεις παραγωγής και κυριαρχίας τις οποίες η κάθε κοινωνική τάξη εκπροσωπεί καθώς και τα συστήματα ιδεών που εκφράζουν τις σχέσεις αυτές, καλούμαστε να πράξουμε το ίδιο και στην περίπτωση της τουρκικής κοινωνίας.

Η συγκρότηση του πολιτικού Ισλάμ ως κυρίαρχης πολιτικής δύναμης και κοινωνικής συνείδησης δεν αναδεικνύεται ως έργο των τελευταίων μηνών ακόμα και ετών. Πολύ περισσότερο δεν αναδεικνύεται μόνο ως έργο ενός μόνο ατόμου, καθώς όση θεσμική και πολιτική εξουσία και αν κατέχει αυτό το άτομο, είναι αποτέλεσμα ιστορικών, οικονομικών, πολιτικών, ιδεολογικών και κοινωνικών μετασχηματισμών, τουλάχιστον δεκαετιών ίσως και αιώνων ιστορίας, άλλοτε βαθμιαίων και ομαλών και άλλοτε, όπως συχνά συμβαίνει στην τουρκική ιστορία, βίαιων και ολοκληρωτικών.

Ερευνητικά και εννοιολογικά, ίσως, όσο λάθος δύναται να θεωρηθεί η μη κοινωνιολογική και ιστορική ανάλυση του «κράτους πατέρα» στην τουρκική κοινωνία και η αντανάκλαση σε αυτό των οικογενειακών και εξουσιαστικών σχέσεων και νόρμων που επικρατούν σε αυτή, εξίσου στρεβλή ίσως είναι και η απόσπαση του παρόντος από το ιστορικό παρελθόν, αλλά και του ατόμου, όσο υψηλά στην ιεραρχία των δομών εξουσίας και αν βρίσκεται, από την κοινωνία και τα συλλογικά συμφέροντα τα οποία συγκρούονται μέσα σ΄αυτήν.

Επομένως, δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε την πολιτική στήριξη, ήδη από την δεκαετία του 1970, τμημάτων της αστικής τάξης, τα οποία εντοπίζονταν στις περιοχές της ανατολικής Τουρκίας, προς το Ισλάμ. Αστικών στρωμάτων βιοτεχνών, μικροτεχνιτών και εμπόρων, τα οποία ήδη από τις δεκαετίες 1970 και 1980, σταδιακά ισχυροποιούσαν την θέση τους στην παραγωγή και εκφράζονταν πολιτικά μέσω ισλαμικών κομμάτων όπως το Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας του Νετζμεντίν Ερμπακάν. Το λεγόμενο αυτό «πράσινο» ή ισλαμικό κεφάλαιο, συνειδητοποιώντας τα οικονομικά του συμφέροντα μέσω της συσσώρευσης κεφαλαίου και ασφυκτιώντας εντός των πλαισίων και συνθηκών ύπαρξής του που καθόριζε το κεμαλικό καθεστώς, δεν δίστασε να αντιπαρατεθεί με τα τμήματα της αστικής τάξης τα οποία εντοπίζονταν στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης και στηρίζονταν από το κεμαλικό κράτος.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε πως η τουρκική κοινωνία είναι μια θρησκευτική κοινωνία, μια κοινωνία στην οποία δεν έχει συντελεστεί ο διαχωρισμός θρησκείας και κοινωνίας. Άρα, νομοτελειακά, κάθε οικονομική, πολιτική, ταξική, ιδεολογική αντίθεση, εντός της κοινωνίας, ως προς το περιεχόμενο, λαμβάνει την μορφή και θρησκευτικής αντίθεσης.

Έτσι η αντίθεση στο εσωτερικό της τουρκικής αστικής τάξης μεταξύ κεμαλικών και ισλαμικών τμημάτων αυτής, έλαβε και θρησκευτικό χαρακτήρα διαπάλης, μ’ αποκορύφωμα την νίκη του AKP το 2002.

Επομένως, ενώ τα τμήματα αυτά της αστικής τάξης που συγκρούστηκαν μεταξύ τους λειτούργησαν ως φορείς ιδεολογικών σχημάτων, του κεμαλισμού και του ισλαμισμού αντίστοιχα, τμήματα τα οποία πάλεψαν για την κατάκτηση και κατοχύρωση των κρατικών μηχανισμών, οι οποίοι θα τους υποβοηθούσαν στην διαδικασία αναπαραγωγής κεφαλαίου, αντιστρόφως, ο κεμαλισμός και το Ισλάμ, λειτούργησαν ως η ιδεολογική έκφραση των ταξικών συμφερόντων αυτών. 

Δεν πρέπει άλλωστε να λησμονούμε τον κινητήριο ιστορικό ρόλο του τουρκικού κράτους, και ειδικότερα του θεσμού των Ενόπλων Δυνάμεων, στην διαδικασία πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου, της δημιουργίας τουρκικής αστικής τάξης και εξασφάλισης της θέσης της στην παραγωγή. Γεγονός που προϋπέθετε την βίαιη απώθηση των ελληνικών και αρμένικων αστικών στρωμάτων από την τουρκική επικράτεια έως και το 1924, κοινωνικών στρωμάτων τα οποία αποτελούσαν το 90% της προ του Πρώτου Παγκοσίου Πλέμου οθωμανικής αστικής τάξης.1 Διαδικασία που ίσως μοιάζει αντιφατική αναφορικά με την αντίστοιχη πορεία ανάπτυξης του καπιταλισμού στον Δυτικό κόσμο όχι όμως και παράλογη από διαλεκτική υλιστική σκοπιά.2

Ο πολιτικός ρόλος του Ισλάμ στην τουρκική κοινωνία όμως αναδείχτηκε σημαντικά κατά τις δεκαετίες 1960 και 1970, όταν χρησιμοποιήθηκε από το κεμαλικό κράτος, ως πολιτικό, ιδεολογικό και συνειδησιακό/ηθικό αντίβαρο στο ανερχόμενο τότε εργατικό κίνημα και την κομμουνιστική κοσμοθεωρία. Άρα το πολιτικό Ισλάμ, μέσω της συμμαχίας του με τον παραδοσιακό εχθρό του, τον κεμαλισμό, ώστε να αντιμετωπίσουν από κοινού, τον κοινό ταξικό και ιδεολογικό εχθρό της τουρκικής αστικής τάξης, ανέδειξε πως παρά τις αντιφάσεις στο εσωτερικό της, τα ταξικά συμφέροντα αυτής, έναντι του προλεταριάτου, παραμένουν ενιαία. Άλλωστε τέτοιες αντιφάσεις θεωρούνται δομικό στοιχείο συγκρότησης της τουρκικής κοινωνίας, οικονομίας και πολιτικής, ερχόμενες από το οθωμανικό της παρελθόν και συνοδεύοντάς την ως τα σήμερα.

Επομένως η ισλαμοποίηση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της Τουρκίας, φτάνοντας στο απόγειό της ως διαδικασία με την εκλογική ανάδειξη του Κόμματος Ευημερίας στην κυβέρνηση το 1996 και εν συνεχεία του Κόμματος Ανάπτυξης και Δικαιοσύνης το 2002, έχει βαθιές ρίζες στους σκληρούς ταξικούς, ενδοαστικούς και εργατικούς αγώνες των δεκαετιών 1960/1970, στην ήττα του εργατικού κινήματος με το πραξικόπημα του Εβρέν το 1980 και την υποχώρηση της ταξικής συνείδησης των εργατών στις δεκαετίες 1980 και 1990, η οποία αποτυπώθηκε αφενός στην πολιτική στήριξη των εργατικών στρωμάτων προς το πολιτικό Ισλάμ3 και αφετέρου, στις θρησκευτικής μορφής, βίαιες συγκρούσεις μεταξύ Αλεβιτών και Σουνιτών έως και την δεκαετία 1990, στις κοινωνικοταξικές, ιδεολογικές, θρησκευτικές, πολιτικές και πολιτιστικές αντιθέσεις, αντιφάσεις και συνθήκες οι οποίες συγκροτούν την τουρκική κοινωνία.

Ας σταθούμε όμως σύντομα σε κάποια προβλήματα σχετικά με τις συνθήκες μέσω των οποίων το ισλαμικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης αντλεί οικονομική και πολιτική ισχύ, εξουσία καθώς και κοινωνική νομιμοποίηση.

Το τμήμα εκείνο της τουρκικής αστικής τάξης το οποίο στηρίζει αλλά και στηρίζεται από το κυβερνών AKP, αναδείχτηκε κύρια κατά την δεκαετία του 1980, μέσω ενός αστικού μετασχηματισμού της τουρκικής οικονομίας, κάτω από την διακυβέρνηση του Κόμματος Μητέρας Πατρίδας του Τοργκούτ Οζάλ, και μορφοποιήθηκε πλήρως την δεκαετία του 1990 μέσω πολυμετοχικών εταιριών, τοπικών και εθνικών επιχειρηματικών συνδέσμων και θρησκευτικών αδελφοτήτων, οι οποίες προχώρησαν στην ίδρυση ισλαμικών τραπεζών, προς δανεισμό των επιχειρήσεων οι οποίες συσπειρώνονταν γύρω τους.4  Οι τελευταίοι επισημοποίησαν την οργανωτική τους ύπαρξη και αυτοτέλεια έναντι του κοσμικού κεφαλαίου, συγκροτώντας το 1990 τις επιχειρηματικές ενώσεις  MÜSİAD και İŞHAD (αργότερα μετασχηματιζόμενη σε TUSKON), κάτω από την σκέπη των οποίων οργανώθηκαν ταχέως αναπτυσσόμενα μικρομεσαία κεφάλαια του κατασκευαστικού, τουριστικού, μεταποιητικού τομέα, εταιρίες κλωστοϋφαντουργίας, ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών, επίπλων, τροφίμων κλπ.5

Μπορούμε ίσως να θεωρήσουμε, την δράση της MÜSİAD και της TUSKON, η οποία καθίσταντο η επιχειρηματική κορωνίδα του συνόλου των εκπαιδευτικών, πολιτιστικών και εκδοτικών θεσμών και μηχανισμών τους οποίους είχε δημιουργήσει την δεκαετία του 1990 η αδελφότητα του Φετχουλάχ Γκιουλέν, ως την προσπάθεια και την εκφρασμένη δυνατότητα του ισλαμικού κεφαλαίου, να διαρρήξει το μέχρι τότε μονοπώλιο του κοσμικού κεφαλαίου και της επιχειρηματικής ένωσής του, της TÜSİAD,  στην παραγωγική δραστηριότητα της Τουρκίας  αλλά και να επεκταθεί σε νέα πεδία κερδοφορίας, στις αγορές της Μέσης Ανατολής, της Μεσογείου, της Αφρικής και της Νοτίου Αμερικής.6

Η ώρα της διεθνοποίησης για το τουρκικό κεφάλαιο είχε έρθει και σε αυτήν την διαδικασία, η επέκταση της τουρκικής ισλαμικής αστικής τάξης στις αγορές της Μέσης  Ανατολής και τον αραβομουσουλμανικό κόσμο, θεωρούνταν ζήτημα, οικονομικά προς χάριν νέων δυνατοτήτων κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, πολιτικοϊδεολογικά ως αντίθεση προς τον κεμαλισμό και των κοσμικών αστικών στρωμάτων τα οποία αυτός στήριζε, καθώς και θρησκευτικά, εφόσον επιχειρούνταν να καταστεί η Τουρκία ως η ηγέτιδα οικονομική και πολιτική δύναμη στον ισλαμικό κόσμο, καίριο.

Η έντονη μετατόπιση ισχύος από το κοσμικό στο ισλαμικό κεφάλαιο, εντός της τουρκικής αστικής τάξης, την οποία προαναφέραμε, αποτυπώθηκε και σε σκληρή και βίαιη σύγκρουση στο πολιτικό εποικοδόμημα, μεταξύ κοσμικών και ισλαμικών δυνάμεων αλλά και εντός αυτού του ισλαμικού κινήματος, αναφορικά με το ποια πολιτική δύναμη θα κατείχε τους θεσμούς του κρατικού μηχανισμού οι οποίοι θα εξασφάλιζαν την εξουσία της, όπως το στράτευμα, η Δικαιοσύνη και η Εκπαίδευση, καθώς και την θέση που θα είχε η θρησκεία εντός της κοινωνικής ζωής, ως διαμορφωτής ενιαίας κυρίαρχης εθνικιστικής και κοινωνικής συνείδησης στην τουρκική πραγματικότητα και την πολιτική έκφραση αυτής.

Πολιτικές και ιδεολογικές συγκρούσεις οι οποίες αναδύθηκαν μέσω βίαιων γεγονότων, όπως το “βελούδινο”  πραξικόπημα της 28ης Φεβρουαρίου 1997,7 η προσπάθεια από το AKP και την αδελφότητα Γκιουλέν, προσεταιρισμού και κατοχύρωσης του στρατεύματος, μέσω επανανοηματοδότησης του έως τότε ρόλου του ως στυλοβάτη του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους και της αποδυνάμωσης και εξάρτησής του από την πολιτική εξουσία, του ολοκληρωτικού ελέγχου επί της δικαστικής εξουσίας και του Τύπου την δεκαετία του 2000,8 και η διάσπαση μεταξύ αυτών των δύο οικονομικών και πολιτικοϊδεολογικών συμμάχων, του Ερντογάν και του Γκιουλέν, περί του ποιος θα κυριαρχήσει επί των κρατικών μηχανισμών τους οποίους είχαν αποσπάσει από την, μέχρι τότε, κεμαλική κηδεμονία τους, όπως εκφράστηκε στην απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016, αναδεικνύουν τις έντονες μορφές που μπορεί να λαμβάνει η διαπάλη αντιτιθέμενων οικονομικών, πολιτικών, ιδεολογικών συμφερόντων εντός του τουρκικού κράτους.9

Ας επιστρέψουμε όμως τώρα στην κοινωνία και την σχέση αλληλεξάρτησής της με το πολιτικό σύστημα της χώρας  και την δυνατότητα που παρείχε στο ισλαμικό κίνημα μέσω της διακυβέρνησης του AKP, να μετατρέψει τα οικονομικά και πολιτικά του συμφέροντα σε εθνικά, τις κυριαρχούμενες ιδέες και νόρμες συμπεριφοράς και θρησκευτικής πίστης σε κυρίαρχες, και την νομιμοποίηση να χρησιμοποιήσει βία ώστε να αναπαράγει την εξουσία του επί, των άλλοτε κεμαλικών, κρατικών μηχανισμών και ιδεολογιών τις οποίες παρήγαν αυτοί, και των κοινωνικών κινημάτων αντίστασης στην πολιτική του.

Θεωρείται ίσως δυσεξήγητο κοινωνικό και πολιτικό γεγονός, η  εκλογική στήριξη πλατιών κοινωνικών στρωμάτων, κατά τις εκλογικές αναμετρήσεις των δεκαετιών 2000 και 2010 και μέσω του δημοψηφίσματος του 2017, στην συνεχή επέκταση και εφαρμογή βίας εκ μέρους του κυβερνώντος AKP προς τους πολιτικούς και κοινωνικούς αντιπάλους του, βία η οποία τροφοδοτούνταν αντίστροφα από αυτήν την αδιατάρακτη επί αρκετά χρόνια, πλειοψηφική κοινωνική στήριξη του. 

Πώς δύναται να ερμηνευθεί όμως αυτή η αντίφαση, συνειδητής πολιτικής στήριξης στο αστικό ισλαμικό κίνημα, και κυρίαρχο ιδεολογικό-πολιτικό εκπρόσωπο των ταξικών συμφερόντων τμημάτων της τουρκικής αστικής τάξης, από εργατικά στρώματα τα οποία έχουν αντικειμενικά διαφορετικά συμφέροντα από εκείνα τα οποία προασπίζει  το AKP; Λατρεύει μήπως η τουρκική κοινωνία την βία, ως  πρακτική και μέσο άσκησης πολιτικής εκ μέρους του AKP, την βία, το άλλοτε μονοπώλιο του κεμαλικού καθεστώτος προς τα τμήματα της κοινωνίας που επιχειρούσε να περιθωριοποιήσει και στα οποία κυριαρχούσε επί δεκαετίες, τα κοινωνικά στρώματα αυτά τα οποία στήριξαν το κόμμα του Ρ.Τ. Ερντογάν, χάριν του εκδημοκρατισμού της τουρκικής πολιτικής και κοινωνικής  ζωής, τον οποίο φαινόταν να έχει την πυγμή, την θέληση και την δυνατότητα να φέρει εις πέρας;

Μια εξήγηση, από τις πολλές βέβαια, και στην οποία θα σταθούμε τώρα, μπορεί ίσως να θεωρηθεί  η οικονομική πολιτική που εφάρμοσε το AKP όταν πρωτοανέλαβε την εξουσία στην Τουρκία το 2002, προχωρώντας σε ενίσχυση του τραπεζικού τομέα, μαζική επέκταση των καταναλωτικών δανείων σε εργατικά-λαϊκά στρώματα και ενσωμάτωσης αυτών στις διαδικασίες αναπαραγωγής κεφαλαίου μέσω και της ισχυροποίησης της κατανάλωσης, ενώ παράλληλα έδωσε μέσω αυτών των οικονομικών μηχανισμών την αίσθηση σε μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης, πως η κοινωνική τους θέση βελτιώθηκε ραγδαία και πως οι κοινωνικές αδικίες και η άλλοτε περιθωριοποίησή τους από το ηττημένο πλέον κεμαλικό καθεστώς, καθίσταντο μια παρελθούσα κατάσταση.10

Οι κοινωνικές συνθήκες όμως δεν παραμένουν ιστορικά αμετάβλητες, και στην τουρκική περίπτωση την οποία εξετάζουμε, οι συνθήκες ζωής και εργασίας των εργαζομένων επιδεινώνονται έντονα, με τους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης να επιβραδύνονται σχετικά με εκείνους της δεκαετίας 2000. 16,7 εκατομμύρια Τούρκοι βρίσκονταν ήδη πριν το 2020 σε συνθήκες φτώχειας, οι εισροές ξένων κεφαλαίων ελαττώνονταν, ενώ τα συνδικαλιστικά δικαιώματα των μισθωτών σε σειρά κλάδων, περιορίζονταν επικίνδυνα.11

Θεωρείται δύσκολο να υποθέσουμε πως οι μεταβολές των υλικών συνθηκών των εργατικών αλλά και μικροαστικών στρωμάτων στην Τουρκία των τελευταίων χρόνων θα οδηγήσουν σε ριζοσπαστικοποίηση της συνείδησής τους, σε ρήξη στις σχέσεις νομιμοποίησης και πολιτικής στήριξης του AKP, και σε κοινωνικές συγκρούσεις. Άλλωστε στην ιστορία οι σχέσεις αιτίου-αιτιατού δεν συγκροτούνται αυτόματα και μηχανιστικά. Ειδικότερα αν σκεφτούμε την αποσαρθρωμένη και ρευστή οργανωτική κατάσταση στην οποία βρίσκονται αφενός το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα της χώρας και αφετέρου και η κεμαλική αλλά και η ισλαμική αντιπολίτευση στο AKP αυτή την περίοδο. Σε όσους όμως εν Ελλάδι αναλυτές θεωρούν την παρούσα παντοδυναμία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ως αμετάβλητη και θεσμικά, πολιτικά αλλά και κοινωνικά απρόσβλητη, να τους θυμίσουμε την ρήση του Ηράκλειτου “Τα πάντα ρεί και μηδέποτε κατά τ΄αυτό μένειν”.

Σημειώσεις

1. Çağlar Keyder, State and class in Turkey, a stydy in capitalist development, London-New York, σελ. 69

2. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Πρώτος Τόμος, Αθήνα, 1976, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 776

3. Αναστάσιος Φέκας, Ισλάμ και κομμουνιστικό κίνημα στην Τουρκία κατά τον 20ο αιώνα, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΤΟΣ, 2019, σελ. 190-197

4. Μαρία Βερβερίδου, Διαστάσεις και Δράσεις του Ισλαμικού Κεφαλαίου στην Τουρκία. Οι επιχειρηματικές οργανώσεις της MÜSİAD και της TUSKON, Μάϊος 2010, Πρόγραμμα Μεσανατολικών Σπουδών, ΕΛΙΑΜΕΠ, σελ. 4-5

5. Ο.π. σελ. 6-9

6. Ό.π. σελ. 13-15

7. Αναστάσιος Φέκας, Ισλάμ και κομμουνιστικό κίνημα στην Τουρκία κατά τον 20ο αιώνα, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΤΟΣ, 2019, σελ. 191

8. Yesim Arat, Sevket Pamuk, Turkey Between Democracy and Authoritarianism, Cambridge University Press, 2019, σελ. 104-111

9. Hakan Yavuz, Rasim Koç (2018) “ The Gülen movement vs Erdoğan”, «TURKEY΄S JULY 15th COUP, WHAT HAPPENED AND WHY», σελ. 82,  The University of Utah Press.

10. Νίκος Μούδουρος(2019), Πως πεθαίνουν οι φτωχοί στην Τουρκία, anatolikotera.wordpress.com/ 2019/12/08/πως-πεθαίνουν-οι-φτωχοί-στην-Τουρκία/#more-2712

11. Εφη Κάννερ(χ.χ.), Μια παράξενη απόπειρα πραξικοπήματος: η Τουρκία μετά τα γεγονότα του Ιουλίου, chromos.fairead.net/kanner-apopeira.

Αναστάσιος Φέκας
Κοινωνιολόγος

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: