Ο Άγιος Βασίλης και το πνεύμα της επανάστασης

Αν η κοι­νω­νι­κή και ηθική πρό­ο­δος της αν­θρω­πό­τη­τας επι­βάλ­λει τον «εκ­θρο­νι­σμό» του θεού, την άρ­νη­σή του ακόμη κι αν υπάρ­χει, για τον Άγιο Βα­σί­λη επι­βάλ­λε­ται αντί­θε­τα η απο­δο­χή του ακόμη κι αν δεν υπάρ­χει.

Σε πρόσφατες συζητήσεις για το νόημα της πίστης στον Άγιο Βασίλη, έχει εκφραστεί η άποψη πως ο Θεός αποτελεί έναν «Αη Βασίλη για μεγάλους». Σύμφωνα με την οπτική αυτή, όπως ακριβώς η πίστη σε θεό είναι ανορθολογική και πολλές φορές επιδρά συντηρητικά σε άτομα και ολόκληρες κοινωνίες, έτσι και ο Άη Βασίλης, καθώς γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει, είναι μια φαντασίωση, ένα παιδικό ψέμα που εμποδίζει τα παιδιά να σκεφτούν ορθολογικά, τα καθιστά επιρρεπή σε εμμονές και προκαταλήψεις και συνεπώς μειώνει την ικανότητά τους να αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις της ζωής με τις δικές τους ψυχικές και διανοητικές δυνάμεις. Η πίστη λοιπόν στον Αη Βασίλη είναι ανεκτή ως συνέπεια της «παιδικής αφέλειας» μέχρι κάποια ηλικία, και στη συνέχεια πρέπει να εγκαταλείπεται χάριν της «ωρίμανσης» και «ενηλικίωσης» του ατόμου.

Αυτή η κριτική με βάση την επίκληση στον ορθό λόγο και την ατομική ηθική αυ­το­νο­μία είναι απο­λύ­τως εύστοχη όσον αφορά στις δια­βρω­τικές και δια­στρε­βλω­τι­κές συ­νέ­πειες της θρη­σκευ­τι­κής πί­στης ως ψυ­χο­λο­γι­κού, κοι­νω­νι­κού και πο­λι­τι­κού φαι­νο­μέ­νου. Δεν είναι άλλω­στε τυ­χαίο ότι η θρη­σκεία υπέ­στη κα­ται­γι­στι­κή κρι­τι­κή από τη νε­ω­τε­ρι­κή ρι­ζο­σπα­στι­κή κι επα­να­στα­τι­κή πο­λι­τι­κή σκέψη ως πα­ρά­γο­ντας αλ­λο­τρί­ω­σης και εκ­με­τάλ­λευ­σης, αρχής γε­νο­μέ­νης από τους «νέους εγε­λια­νούς» (κυ­ρί­ως τον Φόιερμπαχ), και με πολύ πιο συστηματι­κό και άμεσα πο­λι­τι­κό τρόπο από τον Μαρξ, τη μαρ­ξι­στι­κή πα­ρά­δο­ση, αλλά και την αναρχική θεωρία, από τον Μπα­κού­νιν μέχρι την Έμμα Γκόλ­ντμαν. Δεν προ­τί­θε­μαι να επα­να­λά­βω τα κύρια ση­μεία αυτής της κρι­τι­κής, την οποία ­βεβαί­ως ασπά­ζο­μαι, κι η οποία είναι άμεσα προ­σβά­σι­μη σε όποιον εν­δια­φέ­ρε­ται.

Όταν όμως η ίδια κρι­τι­κή και τα ίδια επι­χει­ρή­μα­τα χρη­σι­μο­ποιού­νται ενα­ντί­ον της πί­στης στον Άγιο Βα­σί­λη με το πρό­σχη­μα του ορ­θο­λο­γι­σμού, σε αντί­θε­ση με την πε­ρί­πτω­ση της θρη­σκεί­ας, οι συ­νυ­πο­δη­λώ­σεις τους είναι, είτε το πα­ρα­δέ­χο­νται οι υπο­στη­ρι­κτές τους είτε όχι, από συ­ντη­ρη­τι­κές ως ακραία αντι­δρα­στι­κές. Και αυτό είναι φα­νε­ρό τόσο σε κα­θα­ρά λο­γι­κό όσο και σε πο­λι­τι­κό επί­πε­δο.

Κατ’ αρχάς, μια κρι­τι­κή που απορ­ρί­πτει συλ­λή­βδην κάθε φαι­νό­με­νο και κάθε αν­θρώ­πι­νη πράξη, που δεν ανά­γε­ται σε κα­θα­ρά φορ­μα­λι­στι­κή μα­θη­μα­τι­κή λο­γι­κή ως επι­ζή­μια για τον άν­θρω­πο με την κα­τη­γο­ρία του «μύθου» κα­τα­λή­γει να απαρ­νη­θεί με­ρι­κές από τις πιο ουσια­στι­κές και δυ­νά­μει απε­λευ­θε­ρω­τι­κές όψεις της αν­θρώ­πι­νης ύπαρ­ξης. Η φα­ντα­σία κι η δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα, που δεν δε­σμεύ­ε­ται φυ­σι­κά από τυ­πι­κούς λο­γι­κούς κα­νό­νες, είναι απαραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση και βάση της καλ­λι­τε­χνι­κής δη­μιουρ­γί­ας, ζω­γρα­φι­κής, λογοτεχνίας, μου­σι­κής, γλυ­πτι­κής, και πολ­λών άλλων. Ο έρω­τας, η πλέον ζω­τι­κή και ενδιαφέ­ρου­σα από όλες τις αν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις, είναι από τη φύση του απο­λύ­τως ασύμβατος με οποια­δή­πο­τε μορφή ορ­θο­λο­γι­κής συ­μπε­ρι­φο­ράς και κα­νο­νι­κο­ποί­η­σης, ως πάθος ανε­ξέ­λεγ­κτο και τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φορές άκρως εγω­ι­στι­κό. Οι αν­θρω­πι­στι­κές και κοινω­νι­κές επι­στή­μες είναι γε­μά­τες από μύ­θους (π.χ ο πλα­τω­νι­κός μύθος του σπη­λαί­ου) ή γε­γο­νό­τα και δια­νοη­τι­κές συλ­λή­ψεις με­τα­ξύ μύθου και ιστο­ρί­ας (Οδύσ­σεια, Ιλιά­δα, αρ­χαί­ες τρα­γω­δί­ες), η παι­δευ­τι­κή αξία των οποί­ων είναι αδιαμ­φι­σβή­τη­τη ως συμ­βό­λων αξιών κι ηθι­κών προ­τύ­πων που κα­θο­δη­γούν την ατο­μι­κή και συλ­λο­γι­κή δράση. Εν ολί­γοις, το πρότυπο της στεί­ρας και στε­γνής «λο­γι­κής» κα­τα­λή­γει στο αντί­θε­τό του, ένα  άτομο  απομο­νω­μέ­νο από την κοι­νω­νία, χωρίς ηθι­κές αρχές, ερε­θί­σμα­τα και αισθητικές ανα­ζη­τή­σεις, δη­λα­δή έναν εξω­πραγ­μα­τι­κό κα­θα­ρό πα­ρα­λο­γι­σμό.

Όσον αφορά στον μύθο του Αη Βα­σί­λη και τον πα­ραλ­λη­λι­σμό του με τη θρη­σκεία, αρκεί να επι­ση­μαν­θούν δύο κρί­σι­μα στοι­χεία που αγνο­ού­νται από τους «ορ­θο­λο­γι­στές», και που καθι­στούν το θεό μη συ­γκρί­σι­μο με τον Αη Βα­σί­λη. Αφε­νός, ο τε­λευ­ταί­ος συν­δέ­ε­ται ως ανάμνη­ση και βίωμα με την παι­δι­κή ηλι­κία και άρα με αι­σθή­μα­τα εντε­λώς αγνά και αθώα. Στα πλαί­σια της σχέ­σης παι­διού- Άγιου Βα­σί­λη, δεν υπάρ­χει ίχνος αντα­γω­νι­σμού, εκμετάλλευ­σης και επι­βο­λής οποιασ­δή­πο­τε μορ­φής, καθώς τα υπό­λοι­πα παι­διά όχι μόνο δεν αντι­με­τω­πί­ζο­νται αντα­γω­νι­στι­κά κι εχθρι­κά ως προς τη δια­νο­μή των δώρων αλλά αντίθε­τα, σε πολλά γράμ­μα­τα, πέρα από τα προ­σω­πι­κά δώρα που ζητά το κάθε παιδί, εκφρά­ζε­ται κι η άδολη επι­θυ­μία για ευ­τυ­χία και ει­ρή­νη για όλα τα άλλα παι­διά. Η δια­φο­ρά με τις ορ­γα­νω­μέ­νες θρη­σκεί­ες, και ιδιαί­τε­ρα τις μο­νο­θεϊ­στι­κές, που αυ­το­α­να­γο­ρεύ­ο­νται φο­ρείς μιας από­λυ­της υπερ­βα­τι­κής αλή­θειας που οι άν­θρω­ποι πρέ­πει να απο­δε­χτούν με την πειθώ και, πολύ συ­χνό­τε­ρα, με τη βία, και εντός των οποί­ων οι αλ­λό­θρη­σκοι ή οι άθρησκοι αγνο­ού­νται, πε­ρι­θω­ριο­ποιού­νται, εκ­διώ­κο­νται ή εξο­ντώ­νο­νται ως βλά­σφη­μοι, αρ­νη­τές της αλή­θειας, είναι βέ­βαια αβυσσαλέα. Αφε­τέ­ρου, και ως άμεση συ­νέ­πεια του προη­γού­με­νου, είναι με­γά­λες οι πι­θα­νό­τη­τες ένα θρη­σκευ­τι­κό δόγμα και κα­τε­στη­μέ­νο να νο­μι­μο­ποιεί και να συ­νερ­γά­ζε­ται άμεσα με μια αυ­ταρ­χι­κή και βίαιη κρα­τι­κή εξου­σία. Τα σχε­τι­κά ιστο­ρι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα αφθο­νούν, από την ελέω Θεού χρι­στια­νι­κή μο­ναρ­χία ως τη σύγ­χρο­νη ισλα­μι­κή θε­ο­κρα­τία και τον τζι­χα­ντι­σμό. Είναι προ­φα­νές πως η πίστη στον Άγιο Βα­σί­λη ούτε επι­διώ­κει ούτε μπο­ρεί να επι­τε­λέ­σει μια τέ­τοια λει­τουρ­γία.

Ση­μα­ντι­κό­τε­ρες είναι οι πο­λι­τι­κές συ­νέ­πειες των δια­φο­ρών του μύθου του Άγιου Βα­σί­λη από το μύθο των θρη­σκευ­τι­κών θεών. Η αγνή αγάπη κι αλ­λη­λεγ­γύη που χα­ρα­κτη­ρί­ζει την πίστη στον Άγιο Βα­σί­λη, πέραν του γε­γο­νό­τος ότι συ­νο­δεύ­ε­ται από τις γλυ­κές ανα­μνή­σεις της παι­δι­κής ηλι­κί­ας, απο­τε­λεί και ένα ανε­πε­ξέρ­γα­στο κι  ασυ­νεί­δη­το προ­εί­κα­σμα ενός κόσμου απαλ­λαγ­μέ­νου από εκ­με­τάλ­λευ­ση, αδι­κία και αντα­γω­νι­σμό για προ­σω­πι­κό όφε­λος. Και για να μπο­ρέ­σου­με να αγω­νι­στού­με και να υλο­ποι­ή­σου­με ως ενή­λι­κες πο­λί­τες ένα τέτοιο όραμα πρέ­πει πρώτα να το έχου­με συλ­λά­βει δια­νοη­τι­κά, κάτι που με τη σειρά του προ­ϋ­πο­θέ­τει την καλ­λιέρ­γεια από μικρή ηλι­κία αντί­στοι­χων ηθι­κών αρχών ισό­τη­τας κι αλλη­λο­βο­ή­θειας. Η πίστη στον Άγιο Βα­σί­λη, καθώς εμπε­ριέ­χει αυτές ακρι­βώς τις αξίες χωρίς τις ιε­ραρ­χι­κές δια­στρο­φές της θρη­σκεί­ας, οφεί­λει να δια­τη­ρη­θεί και στην ενή­λι­κη ζωή μας, διότι δεν ακυ­ρώ­νει αλλά συ­μπλη­ρώ­νει το ηθικό υπό­βα­θρό που πρέ­πει να διέ­πει την επι­στή­μη και τον Ορθό Λόγο.

Η πο­λι­τι­κή ση­μα­σία της σύλ­λη­ψης ορα­μά­των που υπερ­βαί­νουν κι αμ­φι­σβη­τούν τον «ρεαλισμό» της απο­δο­χής της ισχύ­ου­σας τάξης πραγ­μά­των τεκ­μη­ριώ­νε­ται κι από δύο κορυ­φαί­ους στο­χα­στές της ρε­που­μπλι­κα­νι­κής δημοκρατίας. Η πρώτη είναι η πε­ρί­πτω­ση του Ρουσ­σώ, ο οποί­ος, στον «Λόγο για την Ανι­σό­τη­τα», πε­ρι­γρά­φο­ντας την κα­τά­στα­ση του φυ­σι­κού αν­θρώ­που ως «ευ­γε­νούς αγρί­ου» πριν τη θε­με­λί­ω­ση του σύγ­χρο­νου οργανωμένου κρά­τους που απο­τε­λεί πηγή κοι­νω­νι­κής αδι­κί­ας και ηθι­κής δια­φθο­ράς, παραδέ­χε­ται πως πρό­κει­ται για μια κα­τά­στα­ση φα­ντα­στι­κή, που δεν απο­τε­λεί ιστο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αλλά ένα ιστο­ρι­κό πεί­ρα­μα, στό­χος του οποί­ου είναι η ανα­κα­τα­σκευή της ει­κό­νας του αν­θρώ­που ως φορέα ισό­τη­τας και ελευ­θε­ρί­ας, ώστε να τεκ­μη­ριω­θεί πο­λι­τι­κά και ηθικά ο αγώ­νας για την  ανά­κτη­ση αυτών των ανα­παλ­λο­τρί­ω­των δι­καιω­μά­των που τα άτομα τα στε­ρή­θη­καν εντός της νε­ο­πα­γούς τότε αστι­κής κοι­νω­νί­ας. Ο αγώ­νας όμως αυτός δε γί­νε­ται με όρους νο­σταλ­γι­κής επι­στρο­φής στο εξι­δα­νι­κευ­μέ­νο πα­ρελ­θόν της φυ­σι­κής κατά­στα­σης αλλά με όρους συλ­λο­γι­κού κι­νή­μα­τος, που λαμ­βά­νει υπόψη τις ιδιαι­τε­ρό­τη­τες και τους πε­ριο­ρι­σμούς της νε­ω­τε­ρι­κής επο­χής. Προ­ϊ­όν αυτού του συν­δυα­σμού αφο­σί­ω­σης σε δια­χρο­νι­κές ηθι­κο­πο­λι­τι­κές αρχές (ισό­τη­τα, ελευ­θε­ρία), και της προ­σαρ­μο­γής τους στα σύγ­χρο­να κοι­νω­νι­κά δε­δο­μέ­να είναι το εντυ­πω­σια­κά ανα­λυ­τι­κό, πο­λι­τεια­κά και κοι­νω­νιο­λο­γι­κά τεκ­μη­ριω­μέ­νο αμε­σο­δη­μο­κρα­τι­κό πρό­τυ­πο του κοι­νω­νι­κού συμ­βο­λαί­ου.

Ο δεύ­τε­ρος στο­χα­στής που εμ­βα­θύ­νει, εμπλου­τί­ζει και ολο­κλη­ρώ­νει, τρο­πο­ποιώ­ντας ριζικά, την πρώ­ι­μη κοι­νω­νι­κή και πο­λι­τι­κή κρι­τι­κή του Ρουσ­σώ στην αστι­κή κοι­νω­νία δεν είναι άλλος από τον Μαρξ. Παρά το δια­κη­ρυγ­μέ­νο υλι­σμό του, που ορθά εντο­πί­ζει την κινητή­ριο δύ­να­μη της ιστο­ρι­κής εξέ­λι­ξης στο επί­πε­δο των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων και σχέσε­ων και της τα­ξι­κής πάλης που αυτές γεν­νούν, πόρρω απέ­χει από ένα χυ­δαίο υλι­σμό που αντι­λαμ­βά­νε­ται τα άτομα ως άβου­λα υπο­κεί­με­να των νόμων της οι­κο­νο­μί­ας ή ως βιολο­γι­κές μη­χα­νές που στο­χεύ­ουν στην απλή αυ­το­συ­ντή­ρη­ση, ο οποί­ος του απο­δό­θη­κε αρ­γό­τε­ρα με εμ­φα­νή προ­πα­γαν­δι­στι­κή πο­λι­τι­κή στό­χευ­ση. Ο κομ­μου­νι­σμός ως όραμα και συ­γκε­κρι­μέ­νο πο­λι­τι­κό σχέ­διο έχει στο επί­κε­ντρό του την εξα­φά­νι­ση του πο­λι­τι­κού κρά­τους ως φορέα εξα­να­γκα­σμού επί της κοι­νω­νί­ας και την απορ­ρό­φη­σή του από αυτήν, σε συνθήκες όπου ο άν­θρω­πος απαλ­λαγ­μέ­νος από υλι­κές στε­ρή­σεις, θα μπο­ρέ­σει να αυτοπραγ­μα­τω­θεί ως αυ­τό­νο­μη ηθική οντό­τη­τα σε συ­νύ­παρ­ξη και συ­νερ­γα­σία με τους άλλους. Η επα­να­στα­τι­κή με­τα­βο­λή της οι­κο­νο­μι­κής-πο­λι­τι­κής δομής λοι­πόν δεν είναι αυτοσκο­πός ούτε πραγ­μα­το­ποιεί­ται από τα πάνω, αλλά έχει  πρω­τα­γω­νι­στή την ίδια την κοι­νω­νία στο σύ­νο­λό της ως άμεσο φορέα κυ­ριαρ­χί­ας κι απο­σκο­πεί σε μια πρω­τί­στως ηθική κι όχι θε­σμι­κή ή οι­κο­νο­μι­κή επα­νά­στα­ση. Γι αυτό κι ο Μαρξ, παρά την κρι­τι­κή του απέ­να­ντι στους ου­το­πι­κούς σο­σια­λι­στές, τους ανα­γνω­ρί­ζει ότι πρώ­τοι αυτοί συ­νέ­λα­βαν και κα­τήγ­γει­λαν την αλ­λο­τριω­τι­κή-εκ­με­ταλ­λευ­τι­κή επί­δρα­ση του κα­πι­τα­λι­σμού στην κοι­νω­νία. Ταυ­τό­χρο­να, είναι σφό­δρα επι­κρι­τι­κός απέ­να­ντι στον αστι­κό οι­κου­με­νι­κό λόγο περί ανθρωπί­νων δι­καιω­μά­των, κα­τα­λο­γί­ζο­ντάς του ακρι­βώς έναν κενό πε­ριε­χο­μέ­νου νο­μι­κό φορ­μα­λι­σμό, που στο όνομα της νο­μι­κής ισό­τη­τας, των ατο­μι­κών ελευ­θε­ριών και του αφηρη­μέ­νου ορ­θο­λο­γι­σμού, απο­κρύ­πτει τις πραγ­μα­τι­κές κοι­νω­νι­κές ανι­σό­τη­τες και αγνο­εί τις ιδιαι­τε­ρό­τη­τες και τις δια­φο­ρε­τι­κές ανά­γκες του κάθε αν­θρώ­που ως μο­να­δι­κής οντότητας.

Η ανα­φο­ρά στους δύο ρι­ζο­σπά­στες θε­ω­ρη­τι­κούς δεν είναι άσχε­τη με το θέμα αυτού του κει­μέ­νου, όσο κι αν φα­ντά­ζει ως τέ­τοια εκ πρώ­της όψεως. Κοινό ση­μείο που τους συν­δέ­ει άρ­ρη­κτα είναι η ηθική κα­τα­δί­κη του υπάρ­χο­ντος αστι­κού κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κού συ­στή­μα­τος και των αξιών που το στη­ρί­ζουν(ατο­μι­κι­σμός και επι­δί­ω­ξη του κέρ­δους) και η υπέρ­βα­σή του μέσω της σύλ­λη­ψης και της υπε­ρά­σπι­σης ενός ρι­ζι­κά δια­φο­ρε­τι­κού μέλ­λο­ντος σε ρήξη με το παρόν, στη­ριγ­μέ­νου στις αξίες της ισό­τη­τας, της αλ­λη­λεγ­γύ­ης και της ελευ­θε­ρί­ας. Τέτοια ορά­μα­τα στιγ­μα­τί­ζο­νται από την κυ­ρί­αρ­χη ιδε­ο­λο­γία ως «ου­το­πι­κά» και «ανεδαφικά» για να απο­νο­μι­μο­ποι­η­θεί η συ­νο­λι­κή αμ­φι­σβή­τη­ση του κα­πι­τα­λι­σμού και της αστι­κής «δη­μο­κρα­τί­ας».

Κλεί­νο­ντας, αυτό που συν­δέ­ει την πίστη στον Άγιο Βα­σί­λη  με την επα­να­στα­τι­κή πο­λι­τι­κή θε­ω­ρία και πράξη στην κα­τεύ­θυν­ση της ισό­τη­τας και της  ελευ­θε­ρί­ας για όλους είναι η ηθική δια­μόρ­φ­ση των ατό­μων και δια­παι­δα­γώ­γη­σή τους με αρχές δια­με­τρι­κά αντί­θε­τες αυτών του «ελεύ­θε­ρου» αντα­γω­νι­σμού και του ατο­μι­κού οφέ­λους σε βάρος των άλλων, της απο­δο­χής της αδι­κί­ας και των τε­ρά­στιων ανι­σο­τή­των,  που ο νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρος ει­δι­κά καπιτα­λι­σμός θε­ω­ρεί φυ­σι­κές και χρή­σι­μες για την κοι­νω­νι­κή πρό­ο­δο με βάση την έωλη θεω­ρία της «διά­χυ­σης προς τα κάτω» του κοι­νω­νι­κού πλού­του. Αυτά τα ιδε­ο­λο­γή­μα­τα αντιμά­χο­νται από κοι­νού η πίστη στον Άη Βα­σί­λη και η ρι­ζο­σπα­στι­κή πο­λι­τι­κή φι­λο­σο­φία, η πρώτη έμ­με­σα κι ασυ­νεί­δη­τα κατά την παι­δι­κή ηλι­κία και η δεύ­τε­ρη ενερ­γά και συ­νει­δη­τά κατά την ενή­λι­κη ζωή. Ας επα­να­λά­βου­με ότι δεν είναι τυ­χαίο πως η κρα­τι­κή εξου­σία δεν έχει κα­νέ­να δι­σταγ­μό να απο­δε­χτεί ή να επι­βάλ­λει επί­ση­μα εξω­φρε­νι­κά πα­ρά­λο­γα θρησκευ­τι­κά δόγ­μα­τα όπως η ανά­στα­ση νε­κρών, ως «βάση του κρά­τους», και μά­λι­στα συνταγ­μα­τι­κά κα­το­χυ­ρω­μέ­νη, την ώρα που πολ­λοί οι οποί­οι τα ασπά­ζο­νται χωρίς συ­ζή­τη­ση εξα­νί­στα­νται, με πε­ρισ­σή υπο­κρι­σία,  με τις «παι­δι­κές ανοη­σί­ες» περί του Άη Βα­σί­λη. Αν λοι­πόν η κοι­νω­νι­κή και ηθική πρό­ο­δος της αν­θρω­πό­τη­τας επι­βάλ­λει τον «εκ­θρο­νι­σμό» του θεού, την άρ­νη­σή του ακόμη κι αν υπάρ­χει, για τον Άγιο Βα­σί­λη επι­βάλ­λε­ται αντί­θε­τα η απο­δο­χή του ακόμη κι αν δεν υπάρ­χει.

Ραφαήλ Παπαδόπουλος

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: