Από την κριτική του ουρανού σε κριτική της γης

Αν η κριτική της θρησκείας είναι το πρώτο βήμα στο δρόμο προς την ανθρώπινη χειραφέτηση, είναι η πολιτική κριτική, δηλ. η κριτική του νόμου, του κράτους, της κοινωνίας που εξηγεί τη δημιουργία της.

Μέρες που είναι, η θρησκεία εισβάλλει στη ζωή μας με σύμβολα και τελετουργίες που υπενθυμίζουν τον τρόπο που η άρχουσα τάξη την χρησιμοποιεί  και την ενισχύει για να επιβάλλει την εξουσία της, χωρίς αντίσταση, σ’  αυτούς που γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης. 

Ενδεικτικές για τη θέση και το ρόλο της θρησκείας στη σημερινή πολιτική ζωή είναι οι  αντιδράσεις στη χριστουγεννιάτική ανάρτηση, στην οποία  αναπαρήγαγε σκίτσο που κορόιδευε δοξασίες περί της «άμωμης» σύλληψης του Ιησού συγκρίνοντάς τες με την άρνηση του κορωνοϊού, του καθηγητή του LSE Η. Μόσιαλου, που εκπροσωπεί τη χώρα σε διεθνείς οργανισμούς με …εντολή πρωθυπουργού.  Οργισμένη η αντίδραση, είδε επίθεση στον χριστιανισμό, της Ιεράς Συνόδου, στην συνεδρίαση της οποίας  στις 13 Δεκεμβρίου παρίστατο και ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης,  πυρά εναντίον του Η. Μόσιαλου από βουλευτές της  Ν.Δ όπως του Κ. Κυρανάκη, υπεράσπισή  του από βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ όπως του Ν. Φίλη που εμμέσως αποδοκίμασε την αντίδραση της Ι. Συνόδου, αμφίθυμη η θέση του  κυβερνητικού  εκπροσώπου Γ. Οικονόμου με δηλώσεις περί προσωπικών απόψεων του Η. Μόσιαλου και κατοχυρωμένης ελευθερίας του λόγου στη χώρα μας, την ίδια στιγμή που η υπουργός Παιδείας Ν. Κεραμέως την χαρακτήρισε λυπηρή αφού προσβάλλει τους πιστούς. Και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ανοίχτηκε πεδίο λαμπρό για να γίνει επίδειξη προοδευτικότητας σε λεκτικές ξιφομαχίες με ακροδεξιά τρολαρίσματα.  

Οι πολλές και ποικίλες αντιδράσεις, αντιστρόφως ανάλογες με τη σημασία αυτής καθ’ εαυτήν της ανάρτησης, δείχνουν και την αμφιταλάντευση του κυρίαρχου λόγου ανάμεσα σ’ ένα παρελθόν με το τρίπτυχο της θρησκείας, οικογένειας και έθνους, και ένα τεχνοκρατικό παρόν που χρησιμοποιεί τα μέσα ενημέρωσης εργαλειοποιώντας την επιστήμη και την ιδεολογία του δικαιωματισμού για υποστήριξη της ελεύθερης αγοράς. Κι αυτή η αμφιταλάντευση που καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα προσδοκιών, ιδεολογιών και δράσεων μεγάλης μάζας ανθρώπων, εξυπηρετώντας έτσι πιο αποτελεσματικά τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, στην πραγματικότητα δεν βρίσκεται σε αντίθεση με τη βερμπαλιστική επαναστατικότητα που χλευάζει την θρησκευτική πίστη, εφόσον η πολεμική της κατευθύνεται σε τελετουργίες και σύμβολα και όχι στις αιτίες που γεννούν τη θρησκευτική ψευδαίσθηση. Αν η κριτική της θρησκείας είναι το πρώτο βήμα στο δρόμο προς την ανθρώπινη χειραφέτηση, είναι  η πολιτική κριτική, δηλ. η κριτική του νόμου, του κράτους, της κοινωνίας που εξηγεί τη δημιουργία της. 

Σε αντίθεση με τον Διαφωτισμό, του οποίου ο αντικληρικισμός και ο μαχητικός αθεϊσμός είχαν ως στόχο να ρίξουν τον βασιλικό απολυταρχισμό με θεμέλιο τη δύναμη της Εκκλησίας, ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν σταμάτησαν, ενώ παρέμειναν υλιστές, άθεοι και ασυμβίβαστοι αντίπαλοι της θρησκείας, να βλέπουν σε αυτή μια ζωντανή αντίφαση που από τη μια έχει ρόλο στη νομιμοποίηση της κατεστημένης τάξης, και από την άλλη κάνει εφικτό στις κοινωνικές συνθήκες να της δανείζουν έναν κριτικό, διαμαρτυρόμενο, ακόμα και επαναστατικό ρόλο. Είναι που η   διαλεκτική προσέγγιση του φαινομένου της θρησκείας αναδεικνύει τις αντιφάσεις του. Η θρησκευτική δυστυχία είναι αφενός η έκφραση της πραγματικής δυστυχίας και αφετέρου η διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική δυστυχία. Η θρησκεία είναι συνέπεια της κοινωνικής δυστυχίας ταυτόχρονα με την καταγγελία της.

Αν ο άνθρωπος χρειάζεται τη θρησκεία, δεν είναι επειδή αισθάνεται περιορισμένος και ατελής, είναι επειδή είναι δυστυχισμένος. Και μια τέτοια δυστυχία δεν είναι πρώτα από όλα θεολογική ή και ψυχολογική, αλλά είναι πραγματική και  υλική, εγκατεστημένη  σε μια κοινωνική και οικονομική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ιστορική ύπαρξη πολιτικών σχέσεων κυριαρχίας, κοινωνικών σχέσεων ανισότητας και οικονομικών σχέσεων εκμετάλλευσης. Αν η θρησκεία είναι «το όπιο του λαού», όπως γράφει ο Μαρξ, είναι επειδή αυτός ο λαός χρειάζεται ένα ισχυρό ναρκωτικό για να αντέξει τα κοινωνικά δεινά που του επιβάλλονται, εφόσον «Η θρησκεία είναι ο αναστεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος, η ψυχή ενός άκαρδου κόσμου». 

Ο άνθρωπος φτιάχνει τη θρησκεία, δεν φτιάχνει η θρησκεία τον άνθρωπο. Όμως ο άνθρωπος δεν είναι ένα αφηρημένο ον, που κοιτά έξω από τον κόσμο. Είναι αυτή η κατάσταση, αυτή η κοινωνία που παράγει τη θρησκεία, μια ανεστραμμένη συνείδηση ​​του κόσμου, γιατί είναι ένας ανεστραμμένος κόσμος. Ο αγώνας ενάντια στη θρησκεία είναι επομένως, μέσω αυτής της μεσολάβησης, ο αγώνας ενάντια σε αυτόν τον κόσμο. Για να απελευθερωθεί κανείς από την καθημερινή θρησκεία, δεν αρκεί να κάνει μια δήλωση αθεϊσμού ή να χλευάσει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των άλλων,  αλλά είναι απαραίτητη μια αλλαγή στην ίδια την κοινωνική δομή. 

Η  θρησκεία συνιστά ένα σύστημα ιδεολογικών αναπαραστάσεων που εμποδίζει την κριτική του υπάρχοντος συστήματος, είναι «το όπιο του λαού». Και συγχρόνως, αποτρέπει τον κοινωνικό μετασχηματισμό, θεοποιώντας πραγματικότητες που είναι ωστόσο πολύ ανθρώπινες και κατασκευάζοντας μια υποκειμενικότητα προσαρμοσμένη στις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις. Και στις δύο περιπτώσεις, αποξενώνει τους ανθρώπους από οντότητες που οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει. Από τη μια δρα στη συνείδηση, από την άλλη στις κοινωνικές σχέσεις που καθορίζουν αυτή τη συνείδηση. Η θρησκευτική αλλοτρίωση δεν είναι απλώς μια απατηλή δραστηριότητα της συνείδησης, αλλά είναι ένα κοινωνικό προϊόν, κατάλληλο για την οικονομική αλλοτρίωση.  

Υπάρχει ένας παραλληλισμός μεταξύ θρησκευτικής αλλοτρίωσης και οικονομικής αλλοτρίωσης. Προϊόντα του ανθρώπινου νου φαίνονται σαν να είναι ανεξάρτητα, να έχουν δική τους ζωή. Και  στις δύο περιπτώσεις, πρόκειται για τη μεταφορά της εξουσίας σε μια εξωτερική αφηρημένη οντότητα. Βέβαια, για να είναι δυνατή αυτή η αποξένωση, είναι απαραίτητο να παραχθεί μια υποκειμενικότητα προσαρμοσμένη στις αντίστοιχες κοινωνικές σχέσεις. Και αυτήν θα την παράγει  ένας κόσμος όπου τα αντικείμενα είναι προικισμένα με αυτόνομες αξίες και δυνάμεις,  που στην πραγματικότητα όμως είναι μόνο η αξία και η δύναμη της ανθρώπινης εργασίας.  Η διαδικασία της αφαίρεσης που λειτουργεί, με τη θρησκεία ως επεξηγηματικό πλαίσιο,  στη δημιουργία μιας αφηρημένης και γενικής έννοιας του ανθρώπου, μιας αφηρημένης έννοιας του πόνου, του οποίου η αιτία είναι  το προπατορικό αμάρτημα, είναι παρόμοια με την αφηρημένη αξία των εμπορευμάτων που φαίνεται υπερβατική, ενώ είναι προϊόν πολύ συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων. Και κάπως έτσι η ιδέα της υποταγής των ανθρώπων στους αφηρημένους οικονομικούς νόμους φαίνεται οικεία. Γι’ αυτό η κριτική της θρησκείας αποτελεί την πηγή για την πιο αποτελεσματική κριτική των κοινωνικών σχέσεων.

Και η αντιπροσωπευτική μας δημοκρατία έχει κοινό με τη θρησκεία και τη φετιχοποιημένη καπιταλιστική οικονομία το γεγονός της μεταφοράς της πραγματικής εξουσίας του λαού σε οντότητες που είναι έξω από αυτόν. Του δίνει όμως την εντύπωση ότι έχει την ελευθερία επιλογής, μέσω των εκλογών, των καθοδηγητών  της κοινής γνώμης και της οικοδόμησης μιας υποκειμενικότητας ελάχιστα ικανής να εξεγερθεί ενάντια στον ιερό νόμο  της αγοράς, που είναι απαραβίαστος. 

Ο σύγχρονος ανθρωπισμός των προοδευτικών, αναθεωρητών, εκσυγχρονιστών, που υπερασπίζεται δικαιώματα και ελευθερίες και προτίθεται να ξεπεράσει τη θρησκεία είναι πλούσιος σε νέες αλλοτριωμένες αναπαραστάσεις, που γίνονται δεκτές. Έτσι,  το σύγχρονο άτομο αποθεώνεται ενώ  στοχεύει μόνο στο εγωιστικό του κέρδος, τα δικαιώματα του ανθρώπου αγιοποιούν τον αστό και ιδιοκτήτη, εκθειάζεται  η «επιχειρηματική ελευθερία» που είναι μόνο το άλλο όνομα για την ελευθερία εκμετάλλευσης της δυστυχίας του λαού, κλπ. 

Σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από οικονομικούς διαχωρισμούς οι οποίοι αντικατοπτρίζονται στις θρησκευτικές αντιλήψεις, θα ήταν παράλογο να θέλουμε να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες χωρίς να αντιμετωπίσουμε τις αιτίες. Δεν είναι ο αθεϊσμός απαραίτητη προϋπόθεση για να μπει στον αγώνα το σύνολο των εργαζομένων ανδρών και γυναικών που μεγάλο μέρος τους μπορεί να είναι θρησκευτικά εμψυχωμένο. Ο αγώνας κατά της θρησκείας δεν γίνεται υποθετικά, στο αφηρημένο και καθαρά θεωρητικό έδαφος της προπαγάνδας, αλλά με συγκεκριμένο τρόπο στο έδαφος της πάλης, της ταξικής σύγκρουσης που βρίσκεται πραγματικά σε εξέλιξη, η οποία εκπαιδεύει τις μάζες περισσότερο από οτιδήποτε άλλο και καλύτερα από οτιδήποτε άλλο. Το σχολείο λοιπόν  της αποτελεσματικής ταξικής πάλης είναι πολύ πιο αποτελεσματικό από οποιοδήποτε κήρυγμα για τις θρησκευτικές ψευδαισθήσεις. Γιατί έτσι «Η κριτική του ουρανού μετατρέπεται έτσι σε κριτική της γης, η κριτική της θρησκείας σε κριτική του νόμου, η κριτική της θεολογίας σε κριτική της πολιτικής». Κι αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο μαρξιστικός αθεϊσμός στοχεύει τελικά μια άλλη θρησκεία, τον καπιταλισμό.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: