Από την άλλη μόνο ΚΚΕ

Η διαχωριστική γραμμή στο πολιτικό σκηνικό  είναι πια ευκρινής. Από την άλλη πλευρά παραμένει μόνο το ΚΚΕ.

Λίγες ημέρες μετά τις εκλογές και τη νίκη της ΝΔ, ο αρχηγός της, Κ. Μητσοτάκης,  σε συνέντευξή του στο δημοσιογράφο του ΑΛΦΑ Α. Σρόϊτερ κατέβαλλε  προσπάθεια να πείσει για τη μετριοπάθειά του και ιδιαίτερα για το ενδιαφέρον του για τις πιο ευάλωτες οικονομικά κοινωνικές ομάδες, που τις ευνοεί η ανάπτυξη την οποία προπαγανδίζει. Και σαν αποδεικτικό στοιχείο του έμπρακτου ενδιαφέροντος της ΝΔ στους πιο αδύναμους στις «λαϊκές συνοικίες», έφερε τα υψηλά  εκλογικά ποσοστά της στο Πέραμα,  που εκφράζουν την επιδοκιμασία της πολιτικής της. Μάλιστα, για να γίνει περισσότερο πειστικός για τη φιλολαϊκή πολιτική του, ιδιαίτερα στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη, πρόσθεσε για την επίσκεψή του εκεί και μια γλαφυρή περιγραφή για «χαμογελαστούς ανθρώπους γιατί είχαν δουλειές», οι οποίοι «είναι άνθρωποι του κόπου και του μόχθου» και ψηφίζοντας ΝΔ «ψήφισαν για τις δουλειές τους… δεν κοίταξαν με κομματικές παρωπίδες». Τα ίδια επανέλαβε μετά από μερικές μέρες και σε άλλη συνέντευξη στο ΜΕΓΚΑ. Και την ίδια μέρα,  αυτοί οι «χαμογελαστοί άνθρωποι», οργισμένοι με τον θάνατο και τραυματισμό συναδέλφων τους στο χώρο δουλειάς τους, καταγγέλλουν την ανάπτυξη που χτίζεται με το αίμα τους και διαψεύδουν την πολιτική ηγεσία για το ενδιαφέρον της, αφού επί του πρακτέου αδιαφορεί  για τις προειδοποιήσεις των συνδικάτων για «μικρότερα ή μεγαλύτερα ατυχήματα». 

Αν σε τέτοιες περιπτώσεις θανάτων και τραυματισμών των εργαζομένων εξαιτίας εντατικοποίησης της εργασίας ή ελλιπών μέτρων ασφάλειας εκφράζονται λόγια συμπάθειας και συμπαράστασης  από τα αστικά κόμματα, είναι περισσότερο για να καταπραΰνουν την οργή και να χειραγωγήσουν αντιδράσεις, ιδιαίτερα σε προεκλογική περίοδο. Όλα τα αστικά κόμματα, ακόμα κι αυτά που καταφέρονται ξεκάθαρα ενάντια σε σοσιαλιστικά ιδανικά, όπως η ΝΔ, χρησιμοποιούν φρασεολογία που συνάδει μ’ αυτά κολακεύοντας για να παραπλανήσουν τους εργαζόμενους και θέλοντας να περιορίσουν στο ελάχιστο κινητοποιήσεις τους και διεκδικήσεις.  Γιατί όλες οι κυβερνήσεις των κομμάτων ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, εργάστηκαν για να κάνουν τους χώρους εργασίας «ασφαλείς» για τον καπιταλισμό,  δηλ. να εξασφαλίζουν την κερδοφορία με το λιγότερο κόστος για τον καπιταλιστή. Είναι που από τους βασικούς πόλους διαχείρισης του καπιταλιστικού κράτους, μπορεί η διαχείριση του νομίσματος να ανατέθηκε στην υπερεθνική Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως τη διαχείριση της εργατικής δύναμης συνεχίζει κυρίως να έχει το εθνικό κράτος, που νομοθετεί, ελέγχει, καταστέλλει. 

Τα εργατικά λοιπόν  ατυχήματα δεν είναι μια εξαίρεση στην καπιταλιστική τάξη πραγμάτων.  Είναι στην πραγματικότητα αυτή η καπιταλιστική τάξη που εκρήγνυται στην επιφάνεια, είναι η βίαιη έκφραση ενός συστήματος που οργανώνεται γύρω από την εκμετάλλευση και τον έλεγχο των εργαζομένων για την κερδοφορία  που εξασφαλίζει αυτή η εκμετάλλευση. Αυτή η καπιταλιστική τάξη δεν θα υπήρχε χωρίς το αστικό κράτος, που διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην επικράτησή της μέσα στην κοινωνία, εξουδετερώνοντας με τα νομοθετικά και κατασταλτικά μέσα  που διαθέτει τις αντιδράσεις των εργαζομένων. Η ικανότητα κινητοποίησης των μονοπωλιακών κεφαλαίων, η χρησιμοποίηση των αποτελεσμάτων της κρίσης για την ενίσχυση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, η διάλυση της μικρής επιχείρησης, δεν έγιναν με αποτελεσματικότητα παρά μόνο μέσω κρατικών κυβερνητικών επεμβάσεων. 

Αυτό σημαίνει ότι είναι  αναγκαίο οι εργαζόμενοι στις αγωνιστικές διεκδικήσεις τους να αναγνωρίζουν ότι  δεν αγωνίζονται μόνο εναντίον ενός αφεντικού σε ένα κατάστημα ή της σύνθλιψης των μισθών σε μια συγκεκριμένη εταιρεία, αλλά ενάντια σε μια ολόκληρη τάξη ιδιοκτητών, σ’ ένα ολόκληρο πολιτικοοικονομικό σύστημα που επιβάλλονται μέσα από το αστικό κράτος.  Κι επομένως οι εργαζόμενοι δεν έχουν άλλο τρόπο να υπερασπίζονται τις ζωές στην εργασία τους παρά μέσω της μαζικής οργάνωσής τους  στις συνδικαλιστικές οργανώσεις τους, για να σταματήσουν οι επικίνδυνες απαιτήσεις  των αφεντικών για  ταχύτητες στην παραγωγή και η ανυπαρξία των μέτρων ασφαλείας. Κι επειδή η  καθυπόταξη του συνδικαλιστικού κινήματος είναι αναγκαία προϋπόθεση για την εξουδετέρωση των αντιδράσεων των εργαζομένων, γι’ αυτό και τα συνδικάτα, όπως και το δικαίωμα της απεργίας,  έχουν υποστεί συντονισμένη επίθεση τις τελευταίες δεκαετίες, από όλες τις  κυβερνήσεις των τριών κομμάτων, ΝΔ. ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ. Η κλιμάκωση των επιθέσεων συνολικά της άρχουσας τάξης στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, που οδηγεί σε πτώση του ποσοστού ένταξης των εργαζομένων σ’ αυτές, καθιστά τους εργοδότες ακόμα πιο επικίνδυνους, γιατί μένουν ανεξέλεγκτοι, και τους εργαζόμενους πιο ευάλωτους, αδύναμους να διεκδικήσουν το δίκιο τους. 

Καθώς όμως στη δική μας κοινωνία, με τις περίπλοκες δομές και την αναγκαστική ρητή εγκατάλειψη, μετά από δεκαετίες αγώνων,  της ιδέας ότι η υποτέλεια και η έντονη εκμετάλλευση είναι αυτές καθαυτές αποδεκτές, επιβάλλεται πάντα στις κυβερνητικές αποφάσεις  να υπάρχει αιτιολόγηση υπέρ των εργαζομένων, ανεξαρτήτως της πειστικότητάς της, και εξωραϊσμός τους. Όλοι οι αντεργατικοί νόμοι που ψηφίστηκαν τα τελευταία χρόνια από ΣΥΡΙΖΑ ή ΝΔ το καλό των εργαζομένων επικαλούνταν. Κι επειδή όλα τα κόμματα της άρχουσας τάξης που υπηρετούν το καπιταλιστικό σύστημα με όλες τις ιδεολογικές τους αποχρώσεις, στην ουσία την κυρίαρχη ιδεολογία προωθούν, μέλημά τους είναι αυτή να προβάλλει μια κοσμοαντίληψη με συνοχή, που να είναι αρκετά εύκαμπτη, κατανοητή και διαλλακτική, για να πείθει τις υποτελείς τάξεις  για δημοκρατική ευαισθησία  και για δίκαιη ηγεμονία. Παλιότερα αυτή είχε επίκεντρο τη θρησκεία ή το έθνος, που πιο περιθωριακά διαφόρων ειδών ακροδεξιά και φασιστικά μορφώματα, όπως στις τελευταίες εκλογές το ΝΙΚΗ, συνεχίζουν να τα επικαλούνται σαν οπισθοφυλακή του συστήματος, ενώ τώρα κυρίως δίνεται έμφαση σε κάθε είδους δικαίωμα που υπερβαίνει τις ταξικές συγκρούσεις.  Γι’ αυτό, για να πείθει,  αυτή η ιδεολογία δεν μπορεί να είναι αντανάκλαση άμεσων οικονομικών συμφερόντων, γιατί τότε θα ήταν περισσότερο από άχρηστη, εφόσον η υποκρισία της άρχουσας τάξης όπως και η απληστία της θα γινόταν γρήγορα εμφανής. 

 Η ευλυγισία λοιπόν της κυρίαρχης ιδεολογίας δίνει τη δυνατότητα στα αστικά κόμματα, από τη μια  να παριστάνουν τα φιλολαϊκά, αλλά  να ερίζουν βέβαια προεκλογικά  για την κοστολόγηση των οικονομικών τους προγραμμάτων, εστιάζοντας στο εφικτό της υλοποίησής τους, χωρίς να αμφισβητείται το βασικό που προωθείται, δηλ. η ταύτιση των  λαϊκών συμφερόντων  με την αύξηση της ισχύος και των κερδών των εταιρειών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Και από την άλλη, να γίνονται πιο πειστικά στον εκφοβισμό τους που στηρίζεται ή υπονοείται στο συλλογισμό ότι η κατάρρευση εταιρειών, τραπεζών, επενδύσεων κλπ. συνεπάγεται ανεργία και πτώση του επιπέδου ποιότητας ζωής.

 Η άρχουσα τάξη χρησιμοποιεί τον πλούτο και τη στρατιωτική της δύναμη για να φωλιάσει παντού, να εγκατασταθεί παντού και να δημιουργήσει εξαρτήσεις παντού. Κι αν εξαιτίας της ρωμαλεότητας του εργατικού κινήματος και της ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης η  δυτική άρχουσα τάξη είχε αναγκαστεί να υποχωρήσει, τις τελευταίες δεκαετίες έχει γίνει πιο επιθετική και χρησιμοποιεί την κυβερνητική εξουσία για να εξουδετερώσει τα συνδικάτα, να υπονομεύσει με νομοθετήματα  και  κατασταλτικούς μηχανισμούς κάθε διεκδίκηση για βελτίωση της ζωής των εργαζομένων, ενώ επενδύει σε δεξαμενές σκέψεις και προικίζει ινστιτούτα σε πανεπιστήμια να  προσφέρουν ιδεολογική κάλυψη στην προώθηση των συμφερόντων της. Όπως γίνεται τις τελευταίες δεκαετίες με την αναθεώρηση της ιστορίας του β’ παγκοσμίου πολέμου, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη χώρα μας, με τον Ν. Μαραντζίδη, που έχει αναλάβει την προεκλογική καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ, να είναι από τους βασικούς εκφραστές αυτής της τάσης. Συκοφάντηση του κομμουνιστικού λόγου, αναθεώρηση της ιστορίας, κόντρα και στα ίδια τα γεγονότα που πολλές φορές παραποιούνται, εκμηδένιση της αντίστασης, απαξίωση των κατακτήσεων της Σοβιετικής Ένωσης και του εργατικού κινήματος σε εγχώριο και ευρωπαϊκό επίπεδο, ενισχύουν τον ισχυρισμό της κυρίαρχης τάξης για ανυπαρξία εναλλακτικής λύσης πέρα από τη σκληρή λιτότητα. Κι έτσι οι εργαζόμενοι να μην μπορούν να φανταστούν άλλο κοινωνικοοικονομικό σύστημα και ούτε στο υπάρχον οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο να  διεκδικούν παρά  πέρα διευρύνσεις δικαιωμάτων.  Και να ανέχονται τα αστικά κόμματα να ερίζουν για οικονομικά προγράμματα που έχουν ή όχι την έγκριση του Γενικού Λογιστηρίου. 

Μόνο που με το πέρασμα των χρόνων ο λόγος του κομμουνιστικού κόμματος είναι αυτός που  επαληθεύεται, η δράση των κομμουνιστών είναι αυτή  που εκφράζει την κοινωνική αλληλεγγύη, όπως αποτυπώνεται στις αγωνιστικές κινητοποιήσεις για την αποτροπή των πλειστηριασμών. Όλα αυτά τα χρόνια του εκθειασμού της ιδιώτευσης και της κατασυκοφάντησης και της δραστικής υποτίμησης των αγωνιστικών μορφών πολιτικής οργάνωσης, έκφρασης και διεκδίκησης μόνο οι κομμουνιστές απέμειναν ανυποχώρητοι να υπερασπίζονται το όραμα της αταξικής κοινωνίας, επιμένοντας με γενναιότητα να αγωνίζονται και να διεκδικούν, κρατώντας ανοιχτό το δρόμο των αγώνων για όλους τους εργαζόμενους, κόντρα στην πολιτική απάθεια που πηγάζει από ένα αίσθημα αδυναμίας απέναντι στα κυρίαρχα συμφέροντα. Η διαχωριστική γραμμή όμως  στο πολιτικό σκηνικό  είναι πια ευκρινής. Από την άλλη πλευρά παραμένει μόνο το ΚΚΕ. Γι’ αυτό και σ’ αυτές τις εκλογές, με την υπερψήφιση του ΚΚΕ δημιουργείται εκείνος ο ζωτικός χώρος στην πολιτική σκηνή μέσα από τον οποίο, και βέβαια όχι μόνο, και από τον οποίο θα ενισχυθεί η οργανωμένη κι αποτελεσματική σύγκρουσή μας με τον κόσμο του καπιταλισμού, θα συνδεθεί η αγωνιστική αντιμετώπιση της παρούσας και της επόμενης κρίσης με την προοπτική ριζοσπαστικών κοινωνικών μετασχηματισμών.  

 

Φωτογραφία: Menelaos Michalatos / inSitu.photos / SOOC

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: