Ακρωτηριασμένη αξιοπρέπεια

Η έννοια της αξιοπρέπειας, για την οποία έγινε πολύ λόγος στο ζήτημα με τον σερβιτόρο, φαίνεται από πολλούς να εγγράφεται σε ένα κοινό πεδίο,  στην περιοχή της ηθικής  και οι συνθήκες εργασίας ταξινομούνται ως αιτήματα της που δεν συνδέονται με ταξικές σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Η αξιοπρέπεια όμως του εργαζομένου δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα…

Το βίντεο με εργαζόμενο που σερβίρει μέσα στη θάλασσα σε θαμώνες beach bar στη Ρόδο πυροδότησε συζητήσεις κι αντιπαραθέσεις, αναγκάζοντας παρέμβαση του νεόκοπου υπουργού εργασίας Α. Γεωργιάδη και εξηγήσεις από τη μεριά του ιδιοκτήτη του μπαρ. Αμφότεροι, μαζί με πολλούς άλλους βεβαίως πολιτικούς σχολιαστές,  συνέκλιναν ότι καμιά παράβαση νομοθεσίας δεν έγινε. Εξάλλου στην ελεύθερη αγορά εργασίας είναι αποδεκτές όποιες συμφωνίες γίνονται ανάμεσα σε εργαζόμενους και εργοδότες, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν συμφωνίες για ιδιαίτερες μορφές υπηρεσιών εξασφαλίζουν υψηλότερους μισθούς.  

Πέρα από την κινητοποίηση των ελεγκτικών μηχανισμών της επιθεώρησης εργασίας, πέρα από τον έλεγχο του Λιμεναρχείου Ρόδου στην εν λόγω επιχείρηση, πέρα από την ενημέρωση του αρμόδιου εισαγγελέα, που όλα ενεργοποιήθηκαν μετά τη δημοσιότητα που πήρε το συγκεκριμένο βίντεο κι έτσι αποκαλύφτηκαν ποικίλες παραβάσεις,  αυτό που έχει μια  ιδιαίτερη  σημασία για τον σημερινό κόσμο εργασίας είναι και η ανακοίνωση των εργαζομένων του μαγαζιού. Στη οποία υποστηρίζουν την απουσία κάθε εξαναγκασμού στη δουλειά τους, τονίζουν το κέφι και το φιλικό κλίμα που επικρατεί σ’ αυτή, την οποία μάλιστα αντιμετωπίζουν σαν δική τους δουλειά, καταλήγοντας «όλοι προσπαθούμε για το καλύτερο, ακριβώς επειδή έχουμε πολύ καλές συνθήκες εργασίας και καλές οικονομικές απολαβές».  

Κι αν αυτή η ανακοίνωση μπορεί να προβληματίσει για την αλήθεια της, είναι επειδή στην καπιταλιστική μισθολογική σχέση, πέρα από τη διαδικασία παραγωγής υπεραξίας,  στις δυτικές αστικές δημοκρατίες, στην τυπική νομική ισότητα, ανάμεσα σ’ αυτόν που προσφέρει την εργατική του δύναμη ως εμπόρευμα και στον άλλον που την αγοράζει, αντιτάσσεται η ανισότητα της οικονομικής ανταλλαγής. Μ’ αποτέλεσμα, αυτός που την πουλά να εξαρτάται από αυτόν που την αγοράζει, στην προκειμένη περίπτωση από τον εργοδότη στο beach bar, με όλες τις συνέπειες που μπορεί αυτό να έχει. 

Σ’ αυτήν λοιπόν την εμπορευματική ανταλλαγή μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη, δηλ. την καπιταλιστική μισθωτή σχέση, ποιος εργαζόμενος και σε ποιο βαθμό μπορεί να χτίσει ελεύθερα τη δουλειά του, αφού δεν έχει τα μέσα εργασίας; Δεν είναι η σχέση μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη μια σχέση που χαρακτηρίζεται από εξαναγκασμό, με την οποία τα άτομα βλέπουν τις πράξεις τους να υπόκεινται άμεσα ή έμμεσα στη βούληση εκείνων στους οποίους πωλούν την εργατική τους δύναμη; Η καπιταλιστική παραγωγή μεταμορφώνει τον εργάτη σε αντικείμενο, αποξενώνοντάς τον από το προϊόν που παράγει. Η ίδια η αξιοπρέπεια γίνεται μια ανταλλακτική αξία. Γι’ αυτό και από πολλούς θεωρείται  απόλυτα φυσικό  αυτός ο τρόπος δουλειάς, αφού εξασφαλίζει υψηλά φιλοδωρήματα.

Η εντολή λοιπόν αυτών που κατέχουν τα  μέσα παραγωγής προς αυτούς που πουλούν την εργατική τους δύναμη,  όπως στη μισθωτή σχέση, ή η υποταγή της θέλησης των τελευταίων στους σκοπούς που  οι εργοδότες επιδιώκουν, ορίζουν σχέσεις κυριαρχίας που ασκούνται στο πλαίσιο σχετικά σταθερών κοινωνικών δομών, που συμβάλλουν στην παραγωγή και αναπαραγωγή των ταξικών σχέσεων. Το κέντρο βάρους σ’ αυτήν την έννοια της κυριαρχίας είναι η έννοια της κοινωνικής τάξης. Η κυριαρχία είναι ταξική.  Και όπως οι κοινωνικές τάξεις  ορίζονται από την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και των προϊόντων της εργασίας, έτσι και η ταξική κυριαρχία ορίζεται από την εκμετάλλευση.     

Κι αν πολλοί εργαζόμενοι δεν αντιλαμβάνονται ούτε κυριαρχία ούτε αποξένωση ή εκμετάλλευση είναι επειδή οι κυρίαρχες αναπαραστάσεις, αυτές της κυρίαρχης τάξης, τις κρύβουν κάτω από τον λόγο των ίσων ευκαιριών, της δικαιοσύνης ή και υποσχέσεις για  ένα κοινωνικό έργο των κυβερνώντων που όλοι, κυρίαρχοι και κυριαρχούμενοι,  θα μοιράζονται. Κι έτσι κάποιοι εργαζόμενοι, παγιδευμένοι στις ψευδαισθήσεις που καλλιεργεί η άρχουσα τάξη,  προβάλλουν τον εαυτό τους στο μέλλον και αρνούνται την αμεσότητα των συνθηκών τους ως εργαζόμενοι, δηλαδή την ιδιοποίηση από το κεφάλαιο του καρπού της εργασίας τους.

Η υιοθέτηση από  την κυριαρχούμενη τάξη κοινωνικών και πολιτιστικών προσανατολισμών και πρακτικών που καθορίζονται από τα συμφέροντα της κυρίαρχης  τάξης, συγκαλύπτουν τις ταξικές αντιθέσεις θέτοντας την ύπαρξη μιας κοινωνικής και πολιτιστικής κατάστασης να  αναγνωρίζεται ως κοινό πεδίο όλων, που μπορεί να προσδιοριστεί χωρίς προσφυγή σε σχέσεις ταξικής κυριαρχίας.

Έτσι και η έννοια της αξιοπρέπειας, για την οποία έγινε πολύ λόγος στο ζήτημα με τον σερβιτόρο, φαίνεται από πολλούς να εγγράφεται σε ένα κοινό πεδίο,  στην περιοχή της ηθικής  και οι συνθήκες εργασίας ταξινομούνται ως αιτήματα της που δεν συνδέονται με ταξικές σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Η αξιοπρέπεια όμως του εργαζομένου δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα σε μια ηθική εκδοχή,  είναι μια έκφραση στο κοινωνικό πεδίο, να έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του έναν ελάχιστο σεβασμό, που όμως δεν θα μπορούσε να αποκτηθεί ανεξάρτητα και  μόνο υπό την επίδραση της δικής του βούλησης. Γιατί είναι στα συγκεκριμένα δεδομένα της καθημερινής ζωής που αυτή συλλαμβάνεται, δοκιμάζεται και επικαιροποιείται και απουσιάζει όταν το πλήθος των εργαζομένων υπόκειται σε ένα σύστημα μισθωτής εργασίας χωρίς δικαιώματα, κανόνες, προστασία.    

Οι συνθήκες εκμετάλλευσης τοποθετούν τους εργαζόμενους σε θέση απώλειας της  κυριαρχίας του εαυτού τους και  υποταγής στη θέληση μιας κυρίαρχης τάξης, για την οποία  ο εργαζόμενος είναι πολύ λιγότερο σημαντικός από το αντικείμενο που προσπαθεί να κατασκευάσει ή τις υπηρεσίες που θα προσφέρει. Αυτή η  θέση υποταγής που επηρεάζει τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, σαν αποτέλεσμα έχει να παράγει ένα αίσθημα ντροπής.  Είναι η αποξένωση του εργαζόμενου από το προϊόν του, είναι η εργασία που γίνεται μια δύναμη ανεξάρτητη από αυτόν, που η ζωή που έχει δανείσει στο αντικείμενο είναι αντίθετη σε αυτόν.

Η εργασία έτσι γίνεται μια πηγή δυσαρέσκειας που κάνει τους περισσότερους από εκείνους που δεν έχουν άλλους πόρους να αισθάνονται κατώτεροι από την αναγνώριση που θα δικαιούνταν να απαιτήσουν. Και η πικρία ενισχύεται από το γεγονός ότι δεν ανταποκρίνονται στο πρότυπο που προβάλλεται, στα συστημικά μέσα ενημέρωσης, για την εργασία ως πηγή απόλαυσης με εργαζόμενους μ’ ένα εξιδανικευμένο σώμα και νου και πλούσια ζωή που τους αξίζει τέτοια εργασία, υπονοώντας ότι όποιος δεν τα καταφέρνει φταίει ο ίδιος. Με τη μισθωτή εργασία λοιπόν ο άνθρωπος υποβαθμισμένος στον καπιταλιστικό κόσμο βρίσκεται αντιμέτωπος με μια ανισότητα κοινωνικής θέσης που τον καθιστά αδύναμο  ν’ αναλάβει τον έλεγχο του εαυτού του και του προϊόντος που παράγει. 

Η εργασία γίνεται πηγή αξιοπρέπειας και ελευθερίας μόνο εάν γίνεται ένα σημείο στήριξης στην ταξική πάλη που διεξάγουν οι εργαζόμενοι για την ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής και του πλούτου. Χωρίς αυτόν τον αγώνα, η μισθωτή εργασία είναι και θα παραμείνει κάτω από το βάρος της ανθρώπινης αλλοτρίωσης.

 

Φωτογραφία: George Vitsaras / SOOC

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: