“Εκεί που καίγονται βιβλία, στο τέλος θα καούν και άνθρωποι”-Οι ναζιστικές πυρές του 1933 κατά του “αντιγερμανικού πνεύματος”
Πρωτοστατούσαν φοιτητές με τη στολή των Ταγμάτων Εφόδου, παραδίδοντας στις φλόγες εκατοντάδες έργα συγγραφέων, επιστημόνων και δημοσιογράφων.
Τις βραδινές ώρες της 10ης Μάη 1933 μεγάλες πυρές φώτιζαν τον ουρανό σε όλες τις γερμανικές πόλεις με πανεπιστήμια. Μεγάλα πλήθη είχαν συγκεντρωθεί για να κάψουν βιβλία στη λεγόμενη επιχείρηση “Κατά του Αντιγερμανικού Πνεύματος”. Πρωτοστατούσαν φοιτητές με τη στολή των Ταγμάτων Εφόδου, παραδίδοντας στις φλόγες εκατοντάδες έργα συγγραφέων, επιστημόνων και δημοσιογράφων. Ορισμένοι συγγραφείς αναφέρονταν ονομαστικά πριν πεταχτούν τα βιβλία τους στη φωτιά, σε ένα είδος “κατάρας” σε βάρος των έργων τους. Πρώτα κάηκαν όπως ήταν αναμενόμενο τα έργα του Καρλ Μαρξ, ακολουθούμενα από εκείνα του Κάουτσκι, “ενάντια στην πάλη των τάξεων και τον υλισμό, υπέρ της λαϊκής ενότητας και μιας ιδεαλιστικής στάσης ζωής”. Ακολούθησαν όχι μόνο κομμουνιστές και σοσιαλιστές συγγραφείς, αλλά και φιλελεύθεροι, φιλειρηνιστές αλλά και οποιοσδήποτε δεν ταίριαζε στην κοσμοθεώρηση των ναζί, όπως τα έργα του συντηρητικού πολιτικά Σίγκμουντ Φρόυντ, που χαρακτηρίστηκε “φθοροποιός της ψυχής” λόγω της έμφασης που έδινε στα ένστικτα.
Η λίστα των απαγορευμένων βιβλίων, που είχε αρχίσει να συγκροτείται από τις 26 Απρίλη, περιελάμβανε πρακτικά κάθε αξιόλογο έργο που είχε γραφτεί ως τότε στα γερμανικά τον 20ο αιώνα, καθώς και πολλά σπουδαία φιλοσοφικά και λογοτεχνικά έργα προηγούμενων αιώνων. Από τις φλόγες βέβαια δε γλίτωσαν και ξένοι συγγραφείς, ανάμεσά τους ο Χέμινγουει, ο Μαγιακόφσκι, ο Έρεμπουργκ, ο Ανρί Μπαρμπύς και ο Τζακ Λόντον. Επισήμως οι εκδηλώσεις γίνονταν υπό την αιγίδα της “Γερμανικής Ένωσης Φοιτητών”, καθώς η φοιτητιώσα νεολαία, παραδοσιακά συντηρητική για μια σειρά από ταξικούς και ιστορικούς λόγους, ήταν κάστρο των ναζί ήδη από το 1931, όταν είχε κατακτήσει το 44% των ψήφων στα εθνικά φοιτητικά όργανα. Δεν είναι τυχαίο που η μοναδική φοιτητική πόλη όπου δεν οργανώθηε εκείνη τη μέρα ή τις επόμενες βδομάδες κάποια καύση βιβλίων ήταν η Βυτεμβέργη, όπου ο τοπικός επικεφαλής της “Γερμανικής Ένωσης Φοιτητών” Γκέρχαρντ Σούμαν, απαγόρευσε τη συμμετοχή σε τέτοιες εκδηλώσεις, παρά τις προσπάθειες των κεντρικών από το Βερολίνο να τον εξαναγκάσουν σε άρση της απαγόρευσης. Πυρές βιβλίων με διοργανωτές τα Τάγματα Εφόδου και τα Ες-Ες είχαν προηγηθεί ωστόσο ήδη από τις 8 Μάρτη στη Δρέσδη, κι αργότερα σε άλλες πόλεις, χωρίς να λάβουν την έκταση και την επισημότητα των φοιτητικών εκδηλώσεων.
Σε κάθε περίπτωση, το υπουργείο Προπαγάνδας της χώρας είχε συμμετοχή και εποπτεία της όλης διαδικασίας, ενώ στο Βερολίνο η έναρξη της πυράς δόθηκε με ομιλία του ίδιου του Γκαίμπελς. Εξάλλου η επισημοποίηση της καύσης βιβλίων δεν ήταν παρά αποκορύφωμα μιας συνολικής σειράς ναζιστικών δραστηριοτήτων, εντός κι εκτός πανεπιστημίων, όπως η δίωξη κατά κομμουνιστών, σοσιαλδημοκρατών, Εβραίων κι άλλων πολιτικά ή γενικά ανεπιθύμητων καθηγητών πανεπιστημίου μέσω χαφιεδισμού των ίδιων των φοιτητικών και πανεπιστημιακών φορέων, καθώς και το πρώτο μποϋκοτάζ κατά εβραϊκών καταστημάτων την πρωταπριλιά του 1933. Συνολικά έλαβαν χώρα περίπου 70 καύσεις βιβλίων σε όλη τη χώρα, ως τον Ιούλη του 1933. Πολλοί από τους συγγραφείς που κάηκαν, αλλά και αρκετοί ακόμα, έλαβαν απαγόρευση εργασίας και δημοσιεύσεων στη Γερμανία, εξαφανίστηκαν από τις βιβλιοθήκες και τις σχολικές αίθουσες και κάποιοι από αυτούς εξοντώθηκαν φυσικά, είτε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης είτε μέσω άμεσης εκτέλεσης. Άλλοι εξαναγκάστηκαν να καταφύγουν στο εξωτερικό ή απελάθηκαν, ενώ ορισμένοι επέλεξαν με βαριά καρδιά να μείνουν στη χώρα, σε αυτό που ονομάστηκε μετέπειτα “εσωτερική μετανάστευση”, προκαλώντας μεταπολεμικά πολλές συζητήσεις για το βαθμό νομιμοφροσύνης τους προς το ναζιστικό καθεστώς.
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση “εσωτερικής μετανάστευσης” ήταν φυσικά ο Έριχ Καίστνερ, ο οποίος μάλιστα παρέστη προσωπικά στην καύση των βιβλίων, περιλαμβανομένων των δικών του. Άλλοι συγγραφείς, πάλι, όπως ο Όσκαρ Μαρία Γκραφ, που όχι απλά δεν συμπεριλήφθηκε στην καύση, αλλά αντιθέτως μπήκε -με εξαίρεση το έργο του “Είμαστε αιχμάλωτοι- στη “λευκή λίστα” των επιτρεπόμενων αναγνωσμάτων, δημοσίευσε από τη Βιέννη όπου είχε καταφύγει από το Φλεβάρη του 1933 επιστολή διαμαρτυρίας στην οποία ζητούσε να καεί το έργο του μαζί με εκείνο των συναδέλφων του.
O παραμερισμός των καλύτερων συγγραφέων της γενιάς τους από τους ναζί, πολλοί εκ των οποίων εβραϊκής καταγωγής, έδωσε ευκαιρία να αναδειχθούν μετριότητες που είτε εξυμνούσαν το καθεστώς άμεσα, είτε το στήριζαν έμμεσα γράφοντας γλυκανάλατες αισθηματικές ιστορίες και ειδυλλιακές περιγραφές της ζωής στην ύπαιθρο, κατηγορία συγγραφέων που ο επίσης απαγορευμένος κι αργότερα αυτόχειρας συγγραφέας Κουρτ Τουχόλσκι χαρακτήριζε ως “επαρχιακές πουτάνες της λογοτεχνίας που βγήκαν από τις τρύπες τους”.
Η καύση των βιβλίων ήρθε να επιβεβαιώσει το πρώτο μέρος της προφητείας του ποιητή και συγγραφέα Χάινριχ Χάινε έναν αιώνα νωρίτερα, πως “εκεί που καίνε βιβλία, στο τέλoς θα καούν και άνθρωποι”, ενώ και το δεύτερο μέρος της επαληθεύτηκε με το γνωστό φρικιαστικό τρόπο λίγα χρόνια αργότερα.