Δύο παιδιά. Ένα σχολείο. Ένα μαχαίρι.
Είτε θύτης είτε θύμα, είμαστε πάντα με τα παιδιά. Γιατί κανένα παιδί δεν γεννήθηκε εγκληματίας. Κανένα παιδί δεν γεννήθηκε παραβατικό.
Δύο παιδιά. Ένα σχολείο. Ένα μαχαίρι. Και γύρω τους μια κοινωνία που σπεύδει να βρει ενόχους, για να μην αναγκαστεί να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Το περιστατικό στην Κυψέλη δεν σοκάρει επειδή είναι αδιανόητο, σοκάρει γιατί κατά βάθος το περιμέναμε.
Η απομάκρυνση από το σχολικό περιβάλλον μπορεί να θεωρείται αποτελεσματικό μέτρο είναι όμως στα αλήθεια;! Από την άλλη, η φυλακή δεν είναι και δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ παιδαγωγικό μέτρο.
Όταν μιλάμε για ανηλίκους και απαντάμε με κελιά, δεν προστατεύουμε την κοινωνία αλλά τη διαπαιδαγωγούμε στη βία. Στεκόμαστε και οφείλουμε να στεκόμαστε δίπλα στο θύμα. Αλλά αν δεν τολμήσουμε να κοιτάξουμε κατάματα και τον ίδιο τον θύτη, τότε δεν μιλάμε για δικαιοσύνη που έτσι κι αλλιώς δεν υφίσταται στην αστική δημοκρατία αλλά για μια μορφή συνειδησιακής εκτόνωσης.
Γιατί ο θύτης δεν εμφανίστηκε τυχαία. Ούτε του φορέθηκε, εν τη γενέσει, η ταμπέλα του θύτη. Διαμορφώθηκε μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες, σε απουσίες, σε τραύματα και κάποια στιγμή έπαψε να φαίνεται. Το σχολείο κατηγορεί τους γονείς. Οι γονείς κατηγορούν το σχολείο. Η κοινωνία ψάχνει απεγνωσμένα ένα φταίχτη, έναν υπαίτιο, έναν αρμόδιο. Ένα εξιλαστήριο θύμα για να σωθεί η συνείδησή της και τελικά δεν κοιτάμε ποτέ εκεί όπου πραγματικά γεννιέται το πρόβλημα. Δηλαδή σ’ ένα σύστημα που παράγει ταξική ανισότητα στη ρίζα του. Στον καπιταλισμό που απαιτεί γονείς εξουθενωμένους, αμέτρητων ωρών εργαζόμενους, οικογένειες μονογονεϊκές ή μη χωρίς χρόνο, χωρίς στήριξη, χωρίς ανάσα. Σ’ ένα κράτος που αφήνει τα παιδιά απροστάτευτα εξαρχής.
Όταν κοινωνικοί λειτουργοί και ψυχολόγοι μοιράζονται σε πέντε σχολεία για να «καλύψουν τρύπες», όταν για μια ολιστική παρέμβαση απαιτείται πρώτα η συναίνεση των γονέων, όταν δεν έχει απομείνει σχεδόν τίποτα δωρεάν στο πεδίο της συστηματικής ψυχολογικής και ψυχιατρικής υποστήριξης και οι γονείς καλούνται να πληρώσουν θεραπείες σε ιδιωτικά κέντρα για να διεκδικήσουν αργότερα επιστροφή χρημάτων από το ταμείο, αναρωτήθηκε ποτέ κανείς για αυτούς τους γονείς αν, στο εδώ και τώρα, έχουν τη δυνατότητα ν’ ανταποκριθούν;
Κι όμως, είναι πάντα οι πρώτοι που κατηγορούμε. Γονείς εξουθενωμένοι, στριμωγμένοι ανάμεσα στην επιβίωση και την ενοχή, καλούνται να «ανταποκριθούν» σ’ ένα σύστημα που τους εγκατέλειψε πρώτο, που απαιτεί τα πάντα και δεν εγγυάται τίποτα, που μετατρέπει τη φροντίδα σε εμπόρευμα και έπειτα δείχνει με το δάχτυλο όσους δεν μπόρεσαν να την αγοράσουν. Οπότε ειλικρινά για ποια πρόληψη μιλάμε; Για ποια προστασία; Για ποιο κράτος πρόνοιας;
Με ρωτούν συχνά τι θα έπρεπε να γίνει. Μέσα σε αυτό το σύστημα, τόσο συνειδητά διαλυμένο, δεν μπορεί να γίνει τίποτα ουσιαστικό. Γιατί ο καπιταλισμός δεν επενδύει ποτέ εκεί όπου δεν υπάρχει κέρδος. Και όπου δεν υπάρχει κέρδος, υπάρχει απαξίωση και σήψη. Από το ελληνικό σχολείο, στην ελληνική οικογένεια, στα νοσοκομεία, σ’ ένα ολόκληρο το κοινωνικό κράτος.
Εγχειρίδιο γονεϊκότητας δεν υπάρχει. Υπάρχουν γονείς μόνοι, χωρίς καθοδήγηση, χωρίς στήριξη, σ’ ένα κράτος από τη στιγμή που γεννιέται ένα παιδί. Όπως και η «ενδοσχολική βία» γιατί η βία είναι μία. Δεν γεννιέται στο προαύλιο ενός σχολείου εκτυλίσσεται εκεί έξω, στην κοινωνία μέσα στην οποία αλληλεπιδρούμε. Είναι το αυγό του φιδιού που εκκολάπτεται μέσα στις ταξικές ανισότητες, στην αδιαφορία, στην αντίληψη ότι λύση είναι ο ατομικός δρόμος επίλυσης των πάντων. Και ολοκληρώνεται όταν το ίδιο το κράτος απαντά στη βία με καταστολή και έπειτα με περισσότερη βία. Όταν απαντάς με βία σε έναν ανήλικο, θα σου επιστρέψει βία. Είναι εκείνη η στιγμή που θα εξομοιωθεί με το τέρας. Και τότε δεν θα μας τρομάζει πια η ασχήμια, θα μας τρομάζει η ομορφιά.
Είτε θύτης είτε θύμα, είμαστε πάντα με τα παιδιά. Γιατί κανένα παιδί δεν γεννήθηκε εγκληματίας. Κανένα παιδί δεν γεννήθηκε παραβατικό. Απλώς βρέθηκε σε μια συνθήκη απροστάτευτο, αόρατο, και βρήκε όλο το έδαφος στρωμένο για να χαθεί και να καταλήξει πίσω από τα κάγκελα μιας φυλακής, αναζητώντας τη μάνα του. Γιατί όσα σχολεία κι αν αλλάξει, όσες ποινές κι αν του επιβληθούν, αν δεν ασχοληθεί ποτέ κανείς ουσιαστικά μαζί του αλλά και με το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει δεν θα χαθεί μόνο εκείνο. Θα χαθούμε κι εμείς μαζί του.
Τελικά, το έγκλημα δεν είναι μόνο η πράξη. Είναι το αυτί που δεν άκουσε, και εκείνο το χέρι που δεν απλώθηκε. Και πάνω απ’ όλα, είναι ένα σαθρό σύστημα, μια κοινωνία ολόκληρη που τιμώρησε αντί να καταλάβει κι ένα σύστημα ολόκληρο με μοναδικό γνώμονα το κέρδος που με την αδιαφορία του, σπρώχνει τα παιδιά στο σκοτάδι και μετά τα κατηγορεί που χάθηκαν.
Έφη Θάνου
Κοινωνική Λειτουργός
