Τι είναι ο «Οπορτουνισμός»;

Με μία λέξη, οπορτουνιστής είναι ο καιροσκόπος.
Όμως ποια είναι η σχέση του οπορτουνισμού με το επαναστατικό κίνημα;

ΡΩΤΑΤΕ; ΑΠΑΝΤΑΜΕ  07

Τι είναι ο «Οπορτουνισμός»;

Όσοι ξέρετε Γαλλικά ή Αγγλικά θα έχετε ακούσει τις λέξεις opportuniste ή opportunist. Ο διεθνής όρος “οπορτουνιστής” σημαίνει αυτόν που εκμεταλλεύεται τις περιστάσεις για προσωπικό όφελος, χωρίς να δεσμεύεται από αρχές ή ιδεολογία, που αλλάζει στρατόπεδο, απόψεις ή στάση ανάλογα με το τι τον συμφέρει. 

Με μία λέξη, οπορτουνιστής είναι ο καιροσκόπος.

Όμως ποια είναι η σχέση του οπορτουνισμού με το επαναστατικό κίνημα;

Πάμε να δούμε.

 

Οπορτουνισμός: ο ύπουλος εχθρός

Η ιστορία του επαναστατικού κινήματος μάς διδάσκει ότι οι πιο επικίνδυνοι εχθροί δεν βρίσκονται πάντα απέναντι, αλλά συχνά μέσα στις ίδιες τις γραμμές του. Ένας τέτοιος εσωτερικός εχθρός είναι ο οπορτουνισμός ο οποίος, στο όνομα του “ρεαλισμού” και της “προσαρμογής στις νέες συνθήκες”, αρνείται στην πράξη τις επαναστατικές αρχές του μαρξισμού-λενινισμού. 

Οπορτουνισμός σημαίνει παραχώρηση στις πιέσεις της αστικής και μικροαστικής ιδεολογίας, υποταγή της επαναστατικής γραμμής στις άμεσες απαιτήσεις της στιγμής και εγκατάλειψη του στρατηγικού στόχου τής ανατροπής του καπιταλισμού. Έχει βαθιές ρίζες στην κοινωνία: προκύπτει από την ύπαρξη ενδιάμεσων κοινωνικών στρωμάτων, από την επιρροή τής αστικής ιδεολογίας, αλλά και από τις αυταπάτες που γεννά η ίδια η ανισόμετρη εξέλιξη του καπιταλισμού. Προτείνοντας «εύκολους δρόμους» ή «ελπίδες» για ένα καλύτερο αύριο και χαϊδεύοντας τα αυτιά των ανθρώπων, καταφέρνει να διεισδύσει ακόμα και μέσα στα ίδια τα κομμουνιστικά κόμματα.

Επειδή οι οπορτουνιστικές αντιλήψεις έχουν κοινό «πυρήνα» με την αστική ιδεολογία και πολιτική, έχουν σαν αποτέλεσμα οι πολιτικοί φορείς του οπορτουνισμού να αναπτύσσουν συγκλίσεις με τα αστικά κόμματα. Ιστορικά έχει παρατηρηθεί αρκετές φορές το φαινόμενο οπορτουνιστικά κόμματα να μετατρέπονται σε κόμματα αστικής διακυβέρνησης. 

Τέτοιο παράδειγμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος το 2015, αποκτώντας τα βασικά χαρακτηριστικά ενός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ανέλαβε την διακυβέρνηση του αστικού κράτους, διατηρώντας σε δεύτερο πλάνο κάποιες οπορτουνιστικές αναφορές. 

Η κοινωνική βάση του οπορτουνισμού (ο οποίος αποτελεί τμήμα του εργατικού κινήματος) βρίσκεται κυρίως στη λεγόμενη εργατική αριστοκρατία, τόσο του ιδιωτικού όσο και του κρατικού τομέα. Αυτός ασκεί διαρκώς μια πίεση στο επαναστατικό κίνημα, η οποία μάλιστα συνοδεύεται και από επαναστατική λογοκοπία ή επαναστατικά συνθήματα. Στην ουσία, επικαλούμενο τον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων ή την ανάγκη συμμαχιών και ελιγμών, πιέζει το κομμουνιστικό κόμμα να συμβιβαστεί με τον καπιταλισμό, να περιορίσει την πολιτική του μέσα στα πλαίσια των αστικών θεσμών και να αποκηρύξει τους επαναστατικούς του σκοπούς.

Όλοι έχουμε γίνει μάρτυρες (μετά το 2012) της πίεσης που δέχθηκε το ΚΚΕ να πάρει μέρος σε αστικές κυβερνήσεις ή την πίεση, ακόμα και στις μέρες μας, για συμμαχίες και συνεργασίες με μικροαστικά κόμματα και οπορτουνιστικές ομάδες, καθώς και για την συμμετοχή του σε σχήματα τύπου ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ του 1988 ή της προδικτατορικής ΕΔΑ.

 

Το “θεωρητικό” πρόσωπο του οπορτουνισμού

Η θεωρητική μορφή του οπορτουνισμού είναι ο αναθεωρητισμός. Πρόκειται για την αντιεπιστημονική επανεξέταση, διαστρέβλωση και εξολοκλήρου αναθεώρηση των βασικών αρχών του μαρξισμού-λενινισμού.

Σε θεωρητικό επίπεδο ο οπορτουνισμός αρνείται την ενότητα του Μαρξισμού-Λενινισμού προσπαθώντας να αντιπαραθέσει τον Λένιν στον Μάρξ, υποτιμά ή διαστρεβλώνει τη λενινιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό ή δεν εκτιμά σύγχρονα, νέα φαινόμενα της κοινωνικής εξέλιξης με βάση τις μαρξιστικές-λενινιστικές αρχές.

Η ιστορία μάς δίνει χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων αναθεωρήσεων. Ο μεγάλος εκπρόσωπος του οπορτουνιστικού ρεύματος, ο Έντουαρντ Μπερνστάιν, στα τέλη του 19ου αιώνα διακήρυξε ότι δεν χρειάζεται επανάσταση, αλλά “σταδιακές μεταρρυθμίσεις”. Η περίφημη φράση του  «το κίνημα είναι το παν, ο σκοπός τίποτα» συμπύκνωσε την ουσία τής προδοσίας με την αντικατάσταση της επαναστατικής πάλης από τον κοινοβουλευτικό ρεφορμισμό.

Ο Λένιν αποκάλυψε έγκαιρα τον χαρακτήρα αυτής της “νέας κατεύθυνσης” ως μια αποφασιστική στροφή από τον επαναστατικό σοσιαλισμό προς τον αστικό σοσιαλρεφορμισμό, δηλαδή την προσαρμογή στις ανάγκες του κεφαλαίου και την απόρριψη των βασικών ιδεών του μαρξισμού.

Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Κάουτσκι, επιφανής θεωρητικός της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και της Β΄ Διεθνούς, υποστήριζε την οπορτουνιστική θεωρία ότι ο καπιταλισμός εξελισσόταν σε «υπερ-ιμπεριαλισμό». 

«Λέγοντας υπερ-ιμπεριαλισμό εννοούσε την αντικατάσταση της πάλης των εθνικών χρηματιστικών κεφαλαίων μεταξύ τους με την από κοινού εκμετάλλευση του κόσμου από το διεθνικά ενωμένο χρηματιστικό κεφάλαιο». Β. Ι. Λένιν: «Ο οπορτουνισμός και η χρεοκοπία της ΙΙης Διεθνούς. «Άπαντα», 5η έκδοση, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 27, σελ. 100-130.

Με άλλα λόγια ο Κάουτσκι θεωρούσε ότι οι ξεχωριστοί κρατικοί ιμπεριαλιστές κάποτε θα συνενωθούν διεθνώς και έτσι δεν θα υπάρχουν ούτε πολιτικοί κλονισμοί ούτε πολεμικές συγκρούσεις ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές. Αναθεωρώντας (με τη θεωρία του «υπερ-ιμπεριαλισμού») τη Μαρξιστική διδασκαλία για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το «Κεφάλαιο», στην ουσία ο Κάουτσκι από την μια ονειροπολούσε προσμένοντας έναν ειρηνικό καπιταλισμό και από την άλλη πρότεινε ότι δεν χρειάζεται να γίνει επανάσταση εφόσον όλα θα τακτοποιηθούν. Ο καπιταλισμός όμως δεν μπορεί να γίνει ειρηνικός, ανθρώπινος ή δίκαιος. Ο καπιταλισμός  μπορεί μόνο να ανατραπεί.

 

Πώς εκδηλώνεται ο οπορτουνισμός;

Οπορτουνισμός δεν είναι μόνο μια θεωρητική στάση· εκδηλώνεται σε όλους τους τομείς της ζωής και δράσης ενός επαναστατικού κόμματος.

  1. Στο επίπεδο της θεωρίας

Αρνείται την ενότητα του μαρξισμού-λενινισμού, υποτιμά τη λενινιστική θεωρία για τον ιμπεριαλισμό ή αγνοεί τη μαρξιστική ανάλυση των νέων φαινομένων. Αντί να ερμηνεύει την πραγματικότητα με βάση τη διαλεκτική και τον ιστορικό υλισμό, προσαρμόζει τη θεωρία στις πιέσεις του συστήματος. 

Σε πολλές περιπτώσεις ο οπορτουνισμός εκφράζεται με άρνηση των γενικών νομοτελειών της ταξικής πάλης (όπως της δικτατορίας του προλεταριάτου, του ρόλου του κόμματος κλπ.)  και όλα αυτά στο όνομα των εθνικών ιδιομορφιών ή ιδιαιτεροτήτων ή και ακόμα στο όνομα των περιφερειακών ιδιομορφιών. Λόγου χάρη δικαιολογούν τις υποχωρήσεις τους λέγοντας ότι η Ελλάδα είναι μια ειδική περίπτωση, η Λατινική Αμερική έχει την ιδιαιτερότητα να είναι κοντά στις ΗΠΑ, ο 21ος αιώνας δεν είναι ίδιος με τον 20ο και άλλα παρόμοια, λες και έχουν αλλάξει τα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού.

Ιδιαίτερα έντονη είναι η συνολική αμφισβήτηση της υπόστασης της εργατικής τάξης, επομένως και του ρόλου της στη σημερινή καπιταλιστική αλλά και στη μελλοντική σοσιαλιστική κοινωνία. 

Για να το επιτύχει αυτό αναθεωρεί τα κριτήρια που προσδιορίζουν την έννοια και το εύρος της εργατικής τάξης και ειδικά το κύριο χαρακτηριστικό της, που σύμφωνα με τον Μαρξ είναι η πώληση της εργατικής της δύναμης. 

Αντί αυτού χρησιμοποιεί σαν κριτήριο αυτό της χειρωνακτικής ή μη εργασίας, εκχυδαΐζοντας και διαστρεβλώνοντας τη Μαρξιστική θεωρία. Έτσι όλοι όσοι παρέχουν μισθωτή εργασία στους καπιταλιστές, εργαζόμενοι με υπολογιστές ή με άλλες σύγχρονες μεθόδους, σε βιομηχανίες, ερευνητικά κέντρα, τηλεφωνικές εταιρείες, τράπεζες και άλλους σύγχρονους χώρους εργασίας, ο οπορτουνισμός δεν τους θεωρεί εργατική τάξη. 

Σχετικό με το παραπάνω είναι ότι ο οπορτουνισμός εκφράζεται με θεωρίες περί ταξικής συμφιλίωσης ή για δήθεν κοινά εθνικά συμφέροντα της εργατικής με την αστική τάξη. 

Τέτοιες θεωρίες αναπτύχθηκαν εντόνως στην δεκαετία του 1970 από τον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ γραμματέα του ισχυρότατου Ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος, που εκείνη την εποχή είχε εκλογικά ποσοστά γύρω στο 30%. Με την θεωρία τού «Ιστορικού Συμβιβασμού» οι Ιταλοί κομμουνιστές προσπάθησαν να συνεργαστούν με τους Χριστιανοδημοκράτες και να μπουν στην κυβέρνηση. Στην πορεία το Ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα έχασε τελείως τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά με αποτέλεσμα να διαλυθεί και να εξαφανιστεί.

     Πολλές οπορτουνιστικές θεωρίες αρνούνται τον χαρακτήρα τής εποχής μας ως εποχής του ιμπεριαλισμού, δηλαδή ως εποχή όπου κυριαρχούν τα καπιταλιστικά μονοπώλια. Όπως χαρακτήρισε ο Λένιν την εποχή μας, βρισκόμαστε στο ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, δηλαδή στον μονοπωλιακό καπιταλισμό, στο στάδιο που σηματοδοτεί την εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Αναθεωρώντας οι οπορτουνιστές αυτή τη λενινιστική θέση, καλύπτουν θεωρητικά τις θέσεις τους με τις οποίες προτείνουν να παρεμβληθούν διάφορα στάδια πριν την σοσιαλιστική επανάσταση, η οποία με τον τρόπο αυτό στέλνεται στις καλένδες. 

Πρόσφατα οι οπορτουνιστικές θέσεις εμπλουτίστηκαν με θέσεις περί παγκοσμιοποίησης και πολυπολικού κόσμου  που όλες έχουν ως κοινό την άρνηση του χαρακτήρα τής εποχής, ως εποχής τού ιμπεριαλισμού, ως εποχής των οξύτατων αντιθέσεων, ως «παραμονή της κοινωνικής επανάστασης του προλεταριάτου». Μάλιστα εμφανίζουν την ΕΕ ως συνιστώσα της παγκοσμιοποίησης την οποία πρέπει να αποδεχτεί το εργατικό-λαϊκό κίνημα, ή εμφανίζουν την καπιταλιστική Ρωσία ως πολέμιο του καπιταλισμού και του φασισμού!

Άλλη θεωρητική προσέγγιση του οπορτουνισμού είναι η επίκληση των «νέων συνθηκών» οι οποίες δεν επιτρέπουν την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας. Με αντιδιαλεκτικό τρόπο διασπούν τόσο την ιστορία των κοινωνιών όσο και την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος σε «παλιό» και «νέο», αναθεωρώντας την Μαρξιστική θεωρία επειδή τάχα αυτή δεν «ανταποκρίνεται πλέον στις σημερινές συνθήκες».

  1. Στο επίπεδο της πολιτικής

Στο επίπεδο της πολιτικής ο οπορτουνισμός αρνείται τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης και της οικοδόμησης της νέας κοινωνίας όπως τη δικτατορία τού προλεταριάτου ή την κοινωνικοποίηση όλων των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής. Αντικαθιστά τη δικτατορία τού προλεταριάτου με τη φενάκη μιας “δημοκρατίας όλων”, απορρίπτει την κοινωνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής και καλλιεργεί αυταπάτες για “καλό καπιταλισμό” για “ανθρώπινη αγορά” ή για “αλληλέγγυα οικονομία”.

Σε πολλές περιπτώσεις παραιτείται από τις αρχές του προλεταριακού διεθνισμού και περνά σε εθνικιστικές θέσεις.

Από την επαναστατική πάλη περνάει στη λογική του κυβερνητισμού, δηλαδή της συμμετοχής σε αστικές κυβερνήσεις “για να αλλάξουμε τα πράγματα από μέσα”. Ιδίως μετά την αντεπανάσταση στην Σοβιετική Ένωση το βλέπουμε να συμβαίνει με ιδιαίτερη έμφαση σε όλα τα καπιταλιστικά κράτη, με τα περισσότερα κομμουνιστικά κόμματα να υποκύπτουν στις οπορτουνιστικές πιέσεις.

Ο Λένιν, σχολιάζοντας τον Γάλλο σοσιαλιστή Μιλεράν που συμμετείχε σε αστική κυβέρνηση, έγραφε με σαρκασμό το 1916: «Η αμοιβή για την ταπείνωση του σοσιαλισμού είναι μερικές τιποτένιες μεταρρυθμίσεις τις οποίες και οι αστικές κυβερνήσεις μπορούν να κάνουν».

 

  1. Στο επίπεδο της οργάνωσης

Στο επίπεδο του κόμματος οι οπορτουνιστές αμφισβητούν τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, ζητούν “ελευθερία κριτικής” απέναντι στην επαναστατική κοσμοθεωρία, απορρίπτουν τη μονολιθικότητα και ενότητα του κόμματος. Προτείνουν την ύπαρξη ομάδων και δημιουργούν φράξιες μέσα στο κόμμα οι οποίες έχουν σαν αποτέλεσμα την παράλυση του κόμματος.

Απορρίπτοντας τις βασικές αρχές συγκρότησης του κομμουνιστικού κόμματος που επεξεργάστηκε ο Λένιν κόντρα στους οπορτουνιστές της εποχής του, οδηγούν το κόμμα σε οργανωτικό φιλελευθερισμό και διάλυση, υπονομεύοντας τη δύναμη της συλλογικής δράσης.

Το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο: υποταγή των συμφερόντων της εργατικής τάξης στα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Συνοψίζοντας, ο οπορτουνισμός αρνείται τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης, τη δικτατορία του προλεταριάτου, την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής.
Αντικαθιστά την ταξική πάλη με τη λογική της εθνικής ενότητας ή του αστικού κοσμοπολιτισμού, απορρίπτει τον προλεταριακό διεθνισμό και προωθεί τον κυβερνητισμό, δηλαδή τη συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις στο όνομα της “ρεαλιστικής πολιτικής”.

 

Πώς εμφανίζεται ο οπορτουνισμός μέσα στο κόμμα;

Ο οπορτουνισμός δεν εμφανίζεται από την αρχή μέσα στις γραμμές ενός κομμουνιστικού κόμματος ως συγκροτημένο ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα.

Η ιστορική πείρα έχει αποδείξει ότι στην αρχή εκδηλώνεται υπόγεια μέσα από διάφορους δρόμους και συνήθως αξιοποιώντας αντικειμενικά προβλήματα στην ανάπτυξη της πάλης του εργατικού κινήματος. Επίσης οι δυσκολίες τού αγώνα (όπως φυλακίσεις, εξορίες, παρανομία) οδηγούν κάποια κομματικά μέλη να ασπασθούν απόψεις μη συμβατές με τον επαναστατικό χαρακτήρα του κόμματος. 

Ο οπορτουνισμός εξελίσσεται και ωριμάζει σταδιακά. Στην αρχή μπορεί να γίνει ένα λάθος τακτικής και κάποια μέλη για να το διορθώσουν να ακολουθήσουν λανθασμένες επιλογές. Στη συνέχεια οι λανθασμένες επιλογές μπορούν να οδηγήσουν σε ένα σοβαρό λάθος αρχών που στην πορεία να μετατραπεί σε παρέκκλιση και τελικά να ολοκληρωθεί σε πολιτικό ρεύμα, οδηγώντας το κόμμα σε συνολική οπορτουνιστική κατεύθυνση.

Ο οπορτουνισμός, στη διαδικασία διαμόρφωσης και ωρίμανσής του μέσα στο ΚΚ ή στο κίνημα, χρησιμοποιεί επαναστατικές διακηρύξεις και συγκαλύπτει τις διαφωνίες αρχών με ισχυρισμούς ότι αυτές είναι διαφωνίες απλά στην τακτική που ακολουθεί το κόμμα και όχι στον στρατηγικό στόχο που είναι η επανάσταση. Σχεδόν πάντα εμφανίζεται σαν θεματοφύλακας της δημοκρατίας μέσα στο κόμμα και ταυτόχρονα προσπαθεί να αποσυνδέσει τους επιμέρους στόχους από την στρατηγική τού κόμματος για την επανάσταση. 

Πολλές φορές ευθύνη για την εκδήλωση και επιβολή του οπορτουνισμού έχουν οι προσπάθειες που γίνονται εντός του κόμματος για να συμβιβαστούν τα πράγματα, με αποτέλεσμα ολόκληρο το κόμμα να συμφιλιώνεται με τις οπορτουνιστικές απόψεις. Η αδιάλλακτη και ανειρήνευτη πάλη κατά του οπορτουνισμού είναι όρος για να μπορεί ένα ΚΚ να προωθεί τη στρατηγική του, να σφραγίζει το ρόλο του ως ιδεολογική και πολιτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης.

Όταν οι διαφωνίες αρχών κρύβονται «κάτω από το χαλί» και δεν επιλύονται άμεσα, νομοτελειακά στην πορεία οδηγούν σε ομαδοποίηση, φραξιονισμό και διάλυση του κόμματος. Κάτι τέτοιο συνέβη την περίοδο 1974-1990 στο ΚΚΕ (το οποίο επειδή δεν ήθελε να έχει επιπτώσεις στο εκλογικό του αποτέλεσμα), δεν αντιμετώπισε άμεσα τις διαφορετικές απόψεις πάνω σε θέματα αρχών, με αποτέλεσμα αυτές να φουντώσουν και να οδηγηθεί στη διάσπαση του 1991.

Επίσης η άμβλυνση των αρχών της λειτουργίας τού κόμματος, αποτελεί το έδαφος για τη σταδιακή διολίσθηση σε οπορτουνιστικές θέσεις. Η μη συνεπής τήρηση του Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού, είτε στο σκέλος της δημοκρατίας είτε στο σκέλος της συγκεντρωτικής λειτουργίας, επιτρέπει σε οπορτουνιστικές απόψεις να εισχωρήσουν στο κόμμα.

Ο Οπορτουνισμός εκδηλώνεται πάνω σε καμπές της ιστορίας όπου οι εξελίξεις και οι ανάγκες απαιτούν άμεση προσαρμογή τής τακτικής τού κινήματος στις σύγχρονες συνθήκες. Τότε εμφανίζεται μια τάση υποτίμησης των δυσκολιών, υπερεκτίμησης επιτυχιών, υποτίμησης της συνθετότητας των καταστάσεων που δημιουργεί η μακρόχρονη πάλη. Στην ίδια κατεύθυνση λειτουργούν και οι αποτυχίες οι οποίες φέρνουν μια τάση απογοήτευσης, συμβιβασμού με τις δυσκολίες, και παραίτησης από την επαναστατική πάλη.

Η τραγική κατάληξη των Δεκεμβριανών και η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού το 1949, σε συνάρτηση με την περίοδο σκληρής τρομοκρατίας που ακολούθησε, υπήρξαν βασικές αιτίες (όχι οι μόνες) που έσπρωξαν πολλά μέλη του κομμουνιστικού κόμματος να αναπτύξουν οπορτουνιστικές θέσεις που στην πορεία οδήγησαν στην διάσπαση του 1968.

Αντίστοιχα, η παλινόρθωση του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ έσπειρε την απογοήτευση στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα και το φούντωμα του οπορτουνισμού.

 

Η αντιμετώπιση της διαδικασίας ωρίμανσης του Οπορτουνισμού

Για την αντιμετώπιση του οπορτουνισμού, ώστε να μην του δοθεί περιθώριο να ωριμάσει μέσα στο κόμμα, είναι απαραίτητο τα μέλη του κόμματος να προσέχουν τα εξής:

  1. Η ικανότητα του κόμματος να υποτάσσει όλη τη δράση του στη στρατηγική του

Αυτό σημαίνει ότι το κόμμα δεν πρέπει να καθοδηγείται από τις εκάστοτε «συγκυρίες» ή από το τί είναι «πιο δημοφιλές», αλλά από την μακρόπνοη στρατηγική του που έχει σαν στόχο την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας και τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Παράδειγμα:
Το ΚΚΕ, στις δεκαετίες 1990–2020, κράτησε σταθερά τη στρατηγική του υπέρ της εργατικής εξουσίας, παρότι πολιτικά τού στοίχισε εκλογικά. Αντίθετα, κόμματα όπως ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ-ΣΥΡΙΖΑ, ξεκίνησαν με ριζοσπαστικό λόγο αλλά προσαρμόστηκαν στις ανάγκες της διαχείρισης του συστήματος, υποτάσσοντας τη στρατηγική στη συγκυρία.

  1. Ετοιμότητα για θεωρητική ερμηνεία εξελίξεων και νέων φαινομένων

Το κόμμα πρέπει να μπορεί να ερμηνεύει θεωρητικά τις κοινωνικές αλλαγές (τεχνολογία, εργασιακές σχέσεις, ιμπεριαλιστικές ανακατατάξεις) με βάση πάντα τη μαρξιστική ανάλυση, για να μην παρασύρεται από την αστική ιδεολογία.

Παράδειγμα:
Η λεγόμενη «νέα οικονομία» (gig economy, ψηφιακές πλατφόρμες) παρουσιάστηκε ως “τέλος της εργατικής τάξης”. Ένα κόμμα με θεωρητική επάρκεια μπορεί να δείξει ότι πρόκειται για νέα μορφή εκμετάλλευσης της ίδιας τάξης, κι έτσι να αναπτύξει σωστά τη δράση του εκεί.

  1. Θεωρητική επεξεργασία των συμπερασμάτων από την πολιτική δράση

Η πολιτική εμπειρία πρέπει να μετατρέπεται σε θεωρητικά συμπεράσματα, αλλιώς το κόμμα κινδυνεύει να μένει στην επιφάνεια.

Παράδειγμα:
Μετά την εμπειρία της κυβερνητικής συμμετοχής ευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων (Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία) στα ’80–’90, τα οποία ενσωματώθηκαν πλήρως στο σύστημα, πολλά κόμματα (π.χ. ΚΚΕ) επεξεργάστηκαν θεωρητικά γιατί ο “αριστερός κυβερνητισμός” οδηγεί στην αποδυνάμωση της επαναστατικής στρατηγικής.

  1. Ανέβασμα του ιδεολογικοπολιτικού επιπέδου του κόμματος

Δεν αρκεί η πρακτική δράση, χρειάζεται μόρφωση, εκπαίδευση, ιδεολογική δουλειά σε όλα τα μέλη και στελέχη, για να μπορούν να αντιπαλεύουν την αστική ιδεολογία.

Παράδειγμα:
Σε περιόδους κρίσης (όπως η πανδημία ή η οικονομική κρίση του 2008), η αστική ιδεολογία προβάλλει το “όλοι μαζί” και το “εθνική ενότητα”. Μόνο ένα κόμμα με ιδεολογικά καταρτισμένα μέλη μπορεί να εξηγήσει ότι τα συμφέροντα της αστικής και της εργατικής τάξης είναι αντικρουόμενα και όχι κοινά.

  1. Σχέση με την εργατική τάξη και κοινωνική σύνθεση του κόμματος

Η σχέση με την εργατική τάξη δεν είναι μόνο προγραμματική, αλλά και υλική, δηλαδή ποια είναι η κοινωνική προέλευση αυτών που συμμετέχουν στο κόμμα, ποιοι το καθοδηγούν, και ποιοι το εκπροσωπούν.

Παράδειγμα:
Σε αρκετά ευρωπαϊκά αριστερά κόμματα, η καθοδήγηση αποτελείται κυρίως από μεσαία στρώματα, διανοούμενους, δημόσιους υπαλλήλους, όχι εργάτες. Αυτό τα απομακρύνει από την ταξική πραγματικότητα και τα κάνει πιο ευάλωτα στον οπορτουνισμό.
Η έμφαση της μαρξιστικής-λενινιστικής παράδοσης είναι ότι το κόμμα πρέπει να έχει εργατικό πυρήνα και ταξική οπτική.

  1. Υπεράσπιση της αυτοτέλειας του κόμματος μέσα σε συμμαχίες

Οι συμμαχίες είναι αναγκαίες, αλλά αν το κόμμα χάσει την ιδεολογική και οργανωτική του αυτοτέλεια, χάνει και τον ρόλο του ως επαναστατική πρωτοπορία. Σε περίπτωση συμμαχιών, να συνειδητοποιείται ότι η πάλη διεξάγεται ακόμα και μέσα στο πλαίσιο της συμμαχίας.

Παράδειγμα:
Το 1991 το ΚΚΕ συμμετείχε στον ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ο οποίος θέλησε να μετασχηματισθεί σε κόμμα με ταυτόχρονη διάλυση όλων των συμμετεχόντων κομμάτων. Το ΚΚΕ κατάφερε να αντισταθεί στην αυτοδιάλυσή του και να συνεχίσει την επαναστατική του πορεία. 

Επίσης το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ ως συμμαχία οργανώσεων, μετά την κυβερνητική άνοδο, απορρόφησε κάθε επαναστατικό στοιχείο και μετατράπηκε σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Αντίθετα, το ΚΚΕ στις εκλογικές συνεργασίες (π.χ. “Λαϊκή Συσπείρωση”) κρατά δικό του πρόγραμμα, σύμβολα, καθοδήγηση.

  1. Σωστή σχέση πρωτοπορίας με τις μάζες

Η πρωτοπορία δεν πρέπει ούτε να σύρεται από τη συνείδηση των μαζών (“να λέμε ό,τι αρέσει στον κόσμο”), ούτε να αποκόπτεται από αυτές (“να μιλάμε αφηρημένα χωρίς επαφή”).
Πρέπει να ανεβάζει τη συνείδηση των μαζών μέσα από τη δράση.

Παράδειγμα:
Στην περίοδο των μνημονίων, αρκετές δυνάμεις υποτάχθηκαν στο λαϊκό σύνθημα “να φύγουν οι δανειστές”, χωρίς να συνδέσουν το αίτημα με το ποιος έχει την εξουσία. Ένα κόμμα πρωτοπορίας, αντίθετα, προσπαθεί να εξηγήσει ότι η αιτία δεν είναι “οι δανειστές”, αλλά το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα.

  1. Διασφάλιση των αρχών λειτουργίας: δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, κριτική και αυτοκριτική, συλλογικότητα

Η σωστή λειτουργία του κόμματος είναι η ασπίδα του απέναντι στον οπορτουνισμό.
Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός εξασφαλίζει ενότητα στη δράση, ενώ η κριτική–αυτοκριτική διορθώνει λάθη χωρίς να διαλύει τη συνοχή.

Παράδειγμα:
Η εμπειρία κομμάτων που λειτουργούν με “ρεύματα”, “τάσεις” ή “φράξιες” (όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, το Podemos κ.ά.) δείχνει ότι η εσωτερική πολυδιάσπαση οδηγεί τελικά σε συμβιβασμό και απορρόφηση από το σύστημα.
Αντίθετα, ένα κόμμα που διατηρεί ενιαία γραμμή και εσωκομματική πειθαρχία μπορεί να παραμείνει σταθερό σε περιόδους πίεσης.

Γενικώς πρέπει να γνωρίζουμε ότι η πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό δεν είναι ούτε δευτερεύον ζήτημα, ούτε μια “εσωτερική διαμάχη”. Είναι όρος ύπαρξης και ανάπτυξης του κομμουνιστικού κινήματος.

Η διαφύλαξη της επαναστατικής θεωρίας, η οργανωτική ενότητα πάνω στη βάση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και η αδιάλλακτη στάση απέναντι στις οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις αποτελούν θεμέλια του επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης. Οποιαδήποτε ανοχή των κομματικών μελών ή συμβιβαστική στάση απέναντι σε οπορτουνιστικές ιδέες, αποτελεί κίνδυνο για το ίδιο το κόμμα.  

Ο ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΣ ΣΗΜΕΡΑ

Ο οπορτουνισμός — δηλαδή η προσαρμογή των επαναστατικών ιδεών στις πιέσεις του συστήματος και των μικροαστικών στρωμάτων — παραμένει σήμερα ένα από τα πιο σοβαρά εμπόδια για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Δεν είναι θεωρητικό απολίθωμα του παρελθόντος, αλλά μια υπαρκτή πολιτική τάση, που εκφράζεται με πολλές μορφές και ονομασίες, προσαρμοζόμενη κάθε φορά στα δεδομένα του αστικού πολιτικού συστήματος.

  1. Οι ρίζες του σύγχρονου οπορτουνισμού

Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, ο οπορτουνισμός εκδηλώθηκε έντονα μέσα από τις δυνάμεις που επιδίωξαν να “προσαρμόσουν” την κομμουνιστική στρατηγική στα όρια του συστήματος. Η αποδοχή της λογικής του “ρεαλισμού”, της “προοδευτικής διακυβέρνησης” και των “μεταβατικών σταδίων” αντικατέστησε σταδιακά τη γραμμή της ταξικής πάλης.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε η πορεία του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ, όπου ένα ρεύμα που άλλοτε δήλωνε “ανανεωτική αριστερά” κατέληξε να εφαρμόζει μνημόνια και πολιτικές λιτότητας. Η ενσωμάτωση αυτή άφησε πίσω της πολιτική και ιδεολογική παρακαταθήκη, από την οποία τρέφεται ως σήμερα το οπορτουνιστικό ρεύμα. Ο καιροσκοπισμός για την νομή της κυβερνητικής εξουσίας έφερε κοντά πολλές ομάδες οι οποίες στη συνέχεια διαχώρισαν τις θέσεις τους. 

  1. Οι διεργασίες στον χώρο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που συγκροτήθηκε το 2009 ως μέτωπο οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, εμφανίστηκε με τη σημαία της “αντικαπιταλιστικής ανατροπής”. Παρά τα ριζοσπαστικά συνθήματα, στην πράξη δεν διαμόρφωσε ποτέ ενιαία στρατηγική ρήξης με το σύστημα. Ο συνδυασμός τροτσκιστικών, μαοϊκών και “ανανεωτικών” επιρροών οδήγησε σε έναν ασταθή ιδεολογικό συμβιβασμό, όπου ο αντικαπιταλισμός περιορίζεται σε γενικόλογες εκκλήσεις για “δημοκρατικό μετασχηματισμό”.

Κατά τη δεκαετία των μνημονίων, μεγάλο μέρος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ παγιδεύτηκε στις αυταπάτες του “όχι” στο δημοψήφισμα του 2015, βλέποντας στο αποτέλεσμα ευκαιρία “ρήξης”, τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ το αξιοποίησε για να ανανεώσει την αστική διαχείριση και να περάσει το νέο μνημόνιο. Σήμερα, στο εσωτερικό της κυριαρχεί διάχυση και αποσυσπείρωση, με οργανώσεις να αποχωρούν ή να αναζητούν νέα “μετωπικά” σχήματα.

Η πορεία και του ΣΥΡΙΖΑ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δείχνει ότι όταν απουσιάζει επαναστατική στρατηγική, η “ενότητα της Αριστεράς” μετατρέπεται σε πρόσχημα για εκλογικούς συνδυασμούς χωρίς ταξικό περιεχόμενο.

  1. Οι τροτσκιστικές ομάδες

Οι διάφορες τροτσκιστικές οργανώσεις (ΟΚΔΕ, ΕΕΚ, ΔΕΑ, ΣΕΚ κ.ά.) προβάλλουν θεωρητικά τον “επαναστατικό μαρξισμό”, όμως στην πράξη λειτουργούν με σεχταρισμό και ιδεολογικό απομονωτισμό. Η υποτίμηση του ρόλου του επαναστατικού κόμματος, η άρνηση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και η φετιχοποίηση των “μαζικών κινημάτων” χωρίς επαναστατική καθοδήγηση οδηγούν αυτές τις δυνάμεις σε πολιτική αδράνεια. Κάποιες από αυτές μπαινοβγαίνουν σε σχήματα τύπου ΣΥΡΙΖΑ και άλλες αποδέχονται την φραξιονιστική δράση.

Παρότι συχνά δραστηριοποιούνται σε σωματεία ή φοιτητικούς συλλόγους, η τακτική τους είναι αντιπαραθετική προς τη γραμμή της ταξικής ενότητας, προωθώντας αντι-κομμουνιστικά στερεότυπα περί “δογματισμού” ή “γραφειοκρατίας”. Στην πραγματικότητα, ο “επαναστατισμός” χωρίς οργάνωση και θεωρητική βάση καταλήγει να εξυπηρετεί την αδράνεια του κινήματος, διασπώντας τις δυνάμεις του. Κοινό χαρακτηριστικό τους η πολεμική ενάντια στο ΚΚΕ, με κατηγορίες για σεχταρισμό και διάσπαση του εργατικού κινήματος και η απόρριψη της ιστορίας τού κομμουνιστικού κινήματος.

  1. Ο χώρος της ΛΑΕ και του ΜέΡΑ25

Η Λαϊκή Ενότητα (ΛΑΕ), που συγκροτήθηκε το 2015 μετά τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα “αριστερού ρεφορμισμού”. Αν και διαφοροποιήθηκε από την κυβέρνηση Τσίπρα, ποτέ δεν αμφισβήτησε την εξουσία του κεφαλαίου, περιοριζόμενη στη διαχείριση των μνημονίων με “εθνικό” πρόσημο.

Η μετέπειτα σύμπλευση στελεχών της με το ΜέΡΑ25 έδειξε τη συνέχεια αυτής της λογικής. Ο Βαρουφάκης και οι γύρω του προβάλλουν την ψευδαίσθηση μιας “ανυπακοής στην ΕΕ” μέσα όμως στα πλαίσια του καπιταλισμού. Ο λόγος περί “ανθρώπινου καπιταλισμού” και “πράσινης μετάβασης” συνιστά νέα μορφή σοσιαλδημοκρατικής προσαρμογής, που επιδιώκει να εγκλωβίσει λαϊκές δυνάμεις στην προσδοκία “φιλολαϊκής διαχείρισης” του συστήματος.

  1. Ο Μαοϊκός χώρος σήμερα

Ο λεγόμενος «μαοϊκός» χώρος, που εκφράζεται από το Μ-Λ ΚΚΕ και το ΚΚΕ (μ-λ), αποτελεί ένα ιστορικό παρακλάδι του οπορτουνισμού που γεννήθηκε μέσα από τη ρήξη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Αν και διατηρεί φρασεολογία “επαναστατική”, στην πράξη έχει οδηγηθεί σε εθνικιστικές και μικροαστικές παρεκκλίσεις, μεταθέτοντας την ταξική πάλη σε δευτερεύον επίπεδο. 

Η αναγωγή της κινεζικής εμπειρίας σε “παγκόσμιο πρότυπο” και η υποτίμηση του ρόλου τής εργατικής τάξης οδήγησαν σε μια πολιτική αντίληψη “πατριωτικής αφύπνισης” αντί για ταξική αντεπίθεση. Ενδεικτική είναι η στάση τους απέναντι στην ΕΕ και τον ιμπεριαλισμό, όπου το σύνθημα της “εθνικής ανεξαρτησίας” αποσπάται από τον σοσιαλιστικό σκοπό και γίνεται αντιδραστικό άλλοθι για συνεργασίες με μικροαστικές δυνάμεις. Σύμφωνα με αυτούς εάν η αστική τάξη αποφασίσει να βγάλει την Ελλάδα από την ΕΕ αυτό θα είναι προς όφελος του λαού και όχι προς όφελος των καπιταλιστών, αδιαφορώντας πλήρως για το ποιος θα έχει την εξουσία.

Σήμερα, ο μαοϊκός χώρος παραμένει πολιτικά απομονωμένος, περισσότερο ως ιδεολογικό απολίθωμα παρά ως δύναμη προοπτικής. Η εμμονή του σε παλιά σχήματα και η αδυναμία του να συνδεθεί με τη σύγχρονη ταξική πραγματικότητα δείχνουν πως, ακόμη κι όταν φορά “επαναστατικά” συνθήματα, ο οπορτουνισμός παραμένει φρένο στην ενιαία πάλη της εργατικής τάξης. Μετά τις αλλεπάλληλες διασπάσεις τους προσπαθούν να σταθούν πολιτικά φτιάχνοντας εφήμερες εκλογικές συνεργασίες μεταξύ τους.

  1. Ο καιροσκοπισμός των “προσωρινών μετώπων”

Ο οπορτουνισμός, από τη φύση του, δεν μπορεί να στηριχθεί σε σταθερές αρχές. Η έλλειψη στρατηγικής και η προσκόλληση σε “εύκολες λύσεις” οδηγούν τις οπορτουνιστικές δυνάμεις σε πρόσκαιρες συνεργασίες και ευκαιριακά σχήματα, που συγκροτούνται πάνω σε ασαφείς συμφωνίες και όχι σε ταξικό προσανατολισμό.

Από τον ΣΥΡΙΖΑ στη ΛΑΕ και στο ΜέΡΑ25, από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε “πατριωτικά μέτωπα”, από διάφορους οπορτουνιστικούς χώρους στην  πρόσφατη ομάδα «για μια νέα ενωτική και ανατρεπτική πολιτική»,  υπάρχει μια διαρκής μετακίνηση στελεχών και οργανώσεων που εκφράζει την κρίση στρατηγικής και αρχών αυτού του χώρου. Η “ενότητα” που προβάλλουν δεν είναι έκφραση λαϊκής συσπείρωσης, αλλά αναζήτηση πολιτικής επιβίωσης μέσα στο σύστημα. Και κάθε φορά που οι συνθήκες αλλάζουν, οι ίδιες δυνάμεις, με την θρασύτητα του καιροσκοπισμού που διαθέτουν, ιδρύουν νέες οργανώσεις, διαλύουν παλιές, στήνουν εφήμερα συμμαχικά σχήματα, ανακυκλώνουν νέες “πλατφόρμες”, αφήνοντας πάντα πίσω τους την ίδια αστάθεια.

 

Συμπέρασμα

Ο οπορτουνισμός αλλάζει μορφές, προσαρμόζεται, φοράει ρούχα “εκσυγχρονιστικά” ή “προοδευτικά”. Όμως η ουσία του παραμένει ίδια: η υποταγή στο σύστημα.

Η πραγματική ανανέωση, το πραγματικά “νέο”, δεν βρίσκεται στην εγκατάλειψη των επαναστατικών αρχών, αλλά στη βαθύτερη κατανόηση και εφαρμογή τους στις σύγχρονες συνθήκες.

Όπως έλεγε ο Λένιν, «χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα».

Και χωρίς αδιάλλακτη πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό, δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατικό κόμμα.

Η πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό δεν είναι ζήτημα απλής πολιτικής διαφοράς, είναι όρος ύπαρξης ενός πραγματικά επαναστατικού κινήματος. Όσο οι δυνάμεις του οπορτουνισμού σπέρνουν αυταπάτες για “φιλολαϊκές κυβερνήσεις” και “προοδευτικές συμμαχίες” μέσα στα όρια του συστήματος, τόσο πιο αναγκαία γίνεται η ιδεολογική και οργανωτική θωράκιση του εργατικού κινήματος.

Η ιστορία δείχνει πως χωρίς σταθερές αρχές, ταξική ανεξαρτησία και καθαρή στρατηγική για την εξουσία, κάθε ρεύμα που προσπαθεί να βαδίσει “και μέσα και έξω” από το σύστημα είναι καταδικασμένο να το υπηρετεί.
Η απάντηση στον οπορτουνισμό δεν βρίσκεται στις “ενδιάμεσες λύσεις”, αλλά στην αποφασιστική πάλη για την εξουσία της εργατικής τάξης και τον σοσιαλισμό.

 

Να είσαστε καλά

Γιάννης Βεντούρας

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: