«Κράτα την ψυχή σου στο χέρι και περπάτα»…

“Δεν θα ξεχάσω τη μέρα που την ενημέρωσα (Φατμά Χασόνα) ότι διάλεξαν την ταινία μας για να παιχτεί στο Φεστιβάλ Καννών. Πώς έλαμψε ξανά! Και στη συνέχεια, την επόμενη μέρα τη στοχευμένη επίθεση εναντίον της, που οδήγησε στον θάνατό της…”

«Για 300 ημέρες, με συνόδευε η Anya – η φωτογραφική μου μηχανή και καλύτερη παρέα μου – που ήξερε πώς να αποτυπώνει, πώς να τραβήξει τις φωτογραφίες που ήθελα.

Τριακόσιες μέρες εγώ και τα αδέρφια μου πεθαίνουμε σε αυτή τη σφαγή… Για τριακόσιες μέρες, βλέπουμε μόνο τα κόκκινα και μαύρα χρώματα, μυρίζουμε το άρωμα του θανάτου, τρώμε αψιθιά και δεν αγγίζουμε τίποτα παρά μόνο πτώματα…

Τίποτα δεν μπορεί να με κάνει να σταματήσω. Βγαίνω στον δρόμο κάθε μέρα, χωρίς προορισμό. Θέλω ο κόσμος να βλέπει αυτό που βλέπω εγώ. Αποτυπώνω όσα εξιστορούν αυτή την περίοδο της ζωής μου. Αποτυπώνω αυτή την ιστορία για την οποία μπορεί να ακούσουν τα παιδιά μου, και ίσως όχι…

Αν πεθάνω, θέλω έναν δυνατό θάνατο. Δεν θέλω να είμαι απλώς έκτακτες ειδήσεις ή ένας αριθμός σε μια ομάδα, θέλω ο θάνατός μου να ακουστεί στον κόσμο, να δημιουργήσει έναν αντίκτυπο που θα παραμείνει στον χρόνο και μια διαχρονική εικόνα, που δεν μπορεί να θαφτεί από τον χρόνο ή τον τόπο…».

Λόγια της Παλαιστίνιας Φατμά Χασόνα λίγο καιρό πριν… Της Φατμά με το περήφανο χαμόγελο, τα απλά όνειρα και τη μεγάλη καρδιά… Της Φατμά της Γάζας… Της Φατμά που δεν υπάρχει πια, αφού στοχευμένος ισραηλινός βομβαρδισμός τής πήρε τη ζωή, την περασμένη άνοιξη. Λίγες ώρες πριν, είχε μάθει ότι η ταινία που έκαναν μαζί με την Σεπιντέ Φαρσί, «Κράτα την ψυχή σου στο χέρι και περπάτα» (Put your Soul on your Hand and Walk), είχε επιλεγεί να συμμετάσχει στο παράλληλο πρόγραμμα του Φεστιβάλ των Καννών.

Έτσι, τα λόγια της έγιναν προφητικά… Πράγματι, ο θάνατός της ήταν εκκωφαντικός. Και όμως εξακολουθεί να είναι παρούσα. Η Φατμά «ζει» στα γκράφιτι στους δρόμους όλου του κόσμου, «ζει» σε κάθε «Λευτεριά στην Παλαιστίνη» που ακούγεται στην κινηματογραφική αίθουσα, ζει στην τέχνη των δημιουργών που μετά τον θάνατό της υπέγραψαν κείμενο που έλεγε: «Ας αρνηθούμε να αφήσουμε την τέχνη μας να είναι συνένοχος στο χειρότερο. Ας ξεσηκωθούμε. Ας ονομάσουμε την πραγματικότητα…».

Η συγκλονιστική ταινία – ντοκουμέντο θα ξεκινήσει να προβάλλεται στους ελληνικούς κινηματογράφους από την Πέμπτη 6 Νοέμβρη.

Εμείς συναντηθήκαμε με την Ιρανή σκηνοθέτιδα της ταινίας, Σεπιντέ Φαρσί, όταν επισκέφθηκε τη χώρα μας για την πρώτη προβολή του ντοκιμαντέρ στις Νύχτες Πρεμιέρας. Μιλώντας στα Ελληνικά – αγαπά πολύ την ελληνική γλώσσα – η Σεπιντέ Φαρσί μίλησε στον «Ριζοσπάστη» για τη γνωριμία της με την Φατμά, τα συναισθήματά της, τι ήταν αυτό που ήθελε να αποδώσει, αλλά και για το πώς έγινε κατορθωτό να γυριστεί η ταινία με κινητό τηλέφωνο…

Τι κάνουν; Πώς ζουν; Πώς αντέχουν;

Στην αρχή της συζήτησής μας με την Σεπιντέ, της ζητάμε να γυρίσει πίσω τον χρόνο και να μας πει πώς ξεκίνησαν όλα:

«Στις 7 Οκτώβρη του ’23 έτυχε να βρίσκομαι σε ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ. Από τις πρώτες κιόλας μέρες με συγκλόνισε ο τρόπος που προβάλλανε το γεγονός. Πολύ γρήγορα, επίσης, αρχίσαμε να γινόμαστε μάρτυρες μιας άνευ προηγουμένου επίθεσης στον παλαιστινιακό λαό. Και αυτό που με ενόχλησε περισσότερο απ’ όλα, ήταν ότι δεν δινόταν κανένα βήμα σε αυτόν τον λαό. Δεν ήταν πουθενά. Κανείς δεν ρωτούσε: Τι κάνουν; Πώς ζουν; Πώς αντέχουν;

Και παρόλο που δεν επιτρέπονται ξένα μέσα στη Γάζα, ακόμα κι όταν οι Παλαιστίνιοι είπαν ότι μπορούμε να το κάνουμε εμείς, να ενημερώνουμε, έχουμε δημοσιογράφους, τους αντιμετώπισαν σαν υπερασπιστές της Χαμάς και ότι δεν λένε την αλήθεια.

Αποφάσισα, λοιπόν, ότι δεν μπορούσα να κάθομαι και να παρακολουθώ απλά. Δεν μπορούσα να το αντέξω! Και έτσι πήρα ένα εισιτήριο και έφτασα στην Αίγυπτο. Τα σύνορα βέβαια με την Παλαιστίνη είχαν κλείσει…».

Μέχρι και τη στιγμή που η Σεπιντέ φτάνει στην Αίγυπτο και εγκαθίσταται στη συνοικία Νάσερ του Καΐρου, όπου μένουν και πολλοί Παλαιστίνιοι πρόσφυγες, δεν έχει κατασταλάξει ακόμα στο τι θέλει να κάνει. «Ξεκίνησα να παίρνω συνεντεύξεις. Ομως συνέχιζα να ψάχνω τη φωνή της Γάζας, τη φωνή των Παλαιστίνιων που ήταν μέσα στην κόλαση του πολέμου».

Οπως η ίδια παραδέχεται στην κουβέντα μας, ίσως επειδή το έχει βιώσει και εκείνη ως έφηβη, η έναρξη του πολέμου είναι κάτι πολύ σημαντικό και ιδιαίτερο. Υπάρχει το πριν και το μετά. «Και έτσι έψαχνα κάποιον να μου πει πώς είναι να ζεις και να επιμένεις μέσα σε συνθήκες πολέμου».

Η γνωριμία με την Φατμά και η μαγεία του κινηματογράφου

Και τότε έμαθε για την Φατμά, μια νεαρή κοπέλα, φωτογράφο, που ζούσε στη Γάζα. «Κατόρθωσα και απέκτησα επαφή μαζί της. Αυτό ήταν! Από την πρώτη στιγμή που μιλήσαμε, κατάλαβα ότι ήθελα την Φατμά για την ταινία μου. Αυτή ήταν η ταινία μου».

Για την Σεπιντέ αυτή είναι η μαγεία των ανθρώπινων συναντήσεων, αλλά και του κινηματογράφου…

Ο πυρήνας της ταινίας δημιουργήθηκε από τις πρώτες κιόλας συνομιλίες τους. Η Φατμά ανέλαβε να γίνει τα μάτια της Σεπιντέ, αλλά και του καθένα από εμάς για το τι συμβαίνει στη Γάζα. «Μοιραζόταν φωτογραφίες μαζί μου, ενώ παράλληλα μιλάγαμε για τη ζωή της, τα συναισθήματά της… Στην πορεία ξεκίνησε να κάνει βιντεάκια. Στην αρχή πιο δειλά… Οι συζητήσεις μας δεν σταματούσαν… Και τα έκανε όλα αυτά μέσα σε απίστευτα δύσκολες συνθήκες, συνθήκες που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε στην ολότητά τους. Φανταστείτε, μόνο, ότι για να βρει σήμα και να μιλήσουμε, ή για να φωτογραφήσει μια επίθεση μπορεί να περπατούσε και μια ώρα μακριά από το σπίτι της…

Πέρσι το καλοκαίρι μου έστειλε ένα πλάνο μέσα από αυτοκίνητο που αποτύπωνε την κατεστραμμένη Γάζα». Της λέμε ότι μας συγκλόνισε… Η ίδια μας απαντά πως όταν το είδε, κατάλαβε ότι έχει το τέλος της ταινίας της.

Ποια όμως ήταν η βαθύτερη ανάγκη της; «Ηθελα να δείξω τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, να ζεις σε αυτές τις συνθήκες και να κρατάς την ουσία σου». Αυτό ήθελε να αποτυπώσει. «Οπως και το χαμόγελό της, τα όνειρά της, την απλότητά της, την ηρεμία της, τη μεγάλη δύναμη που κουβαλούσε στην καρδιά της».

Και αυτά τα χαρακτηριστικά δεν είναι μόνο της Φατμά. Είναι όλων των Παλαιστίνιων γυναικών. «Ελπίδα, πίστη και περηφάνια. Ετσι έχουν μάθει να ζουν», μας λέει η Σεπιντέ.

Αυτός είναι και ο λόγος που στην αφίσα της ταινίας απαθανατίζεται μόνο το πρόσωπο της Φατμά. «Δεν υπάρχει ο θάνατος, αν και παραμονεύει… Και ξέρετε, για μένα το πρόσωπο της Φατμά μού θυμίζει την Παλαιστίνη… Οπως θα δείτε και εσείς στην ταινία, με την πάροδο του χρόνου μπορεί κανείς να παρατηρήσει τις αλλαγές που επιφέρουν πάνω της οι συνεχιζόμενες σφαγές… Βλέπεις πώς χειροτερεύει, πώς αντιδρά, πώς αλλάζει: Στην έκφραση, στο δέρμα, στα μάτια, στο χαμόγελο…».Η φωτογραφική μηχανή σαν όπλο

Οσο για τον ρόλο της Τέχνης σε «σκοτεινούς καιρούς», η Σεπιντέ Φαρσί επιλέγει να απαντήσει δανειζόμενη τα λόγια της Φατμά: «Η φωτογραφική μηχανή μου είναι σαν όπλο, είναι το δικό μου όπλο». Και συλλογιζόμενη προσθέτει ότι «υπάρχουν και απλά πράγματα που δεν ξεχνιούνται. Η Φατμά ήθελε να ζήσει μια απλή ζωή. Αυτό έλεγε, συμπληρώνοντας αμέσως μετά ότι δεν μας αφήνουν…».

Ηθελε να πει λοιπόν την ιστορία της; «Πράγματι, αυτό ήθελε, να πει την ιστορία τη δικιά της, την ιστορία του λαού της. Και το πέτυχε… Οπως κατάφερε και ο θάνατός της να μην είναι αθόρυβος…

Δεν θα ξεχάσω τη μέρα που την ενημέρωσα ότι διάλεξαν την ταινία μας για να παιχτεί στο Φεστιβάλ Καννών. Πώς έλαμψε ξανά! Και στη συνέχεια, την επόμενη μέρα τη στοχευμένη επίθεση εναντίον της, που οδήγησε στον θάνατό της…».

Και ξαναγυρνώντας στο ερώτημά μας για τον ρόλο της Τέχνης και του καλλιτέχνη, προσθέτει: «Είναι και αυτό που ονομάζουμε ευθύνη… Η μητέρα της μου έγραψε κάτι πολύ ωραίο… Κάνε ό,τι μπορείς σαν να ήταν η Φατμά μαζί σου, κάνε και περισσότερα…».

Α. – Π.

Αναδημοσιεύεται από τον «Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου» 1 – 2 Νοέμβρη.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: