“Είμαι η Παλαιστίνη”
“Μη με λυπάσαι.
Μη με θρηνείς.
Είμαι ακόμη εδώ.
Και οι αγαπώντες με
δεν αναχωρούν…”

Είμαι η γη που γεννήθηκες·
η γη που ποτέ δεν συνθηκολόγησε στην αδικία.
Δε μετρώ εποχές –
διότι εντός μου ο χρόνος πυρπολείται.
Με κράτησε το αίμα,
γόνιμη, από τη θυσία των αθώων.
Δεν γνωρίζω τον φόβο,
ούτε υποτάσσομαι.
Έχω φωνή.
Αντιστέκομαι.
Όσες βόμβες κι αν έπεσαν,
όσες ζωές κι αν χάθηκαν,
άλλες τόσες αναγεννώνται στο φως.
Τα παιδιά μου, όσα ξεριζώθηκαν
από την αγκαλιά των γονιών τους,
ριζώθηκαν στο χώμα μου,
επανήλθαν στη γη
της ελιάς και του θυμαριού.
Κι αν με ρωτάς ποια είμαι —
κανένας χάρτης δεν δύναται να με περιγράψει.
Είμαι η παλάμη της μητέρας σου,
που σε χαϊδεύει όταν νυστάζεις.
Είμαι ο άνεμος
που δεν υπέγραψε ποτέ συμφωνία.
Είμαι ο ψίθυρος
που αρνείται τη σιγή.
Είμαι η Παλαιστίνη.
Όποιος πιστεύει ότι θα λησμονηθω
τον λυπάμαι·
γιατί εγώ —
αγωνίζομαι.
Αντιστέκομαι.
Είμαι η γη…
της καρδιας·
όχι η γη που σχεδιάστηκε με σύνορα,
αλλ’ εκείνη που πάλλεται εντός του σώματός σου.
Βλέπεις το παρελθόν,
νιώθεις καταδιωγμένος·
αλλά δεν υποχωρείς.
Άφοβος, μένεις,
στη γη που σε γέννησε.
Ανακάλεσε, το πρώτο κλάμα του παιδιού,
γεννημένου στα ερείπια,
που ατενίζει τον ουρανό
ως βιβλίο που κανείς δεν του έμαθε να διαβάζει.
Είμαι το ψίχουλο που έκρυψες στην τσέπη σου,
το ύδωρ που πότισες με δάκρυα,
το ένδυμα που δεν φόρεσες,
διότι μύριζε πυρίτιδα.
Είμαι η γη που ουδέποτε κατακτήθηκε,
κι ας ποδοπατήθηκε από τους εχθρούς μας.
Είμαι παρούσα.
Κάθε φορά που αγγίζεις το χώμα
και προφέρεις «πατρίδα».
Κάθε φορά που θυμάσαι
τους φίλους που χάθηκαν…
Κάθε φορά που παλεύεις
χωρίς φόβο.
Είμαι
η γη της ελιάς και του θυμαριού.
Μπορούν να ορθώσουν τείχη,
να πυρπολήσουν·
μπορούν να μετρούν απώλειες —
αλλ’ εγώ μένω όρθια.
Γνωρίζω τι εστί ρίζα.
Γνωρίζω να ξυπνώ με σκόνη στα βλέφαρα
και να λέγω: «είμαι ακόμα εδώ».
Διέρχονται ερπύστριες πάνω μου
και εντός μου φυτρώνουν στάχυα.
Η πόρτα σείεται,
το ταβάνι καταρρέει,
μένει το πιάτο στο τραπέζι —
και το παιδί που το ανέμενε
δεν επέστρεψε.
Η καρδιά δεν λογαριάζει κόστος.
Χτυπά.
Και η γη;
Η γη δεν απωθεί.
Ό,τι και αν της πράξουν,
φυλάττει εντός της το όνομα
κάθε παιδιού που έπαιξε στα σοκάκια.
Τους βλέπω·
με κουβέρτες στα μπαλκόνια,
με βλέφαρα καλυμμένα σκόνη,
με φωνές θαμμένες κάτω από μπάζα.
Αλλά τα μάτια τους —
δεν ξεριζώνονται.
Έτι είναι εδώ.
Με βλέπουν.
Με αγαπούν.
Κι εγώ,
έστω και ματωμένη,
ανοίγω κάθε πρωί
σαν λουλούδι.
Διότι αυτή η γη
δεν γνωρίζει λήθη.
Και όσοι μένουν,
δεν επιθυμούν φυγή.
Οι ρίζες δεν μιλούν·
αλλ’ είναι αυτές
που πρώτες κραυγάζουν
όταν αποκόπτονται.
Και η καρδιά…
αυτή…
φυτεύεται βαθύτερα
όταν ποτίζεται με θάνατο.
Θυμούμαι το αύριο
όχι ως υπόσχεση,
αλλ’ ως μνήμη σπόρου
πριν γίνει στάχυ.
Δεν φωνάζω.
Αναπνέω.
Εντός μου τα ίχνη
των παιδιών που έτρεξαν ξυπόλυτα,
που έβαψαν τα νύχια τους με αίμα
και γέλασαν.
Μη με λυπάσαι.
Μη με θρηνείς.
Είμαι ακόμη εδώ.
Και οι αγαπώντες με
δεν αναχωρούν.
Θα φυτέψουν πάλι τις αυλές τους.
Θα αναστηλώσουν τα σπίτια τους.
Και θα γράψουν
με κιμωλία πάνω στα ερείπια:
«Ζούμε».
Όχι από πείσμα,
αλλ’ εκ μνήμης.
Μνήμης των νεκρών.
Και της γης
της ελιάς και του θυμαριού.
Διότι ο κόσμος
δεν αρχίζει με σύνορα·
αλλ’ με μία παιδική φωνή,
που λέγει:
«Αυτό είναι το σπίτι μου.»
Εκεί—
στο φως,
στο μεσοφώτι της ελιάς και του ονείρου,
θα χτίσουμε ξανά
με πέτρα τη μνήμη,
με μνήμη την ελπίδα —
την ελεύθερη Παλαιστίνη.
Ανθή Παρασκευοπούλου
Εικόνα: Έργο της ζωγράφου-χαράκτριας Εύας Μελά