CCF, Ελλάδα και “εναλλακτικός αντικομμουνισμός” – Σημειώσεις για έναν ματαιωμένο ( ; ) έρωτα

Η ιστορία ενός έρωτα και της μέριμνας της CIA για τον “προοδευτικό Πολιτισμό” και τον “εναλλακτικό αντικομμουνισμό”, στη χώρα μας και όχι μόνο.

O πολιτισμός και οι ιδέες αποτέλεσαν κεντρικό στοιχείο της αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο στρατοπέδων του Ψυχρού Πολέμου. Στη μεγάλη μάχη για «την καρδιά και τον νου των ανθρώπων» που ονομάστηκε Πολιτισμικός Ψυχρός Πόλεμος, το Congress for Cultural Freedom (CCF) αποτέλεσε το πιο εκλεπτυσμένο, εντυπωσιακό και επιτυχημένο όπλο του δυτικού κόσμου. Το βιβλίο του Στρατή Μπουρνάζου διηγείται τη συναρπαστική ιστορία του, παρακολουθώντας τις διαδρομές του φιλελεύθερου αντικομμουνισμού και της συμμαχίας της μη Κομμουνιστικής Αριστεράς με το αμερικανικό κράτος. Αναδεικνύει επίσης τη ματαιωμένη ιστορία του ελληνικού CCF, διερευνώντας γιατί η συνάντηση του οργανισμού με τους Έλληνες διανοούμενους και πολιτικούς, συντηρητικούς και φιλελεύθερους, στάθηκε άγονη και για τις δύο πλευρές. Η περιπλάνηση στους δαιδάλους της ψυχροπολεμικής πνευματικής ζωής αποκαλύπτει τις πολλαπλές αποχρώσεις του αντικομμουνισμού, το χάσμα ανάμεσα στους φιλελεύθερους προοδευτικούς αντικομμουνιστές και τους διανοούμενους του «κράτους των εθνικοφρόνων», τις δυσχέρειες της εκσυγχρονιστικής ιδεολογίας στην Ελλάδα του 1950, αλλά και τη σημασία της αυτονόμησης του Κέντρου και της ρήξης με την εθνικοφροσύνη, στον χώρο της διανόησης και των τεχνών, κατά την εκρηκτική δεκαετία του 1960. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Χαραγμένη καρδιά στο παγκάκι, που ποτέ δεν προδώσαν. Και βασικά ούτε καν την χάραξαν, γιατί ο (οργανικός) δεσμός τους έπρεπε να μείνει κρυφός, στα παρασκήνια, σε βαθμό που να τον αγνοούν (;) ακόμα και κάποιοι εκ των πρωταγωνιστών. Αν και ίσως να μην τον αγνοούσαν ακριβώς, απλώς τον υποψιάζονταν και απέφευγαν την επίσημη επιβεβαίωση, για να διατηρήσουν το δικαίωμα στην αμφιβολία και το άλλοθι της άγνοιας -λες και ήταν το σκοτάδι αυτό που έτρεφε αυτόν τον έρωτα.

Αλλά για ποιον έρωτα μιλάμε;

Για αυτόν μεταξύ της CIA και της διεθνούς «προοδευτικής», μη κομμουνιστικής Αριστεράς, που ήταν σαφώς αντισοβιετική και αντισταλινική, στη Νατοϊκή πλευρά της ιστορίας -και όπως έλεγε και ο Κάππος, ο αντισταλινισμός δεν είναι παρά μια μορφή ντροπαλού αντικομμουνισμού. Ή απλώς “φιλελεύθερου”. Μιλάμε για ένα είδος «Αριστεράς, υπεράνω κάθε υποψίας για κομμουνιστικές φιλίες και συμπάθειες, που δε χρειάστηκε καν το άλλοθι κάποιου θολού «τρίτου δρόμου». Και δεν αποκήρυσσε απλώς τον ρόλο του «πολιτικού συνοδοιπόρου» αλλά έγινε ένθερμος, αυθόρμητος απολογητής του «ελεύθερου» καπιταλιστικού κόσμου, γνωρίζοντας ωστόσο ότι οφείλει να τηρεί κάποια προσχήματα. Γιατί, όσο πιο αριστερή και ριζοσπαστική φαινόταν, τόσο πιο πειστική και χρήσιμη θα ήταν στον ρόλο της. Και ο καλύτερος τρόπος για να αποκτήσει τέτοιο προφίλ, ήταν χρησιμοποιώντας ως όχημα τον Πολιτισμό, τις τέχνες και τα γράμματα, με αιχμή του δόρατος διάφορους διανοούμενους και επιστήμονες, με προοδευτικά παράσημα και -ιδανικά- με κόκκινο, αποκηρυγμένο παρελθόν.

Το βιβλίο του Μπουρνάζου διηγείται τις λεπτομέρειες αυτού του έρωτα (που μπορεί να βασίστηκε στο συμφέρον – χρήμα αλλά δεν ήταν μια επιπόλαια περιπέτεια χωρίς διάρκεια), καθώς και του σχετικά μικρού και άγνωστου ελληνικού κεφαλαίου της, που δεν είχε ιδιαίτερα λαμπρές σελίδες, για μια σειρά λόγους. Κυρίως γιατί η Αριστερά ήταν ταυτισμένη με τον ΕΑΜικό κόσμο και το ΚΚΕ. Κι είτε η δύναμη του τελευταίου δεν άφηνε ζωτικό χώρο για την εμφάνιση κάποιας άλλης πολιτικής δύναμης -και όσες υπήρχαν ήταν βασικά περιθωριακές και μάλλον «συνοδοιπόροι» του-, είτε οι ανάγκες και η πίεση του μετεμφυλιακού, αστικού μπλοκ εξουσίας ήταν τέτοιες -ακόμα και στον χώρο του λεγόμενου «Κέντρου»- που υπαγόρευαν ως κυρίαρχη (αν όχι αποκλειστική) μια εκδοχή ωμού αντικομμουνισμού, με κονσερβοκούτια, χωρίς σοσιαλδημοκρατικές αποχρώσεις.

Αν έπρεπε να περιγράψω με μια μόνο λέξη το βιβλίο, θα σκεφτόμουν τον όρο «αποκάλυψη» -ή απλώς «αποκαλυπτικό», για να μην έχουμε εσχατολογικούς συνειρμούς. Είναι αν μη τι άλλο εντυπωσιακός ο όγκος των στοιχείων που συναντά ο αναγνώστης, δεδομένων των λιγοστών και διαβαθμισμένων (διάβαζε «λογοκριμένων», σε κρίσιμα σημεία) αρχειακών πηγών που αξιοποιεί ο συγγραφέας. Πραγματικός θησαυρός πληροφοριών και -κάθε άλλο παρά άχρηστων- γνώσεων, ενίοτε καταιγιστικών αλλά όχι κουραστικών, που συνθέτουν τη γενική εικόνα για διάφορα πρόσωπα και καταστάσεις.

Είναι εξίσου εντυπωσιακό το εύρος των καλλιτεχνών-διανοούμενων που εμπλέκονται άμεσα ή είναι στις παρυφές του εγχειρήματος -φτάνοντας πιθανότατα μέχρι και τον Οπενχάιμερ, με το γνωστό κόκκινο παρελθόν. Ίσως μόνο όσοι (από το ευρύ κοινό) έχουν παρακολουθήσει το ντοκιμαντέρ-ταινία «Soundtrack για ένα πραξικόπημα» (σχετικά με την αξιοποίηση της τζαζ μουσικής για τους διπλωματικούς, ιμπεριαλιστικούς σκοπούς των ΗΠΑ στη μαύρη ήπειρο και ανά την υφήλιο, και την προώθηση του δυτικού τρόπου ζωής) είναι σχετικά υποψιασμένοι για το πλήθος και την ανθρωπογεωγραφία των συνεργατών.

Οι άγνωστες λεπτομέρειες μπορεί να γίνονται ανά σημεία σχεδόν γαργαλιστικές, ανάλογα με το ενδιαφέρον κάθε αναγνώστη για συγκεκριμένα πρόσωπα και καταστάσεις. Αναφέρω ενδεικτικά το σχέδιο προσέγγισης και ανάδειξης του έργου του Αλέξη Πάρνη, μιας ιδιάζουσας περίπτωσης λογοτέχνη, με αντισταλινικές και ταυτόχρονα ζαχαριαδικές αναφορές. Το σχέδιο αυτό δεν καθιστά, ασφαλώς, τον Πάρνη πράκτορα της CIA -εν αγνοία του έστω-, δείχνει όμως το ευέλικτο κριτήριο του συγκεκριμένου μηχανισμού και την προσπάθεια αξιοποίησης της παραμικρής παρέκκλισης από τη σοβιετική «κομμουνιστική ορθοδοξία», για τη δημιουργία ρωγμών και οποιουδήποτε σχίσματος.

Αν υπάρχει, όμως, μια ιδιαίτερη αξία σε όλα αυτά δεν είναι η ικανοποίηση της περιέργειάς μας για τα «ιστορικά κουτσομπολιά», αλλά ακριβώς η ανάδειξη του τρόπου λειτουργίας αυτού του μηχανισμού και των ποικίλων, εξαιρετικά ευέλικτων πρακτικών ενός «εναλλακτικού αντικομμουνισμού», που δρούσε μεν παρασκηνιακά αλλά συνυπήρχε με το δόγμα του Μακαρθισμού. Όχι αντιπαραθετικά και συγκρουσιακά, αλλά αρμονικά και συμπληρώνοντας τα κενά του -περίπου όπως στο γνωστό σχήμα του «καλού και του κακού μπάτσου».

Όλα αυτά είναι δοσμένα σε ένα καλογραμμένο κείμενο, με ρέουσα γραφή, μακριά από έναν στείρο ακαδημαϊκό λόγο που ίσως αποθάρρυνε το ευρύτερο κοινό. Κι είναι παράδειγμα προς μίμηση για όσους σκέφτονται να εκδώσουν τις διδακτορικές διατριβές τους αλλά αναρωτιούνται αν αξίζει τον κόπο να ξαναδουλέψουν τη μορφή τους. Έχουν επίσης μια σχετικά έντιμη οπτική γωνία, πολιτικά μιλώντας, κι ας μην λείπουν κάποιοι συμψηφισμοί με αντισοβιετική οσμή -υπό το πρίσμα της ανανεωτικής αριστεράς-, πχ για τους κομμουνιστές λογοτέχνες-διανοούμενους των δυτικών χωρών που δεν έπαιρναν θέση για τις δίκες της Μόσχας.

Οι όποιες ενστάσεις-διαφωνίες, ωστόσο, δεν είναι εμπόδιο για τη συνολική θετική αποτίμηση ενός πολύ ενδιαφέροντος βιβλίου. Ίσως σκοντάφταμε, βέβαια, πάνω τους σε τυχόν προεκτάσεις, που σε κάθε περίπτωση ξεφεύγουν από τους στόχους του Μπουρνάζου και της μελέτης του.

Για παράδειγμα, η αποτυχία εδραίωσης του ελληνικού CCF και η διερεύνηση των αιτιών της, θυμίζει συνειρμικά και κατά μία έννοια συνδέεται με το παλιό, κλασικό ερώτημα «αν υπάρχουν στη χώρα μας οι συνθήκες για την εμφάνιση της σοσιαλδημοκρατίας». Που μέχρι τη χούντα λάμβανε στη ζωή εμφατικά αρνητικές απαντήσεις, για να αλλάξουν «ξαφνικά» τα δεδομένα στη Μεταπολίτευση, με τη ραγδαία γιγάντωση του ΠΑΣΟΚ. Κι αν σκεφτεί κανείς τις αντι-ιμπεριαλιστικές κορόνες του «Σοσιαλιστικού Κινήματος» (ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο κτλ), που δε βρήκαν αντίκρισμα στην πράξη, δε θα δυσκολευτεί να βρει στο ΠΑΣΟΚ το «πολιτικό αντίστοιχο» του CCF και στις εν Ελλάδι διεργασίες του τελευταίου μια πρόδρομη μορφή των βάσεων μιας «Αλλαγής» χωρίς αλλαγές επί της ουσίας. Μια υπόθεση που θα μπορούσε να επεκταθεί ως τις μέρες μας, με την ύπαρξη μιας ακραιφνώς «Νατοϊκής Αριστεράς»…

Ένα άλλο ενδιαφέρον ζήτημα αφορά το τέλος του εγχειρήματος του CCF, μετά τις αποκαλύψεις για την ανάμειξη της CIA και τις πηγές χρηματοδότησής του. Προφανώς ο βασικός στρατηγικός σχεδιασμός δεν εγκαταλείφθηκε, άλλαξαν όμως οι τρόποι, τα υποκείμενα και τα μέσα προώθησής του. Κι αν ο διάδοχος φορέας – μετεξέλιξη του CCF ήταν εξαιρετικά βραχύβιος και είχε άδοξο τέλος, δε σημαίνει ότι σταμάτησαν οι χορηγίες σε καλλιτέχνες-διανοούμενους από διάφορα αμερικανικά ιδρύματα. Είναι γνωστός πχ ο αντίκτυπος και η αίσθηση που προκλήθηκε στη χώρα μας από το «σκάνδαλο» με τις χορηγίες του ιδρύματος Φορντ σε διάφορες εγχώριες προσωπικότητες με ριζοσπαστικό πρόσημο -όπως ο Βασίλης Ραφαηλίδης και άλλοι. Αλλά αυτό είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο, που δεν αφορά την περίοδο και το θέμα που εξετάζει ο Μπουρνάζος -και ίσως δούμε στο άμεσο μέλλον κάποια άλλη σχετική μελέτη, από άλλο συγγραφέα.

Σε κάθε περίπτωση, όσα διαβάσει ο αναγνώστης στο βιβλίο για το CCF και τον Πολιτιστικό Ψυχρό Πόλεμο δεν αφορούν κάποιο μακρινό παρελθόν, χωρίς αντίκτυπο στην εποχή μας. Οι μεγάλοι έρωτες δεν τελειώνουν άλλωστε, όσες κοσμογονικές αλλαγές και αν μεσολαβήσουν. Ίσως να αλλάζουν μορφή απλώς…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: