Γιώργος Κεντρωτής: “Για να έχει λόγο ύπαρξης η μετάφραση, δεν πρέπει να είναι κάτι σαν “μεταπρωτότυπο”, αλλά νέο πρωτότυπο”

Ο κ. Κεντρωτής μιλά στην παρούσα συνέντευξη με σοβαρότητα και χιούμορ, αλλά, κυρίως, με επιχειρηματολογία και ζέση για ζητήματα που άπτονται της ιστορίας, θεωρίας και πρόσληψης της λογοτεχνίας, και της λογοτεχνικής μετάφρασης.

Ο Γιώργος Κεντρωτής είναι Κοσμήτορας της Σχολής Ιστορίας, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου και καθηγητής της Θεωρίας και Πράξης της Μετάφρασης στο Τμήμα Μετάφρασης και Διερμηνείας με έδρα την Κέρκυρα. Η ακαδημαϊκή του πορεία είναι μακρά, εκκινώντας από σπουδές Νομικής και Πολιτικών Επιστημών στο Καποδιστριακό Πανεπιστημίο, για να ανακηρυχθεί Διδάκτωρ Νομικής από το Universität des Saarlandes, μέλος ΔΕΠ από το 1994 του ΤΞΓΜΔ όπου διδάσκει μέχρι και σήμερα, ενώ έχει διδάξει ως προσκεκλημένος καθηγητής σε άλλα πανεπιστήμια της Ελλάδας, της Γερμανίας και της Ιταλίας. Τα ακαδημαϊκά και αισθητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν, βέβαια, τη μετάφραση, την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή παράδοση, την Επτανησιακή Σχολή, την ελληνική λογοτεχνία από το Μεσοπόλεμο και εξής κ. ά.

Αλλά δεν είναι τόσο η ακαδημαϊκή πλευρά του Γιώργου Κεντρωτή που θα μας απασχολήσει στην πλούσια συνέντευξη που έκανε την τιμή στη γράφουσα και στην Κατιούσα να παραχωρήσει, όσο η μεταφραστική και λογοτεχνική του δεινότητα (που εκτίθεται σε πάνω από 60 μεταφράσεις προς τα νέα ελληνικά από τα αρχαία, τα λατινικά, τα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, ρωσικά και τσεχικά, τρία πρωτότυπα μυθιστορήματα και πέντε ποιητικές συλλογές), προϊόν των οποίων είναι και η πολύ πρόσφατη μετάφραση των εμβληματικών Ανθέων του Κακού του Charles Baudelaire που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg. Ο κύριος Κεντρωτής μιλά στην παρούσα συνέντευξη με σοβαρότητα και χιούμορ, αλλά, κυρίως, με επιχειρηματολογία και ζέση για ζητήματα που άπτονται της ιστορίας, θεωρίας και πρόσληψης της λογοτεχνίας, και της λογοτεχνικής μετάφρασης.

Μαρία: – Πότε και πώς (με ποια ανάγκη, αφορμή ή επιθυμία) ξεκίνησε η «υπόθεση» της καινούργιας μετάφρασής σας των Ανθέων του Κακού;

Γιώργος Κεντρωτής: Διαβάζω χρόνια και χρόνια τον Μπωντλαίρ στα γαλλικά, στα ελληνικά, σε άλλες γλώσσες. Ήταν πάντοτε η συμβουλή του Νίκου Εγγονόπουλου: να διαβάζετε τον Σολωμό και τον Μπωντλαίρ! Αγαπώ πολύ τη νεοελληνική ποίηση του πρώτου ημίσεως του 20ού αιώνα. Εκεί πόσος «Μπωντλαίρ» υπάρχει, αλήθεια; Και πόσες μεταφράσεις ποιημάτων του δεν φιλοτεχνήθηκαν τα χρόνια εκείνα;! Και πόσα «μπωντλαιρικά» ποιήματα δεν συνετέθησαν τα χρόνια εκείνα;! Ονόματα; Παλαμάς, Καβάφης, Καρυωτάκης, Σκαρίμπας, Ουράνης, Καββαδίας, Παπανικολάου, Εμμανουήλ, Φιλύρας!… Αποφάσισα να μεταφράσω τα Άνθη του Κακού, έχοντας ήδη συμπληρωμένα 40 χρόνια στη μελέτη και στη μετάφραση έργων από πολλές ξενόγλωσσες γραμματείες και έχοντας επί έτη δοκιμαστεί στη μετάφραση εμμέτρων λυρικών δημιουργημάτων. Ανάγκη; Μα δεν υπήρχε δημοσιευμένη στη γλώσσα μας έμμετρη μετάφραση ολόκληρου του έργου! Αφορμή; Οικογενειακή υπόθεση –καθώς μου ζητήθηκε από τη σύζυγό μου η μετάφραση ενός ποιήματος, του «Tristesses de la lune» («Η θλίψη της σελήνης»), και ύστερα ακολούθησαν και τα υπόλοιπα 163! Επιθυμία; Βεβαίως, βεβαιότατα!

Όπως μετέφρασα παλιότερα από πολύ μεγάλη επιθυμία «συνομιλίας» τον Μπρεχτ, τον Παβέζε, τον Μούζιλ και τον Μπροχ, έτσι μετάφρασα τώρα και τον Μπωντλαίρ. Αυτονόητο είναι –αν δεν υπάρχει βαθιά επιθυμία για κάτι, έργο δεν βγαίνει: τούτο δε, μάλιστα, είναι και ανάγκη και αφορμή. Να σας αποκαλύψω, λοιπόν, ότι από το συνδυασμό αυτών των τριών «παραγόντων», που αναφέρατε, έχω ήδη ετοιμάσει τη μετάφραση των ιταλικών ποιημάτων του Διονυσίου Σολωμού και των ποιητικών Απάντων του Οκτάβιο Πας. Καλά να είμαστε, σύντομα θα τελειώσω τη μετάφραση του «Ασματολογίου» του Πετράρχη και των όλων ποιημάτων του Λόρκα. Πρόκειται για εργασίες που «εκτελούνται» περί τα τελευταία δέκα έτη.

Μαρία: – Μιλήστε μου για σημαντικά για εσάς ζητήματα ή προβλήματα –ορισμένα από τα οποία θίγονται άμεσα στην έκδοση της μετάφρασης– που σας απασχόλησαν ως προς την μεταφραστική διαχείριση αυτού του έργου και την συγγραφή του συνοδευτικού υλικού («Πρόλογος» και «Επιλεγόμενα») που απαρτίζει την έκδοση.

Γιώργος Κεντρωτής: Ο «Πρόλογος» και τα «Επιλεγόμενα» εισάγουν τον αναγνώστη στο έργο του Μπωντλαίρ και τον καθοδηγούν στην αποκωδίκευση του προτεινόμενου μεταφράσματος. Η μετάφραση παλαιών έργων (ιδίως δε των κλασικών) παρουσιάζει δυσκολίες, καθώς μιλούν μεν στην εποχή μας, αλλά με τη γλώσσα της εποχής τους. Και επειδή η εξέλιξη των γλωσσών είναι ασύμμετρη, τα όποια προβλήματα κατανοήσεως ορθώνονται και οξύνονται αφάνταστα, όταν πρόκειται να αναζητήσουμε πρόσφορους τρόπους επανέκφρασης όσων έχουν εκφρασθεί άπαξ στην εποχή τους.

Ο Μπωντλαίρ έχει τη δική του ιστορία τόσο στο σύμπαν της γαλλικής γλώσσας όσο και στο πλαίσιο του γαλλόφωνου πολιτισμού. Αλλά τη δική του γλωσσική και πολιτιστική ιστορία έχει και στην Ελλάδα, όπου και έχει δημιουργήσει παράδοση προσλήψεως και ερμηνείας, και δη από πάσης απόψεως «σημαντική». Τίποτε από όλα αυτά, που δεν είναι –το επαναλαμβάνω σύμμετρα μεταξύ τους– δεν μπορεί να αγνοήσει ο μεταφραστής, ο οποίος βεβαίως διαθέτει τους δικούς του κώδικες υποδοχής και ερμηνείας και το για τις ανάγκες του έργου αρμόζον ύφος, που το δουλεύει τόσο μέσα στο προσωπικό του ύφος όσο και μέσα στο γενικό ύφος δεξιώσεως των ποιημάτων του Μπωντλαίρ κατά τον Μεσοπόλεμο. Πέραν τούτου, κρίνω ότι η μετάφραση των εμμέτρων ποιημάτων γίνεται μόνον έμμετρα, και δη με τους αυστηρούς και άτρεπτους κανόνες της σχετικής τέχνης. Κάτι δε που είναι παλαιό, όπως τα Άνθη του Κακού, πρέπει να εμφανίζεται με αισθητή την παλαιότητά του μέσα στο σύγχρονο λυρικό ένδυμά του.

Οι γλώσσες εξελίσσονται (= κερδίζουν και χάνουν λέξεις και τρόπους του λέγειν) μέσα στις δομές τους. Η συγχρονία δεν μπορεί επ’ ουδενί να αγνοεί τη διαχρονία. Ούτε, όμως, η διαχρονία μπορεί να καταλήγει να γίνεται παλιατζήδικο! Υπάρχει κυριολεκτικώς διαλεκτική σχέση μεταξύ τους –αυτήν καλείται να την αναδείξει ο μεταφραστής. Ως μεταφραστής προτιμώ να μεταφράζω με το αφτί, παρά με το μάτι. Ό,τι ακούω στο πρωτότυπο το ξαναλέω με τον τρόπο που το άκουσα, όχι με το πώς το λένε τα λεξικά ή οι συμβάσεις, αλλά ούτε και με το πώς νομίζω/υποθέτω ότι το περιμένουν οι δυνάμει αναγνώστες του.

Μαρία: – Πού «τοποθετείτε» το δικό σας μετάφρασμα σε σχέση με την ελληνική μεταφραστική παράδοση ενός τόσο επιδραστικού λογοτέχνη, όπως ο Μπωντλαίρ; Συνομιλείτε, κατά κάποιον τρόπο, με προηγηθέντα και σύγχρονα μεταφραστικά εγχειρήματα, σε πολλά από τα οποία προέβησαν μεγάλοι φιλόλογοι και λογοτέχνες;

Γιώργος Κεντρωτής: Ακριβώς, κυρία Δουκάκη! Και σας ευχαριστώ πολύ που μου δίνετε αυτή την ωραία ασίστ – πάσα να επεκτείνω την προηγούμενη απάντησή μου. Λατρεύω, ξέρετε, το ποδόσφαιρο, γι’ αυτό και χρησιμοποίησα αυτόν τον ειδικό τεχνικό όρο…

Όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς, που μεταφράστηκαν στην γλώσσα μας, είτε συστηματικά είτε ευκαιριακά, πήραν (θα διακινδυνεύσω μάλιστα να πω «νομοτελειακά») το τίμπρο της φωνής του μεταφραστή τους. Δεν καταλαβαίνουν όλοι τα πάντα με τον ίδιο τρόπο –ευτυχώς! Κάτι άλλο θα ήταν εξαιρετικά βαρετό. Ο μεταφραστής, όταν προτείνει κάτι ως μετάφρασμα, δεν κάνει τίποτε άλλο από αυτό που κάνει ο διευθυντής της ορχήστρας που διευθύνει ένα μουσικό έργο: έχει την παρτιτούρα (το πρωτότυπο), την ακούει, την κατανοεί, την ερμηνεύει, προτείνει εκτέλεσή της και, τέλος, την εκτελεί.

Έτσι, την «Ποιμενική» του Μπετόβεν αλλιώς την ερμηνεύει και την εκτελεί ο Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ και αλλιώς ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν –και ας μείνουμε χάριν του παραδείγματος μόνο σε αυτούς τους δύο, επειδή οι ερμηνείες τους είναι τόσο διαφορετικές, που δημιουργούν την αίσθηση διαφορετικού κλίματος στην απόλαυση του ίδιου κλασικού έργου. Στη «χειμερινή» αυστηρότητα του Φουρτβένγκλερ αντιπαρατίθεται η «εαρινή» φαιδρότητα του φον Κάραγιαν, όπως αναδεικνύεται, λ.χ., με κορώνες διαρκείας και με επερείσεις. Δεν είναι άλλο έργο, δεν είναι άλλη παρτιτούρα! Η «Ποιμενική» είναι, με την ίδια παρτιτούρα. Η διάρκεια του έργου, όμως, δεν είναι η ίδια κατά την εκτέλεσή της: συχνά, στην περίπτωση του φον Κάραγιαν, διάφοροι μικροί καλλωπιστικοί φθόγγοι προηγούνται του κυρίου φθόγγου για να τον στηρίξουν με μια μικρή σύζευξη συναφείας που μεταφέρουν. Το ίδιο συμβαίνει, τηρουμένων των αναλογιών, και στη μετάφραση!

Μαρία: – Πώς θα κρίνατε ή θα σχολιάζετε το ελληνικό πεδίο και τους επαγγελματίες και ερασιτέχνες της λογοτεχνικής μετάφρασης σήμερα, τόσο από όσο και προς τα ελληνικά;

Γιώργος Κεντρωτής: – Ήδη από τα τελευταία χρόνια του 20ού αιώνα έχει παρατηρηθεί άνθηση στα πράγματα της λογοτεχνικής μετάφρασης, και δη από πολλές ξένες γλώσσες προς τα ελληνικά. Στο απώτερο παρελθόν είχαμε μικρότερη παραγωγή μεταφρασμένων λογοτεχνικών έργων στη γλώσσα μας, που τη σημάδεψαν τα ονόματα σημαντικών μεταφραστών όπως, π.χ., ο Κοσμάς Πολίτης, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Αντώνης Μοσχοβάκης. Στα χρόνια που ζούμε το επίπεδο του μεταφραστικού λόγου είναι πολύ υψηλό τόσο από την πλευρά των «επαγγελματιών» όσο και από την πλευρά των «ερασιτεχνών» μεταφραστών.

Οι ίδιοι οι μεταφραστές, έχοντας ατύπως θέσει υψηλές απαιτήσεις στον εαυτό τους, έχουν καταφέρει να πετύχουν κάτι, αν όχι αξιοθαύμαστο, τουλάχιστον αξιοσημείωτο: να καταργήσουν στην πράξη τη λεγόμενη «μεταφραστική κοινή» (αγγλιστί «translatorese»), που συνιστά διεθνώς και τον μέγα κίνδυνο για τη μετάφραση λογοτεχνικών έργων, καθώς μέσω αυτής της «αμίλητης» γλώσσας (που είναι μάλλον «γλωσσοείδεια») επιδιώκεται η ισοπέδωση όλων των υφών σε ένα ξεζουμισμένο μόρφωμα που απλώς προσπαθεί να πει όσο πιο στεγνά γίνεται τι λέει το πρωτότυπο, και ερήμην της τέχνης του λόγου, ερήμην παναπεί της λογοτεχνίας.

Οι μεταφράσεις από τα ελληνικά προς άλλες γλώσσες είναι ως επί το πολύ φαινόμενο σπάνιο, κατ’ εξοχήν τυχηρό και αποτέλεσμα «ποικιλώνυμης» πολιτικής. Η «μικρή» νεοελληνική γλώσσα δεν έχει κινήσει συστηματικό μεταφραστικό ενδιαφέρον μεταφοράς της σε «μεγαλύτερες γλωσσικές επικράτειες», δεν έχει γίνει ακόμα «της μόδας», και τούτο ίσως είναι κάτι σαν μικρή αδικία…

Μαρία: – Το Ιόνιο Πανεπιστήμιο και το Τμήμα της Μετάφρασης και Διερμηνείας, στο οποίο διδάσκετε, διαθέτει ακαδημαϊκό «χώρο» στην μετάφραση της λογοτεχνίας;

Γιώργος Κεντρωτής: Βεβαίως, και είναι αρκετά ευρύς. Διδάσκονται μαθήματα που αφορούν τη μετάφραση λογοτεχνικών έργων από τα ελληνικά προς τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά, καθώς επίσης και από τις γλώσσες αυτές προς τα ελληνικά. Τα εν λόγω «μεταφραστικά» μαθήματα υποστηρίζονται και από τη διδασκαλία μαθημάτων πολιτισμού που αναφέρονται στις γλώσσες αυτές. Διδάσκονται επί πλέον τα μαθήματα της «Παγκόσμιας Λογοτεχνίας» και της «Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», καθώς και σεμιναριακώς το μάθημα «Μετάφραση από τα αρχαία ελληνικά στα νέα ελληνικά». Δεν είναι σύνηθες αυτό, γι’ αυτό και το τονίζω.

Μαρία: – Πώς διαβάζετε, σε αδρές γραμμές, εσείς τον Μπωντλαίρ; Με την συνεπικουρία ή χωρίς των γνωστών παραδεδομένων για αυτόν σχημάτων, του Walter Benjamin κ. λπ. Διαμορφώνονται σήμερα καινούργιες αναγνωστικές προσεγγίσεις πάνω στο έργο του;

Γιώργος Κεντρωτής: Η μπωντλαιριανή βιβλιογραφία είναι τεράστια (Σαρτρ, Προυστ, Μπένγιαμιν, Αντόρνο, Μπρεχτ…) Προσωπικά προτιμώ να διαβάζω τους συγγραφείς και όχι τη δευτεροταγή βιβλιογραφία, τα «απ’ αφορμή» έργα. Κατά κανόνα είμαι με τον «Όμηρο», όχι με τους «ομηριστές» ή τους «ομηρίζοντες»! Εδώ έχω κάνει εξαίρεση. Έχω ασχοληθεί πάρα πολύ με τον Μπωντλαίρ και με τα έργα που τον αφορούν. (Όταν ήμουν πολύ νέος, και πιο ανθεκτικός, επιτρέψτε μου να σας πω ότι είχα φτάσει σχεδόν να εξαντλήσω τη βιβλιογραφία γύρω από τον Ρόμπερτ Μούζιλ… –εδώ και τριάντα χρόνια δεν την παρακολουθώ πια.) Τους κλασικούς συγγραφείς τους βρίσκουμε πάντοτε και δίπλα μας και μπροστά μας. Γι’ αυτό άλλωστε είναι κλασικοί… Οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις τους είναι «σύνολο ανοικτό». Στοχάζονται και αναστοχάζονται οι αναγνώστες και οι μελετητές πάνω στα κλασικά έργα και προτείνουν νέες κλείδες κατανοήσεως, ανταποκρινόμενες στα νεότερα δεδομένα.

Το ίδιο προσπάθησα να κάνω κι εγώ, πέρα από τις όποιες δάνειες οφειλές, που εν πάση περιπτώσει και αναγνωρίζονται και υποσημειώνονται. Ως μεταφραστής τον προσέγγισα φέρνοντάς τον στις μέρες μας, τονίζοντας τα στοιχεία εκείνα που του δίνουν τον όποιον ιδιαίτερο ελληνικό χαρακτήρα του –θα ακούσετε στους στίχους του μεταφράσματός μου και Καρυωτάκη, αίφνης, και Καββαδία, αλλά και Καίσαρα Εμμανουήλ και Κώστα Ουράνη. Και, βεβαίως, θα ακούσετε και Γιώργη Σημηριώτη. Και σε τρία σημεία και Γιάννη Σκαρίμπα! Ως μεταφρασματολόγος (και όχι ως μεταφρασιολόγος) προσπάθησα να δω, πώς τον προσέγγισαν άλλοι μεταφραστές στη γλώσσα μας, ο Στέφαν Γκεόργκε και ο Μπέρτολτ Μπρεχτ στα γερμανικά, ο Αντόνιο Πρέτε στα ιταλικά με αναδρομές στον Λεοπάρντι. Ως μελετητής του έργου του προσπάθησα να δω πώς ερμηνεύεται και μέσω κάποιων θεωρήσεων του Καρόλου Μαρξ, που ήταν και σύγχρονός του, και πόσο ασφαλής για την κατανόησή του είναι η οπτική της πραγμοποίησης που μας προτείνεται από τον Λούκατς. Σας λέω, όμως, ανοιχτά και απερίφραστα, αγαπητή κυρία Δουκάκη, ότι τίποτα από όλα αυτά δεν έχει από μόνο του αξία, αν δεν περνάει ως λόγος στο μετάφρασμα… αν δεν γίνεται ποίημα.

Μαρία: – Σε τι συνίσταται για τον Μπωντλαίρ η «παθολογία της modernité; Πού θεωρείτε ότι βρισκόμαστε εμείς, στην εποχή της postmodernité –ή μετά την postmodernité– σε σχέση με αυτήν την παθολογία;

Γιώργος Κεντρωτής: – Η παθολογία της νεωτερικότητας ήταν πηγή εμπνεύσεως για τον Μπωντλαίρ. Δίπλα στη λόξα (δίπλα στο spleen) υπάρχει και το ιδανικό. Το Κακό ορίζει το Καλό. Χωρίς το Κακό το Καλό δεν υπάρχει. Το Κακό του Μπωντλαίρ δεν λατρεύεται ως θεότητα –απλώς εκπνευματίζεται! Γίνεται πηγή στοχασμού, γίνεται λυρισμός. Όλα τα άλλα «μετα-», οφείλω να σας ομολογήσω, κυρία Δουκάκη, ότι προσωπικά με αφήνουν αδιάφορο, ακριβώς επειδή θεωρώ ότι δεν είναι αυθύπαρκτα: απλώς είναι ετεροκαθοριζόμενα, ετερόφωτα, υφερμηνευτικά παρακολουθήματα, καθώς και κακόζηλες αναφορές. Προτιμώ την πρωτοτυπία, ακόμα και στη μετάφραση! Για να έχει λόγο υπάρξεως η μετάφραση δεν πρέπει να είναι κάτι σαν «μεταπρωτότυπο», αλλά νέο πρωτότυπο.

Γνωρίζω ότι η άποψή μου δεν χαίρει εξαιρετικής δημοφιλίας (ούτε στον ακαδημαϊκό χώρο, ούτε αλλού), αλλά αυτό ουδόλως με απασχολεί,… ουδόλως με ενδιαφέρει. Εν πάση περιπτώσει προτιμώ και προκρίνω να είμαι παρέα (και πάντοτε ατύπως, χωρίς εξαρτήσεις και καταστατικά) με άλλους πεντέξι που καταλαβαινόμαστε μεταξύ μας, παρά με μιλιούνια που δεν μας ενώνει τίποτα. Με την παρέα μου, πιστέψτε με, έχει συμβεί πολλές φορές να «σκοτωθούμε» για θέματα «απόδοσης» και «προσαρμογής» –σε όλες τις περιπτώσεις, όμως, η αφετηρία ήταν κοινή: ήταν (και θα είναι πάντα) η άποψη που θέλει το μετάφρασμα να είναι «πρωτότυπο» στη γλώσσα αφίξεως και όχι κάποιο «κρίθινο μηρύκασμα» του πρωτοτύπου. Όπως, επίσης, συχνά συμβαίνει, να εκκινούμε από διαφορετικές γλωσσοφιλοσοφικές παραδοχές ή προσηλώσεις και να καταλήγουμε σε ταυτότητα/κοινότητα συμπερασμάτων. Μπορώ να αποκαλύψω ότι ποικίλα θέματα μετάφρασης και λόγου τα συζητώ και με μεταφραστές, αλλά και κυρίως με μαθηματικούς και φιλοσόφους φίλους επί ώρες και ώρες και επί ημέρες και ημέρες, και κάτω από σκληρούς όρους συζητήσεως, χωρίς σαχλοευγένειες και ρεβεράντζες. Χάριν της ευημερίας του μεταφράζειν –ξέρετε… όχι για χασομέρι ή per passare il tempo.

Μαρία: – Τι σήμανε και τι εξακολουθεί (;) να σημαίνει ο Μπωντλαίρ για την ελληνική λογοτεχνία;

Γιώργος Κεντρωτής:Ο Μπωντλαίρ υπήρξε μεγάλη πηγή εμπνεύσεως. Ήδη ο Κωστής Παλαμάς (καθόλου περίεργο, γιατί ο Παλαμάς ήταν και ποιητής και ενημερωμένος «λόγιος») είχε ανιχνεύσει στοιχεία μπωντλαιρισμού στα χρόνια τα δικά του. Ο μπωντλαιρισμός χαρακτηρίζει τη μεσοπολεμική ποίηση. Σε τούτο συνετέλεσε και η δημοφιλία του Πόε, που τον εδραίωσε στην Ευρώπη ο Μπωντλαίρ. Καρυωτάκης, Καββαδίας, Σκαρίμπας: μία αγία τριάς βωδελαιριανών ποιητών! Σήμερα ο Μπωντλαίρ μας μιλάει με τη στόφα του Κλασικού. Πιο πολύ από το ποιητικό όλον του μας επηρεάζει σήμερα το λυρικό μέρος του: ένας μεμονωμένος στίχος του, μια «δικιά του» λέξη, κάποια ιδέα του… Και όσο θα περνούν τα χρόνια αυτό θα εξακολουθήσει να γίνεται –πάντοτε με νέους τρόπους, νεοτρόπως, με νέα ήθη. Όπως μας επηρεάζει ο Αισχύλος, ο Σαίξπηρ, ο Σολωμός εντός του πλαισίου των αλλεπαλλήλων νέων ερμηνευτικών προσεγγίσεων και της δεξιωτικής πείρας…

Μαρία: – Να περιμένουμε και κάτι άλλο από εσάς μέσα στο 2018; Γιατί μια νέα μετάφραση των «Ανθέων του Κακού» την περίμεναν σίγουρα πολλοί και πολλές.

Γιώργος Κεντρωτής: – Έχω ήδη 17 βιβλία έτοιμα ή σχεδόν έτοιμα. Μέσα στο 2018, όμως, δεν προλαβαίνουμε να εκδώσουμε τίποτα. Εν πάση περιπτώσει έχουν προετοιμαστεί από χρόνια και έχουν «σφραγιστεί» τέσσερα βιβλία που θα κυκλοφορήσουν στο εγγύς μέλλον από τις Εκδόσεις Gutenberg. Πρόκειται, πρώτον, για το ιταλόγλωσσο έργο του Διονυσίου Σολωμού, με εκτενή επιλεγόμενα δικά μου. Ακολουθούν, κατά δεύτερον, «Άπαντα τα ποιήματα» του Οκτάβιο Πας. O κατάλογος κλείνει με μεταφράσεις, εισαγωγές και σχολιασμό δύο πλατωνικών έργων: του «Θεαίτητου» και του «Παρμενίδη», που θα έλθουν να πλαισιώσουν την ήδη κυκλοφορούσα έκδοσή μου του «Κρατύλου». Καλά να είμαστε!…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: