Γιάννης Καλπούζος: «Όταν μάθουμε να στοχαζόμαστε θ’ αλλάξει κι ο κόσμος»

Αν και δε λείπουν οι διαφωνίες μου, θεωρώ ότι χαρακτηρίζει το Κ.Κ.Ε. ο καθαρός πολιτικός λόγος, η εντιμότητα, η συνέπεια, η σοβαρότητα και η κοινωνική ευαισθησία, ενώ αναμφίβολα στέκεται δίπλα στον εργαζόμενο. Χρειάζεται να υπάρχει μία δυνατή φωνή στην επομένη βουλή, η οποία θα υψώσει αναχώματα στην περαιτέρω εξαθλίωση των αδυνάτων και θα στηρίξει τα δικαιώματα των εργαζομένων.

Ο Γιάννης Καλπούζος είναι ένας συγγραφέας που ξέρει να διεισδύει αριστοτεχνικά στις ψυχές των αναγνωστών. Ακροβατώντας ανάμεσα στην απτή καθημερινότητα και το ιστορικό γίγνεσθαι, πλάθει χαρακτήρες στέρεους και ανθρώπινους. Με τα πάθη τους και τις αδυναμίες τους, κινούνται στο πλαίσιο που τους δίνει κάθε φορά ο Γιάννης. Παρότι κάποιες φορές μοιάζουν να ξεφεύγουν και να κάνουν του κεφαλιού τους, φαίνεται να ισχύει αυτό που έλεγε ο Αργεντινός συγγραφέας, Χόρχε Λουίς Μπόρχες: «το γράψιμο δεν είναι τίποτε άλλο από ένα κατευθυνόμενο όνειρο».

Ας δούμε τι μας είπε ο Γιάννης για τη λογοτεχνία, τη συγγραφή, την πολιτική, καθώς και για τον τρόπο που αντιλαμβάνεται την έννοια του ενεργού πολίτη σε μία κοινωνία σαν τη σημερινή.

Πώς ξεκίνησε η σχέση σου με τη συγγραφή; Αν δεν ήσουν συγγραφέας, τι θα ήθελες να ήσουν;

Ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι θα γίνω συγγραφέας, στιχουργός και ποιητής. Είχα ανέκαθεν μία ευχέρεια να σκαρώνω μικρές ιστορίες και να γράφω στιχάκια, που τα έδειχνα σε φίλους και με παρότρυναν να ασχοληθώ πιο συστηματικά με τη συγγραφή. Κι αυτό έκανα τελικά. Ξεκίνησα με στίχους για τραγούδι – αυτός ο κοντός λόγος λειτούργησε σαν άσκηση και μαθητεία, αφού μέσα σε τρία τετράστιχα πρέπει να διηγηθείς μία ιστορία, που να έχει μέτρο, ίδιες συλλαβές και τονισμούς, ομοιοκαταληξία και να επικεντρώνεις το θέμα σου στο ρεφρέν. Στη συνέχεια, βρέθηκαν και πάλι ορισμένοι άνθρωποι που με παρότρυναν να ασχοληθώ με το πεζό λόγο. Το εισέπραξα ως δημιουργική πρόσκληση και πρόκληση κι έτσι πέρασα από το 2000 στην πεζογραφία.

Εμφανίστηκες στα ελληνικά γράμματα το 2000, σε ηλικία 40 ετών, με την ποιητική συλλογή «Το νερό των ονείρων» και το μυθιστόρημα «Μεθυσμένος δρόμος». Θεωρείς πως άργησες να κάνεις την πρώτη σου εμφάνιση ή ήρθε την κατάλληλη στιγμή;

Η αλήθεια είναι πως το 1990 και το 1992, προτού ξεκινήσω το 1995 με το τραγούδι, είχα εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, ιδιωτικές. Ωστόσο στην πεζογραφία όντως εμφανίστηκα όπως είπες το 2000.

Κάνοντας σήμερα μία αποτίμηση όλων αυτών των χρόνων, λέω πως ευτυχώς δεν ξεκίνησα νωρίς το ταξίδι μου στον κόσμο της γραφής. Μου έλειπε η εμπειρία, ενώ τυχόν μια επιτυχία να με ξεστράτιζε, να μην μπορούσα να έχω την ανάλογη συνέχεια ή και να έπαιρναν τα μυαλά μου αέρα. Το μόνο αρνητικό που διακρίνω σε αυτή την πορεία είναι πως άρχισα πάρα πολύ αργά να διαβάζω. Κατάγομαι από μία πάρα πολύ φτωχή οικογένεια – γεωργοί και κτηνοτρόφοι στα ορεινά της Άρτας – και δεν γνωρίζαμε καν τι σημαίνει λογοτεχνικό βιβλίο. Άρχισα να διαβάζω μετά τα 20, όταν με έστειλαν σε ένα τάγμα ανεπιθύμητων, επειδή ήμουν οργανωμένος στην ΚΝΕ και πουλούσα τον Ριζοσπάστη. Τους «ευγνωμονώ», επειδή από τότε άλλαξε η ζωή μου. Στο εν λόγω τάγμα το 30%  ήταν ποινικοί παραβάτες ή χρήστες ναρκωτικών ουσιών και το 70% άνθρωποι με αριστερές πεποιθήσεις, πολύ διαβασμένοι και με ανοιχτό πνεύμα. Από τη μεριά μου είχα το χάρισμα να ακούω κι έτσι με βοήθησαν να πλατύνουν οι ορίζοντές μου. Τότε ξεκίνησα να διαβάζω συστηματικά, πηγαίνοντας στη βιβλιοθήκη της Ξάνθης απ’ όπου δανειζόμουν βιβλία.

Έγινες ευρύτερα γνωστός με το μυθιστόρημα «Ιμαρέτ: στη σκιά του ρολογιού», ενώ μεγάλη αναγνώριση από το αναγνωστικό κοινό γνώρισαν και τα μυθιστορήματα «Άγιοι και Δαίμονες», «Σέρρα – Η ψυχή του Πόντου», «Ουρανόπετρα» και «Γινάτι – Ο σοφός της λίμνης». Σε έχω ακούσει να δηλώνεις σε παλιότερη συνέντευξή σου πως τα βιβλία σου αποτελούν «κοινωνικά μυθιστορήματα με φόντο την ιστορία». Τι ακριβώς σημαίνει αυτό για εσένα;

Υπάρχει ένα ολόκληρο ζήτημα για το τι ακριβώς είναι το ιστορικό μυθιστόρημα. Ο γενικός κανόνας ορίζει ότι με τον εν λόγω όρο χαρακτηρίζεται μια μυθοπλασία η οποία διαδραματίζεται πενήντα χρόνια πρωτύτερα από τότε που γράφεται. Ωστόσο το καθ’ αυτό ιστορικό μυθιστόρημα έχει συνήθως ως ήρωες πραγματικά πρόσωπα της Ιστορίας και αναδεικνύει σε πρώτο πλάνο τα ιστορικά γεγονότα. Αντίθετα τα δικά μου κείμενα έχουν σαν κεντρικούς ήρωες μυθοπλαστικά πρόσωπα, παρότι εμπλέκονται ενίοτε σαν δευτεραγωνιστές και πραγματικά πρόσωπα της εκάστοτε εποχής. Συγχρόνως αναπλάθεται μέσα από μια κοπιώδη και διεξοδική έρευνα η καθημερινή ζωή  και οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, ώστε όχι μόνο να μπορέσει να μεταφερθεί ο αναγνώστης σ’ εκείνα τα χρόνια και να ζήσει παραστατικά όσα διαδραματίζονται, αλλά και να γνωρίσει πως αντιλαμβάνονταν τότε τον κόσμο για να μπορέσει να κρίνει ήρωες και ιστορικές περιπέτειες με βάση τα δικά τους μέτρα και σταθμά κι όχι με τον τρόπο που σκεφτόμαστε σήμερα. Σε κάθε περίπτωση γράφω για το σήμερα μέσα από το χθες, μια και τα θέματα που πραγματεύομαι έχουν διαχρονικό χαρακτήρα. Να σημειώσω κι ότι τα της ψυχής ελάχιστα έως καθόλου έχουν διαφοροποιηθεί μέσα στο διάβα των αιώνων.

Μπορείς να μας μεταφέρεις στο εργαστήρι του συγγραφέα και να μας περιγράψεις μία τυπική σου μέρα;

Θα πρέπει να περιγράψω μία τυπική μου νύχτα, επειδή γράφω πάντα νύχτα και τη μέρα κοιμάμαι. Το πρώτο που κάνω μόλις ξυπνήσω είναι να ανοίξω τον υπολογιστή μου και να καθίσω στο γραφείο μου, ένας ακατάστατος χώρος γεμάτος βιβλία. Θα φτιάξω καφέ, θα ανάψω πολλά τσιγάρα, θα διαβάσω ποίηση, θα ακούσω μουσική. Προσπαθώ κάθε φορά να προσκαλέσω το θείο πυρ και τη θεία μανία, την έμπνευση, ώστε σιγά σιγά να εισέλθω ως μύστης ή σαμάνος στα ιερά και άδυτα της γραφής. Βέβαια, πολλές φορές με αποστρέφεται η έμπνευση, με απόρροια νύχτες ολόκληρες να τραβώ παύλες σε ένα χαρτί, μέχρι και τις 6:00 το πρωί. Και τότε, μόλις πάω να τα παρατήσω, εμφανίζεται πολλές φορές ο δαίμονας της έμπνευσης και πλέον μένω μέχρι το μεσημέρι γράφοντας.

Θα μας εξομολογηθείς ένα μυστικό της γραφής;

Δεν ξέρω τι απ’ όλα να επιλέξω. Λοιπόν, το έντονο, το τραγικό, το σοκαριστικό γεγονός, μπορεί να καταστρέψει ολόκληρο μυθιστόρημα εάν δεν προσέξει ο συγγραφέας την έκταση που καταλαμβάνει ως περιγραφή στο κείμενό του. Για παράδειγμα – προς τη θετική του αποτίμηση – το βιβλίο «Η Παναγιά της θάλασσας» του Falcones de Sierra Ildefonso, ξεκινάει με τον βιασμό μίας γυναίκας από έναν τσιφλικά τη μέρα που παντρεύεται. Αμέσως μετά αναγκάζει τον άνδρα της να πάει με τη γυναίκα του για να μην μπορεί να αποδειχτεί η πατρότητα. Η περιγραφή είναι συγκλονιστική. Ωστόσο γίνεται με μεγάλη μαεστρία και ιδιαίτερη προσοχή ως προς την έκταση, προκειμένου να μη γείρει η ζυγαριά μόνο ως προς το εν λόγω γεγονός και πλέον να φαντάζει αδιάφορο στον αναγνώστη το υπόλοιπό βιβλίο. Κοντολογίς, το τραγικό γεγονός να μην επισκιάζει όσα διαδραματίζονται στη συνέχεια, αλλά και να μην υποτιμάται ή να αδυνατίζει το ίδιο.

Ένας από τους σημαντικότερους αμερικανούς συγγραφείς του 20ου αιώνα, ο Γουίλιαμ Φώκνερ, έλεγε πως «για να γίνει κανείς συγγραφέας χρειάζεται 99% ταλέντο, 99% πειθαρχία και 99% δουλειά». Συμφωνείς;

Απόλυτα. Το ταλέντο είναι ένα ακατέργαστο διαμάντι, εκπαιδεύεται, ασκείται, αλλά χωρίς δουλειά δε γίνεται να πετύχεις το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η πειθαρχία και η δουλειά αποτελούν μέρος σε ότι ονομάζουμε ταλέντο. Επίσης η παρατήρηση. Το να μπορείς να παρατηρείς και να αναλύεις όσα συμβαίνουν μέσα σου, καθώς και όσα συμβαίνουν γύρω σου. Είναι ολόκληρη φιλοσοφία και στάση ζωής αυτό, είτε είσαι συγγραφέας, είτε όχι.

Στον ορισμό του ταλέντου συγκαταλέγεται και το πώς θα υφάνεις τη γλώσσα ώστε να γίνει γοητευτική στον αναγνώστη και να έχει αναπαραστατική δύναμη. Όμως κι εδώ απαιτείται δουλειά. Πολλές φορές σε παρασύρει η μυθοπλασία και δεν προλαβαίνεις να ζυμώσεις την ώρα που γράφεις με τον καλύτερο τρόπο τη γλώσσα. Οπότε επανέρχεσαι δεύτερη και τρίτη και τέταρτη φορά να τη βελτιώσεις. Να τη σκαλίσεις, να την παιδέψεις, να την πλάσεις πιο όμορφα, να γίνει πιο ουσιαστική και μεστή.

Έχεις κάποια άτομα που διαβάζουν πρώτα το βιβλίο σου και σου επισημαίνουν κάποιες παρατηρήσεις ή αλλαγές;

Θεωρώ ότι ο πιο αυστηρός κριτής των βιβλίων μου είμαι ο ίδιος. Εν τούτοις υπάρχουν τρία άτομα που διαβάζουν τα κείμενά μου όταν ολοκληρώνω την πρώτη γραφή. Όταν, δηλαδή, έχω αποτυπώσει σε ικανοποιητική μορφή τη μυθοπλασία, τους χαρακτήρες και δουλέψει αρκετά τη γλώσσα. Πρόκειται για τελείως διαφορετικά άτομα μεταξύ τους κι από το καθένα προσπαθώ να αλιεύσω που μπορεί να χωλαίνει το κείμενο. Να ανιχνεύσω σε ποια σημεία μπορώ να το βελτιώσω, εφόσον βεβαίως πεισθώ απ’ τις παρατηρήσεις τους.

Σε άκουσα να λες πως διάβασες γύρω στα 18.000 φύλλα εφημερίδων κατά την έρευνά σου προκειμένου να γράψεις το «Γινάτι». Ποιο ήταν το βαθύτερο κίνητρο που σε οδήγησε να το κάνεις;

Αυτό ήταν ένα μέρος της συνολικής έρευνάς μου. Χρειάστηκε να διαβάσω βιβλία για την αρχιτεκτονική, για τη Μικρά Ασία, πολεμικές εκθέσεις, βιβλία περιηγητών, λαογραφίας, περιοδικά, να μελετήσω πάμπολλες φωτογραφίες και πολλά άλλα προκειμένου να αντλήσω στοιχεία και να αναπλάσω την εποχή από το 1917 έως το 1929. Στόχος μου είναι πάντα αυτό που ανέφερα και προηγουμένως: να ζήσει όσο πιο παραστατικά γίνεται ο αναγνώστης τη μυθοπλασία, να κρίνει με βάση όσα ίσχυα τότε και ή δυνατόν να οδηγηθεί σε μια διαφορετική αποτίμηση των ιστορικών γεγονότων και περιπετειών. Επιπλέον να του δοθεί το κίνητρο να διερευνήσει μόνος του για ορισμένα θέματα. Για παράδειγμα, στο «Γινάτι» κάνω μια περιορισμένη αναφορά στον Πλαστήρα και τις ευθύνες του κατά τη Μικρασιατική εκστρατεία. Μπορεί να μην εμβαθύνω, αλλά δίνω το έναυσμα στον αναγνώστη να ψάξει περισσότερο, αν φυσικά ενδιαφέρεται.

Δουλεύεις αλλού η ζεις αποκλειστικά από τη συγγραφή; Και πόσο δύσκολο είναι να συμβεί αυτό γενικότερα;

Εργάστηκα επί τριάντα συναπτά έτη στο υπουργείο Οικονομικών. Ουσιαστικά πορεύτηκα ταυτόχρονα με τη δουλειά μου στο υπουργείο και την απαιτητική  συγγραφή για πέντε χρόνια. Μου στοίχισε πάρα πολύ αυτό, ακόμα και στην ίδια μου την υγεία. Ήταν σαν να πατώ σε δύο βάρκες. Έφτασα να κοιμάμαι 3 με 4 ώρες το εικοσιτετράωρο. Αν συνέχιζα στους ίδιους ρυθμούς θα πέθαινα. Οπότε έπρεπε να επιλέξω ή το ένα ή το άλλο. Η αγάπη μου για τη γραφή και το γεγονός ότι τα βιβλία μου ευτύχησαν μεγάλης αποδοχής από τους αναγνώστες μου έδωσαν τη δύναμη να παραιτηθώ από το υπουργείο το 2013 χωρίς να πάρω σύνταξη. Σε κάθε περίπτωση δε θεωρώ ότι πήρα και κάποιο σημαντικό ρίσκο.

Αν σου έλεγα να καλέσεις έναν συγγραφέα σε δείπνο, ποιον θα διάλεγες και γιατί;

Τον Μάνο Ελευθερίου, που εκτός από μέγας στιχουργός ήταν αξιολάτρευτος άνθρωπος και γοητευτικότατος συνομιλητής. Από ξένους θα ήθελα να είχα τη δυνατότητα να γνωρίσω τον Ντοστογιέφσκι, να ανιχνεύσω πως είχε κατανεμημένα στον λογισμό του όλα όσα έγραφε και να ακούσω γενικότερα την άποψή του για τον κόσμο και τη ζωή.

Ο Μαγιακόφσκι έλεγε πως «η τέχνη δεν είναι ένας καθρέφτης που αντανακλά τον κόσμο, αλλά ένα σφυρί για να τον διαμορφώσει». Με αυτή την έννοια, ένας συγγραφέας έχει μεγαλύτερη υποχρέωση από άλλους να αρθρώνει πολιτικό λόγο ή όχι;

Η λογοτεχνία και η ποίηση αποτελούν ύψιστη πολιτική πράξη. Άρα ο συγγραφέας και κάθε εκπρόσωπος της τέχνης σηκώνει το δικό του σφυρί και πασχίζει να διαμορφώσει τον κόσμο μέσα από το έργο του. Αρκεί, βεβαίως, να είναι άξιο, να αφουγκράζεται τη ζωή, να την ερμηνεύει και να προτείνει. Ωστόσο, δε με βρίσκει σύμφωνο ο διδακτισμός. Το ζητούμενο είναι η συμπόρευση, η συνοδοιπορία, το πλάτεμα του νου. Θεωρώ πως το μεγαλύτερο άλμα προς την πρόοδο που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος, όχι μόνο στον κοινωνικό τομέα αλλά γενικότερα στη ζωή, είναι ο στοχασμός. Όταν μάθουμε να στοχαζόμαστε θ’ αλλάξει κι ο κόσμος. Από εκεί και πέρα στόχος της τέχνης δεν είναι μόνο να μεταδώσει μηνύματα. Στόχος είναι η μέθεξη, η μαγεία, η αγωγή της ψυχής, η αναγνωστική ευφορία και ούτω καθεξής. Κι όλα, με τον τρόπο τους, να οδηγούν στον στοχασμό.

Ποιοι παραλληλισμοί μπορούν να γίνουν στα βιβλία σου με όσα συμβαίνουν γύρω μας σήμερα;

Η έμπνευση μοιραία έρχεται μέσα από την κοινωνία, από αυτά που απασχολούν τον άνθρωπο, από την ίδια τη ζωή. Θεωρώ πως ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα που δεν έχει μελετήσει σε όλο το εύρος του η φιλοσοφία και οι πολιτικές ιδεολογίες είναι η δύναμη της συνήθειας. Έγραφα στο «Σέρρα» πώς στην Αμπχαζία οι μουσουλμάνοι, παρότι είχαν εξισλαμιστεί πριν από 200 χρόνια και πλέον ζούσαν επί κομμουνιστικού καθεστώτος, κάθε Πάσχα έβαφαν κόκκινα αυγά. Γιατί; Πόσο βαθιά ριζωμένη ήταν η παράδοση; Κοντολογίς ήθελα να δείξω τη δύναμη της συνήθειας. Μέσα από την προφορική διδαχή από γενεά σε γενεά μεταφέρονται νοοτροπίες, συμπεριφορές, τρόπος σκέψης, ιστορικά μυθεύματα και πόσα ακόμη.

Όσον αφορά τους παραλληλισμούς με το σήμερα είναι πάμπολλοι στα βιβλία μου. Πραγματεύομαι την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, την απληστία, την αλαζονεία, τη νοοτροπία του όχλου. Μελετώ τις εκφάνσεις της πολυδαίδαλης και λαβυρινθώδους ψυχής μας. Αγγίζω θέματα όμως η συνύπαρξη και η διαφορετικότητα, ο πατριωτισμός και η πατριδοκαπηλία, το νόμιμο άδικο και το παράνομο δίκιο. Διερευνώ το αγρίμι που όλοι κρύβουμε μέσα μας και τολμά να βρυχηθεί ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες και τις καταστάσεις, ακραίες και μη, που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Τι μπορεί να το τιθασεύσει και να το νικήσει;

Να αναφέρω και ένα συγκεκριμένο παράδειγμα μέσα από το μυθιστόρημά μου «Σάος». Το φανταστικό νησί του βιβλίου, κάπου στο Αιγαίο, ύστερα από έναν τρομερό σεισμό και εκρήξεις ηφαιστείων αρχίζει να βυθίζεται. Οι άνθρωποι ανεβαίνουν όλο και ψηλότερα για να σωθούν και η μυθοπλασία παρακολουθεί τη μετάλλαξη των χαρακτήρων σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Εκεί βλέπει κανείς, σε συμπύκνωση χρόνου και χώρου, όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Βεβαίως με τον συμβολισμό και με την υπερβολή που χρησιμοποιεί η τέχνη, αν και πολλάκις η πραγματικότητα την υπερβαίνει. Γεγονότα σαν κι αυτά τα έχουμε ζήσει και χωρίς κανέναν συμβολισμό ή υπερβολή στη Ν. Ορλεάνη, στις Φιλιππίνες και σε άλλες φυσικές καταστροφές.

Τι είναι αυτό που σε φοβίζει σήμερα περισσότερο στην κοινωνία μας και τι αυτό που σου δίνει ελπίδα;

Με φοβίζει το άγριο πρόσωπο του καπιταλισμού, η ασυδοσία και η απληστία του χρήματος, ο άκρατος υλισμός και ηδονισμός. Θεωρώ ότι ως παρενέργεια φέρνουν στην επιφάνεια τον νεοναζισμό, ο οποίος εκμεταλλεύεται την απαιδευσιά και τη φτώχια και προβάλλεται ως υποστηριχτής των αδυνάτων, έχοντας και ως πρόσχημα τα κατά τους ίδιους εθνικά δίκαια. Επί της ουσίας τους υπόσχεται μερίδιο από τον εν λόγω σαθρό κόσμο, να γίνουν πλούσιοι στη θέση των πλουσίων. Ασχέτως εάν εναγκαλίζονται ποικιλοτρόπως τους άρχοντες του σκοτεινού χρήματος.

Δεν είμαι αισιόδοξος για την πορεία των κοινωνιών μας στις μέρες μας. Παρατηρώ τον άνθρωπο να μην αναζητά την ομορφιά και τις χαρές της ζωής μέσα από την απλότητα, την επικοινωνία, το σύμπαν της ψυχής. Να στρέφεται σε ό,τι επιτάσσει ως ευτυχία και πρότυπα ο άγριος καπιταλισμός. Ελπίδα έχω εισπράξει από μεμονωμένα άτομα, από ορισμένους μαθητές στα σχολεία που επισκέπτομαι και από ανθρώπους που αφιερώνουν τον προσωπικό τους χρόνο σε κοινωνικές δράσεις. Ενδεικτικά αναφέρω τη φιλόλογο Ελένη Πλακίδα απ’ το Μεσολόγγι, η οποία διευθύνει μια λέσχη ανάγνωσης 70 παιδιών. Όλα παραβρέθηκαν στην παρουσίαση που πραγματοποίησα στις οκτώ το βράδυ στον πολιτιστικό χώρο Διέξοδος στο Μεσολόγγι και πάνω από πενήντα είχαν διαβάσει ήδη το «Γινάτι». Πεφωτισμένοι άνθρωποι σαν την Ελένη αποτελούν αναχώματα στον σημερινό αισθητικό και πνευματικό κατήφορο.

Στις πρόσφατες Ευρωεκλογές παρατηρήθηκε αύξηση της συντηριτικοποίησης του κόσμου και στροφή σε κόμματα που έχει δοκιμάσει ξανά στο παρελθόν, όπως τη ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ. Γιατί πιστεύεις συνέβη αυτό;

Προσωπικά θεωρώ ότι το πιο σοβαρό ζήτημα στις εκλογές είναι ο αριθμός όσων απέχουν από την εκλογική διαδικασία, καθώς και ο αριθμός των ανθρώπων που επιβραβεύουν με την ψήφο τους κόμματα του χαβαλέ ή γραφικούς «πολιτικούς».

Κάποτε επισκέφτηκε την αρχαία Σπάρτη ο Αθηναίος Κείος, γέροντας και με τα μαλλιά βαμμένα μαύρα. Ολοκληρώνοντας την ομιλία του προς τους Λακεδαιμόνιους, τοποθετήθηκε ο βασιλιάς Αρχίδαμος: «Τίποτε αληθινό δε μα είπε. Αυτός δεν έχει το ψεύδος μόνο στην ψυχή αλλά και στο κεφάλι του».

Στις τωρινές εκλογές οι ψηφοφόροι τίμησαν πολιτικό αρχηγό καραφλό, ο οποίος διαφήμιζε αλοιφές για την τριχόπτωση. Αυτό και μόνο καταδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος και σε ποιους ο κόσμος στηρίζει τις ελπίδες του.

Από εκεί και πέρα, η κοινωνία μας πάντοτε περίμενε θαυματοποιούς, ποτέ δεν κατάφερε να σκέφτεται και να στοχάζεται. Γι’ αυτό και οδηγηθήκαμε στην κρίση που βιώνουμε. Δε συνειδητοποιήσαμε την ατομική κοινωνική μας ευθύνη, διαστρεβλώσαμε την έννοια της ελευθερίας σε ασυδοσία, δοθήκαμε στο προσωπικό και ιδιωτικό όφελος και φουντώσαμε τις πελατειακές σχέσεις. Βεβαίως οι ευθύνες ιεραρχούνται και το μέγα μερίδιο ανήκει σε όσους διαχειρίζονται τα δημόσια πράγματα και μας εκπροσωπούν. Όμως οι εκπρόσωποί μας στα κοινά κοιτάζουν στον δικό μας καθρέφτη, να μην το ξεχνάμε. Κατόπιν αυτών, ήταν αναμενόμενο το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών.

Ο Μενέλαος Λουντέμης είχε πει πως «αν ο Παρθενώνας δεν ξεχάστηκε, δεν πρέπει να ξεχαστεί ούτε το Μακρονήσι γιατί οι χτίστες του ακόμα δεν ξανάσαναν». Πιστεύεις πως είμαστε ένας λαός που ξεχνάει εύκολα ή αυτό είναι κάτι που συμβαίνει γενικότερα με όλους τους λαούς;

Νομίζω πως συμβαίνει σε όλους τους λαούς. Οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν ιστορία, δεν ενδιαφέρονται να μάθουν και να διδαχτούν και, πολλές φορές, δε θέλουν καν να θυμούνται το οδυνηρό παρελθόν. Αν ξεχάσουμε τον Παρθενώνα, θα κοπεί το κεφάλι μας. Αν ξεχάσουμε τα κάθε λογής Μακρονήσια, θα κοπούν τα πόδια μας.

Είναι σίγουρα θετικό που μειώθηκαν μετά από καιρό τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής. Τι σημαίνει φασισμός για εσένα και με ποιο τρόπο πιστεύεις αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά;

Φασισμός είναι το τυφλό μίσος για τον άλλον, επειδή ανήκει σε διαφορετική φυλή ή έχει διαφορετικό χρώμα ή άλλη γλώσσα και θρησκεία και πολιτισμική παράδοση. Φασισμός είναι να μισείς την πατρίδα του άλλου. Φασισμός είναι η στέρηση της ελευθερίας και της έκφρασης, η κάθε μορφή βίας. Ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά ο φασισμός είναι η καλλιέργεια της ψυχής και του πνεύματος. Όμως θα ήθελα να θέσω και μια από τις πολλές αντιφάσεις των φασιστών: Πώς δηλώνουν χριστιανοί όταν ξυλοκοπούν τον μετανάστη και είναι θιασώτες της βίας; Και πώς μέλη της εκκλησιαστικής ιεραρχίας φέρονται να είναι φίλα προσκείμενοι στα εν λόγω μορφώματα;

Μένεις στην Πετρούπολη πάρα πολλά χρόνια. Θα ήθελες να κάνεις ένα σχόλιο για το αποτέλεσμα των πρόσφατων δημοτικών εκλογών στην περιοχή;

Έχω την εντύπωση ότι οι περισσότεροι κάτοικοι της Πετρούπολης δεν γνωρίζουν τους τοπικούς πολιτευτές και τις πολιτικές τους θέσεις. Όπως και να ‘χει, ο κόσμος ψήφισε και εξέλεξε.

Στις 7 Ιουλίου έχουμε εθνικές εκλογές. Θα μας αποκαλύψεις τι θα ψηφίσεις;

Μάλλον αυτή τη φορά θα επανέλθω στις επιλογές των νεανικών μου χρόνων και θα ψηφίσω το Κ.Κ.Ε. Αν και δε λείπουν οι διαφωνίες μου, θεωρώ ότι χαρακτηρίζει το Κ.Κ.Ε. ο καθαρός πολιτικός λόγος, η εντιμότητα, η συνέπεια, η σοβαρότητα και η κοινωνική ευαισθησία, ενώ αναμφίβολα στέκεται δίπλα στον εργαζόμενο. Χρειάζεται να υπάρχει μία δυνατή φωνή στην επομένη βουλή, η οποία θα υψώσει αναχώματα στην περαιτέρω εξαθλίωση των αδυνάτων και θα στηρίξει τα δικαιώματα των εργαζομένων.

Πρόταση για να κατέβεις στις εκλογές είχες ποτέ;

Για τις εθνικές εκλογές όχι. Παλιότερα μου πρότειναν να κατέβω για δημοτικός σύμβουλος στην Άρτα, αλλά αρνήθηκα. Σε κάθε περίπτωση δίνω την όποια μάχη μου μέσα από τη γραφή και αυτός είναι ο μεγάλος μου έρωτας.

Θα σου πω τρεις κομματικούς σχηματισμούς και θα ήθελα να τους αφιερώσεις από ένα βιβλίο. ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ.

Στους δύο πρώτους θα αφιέρωνα το «Σάος», ενώ στο ΚΚΕ το «Σέρρα» για να διαβάσουν τα μέλη του τι συνέβη από το 1922 μέχρι και το 1960 στη ΕΣΣΔ, στην Αμπχαζία, στο Καζακστάν.

Ένας από τους δύο γιους σου, ο Δημήτρης, είναι κι αυτός συγγραφέας. Τι συζητάτε συνήθως μεταξύ σας;

Όπως λέει ο άλλος ο γιος μου, ο Παντελής, μας χαρακτηρίζει η μονομέρεια στα θέματα που συζητάμε. Μιλάμε πάρα πολύ για τη συγγραφή, τους χαρακτήρες, τον τρόπο που χτίζεται μια μυθοπλασία, τα μυστικά της γραφής, τα τεκτενόμενα στους χώρους της λογοτεχνίας, τους εκδοτικούς οίκους, τα βιβλιοπωλεία, τους ανθρώπους που ασχολούνται με το βιβλίο. Αυτό δε σημαίνει πως δεν επεκτείνεται η κουβέντα σε ζητήματα πανανθρώπινα και διαχρονικά ή σε καθημερινής φύσεως. Είμαστε και οι δύο λάτρεις της ηδύτητας (της γλυκύτητας) της συζήτησης και αποζητούμε αυτές τις ώρες.

Πόσο εύκολο είναι να χαράξει τον δικό του δρόμο στη συγγραφή και να αποφύγει την ταμπέλα «ο γιος του Καλπούζου»; Μήπως για να αποφύγει αυτή την παγίδα, υπογράφει τα βιβλία του ως Δημήτρης Μελικέρτης;

Κάπου στο μυθιστόρημα μου «Σέρρα», μια μάνα λέει στους γιους της: «Κοιτάτε να μη σας βαραίνει ο ίσκιος σας και να μη βαραίνει άλλους. Είτε παιδιά σας είναι, είτε δικοί σας, είτε ξένοι». Τα βιβλία μου ευτύχησαν να έχουν μεγάλη αναγνωσιμότητα και ο ίδιος μια κάποια φήμη στους λογοτεχνικούς χώρους. Θεώρησα ότι ενδεχομένως θα ρίξω βαριά σκιά στα παιδιά μου και θα αποδειχτεί αυτή εμπόδιο στην πορεία τους. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο επικρότησα την απόφαση του Δημήτρη να διαγωνιστεί στα λογοτεχνικά πράγματα με ψευδώνυμο. Τον στηρίζω όπως μπορώ, αλλά επί της ουσίας παλεύει μόνος του.  Από τη μεριά μου τον προτρέπω να μη δίνει σημασία σε όποιον του λέει «είσαι γιος του Καλπούζου» και του τονίζω ότι καθένας κτίζει το όνομά του με τη δουλειά του και την αξία του. Εύχομαι να είναι καλά και να φτάσει πολύ ψηλά.

Σου έχει περάσει ποτέ από το μυαλό να πεις «σταματώ το γράψιμο;»

Μου έχει περάσει με την έννοια ότι αυτό θα ήταν ακόμα μεγαλύτερο κατόρθωμα κι από το να κόψω το τσιγάρο. (γέλια) Πλέον δεν μπορώ να διανοηθώ τη ζωή μου χωρίς τη γραφή, είμαι εθισμένος και σφόδρα ερωτευμένος μ’ αυτή. Ωστόσο πιστεύω ότι θα έχω τη δύναμη να σταματήσω έγκαιρα, όταν δηλαδή τα γεννήματα του νου μου θα υπολείπονται των προσδοκιών μου ή των προηγούμενων έργων μου. Δυστυχώς και ο νους είναι σώμα και όλα κάποτε υποπίπτουν στη φθορά.

Απ’ ότι γνωρίζω ετοιμάζεις καινούργιο βιβλίο. Θα μας αποκαλύψεις περί τίνος πρόκειται;

Αν και είναι νωρίς ακόμη, μπορώ να πω πολύ γενικά ότι η μυθοπλασία του κινείται στα χρόνια του Βυζαντίου. Ένα από τα βασικά θέματα που πραγματεύομαι είναι η εικόνα μας, έτσι όπως τη χτίζουμε οι ίδιοι, αλλά κι έτσι όπως διαμορφώνεται από τους γύρωθε. Γι’ αυτό και το έχω τοποθετήσει στον καιρό της εικονομαχίας.

Τελειώνοντας, μπορείς να προτείνεις στον κόσμο τρία βιβλία για το καλοκαίρι;

Ένα βιβλίο που με γέμισε αισιοδοξία ήταν το «Άκου ανθρωπάκο» του Βίλχεμ Ράιχ. Άλλο εξαιρετικό βιβλίο, το οποίο προτείνω για τη μαστοριά της μυθοπλασίας, είναι το «Κοντά στον ουρανό» της Άιν Ραντ. Βεβαίως για μένα έχει μεγάλη αξία και πώς μια τόσο σημαντική συγγραφέας παρασύρθηκε από την ιδεολογία και τα βιώματά της και λειτούργησε για έναν ήρωά της εντελώς προβοκατόρικα. Και για τρίτο βιβλίο προτείνω το «Κοτζάμπασης του καστρόπυργου» του Καραγάτση.

Ευχαριστώ για την παραχώρηση του χώρου το βιβλιοπωλείο Pickabook στην Πετρούπολη.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: