“Αγύριστο κεφάλι. Ο Άλκης Αλκαίος που γνώρισα”, του Μίλτου Πασχαλίδη

“Φυσάει ένας αέρας που σαρώνει, ενθύμια παλιά και φυλακτά.Οι ήρωες το σκάνε απ’ την οθόνη, ξυλάρμενοι τραβανε στ’ ανοιχτα”

Ήρθαν λοιπόν και για φέτος το καλοκαίρι οι δικές μας προτάσεις βιβλίου. Οι υπόλοιποι συνεργάτες του περιοδικού έστειλαν στην ώρα τους  τα ωραία τους, τα οποία μπορείτε να τα βρείτε εδώ. Εγώ, σαν αγύριστο κεφάλι, θα προτείνω κάπως καθυστερημένα το δικό μου αγαπημένο, το οποίο θα μου επιτρέψετε να σας το συστήσω με λίγα λόγια.

Ο Άλκης Αλκαίος ήταν, είναι και θα είναι και για μένα, όπως και για τους ανθρώπους πολλών γενεών σημείο αναφοράς. Σκέφτεσαι τι άφησε πίσω του και ανατριχιάζεις. Όσο ζούσε γύρω από το όνομά του, δημιουργημένοι θρύλοι και ιστορίες, κάποιοι νόμιζαν πως δεν υπήρχε, πως ήταν επινόηση του Θάνου Μικρούτσικου. Ο Άλκης Αλκαίος υπήρχε, ήταν αγωνιστής, ήταν ήρωας και βασανισθείς από χέρια φασιστών, αμετανόητος κομμουνιστής ως το τέλος του. Όσο κι αν είχαν προσπαθήσει να λυγίσουν το σώμα του, δεν είχαν καταφέρει τίποτα με την ψυχή και το πνεύμα του.

Λίγες  μέρες πριν, ένας αγαπημένος φίλος μου δώρισε το βιβλίο του Μίλτου Πασχαλίδη για τον Άλκη Αλκαίο. Στο “Αγυριστό Κεφάλι” από τις Εκδόσεις ΚΨΜ, ο Πασχαλίδης περιγράφει τον Αλκαίο όπως τον γνώρισε. Το βιβλίο είναι ολόκληρο μια ανατριχίλα! Δεν πρόκειται για ένα λογοτεχνικό αριστούργημα, άλλωστε ούτε η πρόθεση του συγγραφέα ήταν αυτή. Πρόκειται για μια δρώσα συζήτηση μεταξύ των δύο καλλιτεχνών, η οποία κρατά χρόνια, μια αλληλεπίδραση που προήλθε συγκυριακά για να αφήσει το στίγμα της στις δικές τους ζωές, αλλά και στο κοινό και την ιστορία.

Ένας καλλιτέχνης στις αρχές τότε τις καριέρας του, ένας άνθρωπος που για μας είναι πάντα παρών, τον ακουμπάς, τον βλέπεις, τον πιάνεις, συνάντησε έναν άνθρωπο από άλλον πλανήτη, ένα μυθικό σχεδόν ον-κάπως έτσι αντιλαμβάνομαι εγώ τον Αλκαίο, σαν ένα αερικό, που ταξίδευε μέσα από τους στίχους του και μάς παρέσυρε όλους μαζί του μέσα στη βαλίτσα του- και μεγαλούργησαν μαζί.

Το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο είναι από τα πολλά δικά μου αγαπημένα, αν και το έχω και το διαβάζω δεύτερη φορά με σημειώσεις και χαρτάκια:

Ο Άλκης ήταν ένα θηρίο σε κλουβί. Μόνο που το κλουβί ήταν το σώμα του. Άπλά δεν ήθελε να είναι θηρίο σε ζωολογικό κήπο. ΔΕν καταδεχόταν να τον ταϊζουν οι περαστικοί. Θα προτιμούσε να πεθάνει από ασιτία. Γι’ αυτό έμενε κλεισμένος μέσα, αλλά πάντα με τα παράθυρα ανοιχτά. Στις πορείες ήταν μαζί μας. Στις συναυλίες αλληλεγγύης ήταν δίπλα μας. Στον Οτσαλάν, στη Γιουγκοσλαβία, στη Χαλυβουργική, παντού. Είναι σύνθημα στα πανό μας. Είναι τραγούδι στα χείλη μας. Χαίρομαι που δεν ήταν εδώ στις Ιούνη 2013, χαίρομαι που δεν είδε το εν ψυχρώ κλείσισμο της ΕΡΤ, χαίρομαι που δεν έμαθε την εν ψυχρώ δολοφονία του Παύλου Φύσσα από το χέρι πληρωμένου από φασίστες δολοφόνου, εκείνος που έμεινε μια ζωή σακατεμένος από φασίστες. 

Χαίρομαι που, στο ζόφο που ζούμε, δεν είναι ακόμα κλεισμένος σπίτι να σιχτιρίζει τη μοίρα που τον κράτησε αλυσοδεμένο σε μια καρέκλα για τριάντα χρόνια και δεν μπορεί να βγει στο δρόμο να ουρλιάξει μόνος του, να κάνει μια μεγαλειώδη διαδήλωση του ενός, να μας πάρει απ’ το χέρι, να μας οπλίσει με τις χειροβομβίδες λέξεις του.

Δε θα το άντεχε”  Μίλτος Πασχαλίδης.

Ο λόγος άμεσος, σχεδόν προφορικός, ο Πασχαλίδης γράφει στον επίλογο της β΄έκδοσης του ότι είναι “τίγκα στο μέλο”. Θα μου επιτρέψει φαντάζομαι να διαφωνήσω. Είναι όπως του έπρεπε να είναι. Δεν γνώριζα πολλά για τον Άλκη Αλκαίο και τα έμαθα μέσα από αυτές τις σελίδες σιγοτραγουδώντας το ομότιτλο τραγούδι. Tο ίδιο κάνω και τώρα γράφοντας αυτό το κείμενο.

 

 

Φυσάει ένας αέρας που σαρώνει
ενθύμια παλιά και φυλακτά
Οι ήρωες το σκάνε απ’ την οθόνη
ξυλάρμενοι τραβανε στ’ ανοιχτα

Πού μας πηγαίνει αυτό το τρεχαντήρι, 
δεν ξέρω γέμισε μου το ποτήρι
πού μας πηγαίνει αυτό το τρεχαντήρι, 
δεν ξέρω γέμισε μου το ποτήρι

Τα μάρμαρα στο φως αντιφεγγίζουν
σε ποιο ταξίδι σ’ έχω ξαναδεί
τυφλά πουλιά το τζάμι μου ραμφίζουν
το πλένει στα φανάρια ένα παιδί
κι ένας τελάλης σ’ έρημη πλατεία
τριάντα χρόνια ψάχνει την αιτία

Στους δρόμους καβαλάρηδες καλπάζουν
και κυνηγούν τ’ αδέσποτα σκυλιά
και οι νοικοκυραίοι που τρομάζουν, 
ξορκίζουν μ’ αγιασμό το σατανά

Δεν είναι εδώ Βαλκάνια, σου το `πα
εδώ είναι παίξε γέλασε και σώπα
δεν είναι εδώ Βαλκάνια, σου το `πα
εδώ είναι παίξε γέλασε και σώπα

Φυσάει ένας αέρας που σαρώνει, 
μα εγώ είμ’ ένα τραγούδι αλλοτινό
στου δρόμου το λιοπύρι και το χιόνι
αγύριστο κεφάλι θα γυρνώ

Στα χέρια σου αφήνω το τιμόνι
κι η πιο μεγάλη νύχτα ξημερώνει
Στα χέρια σου αφήνω το τιμόνι
κι η πιο μεγάλη νύχτα ξημερώνει

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: