Κώστας Καζάκος: Στο δικό μας κόμμα, στο ΚΚΕ, δεν επιλέγουμε ρόλους. Δεν έχει μ’ αρέσει, δεν μ’ αρέσει

«Δεν ζει με ελπίδες ο ζωντανός άνθρωπος. Οι πεθαμένοι ζουν με ελπίδες, περιμένουν τη Δευτέρα Παρουσία, αν θα τους βάλει αριστερά ή δεξιά, αν θα τους στείλει στα καζάνια ή στα δεντράκια με τα μήλα. Ο ζωντανός ο άνθρωπος ζει μια πραγματικότητα για την οποία δεν μπορεί να αδιαφορεί. Ο μέγας Μπρεχτ το λέει επιγραμματικά, «η πραγματικότητα είναι εκεί και σε περιμένει, θέλει να αλλάξει, άλλαξέ τη…»

Σαν σήμερα, στις 29 του Μάη του 1935, γεννήθηκε ο μεγάλος μας ηθοποιός Κώστας Καζάκος και με αφορμή τα γενέθλιά του παρουσιάζουμε μια αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο σημαντικών σταθμών της ζωής του, που πρωτοδημοσιεύτηκε στις 6/7/2017 στην έντυπη έκδοση της LiFO και στη συνέχεια και στην ιστοσελίδα του περιοδικού, απ’ όπου το αντιγράψαμε.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε με αφορμή τις δυο παραστάσεις του έργου του Σοφοκλή Οιδίπους επί Κολωνώ, στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, στις 7-8 Ιούλη του ίδιου χρόνου, σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη, με τον Κώστα Καζάκο στο ρόλο του Οιδίποδα.

Ο Κώστας Καζάκος αφηγείται στην LIFO την πλούσια και χορταστική ζωή του

Γεννήθηκα στον Πύργο, αλλά η καταγωγή του πατέρα μου είναι μανιάτικη, από ένα χωριό που ονομάστηκε Κοπάνιτσα από τους Σλάβους τον 10ο αιώνα και ήταν το τσιφλίκι ενός Τουρκαλβανού ονόματι Κοπανίτσα. Σήμερα λέγεται Καλιές. Ο πατέρας μου τελείωσε το πανεπιστήμιο στην Αθήνα σε πολύ δύσκολα χρόνια, παντρεύτηκε στον Πύργο, μάζεψε τον πατέρα του και τη μάνα του εκεί κι έκανε οικογένεια. Εκεί μας «έσπειρε». Τα χρόνια του Εμφυλίου και της Κατοχής, την Αντίσταση, τα θυμάμαι πολύ έντονα, τα έζησε πολύ άγρια η οικογένειά μου. Έτυχε να βρίσκεται από την πλευρά εκείνη που κυνηγήθηκε μετά και ουσιαστικά εμείς περάσαμε Κατοχή μετά την Απελευθέρωση. Το 1948, όταν ήμουν 13 χρονών, μας πήρε η μάνα μου τέσσερα μικρά παιδιά και ήρθαμε στην Αθήνα. Ο πατέρας μου ήταν στα «πανεπιστήμια του Αιγαίου», όπως έλεγε: πέρασε από Ικαρία και Άη-Στράτη και κατέληξε στη Μακρόνησο. Είχε απολυθεί από τη δουλειά του στη Νομαρχία – από την εξορία απολύθηκε το 1952. Τότε τέλειωσα κι εγώ το σχολείο, το νυχτερινό στο Παγκράτι –εκείνη την εποχή μόλις είχαν ιδρυθεί τα νυχτερινά– γιατί δούλευα όλη μέρα για να μπορεί να συντηρηθεί η οικογένεια. Περάσαμε πολύ βασανιστικά χρόνια που μας καθόρισαν οικογενειακώς και δεν θα τα ξεχάσουμε όσο ζούμε.

Ένα σημείο καμπής ήταν όταν τελείωσα το σχολείο. Τα σχέδιά μου από πολύ μικρός ήταν να πάω στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσω Φιλολογία, ήθελα να γίνω δάσκαλος. Είχα επαφή με τα βιβλία και τα γράμματα από πολύ μικρός, διάβαζα συνεχώς. Αυτό το σχέδιό μου δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί γιατί, όταν έφτασα στη γραμματεία να υποβάλλω τα χαρτιά μου, έλειπε ένα χαρτί ουσιώδες για την εποχή, το χαρτί Κοινωνικών Φρονημάτων που έπρεπε να πάρω από την Ασφάλεια. Έτσι έκλεισε η πόρτα για το πανεπιστήμιο. Αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία μου, γιατί αναγκάστηκα να αλλάξω όλα μου τα σχέδια. Και επειδή είχα ταλαιπωρηθεί πολύ αυτά τα πέντε χρόνια στην Αθήνα, με δουλειές, χαμαλίκια, εξευτελισμούς και καταναγκασμούς, ήθελα να κάνω μια δουλειά όπου να μην έχω αφεντικά. Η έννοια του αφεντικού με είχε διαλύσει. Τυχαία μια μέρα, περνώντας από την οδό Αριστοτέλους, βλέπω την επιγραφή «Ανωτέρα Σχολή Κινηματογράφου “Λυκούργος Σταυράκος”». Ούτε είχα ιδέα από θέατρο ή σινεμά. Δεν ήξερα καν τι ήταν αυτό το πράγμα. Στο όμορφο νεοκλασικό αρχοντικό, το παλιό σπίτι του Πάγκαλου του δικτάτορα, στεγαζόταν η περίφημη σχολή Σταυράκου, η μοναδική στην Ελλάδα που λειτουργούσε άτυπα από τότε, χωρίς άδεια – ακόμα και τώρα δεν έχει, δηλαδή. Δυστυχώς, δεν καταφέραμε ποτέ να έχουμε μια Ακαδημία Κινηματογράφου στην Ελλάδα. Εκεί, λοιπόν, έδιναν εξετάσεις, γιατί είχε τμήματα ηθοποιών, σκηνοθετών και εικονοληπτών. Έδωσα κι εγώ και πέρασα.

Διευθυντής σπουδών ήταν ο Γρηγόρης Γρηγορίου, ένας σπουδαίος άνθρωπος και σκηνοθέτης. Η σχολή ήταν σαν ένα ελεύθερο λαϊκό πανεπιστήμιο, μαγευτικό. Εκεί μέσα έχω ζήσει μερικά από τα πιο σημαντικά χρόνια της ζωής μου γιατί πέρναγαν μεγάλες προσωπικότητες της τέχνης τότε και έκαναν παρουσίες, μαθήματα, διαλέξεις, παρόλο που δεν ήταν πολύ οργανωμένο το πράμα. Πέρναγε ο Γιάννης ο Τσαρούχης, ο Τερζάκης, ο Καμπανέλλης, ο Θεοδωράκης, βλέπαμε ανθρώπους σπουδαίους, περιωπής, ακούγαμε πράγματα που μας γύριζαν το κεφάλι και συζητήσεις απέραντες. Όλος ο μετέπειτα κινηματογράφος, της δεκαετίας του ’50, του ’60 και μετά ήταν «σταυρακειάδες». Εκτός από ελάχιστους που κατάφεραν να πάνε στην Τσινετσιτά, στη Ρώμη, και να σπουδάσουν, οι περισσότεροι άνθρωποι του ελληνικού σινεμά ήταν από εκείνη τη σχολή. Και αυτή η ζύμωση που γινόταν εκεί μέσα ήταν το καλύτερο πράγμα που έχω δει στη ζωή μου, από την άποψη της παιδείας. Ακριβώς επειδή δεν ήταν πολύ οργανωμένο σχολείο, σου έδινε πλήρη ελευθερία, γινόταν μια καταπληκτική διακίνηση ιδεών. Από εκεί βγήκαν πολύ σημαντικά πρόσωπα.

Ένα σπουδαίο περιστατικό στη ζωή μου ήταν η γνωριμία μου με τον Κουν. Έκανε μάθημα δύο φορές την εβδομάδα στη σχολή και για ανταπόδοση του έδιναν χώρο για πρόβες με τον θίασό του, γιατί δεν είχε λεφτά να νοικιάζει αλλού. Άλλες δύο ώρες έκαναν ο Βασίλης ο Διαμαντόπουλος και η Μαρία η Αλκαίου, η γυναίκα του. Στο μάθημα του Κουν δεν πάταγε κανένας. Ήταν ένας περίεργος άνθρωπος: καθόταν στη γωνιά μιας αίθουσας σταυροπόδι και ήσυχος, με ένα πρόσωπο που θύμιζε τότε τον Μάο Τσε Τουνγκ –είχε ψηλό κούτελο και ανατολίτικη φάτσα–, αλλά είχε μια ακτινοβολία που αν τύχαινε να την αντιληφθείς –γιατί πέρασε πολύς κόσμος που δεν αντιλήφθηκε τίποτα–, σε γοήτευε.

Εμένα κάτι μου ‘λεγε αυτό το πρόσωπο από την αρχή και θυμάμαι ότι ντρεπόμουν που δεν πάταγε κανένας τις Τετάρτες το απόγευμα στο μάθημά του κι επειδή με έπιανε αγωνία να μη μένει μόνος του, δούλευα όλη τη βδομάδα για να του παρουσιάζω κομμάτια. Εκείνος μάλλον εκτίμησε την προσπάθεια που έκανα, έτσι, όταν άνοιξε τη σχολή του στο υπόγειο του Ορφέα το ’54, μου ζήτησε να πάω μαζί του. Πήγα πετώντας. Δούλεψα μαζί του για να διαμορφώσουμε το υπόγειο, να γίνει ο ναός του θεάτρου που έγινε στη συνέχεια. Η συνάντηση με τη μαγευτική προσωπικότητα του Κουν με διαστάσεις και υλικά σπάνια για τον τόπο μας ήταν σημαντικό κεφάλαιο στη ζωή μου. Δούλεψα πέντε χρόνια εκεί, έκανα όλα τα χρόνια της σχολής και μετά πήγα φαντάρος.

Παράλληλα, έπαιζα στην κινηματογράφο. Και θεωρώ ξεκίνημα της καριέρας μου, αυτό που λέμε καριέρα εν πάση περιπτώσει, μια ταινία, την Αρπαγή της Περσεφόνης. Τη χρονιά που είχα πάει στη Σχολή Σταυράκου αποφάσισε ο Σταυράκος να κάνει για πρώτη φορά μια ταινία της σχολής επειδή είχε βρει χρηματοδότη. Ήταν ένα καταπληκτικό σενάριο του Καμπανέλλη με μεταφορά του μύθου στα καθ’ ημάς, στην οποία έπαιζε όλη η σχολή (ο Γρηγορίου που την σκηνοθέτησε είχε 13 βοηθούς!) και όλο το ελληνικό θέατρο, μεγάλοι ηθοποιοί. O Διαμαντόπουλος έκανε τον Δία, έναν ενωμοτάρχη της Χωροφυλακής, η Αλέκα η Kατσέλη έκανε τη Δήμητρα, μια γαιοκτημόνισσα. Επίσης, έπαιζε ο Ορέστης ο Μακρής, ηθοποιοί του καιρού που ήταν σπουδαίοι. Για Περσεφόνη και Πλούτωνα επέλεξαν δύο νέα παιδιά, τη Μαίρη την Τσαπάλου, που ήταν τριτοετής και τελείωνε, κι εμένα, που μόλις είχα μπει στη σχολή. Ούτε καταλάβαινα τι μου γινόταν. Μέχρι να ολοκληρωθεί πέρασαν τρία χρόνια, τέλειωναν τα λεφτά, σταματάγαμε, συνεχίζαμε, αλλά βγήκε μια πολύ ωραία ταινία με στοιχεία ελληνικού νεορεαλισμού και μια αθωότητα που μακάρι να την είχαμε συντηρήσει μέχρι το τέλος. Έχω κάνει δέκα ταινίες ως βοηθός σκηνοθέτη, έχω γράψει σενάρια με τον Ερρίκο Θαλασσινό, δούλευα στο σινεμά για μεροκάματο και από αγάπη. Πάντα μου άρεσε περισσότερο η συνθήκη της δουλειάς, παρά το αποτέλεσμα.

Μετά τη σχολή άρχισα να δουλεύω στο θέατρο, πέρασα σχεδόν απ’ όλους τους καλούς θιάσους της Αθήνας: ήμουν δύο χρόνια με την Έλλη Λαμπέτη, με την Άννα Συνοδινού όταν άνοιξε ο Λυκαβηττός το ’65 –κάναμε Αντιγόνη και Εκκλησιάζουσες–, δούλεψα με το Βολανάκη, με τον θίασο του Αλεξανδράκη και με τον Λεωνίδα τον Τριβιζά, τον σκηνοθέτη, που έχουμε κάνει πολλά μαζί και είμαστε φίλοι από τότε.

Ένας άλλος πολύ σημαντικός σταθμός για μένα ήταν το φθινόπωρο του ’66, που ετοίμαζε ο Φίνος μια ταινία με την Καρέζη και για πρώτη φορά με φωνάξανε στο μεγάλο μαγαζί, στη μεγάλη πόρτα, στη Χίου. Έπαιξα έναν αξιωματικό σε μια ταινία που σκηνοθέτησε ο Ντίνος Δημόπουλος σε σενάριο του Φώσκολου, στο Κονσέρτο για πολυβόλα. Εκεί γνωρίστηκα με την Τζένη. Εκεί συνδεθήκαμε και ζήσαμε μαζί 26 χρόνια, μέχρι τον θάνατό της. Είναι περίεργο, γιατί ενώ την είχα συναντήσει δύο φορές μέχρι τότε σε δουλειές, ήταν σαν να μην είχαμε ιδωθεί. Στη μία ήμουν βοηθός σκηνοθέτη, σε μια ταινία που γύρισε ο Ερρίκος ο Θαλασσινός με την Καρέζη και τον Φούντα, στην οποία, μάλιστα, είχαμε γράψει μαζί το σενάριο. Έπαιζα κι έναν μικρό ρόλο, έναν μπουζουξή. Τη συναντούσα την Τζένη στο καμαρίνι για να μάθει τα λόγια της, να ετοιμαστεί, αλλά ήταν σαν να μην είχαμε ιδωθεί. Κι άλλη μια φορά, σε ένα θεατρικό που κάναμε στο ραδιόφωνο, δεν κάναμε καμία αίσθηση ο ένας στον άλλον, ούτε την είδα, ούτε με είδε. Ε, ήρθε η ώρα το ’66, που ήμασταν μέρα-νύχτα μαζί στα γυρίσματα του Κονσέρτου για πολυβόλα, και κολλήσαμε. Από το ’68 ξεκινήσαμε τις παραγωγές στο θέατρο, να κάνουμε μαζί ταινίες, ήταν μια καθοριστική συνάντηση για τη ζωή μου. Όταν πέθανε η Τζένη (έκλεισαν 25 χρόνια φέτος), συνέχισα μόνος μου, στο θέατρο κυρίως, αλλά και στον κινηματογράφο, όποτε μου ζητήθηκε. Και η τηλεόραση μου αρέσει, δεν είχα ποτέ καμιά αντιπάθεια. Έχω κάνει πολλή τηλεόραση και κινηματογράφο, 41 ταινίες μετράω, αλλά στο θέατρο ήταν η βάση μου. Δουλεύω ανελλιπώς εδώ και 64 χρόνια. Και είναι η δουλειά μας τέτοια που δεν μπορείς να κάνεις απολογισμό, δεν προλαβαίνουμε να κοιτάξουμε πίσω. Είναι μια δουλειά στην οποία πρέπει να ‘μαστε συνέχεια με το ντουφέκι, επί σκοπόν, χειμώνα-καλοκαίρι δίνουμε εξετάσεις. Είναι ο τόπος μας τέτοιος που δεν μετράει ούτε η επιτυχία ούτε η αποτυχία, κάθε φορά πρέπει να αποδεικνύεις ότι κάνεις γι’ αυτό ή δεν κάνεις. Αυτό μας κάνει να είμαστε συνέχεια σε εγρήγορση με όλες μας τις δυνάμεις και σε επιφυλακή.

Έχουμε κάνει πολλά λάθη, πέφταμε σε παγίδες, οι συνθήκες ήταν πολύ άγριες, τα οικονομικά επίσης, και υπήρχε πολλή και εξοντωτική δουλειά. Θέατρο και κινηματογράφος μαζί είναι ένα πράγμα που μόνο εδώ, οι Έλληνες ηθοποιοί, το έχουν περάσει. Εκείνον τον καιρό κάναμε 14 παραστάσεις την εβδομάδα, δεν ξέραμε ούτε αργία Δευτέρας ούτε τίποτα, είχαμε δύο παραστάσεις κάθε μέρα. Τελειώναμε στη μία τη νύχτα από το θέατρο, μας έπαιρνε το αυτοκίνητο της παραγωγής και τρέχαμε στην Κωπαΐδα ή στη Στυμφαλία ή στου διαόλου τις άκρες επί τρεισήμισι μήνες μέχρι να τελειώσει μια ταινία. Πηγαίναμε στο γύρισμα, κοιμόμασταν δυο-τρεις ώρες με το ζόρι κι ήμασταν από τις 7 το πρωί μέσα στα χώματα και στις λάσπες, στα χιόνια, σε ό,τι συνθήκες βάλεις με το μυαλό σου. Τελείωνε το απόγευμα το γύρισμα και μας γύριζαν στην Αθήνα τη νύχτα για να έχουμε πάλι δύο παραστάσεις και μετά πάλι πίσω στο γύρισμα. Όλες οι ταινίες γυρίζονταν έξω από την Αθήνα και είχες για περίπου τρεις μήνες αυτό το πράγμα. Έχω την εντύπωση ότι οι κοπέλες (σ.σ. η Τζένη, η Αλίκη) φύγανε γρήγορα γι’ αυτόν το λόγο, επειδή ήταν εξοντωτική η δουλειά. Αυτές που είχαν προσόντα και ταλέντο, συνεπώς είχαν δουλειά και γύριζαν τρεις ταινίες τον χρόνο τουλάχιστον, εξοντώθηκαν. Ήταν τραγικές οι συνθήκες. Βέβαια, αυτές που προβλήθηκαν και έγιναν σταρ, π.χ. η Τζένη, η Αλίκη και μερικοί άλλοι, ήταν καμιά δεκαριά άνθρωποι. Δεν ήταν παραπάνω αυτοί που ωφελήθηκαν από τον κινηματογράφο, έκαναν περιουσία κι έφτιαξαν τη ζωή τους. Το πλήρωσαν, όμως, πολύ ακριβά. Ο κόσμος έβλεπε μόνο τη λάμψη, δεν καταλάβαινε τη δουλειά και την ταλαιπωρία που είχε από πίσω. Για τον καλλιτέχνη που αφοσιώνεται σε αυτήν τη δουλειά το 24ωρο δεν φτάνει. Δεν έχει ώρες σχόλης και ώρες δουλειάς. Δεν έχεις οχτάωρα και πεντάωρα, και στον ύπνο μας ακόμα λέμε λόγια.

Ο Οιδίπους επί Κολωνώ είναι ένα μεγάλο έργο, δύσκολο, δυσπρόσιτο, από τα πιο σκοτεινά, που ο Σοφοκλής το έγραψε στο τέλος της ζωής του, 90 χρονών. Πέθανε στα 91. Είναι ένα κολοσσιαίο έργο της βαθιάς ωριμότητας του μεγάλου αυτού ποιητή που είναι σχολείο, είναι μάθημα ζωής. Είναι η κατάληξη του Οιδίποδα Τυράννου που έγραψε νέος, και παίζεται σπάνια, γιατί ο τραγικός πυρήνας του έργου δεν είναι εύκολο να βρεθεί, δεν είναι πολύ εμφανής. Ενώ ξέρουμε ότι ο τραγικός ήρωας πεθαίνει για τις ιδέες του, π.χ. η Αντιγόνη, ο νεαρός Οιδίπους, η Ηλέκτρα, έρχονται σε σύγκρουση με την εξουσία και επιλέγουν τον θάνατο από το να ζουν σε συνθήκες που δεν θέλουν, εδώ δεν έχουμε κάτι τέτοιο. Ο Οιδίπους επί Κολωνώ είναι ένας γέρος που νέος ήταν ήρωας, αλλά γκρεμίστηκε από μια κακή μοίρα, χωρίς να έχει ο ίδιος επίγνωση και χωρίς να φταίει. Έγινε μίασμα, διακονιάρης, και γύριζε στα χωριά ως επαίτης επί δέκα χρόνια. Στο τέλος έψαχνε να βρει ένα μέρος για να ησυχάσει, να βρει τη γαλήνη και να πεθάνει. Και έφτασε στον Κολωνό, στο τότε προάστιο της Αθήνας, τον ο Ίππιο Κολωνό, όπου υπήρχε ένα πέρασμα, μια τρύπα που οδηγούσε στον Κάτω Κόσμο. Από κει υποτίθεται ότι πήρε ο Πλούτωνας την Περσεφόνη και την κατέβασε στον Άδη. Κατέληξε σε ένα ιερό άλσος, σε αυτό των Ερινυών, που τον κυνήγαγαν, και στο τέλος μετατράπηκαν σε Ευμενίδες. Τελικά αθωώνεται ο Οιδίποδας, διότι ό,τι έκανε το έκανε άθελά του, και πεθαίνει ευτυχισμένος, δηλαδή δικαιώνεται η πορεία της ζωής του, η οποία είναι σαν την περιπέτεια της ανθρωπότητας. Πρόκειται για τα βάσανα που περνάει η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων, και με τη σοφία που φαίνεται πως είχε αποκτήσει ο Σοφοκλής στα γεράματα το κέντρο βάρους πέφτει στην υπόθεση της φθοράς, στο αναπόφευκτο του βίου, ο οποίος καταλήγει σε ένα γήρας που περιγράφεται ως επονείδιστο, ασθενές, άφιλο και ασυντρόφευτο. Ο Οιδίποδας είναι μια μορφή του θρύλου, μυθολογική προσωπικότητα από την ηρωική εποχή. Και για τον Σοφοκλή ήταν ένα αρχαίο παραμύθι, όπως είναι και για μας τώρα. Κι ας βρισκόμαστε σε σύγχυση και νομίζουμε ότι ο Αγαμέμνoνας και η Αντιγόνη είναι σύγχρονοι των συγγραφέων τους.

Το έργο αναφέρει πράγματα που είναι συγκλονιστικά και καθόλου απαισιόδοξα. Είναι μάθημα: πώς θα αποφύγουμε τέτοιες συνέπειες. Λέει, ας πούμε, σε κάποιο χορικό «το να μη γεννηθεί κανείς είναι το πιο καλό απ’ όλα, κι αν γεννηθεί, να φύγει όσο πιο γρήγορα γίνεται, να γλιτώσει το βάσανο της ζωής». Αν το σκεφτεί κανείς, δεν είναι απαισιοδοξία αυτό, γιατί δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να φτιάξουμε την κοινωνία που θα επιτρέψει στον άνθρωπο να ολοκληρωθεί, να αναπτύξει την προσωπικότητά του ελεύθερα κι έτσι να είναι ευτυχισμένος το διάστημα που ζει. Οι αρχαίοι ποιητές τα ήξεραν αυτά. Η κοινωνία μας είναι παγιδευμένη στην εκμετάλλευση. Αν δεν λήξει αυτό, θα πηγαίνουμε από το κακό στο χειρότερο, όπως τώρα. Και δεν μας σώζει, βέβαια, ούτε ο Σοφοκλής ούτε κανένας, γιατί αυτά είναι προβλήματα της καθημερινότητας και αν δεν ενδιαφερθούμε και δεν επέμβουμε στην καθημερινότητα ώστε να την αλλάξουμε, θα χειροτερεύει. Και τότε, αλλά και σήμερα, η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων που ζουν στον πλανήτη, κοντά στα 7 δισεκατομμύρια, γεννιούνται, ζουν και πεθαίνουν χωρίς να πάρουν χαμπάρι τίποτα, σαν ζώα. Κάποιοι λίγοι ζουν ανεκτά και κάποιοι, πολύ λίγοι, χαίρονται όλα τα επιτεύγματα που πέτυχε ο άνθρωπος με το μυαλό και με τα χέρια του. Όταν ακούμε ότι πεθαίνουν 10 εκατομμύρια παιδιά το χρόνο από πείνα και δίψα, ε, δεν θα ήταν καλύτερο να μην έχουν γεννηθεί; Κι αν πεθάνουν 2 και 3 χρονών, δεν είναι καλύτερο που πρόλαβαν να καταλήξουν δούλοι στις μεγάλες πρωτεύουσες; Αυτό που λέει ο Σοφοκλής είναι ότι πρέπει να πάρουμε μέτρα για να μη συμβαίνει αυτό, για να είναι ωραίο το γεγονός ότι γεννιέσαι και ζεις. Η ζωή είναι μια δόξα, αλλά θέλει ανάλογες συνθήκες. Γιατί αν ζεις σαν ζώο, καλύτερα να μην είχες γεννηθεί. Εκεί είναι η ουσία του έργου.

Η Αθήνα το αντέχει τόσο θέατρο, αλλιώς δεν θα το έκανε. Ίσως επειδή εδώ γεννήθηκε το θέατρο. Είχαμε το καλύτερο κοινό στον κόσμο και δεν το λέω καθόλου τυχαία, ούτε αβασάνιστα. Αυτό είχε μελετηθεί. Για χρόνια, ειδικά τη δεκαετία του ’80, που ζούσε ο Κρίτας, και κάναμε μελέτες ποιοτικές και ποσοτικές σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας, δεν υπήρχε αλλού τέτοιο φιλοθεάμον κοινό. Το ομαδικό θέαμα είναι για τον Έλληνα ψωμοτύρι, είναι μες στην ψυχή του, το θέλει με όλη του την καρδιά. Δεν υπάρχει αλλού στον κόσμο αυτό το φαινόμενο. Αναφερόμαστε με θαυμασμό στις μεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπης, στις μεγάλες θεατρικές πιάτσες, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, αλλά θέλουν προσοχή αυτά, διότι αυτές οι χώρες έχουν καταπληκτικά θέατρα ως αίθουσες –και στην τελευταία κωμόπολη βλέπεις μέγαρα–, αλλά δουλεύουν μία φορά τον χρόνο, π.χ. όταν περάσει καμία όπερα, αλλιώς είναι κλειδαμπαρωμένα. Κλασικό έργο δεν έχει παιχτεί ποτέ στο Λονδίνο και στο Παρίσι επί δύο σεζόν, από ένα οκτάμηνο τη σεζόν, κάθε μέρα με γεμάτο θέατρο, όπως συμβαίνει στην Αθήνα, ακόμα και σήμερα, παρά την κρίση και τη φτώχια μας. Εδώ παίζουν όλο το ρεπερτόριο, γίνονται 1.000 παραστάσεις τον χρόνο. Δεν κάνει κακό σε κανέναν αυτό, παρόλο που θέλει να βάλει περιορισμούς το κράτος και όταν το υπουργείο κάνει εξετάσεις γίνεται αυστηρό, για να μην μπαίνουν τόσο πολλοί στο θέατρο. Αλλού είναι οι ευθύνες και αλλού κοιτάει. Το ότι οι νέοι θέλουν να ασχοληθούν με το θέατρο, με την τέχνη μόνο κακό δεν είναι για μια κοινωνία. Αυτό που δεν έχουμε είναι οι ευκαιρίες για τους νέους ανθρώπους, ώστε να δοκιμάσουν κι άλλα πράγματα για να βρουν εκείνο που τους ταιριάζει. Και δεν μοιράζεται ο κόσμος, επιλέγει και πάει εκεί που θέλει.

Ο Σοφοκλής, σε ένα υπέροχο χορικό για την Αθήνα, μιλάει για τον Κηφισό που πέρναγε από τον Κολωνό, «με τα πεντακάθαρα νερά του που δροσίζεται ο τόπος, η πλατύστερνη γη», και πλέκει έναν ύμνο στο μεγάλο ποτάμι που σήμερα είναι σκουπιδότοπος, λύματα. Υπάρχει πρωτεύουσα στον κόσμο που δεν έχει ποτάμι; Η Αθήνα είχε τον Κηφισό, τον Ιλισό, την Καλλιρρόη, τον Ηριδανό, το ποτάμι που πέρναγε από τη Φωκίωνος. Τα σκεπάσανε όλα. Έρχονται οι ξένοι και ψάχνουν τον λόφο του Αρδηττού και το ποτάμι που διαβάζουν στα βιβλία, αλλά πού να το βρουν; Μπετοναρίστηκαν όλα και κουβαλάνε σκουπίδια. Εδώ σκεπάσανε την Ιερά Οδό. Βρέθηκε το λιθόστρωτο, ο αρχαιότερος στρωμένος δρόμος που πήγαινε από τον Κεραμεικό μέχρι την Ελευσίνα, απ’ όπου πέρναγε η πομπή των Παναθηναίων, και το σκέπασαν με άσφαλτο! Θυμάμαι, τότε ήταν η Μελίνα υπουργός και είχε γραμματέα τον Κωνσταντίνο τον Αλαβάνο, έναν έξυπνο άνθρωπο. Τον ρώτησαν οι δημοσιογράφοι «γιατί μπετονάρατε την Ιερά Οδό;» και απάντησε «για να το φυλάξουμε για τους επιγενομένους!». Είχε πέσει γέλιο άγριο. Φάγανε καλά οι εργολάβοι στα έργα αυτά. Θα μπορούσε η Αθήνα να είναι η ωραιότερη πόλη του κόσμου. Ακόμα κι έτσι, ακόμα κρατάει η κακομοίρα κάτι.

Ο πολίτης είναι πολιτικό πρόσωπο και πρέπει να ενδιαφέρεται για τα κοινά κι εμείς, στο δικό μας κόμμα, στο ΚΚΕ, δεν επιλέγουμε ρόλους. Αν χρειάζεσαι εκεί, θα πας εκεί, δεν έχει μ’ αρέσει, δεν μ’ αρέσει. Και τα πέντε χρόνια που ήμουν βουλευτής ήταν μεγάλη εμπειρία για μένα, σχεδόν σχολείο, από πολλές απόψεις. Το Κοινοβούλιο δεν είναι καθόλου απλή ιστορία, ακόμα και ως παρατήρηση και επεξεργασία αυτών των, υποτίθεται, έξοχων προσωπικοτήτων που αποτελούν το πρώτο όργανο της πολιτείας, το νομοθετικό σώμα. Ανεξαρτήτως παρατάξεων, έβλεπες κονοβουλευτικούς ανθρώπους με κύρος, πολλά προσόντα, μυαλό και λόγο, που έβγαιναν στο βήμα και άφηναν τη σκέψη τους να ξεδιπλωθεί μπροστά στο κοινό. Κι έβλεπες άλλους, με το χαρτί στο χέρι, να διαβάζουν όσα λένε, κάτι που απαγορεύεται από τον κανονισμό της Βουλής. Επιτρέπεται να κρατάει ο βουλευτής σημειώσεις για νούμερα και στοιχεία, αλλά η ανάπτυξη πρέπει να γίνεται μπροστά στο κοινό, να δούμε τι έχει μέσα το κεφάλι του, πόσο ξέρει το θέμα που υπερασπίζεται. Μέσα στους 300 ξεχώριζες 10 που είχαν προσωπικότητα, σου άρεσαν-δεν σου άρεσαν, μερικούς άλλους που προσπαθούσαν ηρωικά να σταθούν στο ύψος τους και ήταν και οι πολλοί που δεν ήξεραν γιατί ήταν εκεί, οι οποίοι πάθαιναν συνήθως διχασμό προσωπικότητας. Έξω στους διαδρόμους, στο καφενείο, έβλεπες έναν άνθρωπο που συζητούσες μαζί του κι ήταν ένας κανονικός, με ενδιαφέρον, με άποψη – οι περισσότεροι δικηγόροι, μηχανικοί, επιστήμονες. Και όταν ανέβαινε στο βήμα γινόταν άλλος άνθρωπος, αναρωτιόσουν αν ήταν ο ίδιος. Αποκτούσε άλλη όψη, γινόταν ξύλινος, έλεγε τα πράγματα που υπολόγιζε ότι θα άρεσαν στην παράταξή του – του τα είχαν επιβάλει ή τα επέλεγε μόνος του. Αυτά είναι απότοκα του κακού συστήματος.

Τώρα όλοι ξέρουν τι συμβαίνει, αλλά υπάρχουν και πάρα πολλοί που δεν θέλουν να ξέρουν. Δεν ψάχνουν τι συμβαίνει, αδιαφορούν, και είναι πολλοί αυτοί. Αυτό είναι η κατάρα. Έχει καταφέρει το σύστημα να κάνει τους ανθρώπους, ειδικά τους νέους, όχι μόνο να αδιαφορούν για την πολιτική αλλά να τη σιχαίνονται. Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη καταστροφή που μπορεί να γίνει στον τόπο. Οι αρχαίοι, που είχαν μυαλό, εάν δεν ενδιαφερόσουν για τα κοινά, σε λέγανε «ιδιώτη». Το «αυτός ιδιωτεύει» ήταν η μεγαλύτερη βρισιά που μπορούσαν να σου πουν, είχε την έννοια του ηλίθιου. Και αν δείτε, έχει μείνει και στις λατινογενείς γλώσσες ο όρος «idiot» να σημαίνει «ηλίθιος». Δεν υπάρχει πιο επικίνδυνος αγράμματος από τον πολιτικά αγράμματο. Είναι άκρως επικίνδυνο στοιχείο αυτός που δεν καταλαβαίνει ή δεν θέλει να καταλάβει πως ό,τι κάνει στη ζωή του, αυτό που ζει, η καθημερινότητά του, καθορίζεται από αποφάσεις της πολιτικής: η τιμή των προϊόντων πρώτης ανάγκης, το αν έχει σπίτι να μείνει, το αν έχει δουλειά, το αν θα μένει στο πεζοδρόμιο. Κανείς δεν μπορεί να ζήσει μόνος του και ο ατομικισμός είναι ηλιθιότητα. Ο καθένας κοιτάει να βολέψει τον εαυτό του, γι’ αυτό βλέπετε να κυκλοφορεί τόσο σήμερα η λέξη «επιβίωση»: «Αγώνας επιβίωσης». Η επιβίωση είναι ζωώδης κατάσταση όμως, δεν είναι ανθρώπινη, κι όταν ωθείσαι στην επιβίωση, ωθείσαι στο ζωώδες, είναι σαν να σπρώχνεται η κοινωνία πίσω στον πρωτογονισμό. Το ζώο επιβιώνει. Έχει έναν κύκλο ζωής, ξημερώνει η μέρα, βγαίνει απ’ την τρύπα του, κοιτάει να βρει να φάει, να μην το φάνε, να ξαναμπεί στην τρύπα και να ξαναρχίσει ο ίδιος κύκλος. Δεν μπορεί να επέμβει στον κύκλο της ζωής του και να τον αλλάξει, αυτό σημαίνει επιβίωση. Ο άνθρωπος ξέφυγε από αυτό από τότε που άρχισε να σκέφτεται, επενέβη στη ζωή του και δοκίμασε να την αλλάξει, να την φτιάξει όπως ήθελε. Τουλάχιστον προσπάθησε, κι ας μην το έχει καταφέρει ακόμα. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος, είναι μονόδρομος. Προσαρμόζεται και εξελίσσεται και αυτό δεν μπορεί να το ανακόψει κανείς, δηλαδή το να φτιάξει την κοινωνία καλύτερη. Κανείς δεν μπορεί να ανακόψει τη δύναμη της ζωής. Αλλιώς η ζωή φτωχαίνει και γίνεται χαμοζωή. Όταν ο Κρέοντας ρωτάει την Αντιγόνη «Δεν φοβάσαι; Θα σε σκοτώσω, θα πεθάνεις», εκείνη του απαντά: «Γιατί να φοβάμαι; Δεν θα πεθάνουμε όλοι; Όλοι δεν είμαστε του θανάτου; Κι εσύ δεν θα πεθάνεις; Τι είσαι, ο Δίας; Δεν φοβάμαι τον θάνατο, φοβάμαι τη νεκροζωή».

Σήμερα γίνεται άγριο εμπόριο ελπίδας. Η ελπίδα είναι μια λέξη που θέλει πολύ προσοχή γιατί δεν ζει με ελπίδες ο ζωντανός άνθρωπος. Οι πεθαμένοι ζουν με ελπίδες, περιμένουν τη Δευτέρα Παρουσία, αν θα τους βάλει αριστερά ή δεξιά, αν θα τους στείλει στα καζάνια ή στα δεντράκια με τα μήλα. Ο ζωντανός ο άνθρωπος ζει μια πραγματικότητα για την οποία δεν μπορεί να αδιαφορεί. Ο μέγας Μπρεχτ το λέει επιγραμματικά, «η πραγματικότητα είναι εκεί και σε περιμένει, θέλει να αλλάξει, άλλαξέ τη». Αν κάθεσαι και την κοιτάς απ’ τον καναπέ, δεν αλλάζει. Χειροτερεύει αν δεν επέμβεις. Αγωνίζεσαι για τη ζωή, δεν ελπίζεις σε σωτήρες. Αυτό μας έχει φάει, περιμένουμε τους σωτήρες που λένε «καθίστε ήσυχα, μη βγαίνετε στους δρόμους, μην αγωνίζεστε, εμείς θα σας τα φτιάξουμε. Ακούμπα σε μας και μη σε νοιάζει». Οι ίδιοι άνθρωποι που καταστρέφουν τον τόπο θέλουν και να τον σώσουν, υποτίθεται. Και ο κόσμος κάθεται κι ελπίζει.

Μας έφτασαν στο σημείο να παρακολουθούμε παθητικά, και όχι μόνο αυτό αλλά και να μην καταλαβαίνουμε τι συμβαίνει, τι λένε όσοι εξηγούν. Ο περισσότερος κόσμος δεν καταλαβαίνει λέξη από αυτά που ακούει, δεν έχει καμία επαφή. Η αγραμματοσύνη στον τόπο μας δίνει και παίρνει, είναι σαν τις επιδημίες που έπεφταν παλιά και θέριζαν κόσμο. Για πολλά χρόνια, με τις προεκλογικές εκστρατείες έτρεχα από χωριό σε χωριό, σε περιοχές απομονωμένες, και δεν πίστευα ότι ζουν έτσι άνθρωποι, κτηνοτρόφοι, αγρότες, ψαράδες. Αγραμματοσύνη που σκοτώνει, αναλφαβητισμός. Χάσκουν μπροστά στην τηλεόραση και δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Βασανισμένοι άνθρωποι που ακούνε για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και αναλύσεις και τους πιάνει πανικός γιατί δεν καταλαβαίνουν λέξη. Δεν είναι τυχαίο που η παιδεία μας έχει καταστραφεί. Τυχαία βγαίνει η νεολαία μας έξω και κοιτάει πώς θα τη βολέψει; Αδειάζει ο τόπος, φεύγει το μέλλον του, είναι εξανδραποδισμός αυτό, είναι καταστροφή. Σεβαστό το μεροκάματο και οι ιδιωτικές ανάγκες, αλλά τι θα γίνει εδώ; Πρέπει να παλέψεις για να έχεις έναν βίο ανθρώπινο, πρέπει να αγωνιστείς, αλλά, πώς να το κάνουμε, είναι καταστροφή το ότι τόσοι άνθρωποι εξωθήθηκαν στη φυγή. Γιατί ποιος θα υπερασπιστεί τον τόπο; Κανένας! Και ξέρεις ποιο είναι το κακό; Κατηγορούμε τον λαό, τους Έλληνες που είναι με σκυμμένο το κεφάλι, και ρωτάμε πού είναι η περηφάνια τους και πού είναι ο ηρωισμός τους, ο πατριωτισμός τους; Και το λέμε για τους ίδιους ανθρώπους που έκαναν το έπος του ’40 και ζουν ακόμα, πειναλέοι, ξυπόλυτοι, αυτοί που έκαναν την εθνική αντίσταση, τη μεγαλύτερη που έγινε στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν υπήρξε τέτοια αντίσταση από κανέναν λαό της Ευρώπης. Τις συνθήκες πολεμάει κανείς, δεν τα βάζει με τον κόσμο. Δεν μπορεί να ζητήσει συλλογικά ευθύνη από τον λαό, γιατί αυτό είναι φασισμός.

Η ζωή με έχει μάθει ότι είναι ένας αγώνας διαρκής. Όλες οι θρησκείες μάς λένε «εδώ ήρθατε για να βασανιστείτε και στην άλλη ζωή θα ανταμειφθείτε». Έτσι λέει η Αγία Γραφή, την οποία, σύμφωνα με τα βιβλία, την έγραψε ο Θεός με το χέρι του. «Θα βασανιστείτε σαν τον Ιώβ και στην άλλη ζωή θα κερδίσετε τη βασιλεία των ουρανών». Στην πραγματικότητα, όμως, κανένας άνθρωπος δεν αγωνίζεται και δεν ενδιαφέρεται να αλλάξει τις μετά θάνατον συνθήκες. Αυτό που σε ενδιαφέρει είναι τι θα ζήσεις εδώ και να κάνεις αυτήν τη ζωή καλύτερη.

Κείμενο: M.Hulot – Πηγή: lifo.gr

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

1 Trackback

Κάντε ένα σχόλιο: