“Γάμος” – Η “τιμή” τιμή δεν έχει

Μπορεί εκ πρώτης όψης τα γεγονότα στο “Γάμο” του Μάριου Ποντίκα, που διαδραματίζονται το 1979, να μοιάζουν απόμακρα και απίθανα για τα σημερινά δεδομένα, δε χρειάζεται όμως να ψάξει κανείς πολύ για να δει πόσο απατηλή είναι αυτή η εντύπωση.

Τι τιμή έχει η “τιμή”; Για τη 16χρονη Αφέντρα, ο αριθμός είναι συγκεκριμένος και ορίζεται στις 100.000 δραχμές. Αυτό είναι το ποσό για το οποίο ο πάτερ φαμίλιας δέχεται να πουλήσει τη μικρή του κόρη στο βιαστή της, ώστε με το γάμο θύτη και θύματος να απαλλαγεί ο πρώτος από μια καταδίκη και η οικογένεια να ξεφορτωθεί το “βάρος” μιας “διακεκορευμένης” (όπως αναφέρεται στην ιατροδικαστική έκθεση) που δύσκολα θα έβρισκε γαμπρό μετά το έγκλημα.

Μπορεί εκ πρώτης όψης τα γεγονότα στο “Γάμο” του Μάριου Ποντίκα, που διαδραματίζονται το 1979, να μοιάζουν απόμακρα και απίθανα για τα σημερινά δεδομένα, δε χρειάζεται όμως να ψάξει κανείς πολύ για να δει πόσο απατηλή είναι αυτή η εντύπωση. Δεν αναφερόμαστε μόνο σε άλλες χώρες, όπως η γειτονική Τουρκία, όπου προωθείται νομοθετικά η δυνατότητα γάμου του βιαστή με το ανήλικο θύμα του, αλλά και στη δική μας χώρα, όπου παραμένουν σε ισχύ διατάξεις που επιτρέπουν το γάμο σε περίπτωση αποπλάνησης ανηλίκου. Εκείνο που δεν έχει αλλάξει σχεδόν καθόλου όμως πάνω από σαράντα χρόνια μετά το ανέβασμα του έργου, είναι ο πολλαπλός βιασμός που υφίσταται το θύμα, ιδιαίτερα μάλιστα όταν καταγγέλλει ό,τι του έχει συμβεί.

Υπό αυτό το πρίσμα ακόμα και το όνομα του κοριτσιού ηχεί ως μια συνειδητή ειρωνεία. Αφέντρα Ελευθερίου, ενώ ούτε αφεντεύει την τύχη της, ούτε καμία ελευθερία έχει, στη ζωή της, το μέλλον της και το σώμα της. Αφού υποστεί το βιασμό από το θύτη, έναν “υπεράνω υποψίας” νεαρό, έχει να υπομείνει καταρχάς το βιασμό της ιατροδικαστικής εξέτασης και έκθεσης, που σε άψογη καθαρεύουσα αποτυπώνει το μέγεθος της “ζημιάς” και το βιασμό της οικογένειας των “φτωχών πλην τίμιων” βιοπαλαιστών, που δεν αντέχουν την “ντροπή” η οποία ρίχνει την ανταλλακτική αξία της κόρης τους στο νυφοπάζαρο και αφήνει ιδιαίτερα τον πατέρα έκθετο στα κουτσομπολιά της γειτονιάς. Ακολουθεί νέα κακοποίηση στο δικαστήριο, με τον εισαγγελέα και τον συνήγορο υπεράσπισης να ενσαρκώνει το λόγο της εξουσίας περί “τιμής” και “ορθού ρόλου της γυναίκας”, τους μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης να αναπαράγουν με λαϊκότερη φρασεολογία τις ίδιες αυτές αντιλήψεις, τις οποίες έχουν εσωτερικεύσει σε τέτοιο βαθμό ώστε τις θεωρούν δικές τους.

Αυτό εξάλλου συμβαίνει και στο εσωτερικό της οικογένειας, η δυσλειτουργικότητα της οποίας ξεδιπλώνεται και κορυφώνεται παράλληλα με το βασικό δράμα: Ο ξεπεσμένος μικροαστός πατέρας, ένα συντηρητικό και ομοφοβικό ανθρωπάκι που καλύπτει τα κενά ξεσπώντας στους πιο αδύναμους, η μάνα που διατηρεί ίχνη συμπόνοιας αλλά υποτάσσεται τελικά, όπως έχει μάθει να κάνει μια ζωή, παζαρεύοντας απλά καλύτερους όρους για το ξεπούλημα της κόρης της, η μεγάλη αδερφή, σύμβολο των γυναικών που νομίζουν -μάταια – πως ενστερνιζόμενες το πατριαρχικό αφήγημα θα τύχουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης. Η μικρή κόρη, το θύμα, που δεν ακούγεται σε ολόκληρη την παράσταση, όπως ακριβώς δεν ακούγεται και στη ζωή της από κανέναν, ακόμα κι όταν προσχηματικά ζητείται η “συναίνεσή” της στα οικογενειακά κελεύσματα, εκφράζοντας την οδύνη της με τις εκφράσεις της, τα δάκρυά της, την “κατά παραγγελία” αυτοπυρπόλησή της, την παθητική της αντίσταση στις “φροντίδες” των δικών της μετά την πράξη. Μόνο η φωτιά “εξαγνίζει” το συμβάν στα μάτια της κοινωνίας και των δικαστών, αλλά είναι κι εκείνη που τραβάει τα φώτα της αδιάφορης ως εκείνο το σημείο δημοσιότητας, με τα ΜΜΕ να πέφτουν αχόρταγα σε μία ακόμα ιστορία αίματος και σπέρματος.

Οι χαρακτήρες παρουσιάζονται ως προϊόντα της εποχής και των κοινωνικών συνθηκών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απαλλάσσονται από τις ατομικές ευθύνες για τα λόγια, τις πράξεις και τις παραλείψεις τους. Αναδεικνύεται έτσι ολόκληρο το πλέγμα, στην μικροσκοπική και μακροσκοπική του διάσταση, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται, διαδίδονται και συντηρούνται οι πατριαρχικές και σεξιστικές αντιλήψεις και πρακτικής.

Η σκηνοθεσία είναι ευρηματική και απογειώνει το αιχμηρό σα χειρουργικό νυστέρι κείμενο, ενώ οι ερμηνείες του συνόλου των ηθοποιών είναι εκείνες που καθιστούν την εμπειρία γροθιά στο στομάχι. Ξεχωριστή μνεία αξίζει η παρουσία της Μαργαρίτας Τρίκκα, που χωρίς να αρθρώνει λέξη, κατορθώνει να μαγνητίσει το θεατή σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, δίνοντας νέα διάσταση στον όρο “βουβή απόγνωση”. Ένα έργο που θα σας κάνει να προβληματιστείτε βγαίνοντας από το θέατρο, αλλά και για αρκετό διάστημα αργότερα, πάνω στην έμφυλη βία, την κοινωνική και σεξουαλική καταπίεση, την υποκρισία, τις κοινωνικές συμβάσεις και τις οικογενειακές σχέσεις.

Σκηνοθεσία: Κώστας Παπακωνσταντίνου – Αγγελική Μαρίνου

Σκηνικά- Κοστούμια: Bίκυ Πάντζιου

Κίνηση: Κατερίνα Γεβετζή

Μουσική: Βασίλης Κουτσιλιέρης

Φωτισμοί: Γιώργος  Αγιαννίτης

Βοηθός σκηνογράφος-ενδυματολόγος: Φιλάνθη Μπουγάτσου

Βοηθός κινησιολόγος: Ηρώ Κατσιφλώρου

Φωτογραφίες: Νίκος Βαρδακαστάνης

Γραφιστικός σχεδιασμός: Μάριος Γαμπιεράκης

Trailer: Θωμάς Γκίνης

Επικοινωνία: Ευαγγελία Σκρομπόλα

Παραγωγή:  Ξανθίας  Α.Μ.Κ.Ε.

 

Ερμηνεύουν: Ελισσαίος Βλάχος, Βάσω Καμαράτου, Δημήτρης Κουτρουβιδέας, Δημοσθένης Ξυλαρδιστός, Μυρτώ Πανάγου, Μαργαρίτα Τρίκκα 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

 

Πρεμιέρα: Δευτέρα, 13 Ιανουαρίου στις 21:00

Παραστάσεις: έως 31/3

Μέρες & ‘Ωρες Παραστάσεων: κάθε Δευτέρα & Τρίτη στις 21:00

Εισιτήριο: Κανονικό: 14€, Φοιτητικό: 10€, Ανέργων, ΑμεΑ: 5€

Προπώληση: https://www.viva.gr/tickets/theater/theatro-stathmos/o-gamos/

Διάρκεια: 85 λεπτά

Χώρος: Θέατρο Σταθμός

Διεύθυνση: Βίκτωρος Ουγκώ 55, Αθήνα (Μετρό Μεταξουργείο)

Τηλέφωνο πληροφοριών: 210 52 30 267

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: