Σεμίνα Διγενή: Η αιώνια λιακάδα του Ρίτσου

Ο ποιητής που γεννήθηκε στη Μονεμβασιά, Πρωτομαγιά του 1909, χωρίς να το ξέρει, μου σύστησε ένα άλλο σύμπαν, γεμάτο γενναίους ανθρώπους, που πάλευαν για το δίκιο και τους θαύμασα κι αυτούς. Συμπτωματικά, όλοι τους βρίσκονταν μέσα σε κάτι που λεγόταν ΚΚΕ.

«Είδηση δεν είναι όταν ένας ποιητής γίνεται 80 ετών. Είδηση είναι, όταν ένας ποιητής 80 ετών παραμένει αισιόδοξος». Έτσι ξεκινούσε η συνέντευξη που είχα πάρει, Πρωτομαγιά του 1989, από τον Γιάννη Ρίτσο. Είχαν περάσει 12 χρόνια από τις 2 του Μάη, που είχε τιμηθεί στη Μόσχα με το Διεθνές Βραβείο «Λένιν» για την Ειρήνη. Τον σκέφτομαι σήμερα, 2 του Μάη πάλι, γιατί σ’ αυτούς τους κακοφορμισμένους καιρούς, ο Ρίτσος είναι αναλγητικός και θεραπευτικός. Τον θυμάμαι, στο σαλόνι του, κάτω από το βλέμμα της Τζοκόντα, στον πίνακα του Γκαρούδη, να μου λέει: «Δεν έγινα ποτέ υποχείριο της δυστυχίας» κι ύστερα: «Να μην υποτάσσεσαι στην απελπισία. Η κατάχρηση εξουσίας και η διαφθορά γύρω μας μπορεί να μας εξοργίζει και να μας απογοητεύει, αλλά η ιστορία διδάσκει πως αυτό ενώνει σε κοινούς στόχους. Η απαισιοδοξία είναι μορφή δειλίας και παραίτησης. Είναι σαν να παραδέχεσαι πως όλα είναι μάταια».

Ο Ρίτσος, χωρίς να το ξέρει, με πήρε από το χέρι στα 13 μου και μ’ έμαθε να αγαπώ την ποίηση. Αυτήν που «γυμνή, σεμνή κι αγέρωχη, δεν είναι παρά η εξαίσια πράξη του ανεξήγητου»Διαβάζοντας τα γραφτά του, νιώθοντας πως «…και οι λέξεις φλέβες είναι. Μέσα τους αίμα κυλάει», αναζήτησα αυτόν που τις έγραφε. Έτσι διάβασα την ιστορία του. Αυτός μ’ έμαθε να συλλαβίζω – εκεί μέσα στην καρδιά της χούντας – το όνειρο ενός άλλου κόσμου. Πόσο μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει τότε, εκείνη η κουβέντα του: «Πιστεύω πως η πρώτη δικαιοσύνη είναι η σωστή διανομή τού ψωμιού…». Ο ποιητής που γεννήθηκε στη Μονεμβασιά, Πρωτομαγιά του 1909, χωρίς να το ξέρει, μου σύστησε ένα άλλο σύμπαν, γεμάτο γενναίους ανθρώπους, που πάλευαν για το δίκιο και τους θαύμασα κι αυτούς. Συμπτωματικά, όλοι τους βρίσκονταν μέσα σε κάτι που λεγόταν ΚΚΕ. Έψαξα και γι’ αυτό. Προσπάθησα να καταλάβω, όσα μπορούσε να χωρέσει το μυαλό ενός δεκατριάχρονου. Σκεφτόμουν πόσο δύσκολο θα πρέπει να είναι να γίνει κάποιος σαν κι αυτούς, που δε φοβούνται τίποτε. Διάβαζα για άγρια βασανιστήρια, εφιαλτικά ξερονήσια, φυλακές, δολοφονίες, αλλά εγώ έβλεπα παντού τα γελαστά τους πρόσωπα! Μα τι παράξενος κόσμος ήταν αυτός ο κόσμος του ΚΚΕ, που μου σύστησε ο Ρίτσος…

Ύστερα, ήρθαν τα τραγούδια. Πάλι κάποιον Μάη, εκείνον του ’36, ο Ρίτσος διαβάζει στον «Ριζοσπάστη» για τις αιματηρές ταραχές στη Θεσσαλονίκη, στη μεγάλη καπνεργατική απεργία. Βλέπει τη φωτογραφία μιας μάνας να θρηνεί το νεκρό παιδί της και γράφει τον «Επιτάφιο». Το 1960 ο Μίκης Θεοδωράκης τον μελοποιεί και ο Ρίτσος τού λέει ότι «βρέθηκε ο δρόμος για να πλησιάσει η ποίηση μέσω της μουσικής, όσους δεν θα πλησίαζε ίσως ποτέ…».

Στο τέλος εκείνης της συνέντευξής μας (από επαγγελματική διαστροφή, αποβλέποντας σ’ έναν ελκυστικό τίτλο), τον ρώτησα με αναίδεια: «Κάποιοι υποστηρίζουν ότι διακεκριμένο ποιητή σάς έκαναν οι συγκυρίες, τα γεγονότα, οι σύντροφοί σας και όχι το ταλέντο και η τέχνη σας…».

Και η απάντησή του, που θα με έκανε να ντρέπομαι για το υπόλοιπο της ζωής μου: «Πολλές φορές συμβαίνει αυτό, ίσως έχουν δίκιο. Ο χρόνος θ’ αποφανθεί. Η Κάλλας, όταν την έβριζαν, έλεγε “αυτό μ’ ενθουσιάζει, σημαίνει ότι διατηρώ τη φωνή μου!”».

Λένε πως όταν διάβασε ο Λουί Αραγκόν τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος», αποφάνθηκε πως ο δημιουργός του είναι «ο μεγαλύτερος εν ζωή ποιητής του καιρού μας». Ο Ρίτσος έλεγε: «Δεν είναι τίποτα να λείπεις. Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει, θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι’ αυτά έχεις λείψει, θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλο τον κόσμο».

Για εμάς, ήταν αυτός που κάποτε στη Μακρόνησο, στη Λήμνο και τον Αη Στράτη, έγραφε πως «εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του ανθρώπου».

2/5/2020

Σεμίνα ΔΙΓΕΝΗ

Πηγή: Ριζοσπάστης

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: