Σεμέλη & Το Σφάλμα | Παραθύρι

Προκαταλήψεις και τρεχάματα για φράγκα αλλονών
όμως αξίζουμε μαλάκες περισσότερα

Δεν είναι ένα… ντουέτο σαν τα άλλα. Είναι η Σεμέλη και το Σφάλμα. Κι είναι η ιστορία ενός ζευγαριού που παλεύει με τις δυσκολίες, αλλά δεν την πάλεψαν μεταξύ τους.

στίχοι, ερμηνεία – Σεμέλη Παπαβασιλείου,
το σφάλμα μουσική παραγωγή, mix/master – το σφάλμα
εικόνα – κυκλοθυμία

Ακολουθήστε τη Σεμέλη εδώ:
https://www.instagram.com/semeli.re/
https://www.youtube.com/c/SemeliPapav…

Ακολουθήστε το Σφάλμα εδώ:
https://www.instagram.com/tosfalma/
https://soundcloud.com/anemistiri

Ακολουθήστε την Κυκλοθυμία εδώ:
https://www.instagram.com/kyklothymia/

Σεμέλη

Το ‘χε πιστέψει πως αγάπησε στ’ αλήθεια
Έλα να σου πω τι είδα άνθρωπος μισή μερίδα
Και συζούσανε μαζί για χρόνια ώσπου μια νύχτα που την έκανε κρυφά σα νυχτερίδα
Κι απ’ όταν έφυγε εκείνη, τον βλέπεις πάντα να κοιτάζει απ’ το απέναντι παραθύρι
Θε’ νά΄ ρθει η μέρα στο πλευρό να γείρει
Θε’ να’ ρθει η μέρα, σου το λέω, που τίποτα δε θα μείνει
Πάει καιρός, ήταν μικρός, όταν έφτασε στην πόλη αυτός, μαζί κι η γυναίκα του φωτός
Κανείς δεν ήξερε από που’ ρθε , ούτε αυτός ούτε αυτή, και ο καθένας τους ήτανε μοναχός
Κι έτσι βρεθήκαν, έτσι συναντηθήκαν μέσα στη βιβλιοθήκη που ‘πιασε δουλειά ο μικρός
Εμφανίστηκε εκείνη κι όσο διάβαζε ζωγράφιζε επάνω της τα μάτια του ο θεός
ναι, ζωγράφισέ τη θέ΄μου, τέτοια ομορφιά ποτέ στον κόσμο δεν ξανάδα, ποτέ μου.
Κι αφού την έφερες μπροστά μου θα ζητήσω τ’ όνομά της, δε θα την αφήσω να φύγει έτσι
και τη στιγμή εκείνη την ίδια σα ν’ ανέλαβε ευθύνη
έρχεται και προς το μέρος του τείνει
και βγάζει μια κάρτα του τη δίνει
κάρτα με το όνομά της , να νοικιάσει ένα βιβλίο και να φύγει
Σ’έχω αγαπήσει, μη φεύγεις τώρα
έχω το όνομα κι αν πρέπει θα σε ψάχνω δέκα χρόνια
ήτανε σκέψεις δυνατές που γίναν λόγια καταλάθος
ήταν γραφτό να μη ζούνε χώρια
Αυτή γελάει, τον κοιτάει, “ευχαριστώ πάρα πολύ την τύχη μου που κάποιος με αγαπάει”
κι έπειτα πήρε το βιβλίο της και έφυγε αργά κι εκείνος έμεινε το κενό να κοιτάει
κι έτσι αγαπήθηκαν, δυο μόνα πλάσματα σε μια πιο μόνη πόλη μοναχά τους συναντήθηκαν
κι όλο ξεντύθηκαν, κι είδαν ο ένας την αλήθεια του άλλου και για αγάπες ποτέ δε καυχήθηκαν
κι έτσι συμβίωσαν
μέσα στο ίδιο το σπιτακι που το βλέπεις τώρα και γυρνάς κεφάλι, σου λεει “έφυγε η αλλη.. ”
Στο λενε ομως αντε να ξεχασεις την αγαπη τη μεγαλη…
Και καπως ετσι, στο ειπα φως μου, ειδα το μικρο να γινεται ο σωτηρας του κοσμου
παρειχε ολους τους καλους του τροπους
ειχε περισσεια ενεργεια για δυο και τρεις ανθρωπους
καθε μερα εσκαβε και εχτιζε λιθαρι το λιθαρι το σπιτακι που θα μενανε οι δυο τους
Κι επειτα εβγαζε κι απτο υστερημα του και το μοιραζε σ’αστεγους ανα τοπους,
Κι η μικρη διαβαζε για το πανεπιστημιο, ετουτο το παιδι ηταν ενα μυστηριο
ολοι θαμπωνονταν απο την ομορφια της και φαινοτανε να σερνει ενα μικρο βασανιστηριο
Κλεισμενη στη βιβλιοθηκη καπου χαθηκε
μα ολο διαβαζε, δε μιλαγε, βουβαθηκε…
και των βιβλιων το ασπρο χρωμα , των νεκρων, πανω στο προσωπο της πηγε και χαραχτηκε, τρελαθηκε
Εβγαινε απο τη βιβλιοθηκη οταν εκλεινε μοναχα και κοιμοταν
Τ’αγορι παλευε καθημερινα για να τη βλεπει να γελά και που τοσο απομακρυνοτανε
αφου στεναχωριοταν
Και προς μεγαλη απελπισια σιγα-σιγα, διαπιστωνε πως ουτε τ’ονομα του δε θυμοταν
Πολλοι πιστεψαν πως αρρωστησε, γιατι ενα βραδυ που ο μικρος κοιμοτανε την έκανε κρυφά…

Το σφάλμα

Τον ήξερα καλά το μακαρίτη, απο το ιδιο χωριο , απο το διπλανο μου σπιτι
Του πρηζαν τα συκωτια απο μικρο να μάθει με το αντριλικι, ανατροφη τεράστιο μανίκι
Εξοικειωμένος με αγροτικές δουλειες , οπλα πειθαρχια στον πατέρα και φωνές
Όταν μπηκε σε σχολη στρατιωτικη εκανε γλεντι ο καφενες αλλα αυτός ελεγε “αναθεμα..” και προφανως δεν αντεξε στο επάγγελμα,
το’παιξε τρελος και πηρε απαλλαγη μα ηλιθιες καταστασεις που’χε δει του αφήσαν σκάλωμα..
Ψευτομαγκια κι αυτοπεποιθηση στο πατωμα
Η κοπελια ειχε γεροντους γονεις
πτυχιο αν δεν επαιρνε νωρις δε θα βοηθουσε κανεις και δε την εψηνε η διαδικασια απο μικρη ως τα εβδομηντα σερβιτορα, ορθοστασια
Οπότε μπαρ μα και μελετη εντατικα, μαυροι κυκλοι και δευτερο σπιτι η βιβλιοθηκη
και έβραζε απο μέσα της γιατι ήθελε να κάνει μουσική κανονικά και να γυρίσει τον πλανήτη…
Στο σπίτι να γυρίσει πάντα αργούσε, άλλαζε δουλειές γιατι όταν έβλεπε αδικίες απεργούσε
Ο φιλος της την πιεζε ν’αραξει , να την τρεφει εκεινος, λες και κατι τετοιο της αρκουσε..
Εκείνος είχε μάθει ότι πρεπει να ειναι ο κουβαλητης
δεν έπιανε πολύ τη φάση της
τα όνειρα, τη καύλα της την ασυγκράτητη,
την αγαπουσε με μια αγάπη ασυνάρτητη
κι όσο αυτή του άνοιγε την καρδιά
της έλεγε “φτάνεις τριάντα κι εγω θέλω παιδια..”
Νόμιζε ότι έφτανε που έφερνε λεφτά, όταν τον χωρισε ποτε του δε καταλαβε το λογο
και οπως συμβαινει τελικα με καθε βασανο, προχωραει η ζωη σα να μη τρέχει κάστανο
Κι είναι σκληρό που πρέπει να προσαρμοστείς και να μη γίνεις τοξικός γεροπαραξενος
Κι ο φιλαρακος απ’ολη την ιστορία, το μονο που καταλαβε ηταν προδοσια
Υπεραπλουστευσεις να ξεπλυνει τη ντροπη του, συμβαδιζοντας με την κακη ανατροφη του
Εγιν’αποτομος κι απομακρος απο το περιβαλλον, καχυποπτος στην αποψη των αλλων
Απομακρυνθηκε απο φιλους γιατι πιστεψε πως μονο αυτος αγαπησε κι ο κοσμος ειναι σαπιος…

Τον βρηκαν μέρες αφου ειχε ξεψυχησει, σκαλωμενος να κοιταζει απ’το παραθυρι
προς το σημειο απ’ οπου εκείνη εμφανιζόταν όταν γυρνανε από το μπαρ ή τη βιβλιοθηκη

Κι οταν θυμαμαι που και που την ιστορια τους, μου λειπουν οσοι θα’ θελα να ακουγα συχνοτερα
Προκαταληψεις και τρεχαματα για φραγκα αλλωνων ομως αξιζουμε μαλακες περισσοτερα

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: