Πάνος Κατσιμίχας: Δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά μόνο ο οργανωμένος αγώνας

“Δεν είμαι κανένας βλαμμένος που του αρέσει να βρίζει συνεχώς και με κάθε ευκαιρία. Αυτά τα πράγματα δεν λέγονται με κουβέντες. Λέγονται μόνο με καθημερινούς, οργανωμένους και ψύχραιμους αγώνες. Ολα τα άλλα είναι σου ‘πα – μου ‘πες και δεν μας ταιριάζουν. Μόνο με αγώνες υπάρχει νόημα.”

Συνέντευξη του Πάνου Κατσιμίχα στην Σεμίνα Διγενή, στον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 12-13 Φλεβάρη 2022:

Αν έπρεπε να κρατήσω ένα φυλαχτό από τους Κατσιμιχαίους, θα ήταν η στροφή ενός παλιού τραγουδιού τους: «Τίποτα δεν έχει αλλάξει και τίποτα δεν είναι όπως παλιά, μένει όμως ακόμα ένα πείσμα, που δεν είναι συνήθεια μοναχά».

Τα λόγια αυτά είναι πάντα εδώ, όπως κι όλα εκείνα τα στιχάκια, από τα «Ζεστά ποτά» τους, που κεράστηκαν τον Απρίλη του 1985 και μας στοιχειώνουν ακόμη. Ηταν παράξενος εκείνος ο δίσκος, και όπως λένε οι ίδιοι, η θέση του θα μπορούσε να είναι κάπου ανάμεσα στα ταξίδια του Γκιούλιβερ, στα παραμύθια των αδελφών Γκριμ και τις ιστορίες του Ιουλίου Βερν.

Το θέμα είναι πως κάθε φορά που σερβίρονται, αχνίζουν ακόμα. Το ίδιο φρέσκα και αρωματικά με όσα ακολούθησαν: «Οταν σου λέω πορτοκάλι να βγαίνεις», «Υπάρχει λόγος», «Η μοναξιά του σχοινοβάτη», «Της αγάπης μαχαιριά», «Τρύπιες σημαίες», «Οι μπαλάντες των πολυκατοικιών», «Τα τραγούδια του βυθού» και άλλα πολλά, μέχρι το συναρπαστικό «Από την εποχή των παραμυθιών».

Ο Χάρης κι ο Πάνος Κατσιμίχας, αν και εμφανίστηκαν εντελώς ξαφνικά στη ζωή μας, τότε στους Μουσικούς Αγώνες της Κέρκυρας, που διοργάνωσε ο Μάνος Χατζιδάκις το 1982 (όπου και βραβεύτηκαν για το τραγούδι «Μια βραδιά στο λούκι»), νιώσαμε από την αρχή πως ήταν δικοί μας άνθρωποι, σαν να ήταν από πάντα φίλοι μας, σαν μια αδιευκρίνιστη συγγένεια να μας συνέδεε μαζί τους.

Ισως γιατί μιλούσαν στη γλώσσα μας. Για πολλούς από μας ήταν οι ποιητές του καιρού μας, νιώθαμε πως δεν θα μας απογοητεύσουν ποτέ και προαισθανόμασταν πως αυτοί οι δυο εξωφρενικά ειλικρινείς τύποι ήρθαν για να αλλάξουν τα δεδομένα του τραγουδιού.

Μας πρωτοσυστήθηκαν στην εποχή του «όπα!» και της παντοδυναμίας του σκυλάδικου, λέγοντας κάτι αλλιώτικα τραγούδια, ενώ στις συνεντεύξεις ήταν αυτοί που πρωτομίλησαν για την πολτοποίηση της παγκοσμιοποίησης, για τη μετατροπή των ανθρώπων σε κωδικούς, αλλά και για τις χυδαίες μπίζνες στον κόσμο του ελληνικού τραγουδιού. Ασε που μας άρεσαν και οι φίλοι τους, ο Ρασούλης, ο Σιδηρόπουλος, ο Σπάθας, ο Σπανός, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Μητσιάς, ο Νταλάρας.

Σήμερα, ξαναβρισκόμαστε με τον Πάνο Κατσιμίχα και είμαι γεμάτη περιέργεια γι’ αυτά που σκέφτεται και ετοιμάζει.

***

— Τι κάνεις; Πού είσαι; Τι τραγούδια γράφεις αυτόν τον καιρό; Τι ετοιμάζεις;

— Καλά είμαι, στο σπίτι είμαι κλεισμένος, όπως όλοι σχεδόν. Γράφω, διαβάζω, ακούω μουσική και αφήνω τον καιρό να με πηγαίνει. Ηπιο κολύμπι δηλαδή. Δεν κάνω τίποτα οργανωμένα, απλά κάθομαι και πραγματοποιώ κάποιες ιδέες που περνάνε από το μυαλό μου, κάποιες μελωδίες, κάποιους στίχους και πού και πού βγάζω ένα μεμονωμένο τραγούδι στο YouTube. Μέχρι εκεί.

— Ο πρόσφατος δίσκος σας, «Από την εποχή των παραμυθιών», είναι μια μαγική δουλειά. Τελικά είναι θεραπευτικό ή επικίνδυνο ν’ αγαπάμε τόσο πολύ τα παραμύθια;

— Κι αυτή η δουλειά είναι μια ιδέα που ξεκίνησε τον πρώτο χρόνο της πανδημίας, πέρσι. Δουλεύτηκε κάποιους μήνες στο σπίτι, και το φθινόπωρο που μας πέρασε, μπήκαμε στο στούντιο και φτιάξαμε τον δίσκο με τίτλο «Από την εποχή των παραμυθιών». Τώρα αν είναι θεραπευτικό ή επικίνδυνο να αγαπάμε τόσο πολύ τα παραμύθια, δεν ξέρω, μήπως πρέπει να το κοιτάξουμε;

Εκείνο που ξέρω όμως καλά, είναι ότι μέσα στα παραμύθια (και τα comics αργότερα), μέσα στη φαντασία, έχω κάνει τα καλύτερα ταξίδια της ζωής μου και σαν παιδί και σαν έφηβος και σαν ενήλικος και στην ηλικία που είμαι τώρα. Η φαντασία είναι προνόμιο του ανθρώπινου είδους και φυσικά αναπόσπαστο στοιχείο της φύσης μας.

— Στο ξεκίνημά σας, ο Χάρης κι εσύ πετύχατε σπουδαία πράγματα, όταν ακόμη θεωρούσαν τον τραγουδοποιό εξωγήινο, κοινό και δισκογραφικές εταιρείες. Ξεκινήσατε τη «σχολή των τραγουδοποιών». Πιστεύεις πως μετά από σας, αυτό το ενδιαφέρον μουσικό κίνημα ευτελίστηκε και εμπορευματοποιήθηκε;

— Κοίταξε να δεις. Το ότι μετατράπηκε σε μόδα και εμπόριο, αυτό και μόνο σημαίνει ότι το συγκεκριμένο μουσικό κίνημα ευτελίστηκε κιόλας. Δεν θα έπρεπε, αλλά δυστυχώς υπάρχουν γύρω μας πολλά που δεν θα έπρεπε να συμβαίνουν.

— Σήμερα τι γίνεται; Βλέπεις σε κάποιους το ισχυρό στίγμα του δημιουργού;

— Θα σου απαντήσω αυθόρμητα, γιατί έχω από χρόνια κατασταλάξει πάνω σ’ αυτό το θέμα. Αν σκεφτώ ξαφνικά την εικοσαετία ’65 με ’85, μου έρχονται αυθόρμητα συγκεκριμένα ονόματα, όπως Λοΐζος, Μούτσης, Κηλαηδόνης, Μαρκόπουλος, Σαββόπουλος, Θ. Μικρούτσικος, Ρασούλης. Σ’ αυτήν την εικοσαετία, θα βάλω και τον Νικόλα τον Ασιμο και τους «Σπυριδούλα» με τον Παύλο Σιδηρόπουλο. Ολοι αυτοί, ο καθένας με τον τρόπο του, έφεραν μέσα τους και πάνω τους το ισχυρό στίγμα του δημιουργού.

Την επόμενη εικοσαετία, δηλαδή 1985 με 2005 (πάλι χονδρικά, για να συνεννοούμαστε), μου έρχονται τα ονόματα του Β. Γερμανού, του Χάρη και του Πάνου, των Active Member, σκέφτομαι τις «Τρύπες» (Αγγελάκας), τον Πορτοκάλογλου, τον Μαχαιρίτσα, τον Τσακνή, τον Ζούδιαρη, τον Περίδη, τον Γ. Ανδρέου και τον Μάλαμα. Αυτοί όλοι, επίσης, είχαν ένα ισχυρό στίγμα δημιουργού πάνω τους. Τώρα όσον αφορά στην εικοσαετία 2005 μέχρι σήμερα, δημιουργό με ισχυρό στίγμα δεν έχω ακούσει. Θα μπορέσω ίσως να σου πω, το 2030, να ‘μαστε καλά.

— Πόσους δίσκους έπρεπε να πουλήσουν τα «Ζεστά ποτά» για να ξεκινήσουν τότε να σας υπολογίζουν;

— Επρεπε να πουλήσουν 100.000 μέσα σε μια χρονιά. Εμείς το καταφέραμε σε 9 μήνες. Μετά άρχισαν να μας υπολογίζουν. Βέβαια, δεν θα έπρεπε να είναι οι 100.000 το κριτήριο για να αρχίζουν να σε υπολογίζουν κάποιοι, αλλά αφού έτσι παιζόταν το παιχνίδι, βάλαμε κι εμείς μπροστά τη «Ρίτα» και το τελειώσαμε.

— Τι είδους δίδυμοι είστε με τον Χάρη; Απ’ αυτούς που με ένα βλέμμα συνεννοούνται;

— Δεν χρειάζεται πια ούτε αυτό το ένα βλέμμα για να συνεννοηθούμε.

— Εκείνος λέει για σένα πως είσαι ο πιο υπομονετικός, ο πιο κοινωνικός, ο πιο ρεαλιστής. Είσαι;

— Οταν χρειάζεται, είμαι και παραείμαι! Οταν δεν χρειάζεται, απλά …«πίνω μπάφους και παίζω pro», όπως λένε κι οι αγαπημένοι μου «Locomondo» στο γνωστό τραγουδάκι τους, διακωμωδώντας φυσικά μια νοοτροπία ευρύτατα διαδεδομένη στη σημερινή πραγματικότητα.

— Υπήρξε στιγμή στην πορεία σου που έχασες τον εαυτό σου;

— Ναι, φυσικά και υπήρξε. Τα δυο χρόνια, από ’98 μέχρι 2000 που αναγκάστηκα να χωρίσω, έχοντας όμως ήδη ένα κοριτσάκι 6 μηνών. Αυτά τα δύο χρόνια ήταν για μένα αιματηρά ψυχολογικά, ήταν μια δοκιμασία που έπρεπε να τη ζήσω αναγκαστικά και να επιζήσω. Ευτυχώς τα κατάφερα. Ηταν μεγάλο μάθημα.

— Στο τραγούδι σου «Θαλασσινό όνειρο» λες: «Βαθιά στο όνειρό μου, βλέπω στ’ ανοιχτά / βλέπω μακριά τα πλοία να περνάνε / Μα δε λυπάμαι κι ούτε νοσταλγώ / γιατί τις θάλασσες αυτές, τις έχω ταξιδέψει…». Ποιες θάλασσες σε περιμένουν τώρα;

— Νομίζω πως τώρα πλέον με περιμένουν οι θάλασσες του Corto Maltese.

— Μιλάς συχνά για την μπάσταρδη αστική δημοκρατία, τον νόμο της ζούγκλας και του ισχυρότερου, την αδικία, τα ψέματα, που παραμένουν ίδια χρόνια τώρα. Τι θα έλεγες σήμερα σ’ αυτούς που κυβερνούν;

— Ναι, όντως, έχω μιλήσει πολλές φορές για τα ζητήματα αυτά. Θα μιλούσα όμως έτσι, αν δεν υπήρχε σοβαρός λόγος; Δεν είμαι κανένας βλαμμένος που του αρέσει να βρίζει συνεχώς και με κάθε ευκαιρία. Αυτά τα πράγματα δεν λέγονται με κουβέντες. Λέγονται μόνο με καθημερινούς, οργανωμένους και ψύχραιμους αγώνες. Ολα τα άλλα είναι σου ‘πα – μου ‘πες και δεν μας ταιριάζουν. Μόνο με αγώνες υπάρχει νόημα.

— Τι κρατάς από τον παιδικό εαυτό σου;

— Κρατάω μια μικρούλα φυσαρμόνικα λα μινόρε Hohner – piccolo (για παιδικά χέρια) για να παίζω όταν είμαι μόνος μου το «Χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη η ακρογιαλιά, αν με πίστευες λιγάκι, θα ‘ταν όλα αληθινά…».

— Ποιο ελάττωμά σου δεν κατάφερες ακόμη να αντιμετωπίσεις;

— Το κάπνισμα και την αδυναμία μου να σταματήσω να σκέφτομαι, ακόμα και μέσα στον ύπνο μου.

— Τα τωρινά «σουξέ», που ακούγονται παντού, τι αίσθηση σου προκαλούν; Τι σηματοδοτούν κατά τη γνώμη σου;

— Δεν είναι τίποτα άλλο παρά αυτό που λέγαμε παλιά, λούμπεν αισθητική. Μου προκαλούν μια ήπια ναυτία, μιας και δεν είναι τίποτα άλλο παρά τα δημιουργήματα πρωτόγονων κουτοπόνηρων ανθρώπων, προορισμένα να καταναλωθούν από χιλιάδες άλλους χαβαλετζήδες και αδιάφορους.

— Τραγούδησες για «ένα τσουβάλι φτώχεια» στο τραγούδι «Μέχρι να πάρεις παγωτό σε βρίσκει ο χειμώνας». Για τη φτωχοποίησή μας, που πλέον καλπάζει, μας παίρνει να κάνουμε κι άλλο το κορόιδο σ’ αυτόν τον σικέ αγώνα, όπως λέει ο στίχος;

— Επιμένω πως απέναντι σε τέτοια ζητήματα δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά μόνο ο διαρκής, ψύχραιμος και οργανωμένος αγώνας. Αυτήν την ανάγκη επισημαίνω. Αυτό χρειάζεται. Βαριά λόγια, θα πει κανείς, χιλιοειπωμένα. Το ξέρω. Κουβαλάνε όμως μέσα τους το βάρος ενός χρησμού που δεν παίζεις μαζί του.

***

Ο Πάνος δεν φημίζεται για τις μακροσκελείς απαντήσεις του, αλλά όσα έλεγε και λέει έχουν ουσία και συχνά είναι προφητικά. Θυμάμαι που είχε πει πριν καιρό, στον συνάδελφο Γ. Χαρωνίτη, πως οι ήρωες των τραγουδιών του, όπως η «Ρίτα» και ο «Φάνης», «σήμερα σίγουρα θα είναι εξηνταφεύγα και θα βλέπουν με θλίψη αυτό που ήρθε σιγά σιγά κι επικράτησε ύπουλα. Αυτοί δε που κινούν τα νήματα χασκογελάνε και σίγουρα θα σκέφτονται: “Ασ’ τους, όπου να ‘ναι οι ηλικιωμένοι θα φύγουν, οι σαραντάρηδες θα κουραστούν και θα τα παρατήσουν, οι πιτσιρικάδες δεν θα έχουν τίποτα να θυμηθούν και δεν θα ξέρουν τίποτα”».

Κι ύστερα θυμάμαι πως από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, έγραφαν κάτι τραγούδια, όπως το «Για ένα κομμάτι ψωμί», σαν να μας προειδοποιούσαν:

Για ένα κομμάτι ψωμί, δε φτάνει μόνο η δουλειά.

Για ένα κομμάτι ψωμί, πρέπει να δώσεις πολλά.

Δε φτάνει μόνο το μυαλό σου, δε φτάνει μόνο το κορμί σου.

Το πιο σπουδαίο είν’ η ψυχή σου, δικέ μου.

Εχει τους νόμους της αυτή η ιστορία, δεν φτάνει μόνο η δουλειά.

Θα σου κρεμάσουνε μια μπάλα και θα τραβιέσαι μ’ αυτήν μέρα – νύχτα.

Εχεις κανάλι πολύ να τραβήξεις, μέχρι να πάψεις να λες “μα τι τρέχει;”

Θα σε πετάνε από δω κι από κει, θα λαχανιάζει η ψυχή σου.

Θα φτύσεις αίμα απ’ το στόμα, δικέ μου.

Για ένα κομμάτι ψωμί, θα ‘χεις ξεχάσει πολλά.

Για ένα κομμάτι ψωμί, θα ‘χεις πληρώσει ακριβά.

Και κάποια μέρα θα σε λύσουν, μα θα φοβάσαι να φύγεις, θα τρέμεις.

Θα σε κλωτσάνε και θα σ’ αρέσει, δικέ μου.

Σαν το σκυλί τους θα σ’ έχουν, δικέ μου, μα δε θα έχεις ψυχή να το νιώσεις, θα είναι για σένα αργά.

Φωτογραφία ανάρτησης: A. Maropoulos/www.photosense.gr
Πηγή φωτογραφίας: Panos Katsimixas / Πάνος Κατσιμίχας Facebook

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

1 Trackback

Κάντε ένα σχόλιο: