Μπομπ Ντίλαν – “Θα σε αφήσω στα όνειρά μου αν με αφήσεις να μπω στα δικά σου”

Ο ίδιος πάντα πίστευε ότι τα τραγούδια δεν μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, η μουσική και οι στίχοι του ωστόσο εξακολουθούν να εμπνέουν όσους πιστεύουν ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει με αγώνες.

“Αν κάποιος μου έλεγε ότι θα είχα την παραμικρή πιθανότητα να κερδίσω το βραβείο Νόμπελ, θα σκεφτόμουν ότι θα είχα περίπου τις ίδιες πιθανότητες με το να βρεθώ στο φεγγάρι”, δήλωνε ο πρώτος νομπελίστας τραγουδοποιός διεθνώς, όταν έμαθε για τη διάκριση που του επιφύλαξε η σουηδική ακαδημία το 2016. Παρόλα αυτά, ο ίδιος είχε πλήρη συναίσθηση ότι η κλίση του ήταν πρωτίστως λογοτεχνική και μετά μουσική, καθώς ομολογούσε πως “Θεωρώ τον εαυτό μου πρώτα ποιητή και μετά μουσικό. Ζω σαν ποιητής και θα πεθάνω σαν ποιητής”. Η αναγνώριση που επήλθε μέσα από το γνωστότερο λογοτεχνικό βραβείο του κόσμου απεκατέστησε εν μέρει την “αδικία” σε βάρος πολλών ομότεχνων του Ντίλαν σε όλο τον κόσμο, που ακόμα και αν δημιούργησαν αριστουργήματα αντιμετωπίζονταν στην καλύτερη περίπτωση ως ελάχιστα παραπάνω από ταλαντούχοι στιχοπλόκοι.

Ο Μπομπ Ντίλαν στο βιβλίο αποφοίτων του λυκείου, όπου έγραφε πως στόχος του ήταν να δουλέψει με το θρύλο της ροκ εν ρολ Little Richard.

Μπορεί η δεκαετία του ’60 να υπήρξε κατακλυσμιαία μουσικά, όπως και σε πολλά ακόμα, επίπεδα, ο Ντίλαν ωστόσο κατόρθωσε ακόμα κι έτσι να ξεχωρίσει μέσα σε έναν γαλαξία ταλέντων που φαινόταν να ξεπηδούν σχεδόν μαγικά την ίδια εποχή. Δεν είναι τυχαίο πως ακόμα στις μέρες μας σκηνές ή πλάνα της περιόδου, ιδιαίτερα όσα σχετίζονται με την άνθιση του φοιτητικού κι αντιπολεμικού κινήματος στις ΗΠΑ, τα παιδιά των λουλουδιών και τα δικαιώματα των μαύρων έχουν ως μουσική τους υπόκρουση το “The times they are a – changin” ή ακόμα συχνότερα το “Blowin’ in the Wind”.

Όλα αυτά έμοιαζαν πολύ μακρινά στις 24 Μάη 1941, όταν έρχονταν στον κόσμο ο Robert Allen Zimmerman στο Duluth της Μινεσότα. Οι γονείς του ήταν Εβραίοι με οικογενειακές ρίζες από την παλιά ρωσική αυτοκρατορία αλλά και το Καρς στη σημερινή Τουρκία. Μεγάλωσε στην εργατούπολη Hibbing στην ίδια πολιτεία, όπου ο πατέρας και οι θείοι του είχαν κατάστημα επίπλων. Η σχέση του με τη μουσική ξεκίνησε από το τοπικό ραδιόφωνο, όπου άκουγε αρχικά κάντρι και μπλουζ μουσική κι αργότερα ροκ εν ρολ, που έγινε και η πρώτη του μεγάλη αγάπη. Ως πρωτοετής στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα ωστόσο, το ενδιαφέρον του άρχισε να μεταστρέφεται προς τη φολκ μουσική, αφού θεωρούσε πλέον πως στη ροκ εν ρολ “τα τραγούδια δεν ήταν σοβαρά ή δεν αντανακλούσαν ρεαλιστικά τη ζωή. Ήξερα πως μπαίνοντας στη φολκ, ήταν κάτι πιο σοβαρό. Τα τραγούδια είναι γεμάτα περισσότερη απόγνωση, λύπη, περισσότερο θρίαμβο, πίστη στο μεταφυσικό, πολύ βαθύτερα συναισθήματα”.

Οι πρώτες του εμφανίσεις ως μουσικού ξεκίνησαν σε καφετέρια κοντά στο πανεπιστήμιο, το οποίο σύντομα εγκατέλειψε και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, έχοντας ήδη υιοθετήσει το όνομα Μπομπ Ντίλαν, πιθανότατα ως φόρο τιμής στον Ουαλό ποιητή Ντίλαν Τόμας. Στη μητρόπολη των ΗΠΑ συνάντησε το ίνδαλμά του, τον μεγάλο κομμουνιστή μουσικό της φολκ Γούντι Γκάθρι, που νοσηλευόταν με την ανίατη νόσο του Χάντιγκτον σε ψυχιατρικό νοσοκομείο του Νιού Τζέρσι. “Τα τραγούδια του είχαν ένα ατέλειωτο κύμα ανθρωπιάς μέσα τους… Ήταν η πραγματική φωνή του αμερικανικού πνεύματος. Είπα στον εαυτό μου πως θα γινόμουν ο σπουδαιότερος μαθητής του Γκάθρι”, έλεγε αργότερα ο Ντίλαν, που πράγματι άρχισε να υιοθετεί πολλά στοιχεία του Γκάθρι, από τον “μουρμουριστό” τρόπο τραγουδιού μέχρι την εργατική αμφίεση, συμπεριλαμβανομένης της τραγιάσκας.

Ο νεαρός Ντίλαν έπαιζε στα κλαμπ του Γκρίνουιτς Βίλατζ, που ήταν το επίκεντρο εναλλακτικών καλλιτεχνών σε μια περίοδο που ήδη είχε ξεκινήσει η λεγόμενη “αναγέννηση της φολκ”. Ο Ντίλαν, παρότι έμοιαζε αδέξιος ως τραγουδιστής και κιθαρίστας, έκανε μεγάλη εντύπωση στο κοινό με την ιδιαίτερη σκηνική του παρουσία. Αρχικά το ρεπερτόριό του αποτελούνταν κυρίως από τραγούδια του Γκάθρι, όπως και μπλουζ ή παραδοσιακά τραγούδια. Ο ίδιος, θέλοντας να δημιουργήσει ένα μύθο γύρω από το όνομά τους, έπλαθε διάφορες ιστορίες για το παρελθόν του, όπως ότι είχε εργαστεί ως ακροβάτης σε τσίρκο ή ότι το είχε σκάσει από το σπίτι μαθαίνοντας μπλουζ κοντά σε μαύρους καλλιτέχνες.

Τον Ιούλη του 1967 ο Ντίλαν συνάντησε τη 17χρονη Σουζ Ρότολο, κόρη κομμουνιστή, με την οποία σύντομα συγκατοίκησαν. Μέσω εκείνης ο Ντίλαν ήρθε σε επαφή με το έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ και του Αρθούρου Ρεμπώ, ενώ άρχισε να δείχνει κάποιο μεγαλύτερο ενδιαφέρον για κοινωνικοπολιτικά θέματα. Μετά από τη διθυραμβική κριτική του Ρόμπερτ Σέλτον στους New York Times, που περιέγραφε το Ντίλαν ως “μίξη μπίτνικ και αγοριού χορωδίας”, εκείνος εξασφάλισε το πρώτο του δισκογραφικό συμβόλαιο. Το ντεμπούτο του με τίτλο “Μπομπ Ντίλαν”, που περιείχε κυρίως παλιότερα τραγούδια και δυο πρωτότυπες συνθέσεις, κυκλοφόρησε το Μάρτη του 1962 χωρίς να προκαλέσει ιδιαίτερη αίσθηση.

Την ίδια περίοδο ωστόσο, ο Ντίλαν είχε ήδη αρχίσει να γράφει αυτά που έμειναν γνωστά ως “τραγούδια διαμαρτυρίας”, αν κι ο ίδιος αρνούνταν αυτό το χαρακτηρισμό. Στο “Τhe Ballad of Emmett Till” μιλά για ένα 14χρονο μαύρο που δολοφονήθηκε στο Μισισίπι το 1955 επειδή σφύριξε σε μια λευκή γυναίκα, ενώ στο “Let me die in my footsteps” σατιρίζει την ψυχροπολεμική υστερία της δημιουργίας οικιακών πυρηνικών καταφυγίων στις ΗΠΑ και στο “A hard Rain’s gonna fall” αποτυπώνεται η ατμόσφαιρα φόβου ενός πυρηνικού πολέμου, λίγο καιρό πριν την κρίση των πυραύλων στην Κούβα. Το Απρίλη του ’62 έγραψε το εμβληματικό “Blowin’ in the wind”, με μελωδία προερχόμενη από ένα νέγρικο τραγούδι κατά της δουλείας. Οι στίχοι του τραγουδιού, με έντονο το αντιπολεμικό στοιχείο, κατόρθωναν να είναι ταυτόχρονα επίκαιροι όσο και διαχρονικοί, όπου η αδιόρατη μελαγχολία και αβεβαιότητα συναντούσε την ελπίδα, καθώς η γενιά που μεγάλωνε στη σκιά του Ψυχρού Πολέμου αναζητούσε την “απάντηση που πνέει στον αέρα”.

Το τραγούδι κυκλοφόρησε στο δεύτερο άλμπουμ του καλλιτέχνη “Freewheelin’ Bob Dylan” το Μάη του 1963, έγινε όμως διασημότερο στην εκδοχή του φολκ συγκροτήματος “Peter, Paul and Mary” λίγες εβδομάδες αργότερα. Μέσα σε λίγες εβδομάδες ανέβηκε στην κορυφή των τσαρτ, πουλώντας ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Ο Ντίλαν ξαφνικά έγινε μια κανονική διασημότητα και τον Ιούλη της ίδιας χρονιάς τραγούδησε σε διαδήλωση για τα δικαιώματα των μαύρων Αμερικανών στο Γκρίνγουντ του Μισισίπι το “Only a Pawn in ther Game”, που αφορούσε τη δολοφονία του αφροαμερικανού ακτιβιστή Μέντγκαρ Έβερς λίγες εβδομάδες νωρίτερα. Τον Αύγουστο ερμήνευσε το τραγούδι στα πλαίσια της μεγάλης πορείας στην Ουάσινγκτον, όπου ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ εκφώνησε την περίφημη ομιλία του “Έχω ένα όνειρο”.

Τον Ιούλη του 1966, ο Ντίλαν ενεπλάκη σε ένα μυστηριώδες ατύχημα με τη μοτοσικλέτα του, που του προκάλεσε σοβαρά κατάγματα, ωστόσο δεν κλήθηκε ασθενοφόρο και ο Ντίλαν δεν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Ο ίδιος αργότερα στην αυτοβιογραφία του ανέφερε πως “Βρέθηκα σε ατύχημα με μοτοσυκλέτα και τραματίστηκα, αλλά ανάρρωσα. Η αλήθεια είναι πως ήθελα να βγω από αυτό το κυνήγι ανταγωνισμού”. Τα επόμενα χρόνια ο Ντίλαν περιόρισε τις δημόσιες εμφανίσεις του, και με λίγες εξαιρέσεις δεν ξανάκανε περιοδεία την επόμενη οχταετία. Αυτό όμως δε σήμανε και υποχώρηση της δημιουργικότητάς του, μάλιστα το 1968 κυκλοφόρησε ένα ακόμα κλασικό πια τραγούδι του, το “All along the watchtower”, που έγινε γνωστότερο από την εκτέλεση του Τζίμι Χέντριξ στο φεστιβάλ του Γούντστοκ (όπου ο Ντίλαν, αν και είχε σπίτι στην περιοχή αρνήθηκε να συμμετάσχει), την οποία κι ο ίδιος ο Ντίλαν αναγνώριζε ως “οριστική”. Στην Ελλάδα, η μελωδία αποτέλεσε τη βάση για το δημοφιλές τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου “Ο παλιάτσος και ο ληστής”.

Η δεκαετία του ’70 έμοιαζε να μπαίνει με λιγότερο ευνοϊκούς οιωνούς καλλιτεχνικά, καθώς το άλμπουμ του “Self portrait” (1970) έγινε δεκτό από το περιοδικό Rolling Stone με το ισοπεδωτικό σχόλιο “Τι σκ… είναι αυτά;”. Ένα χρόνο μετά ξαφνιάζει και πάλι, κυκλοφορώντας μετά από καιρό ένα αμιγώς πολιτικό τραγούδι, το “George Jackson”, αφιερωμένο στον ομώνυμο πρόσφατα δολοφονημένο ηγέτη του κινήματος των Μαύρων Πανθήρων.

Στα τέλη της δεκαετίας ο Ντίλαν κάνει νέα στροφή, ασπαζόμενος τον προτεσταντισμό και γράφοντας στη συνέχεια κι ως το 1981 τρία άλμπουμ με χριστιανική θεματολογία, ενώ σταμάτησε να παίζει τα “κοσμικά” τραγούδια του επί σκηνής. Παράλληλα προχωρούσε και σε δημόσιες δηλώσεις πίστης όπως “Προσπαθούσαν να με πείσουν ότι είμαι προφήτης. Τώρα έρχομαι και λέω “Ο Ιησούς Χριστός είναι η απάντηση”. Όπως είναι αναμενόμενο, ο ζήλος του νεοφώτιστου Ντίλαν ξένισε έντονα τους θαυμαστές, αλλά και πολλούς συναδέλφους του. Ανάμεσά τους και τον Τζον Λένον (τον οποίο κάποια χρόνια νωρίτερα είχε υπερασπιστεί ο Ντίλαν όταν είχε καταδικαστεί με τη Γιόκο Όνο για κατοχή κάνναβης”), ο οποίος λίγο πριν δολοφονηθεί είχε ηχογραφήσει το τραγούδι “Serve yourself” ως απάντηση στο “Gotta serve somebody” του Ντίλαν.

Η παραγωγικότητα του Ντίλαν συνέχισε να είναι εκπληκτική και τις επόμενες δεκαετίες, με την ποσότητα ωστόσο να μην είναι πάντοτε αντίστοιχη της ποιότητας. Aπό τα μέσα της δεκαετίας του 2000 άρχισε να δημοσιοποιεί περισσότερο κι ένα άλλο μεγάλο πάθος του, αυτό της ζωγραφικής. Το 1991 έλαβε βραβείο συνολικής προσφοράς από την Academy of Recording Artists and Performers, στη διάρκεια της εισβολής των αμερικανικών στρατευμάτων στο Ιράκ, με τον ίδιο να ερμηνεύει επί σκηνής το παλιότερο αντιπολεμικό του τραγούδι “Masters of war”. Με εξαίρεση τη διακριτική, πλην ξεκάθαρη στήριξή του στον Μπάρακ Ομπάμα το 2008, ο Ντίλαν παρέμεινε εν πολλοίς μακριά από το σχολιασμό της άμεσης πολιτικής επικαιρότητας στη χώρα του. Ως έμμεσο πολιτικοκοινωνικό σχόλιο, με δεδομένη και την κυκλοφορία του στην κορύφωση της πανδημίας στις 27 Μάρτη 2020, μπορεί να θεωρηθεί το τραγούδι (ή μάλλον μουσικός μονόλογος) “A murder most foul” με θέμα τη δολοφονία του Κένεντι και τα κοινωνικά της συμφραζόμενα, που, μαζί με δυο ακόμα τραγούδια που κυκλοφόρησαν λίγο καιρό αργότερα, αποτελούν τις πρώτες συνθέσεις του Μπομπ Ντίλαν μετά από 8 χρόνια, προϊδεάζοντας για το νέο του άλμπουμ που αναμένεται να κυκλοφορήσει τον Ιούνιο, με τίτλο “Roug and Rowdy ways”.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: