«Καιρός πια το μπουζούκι μου, στο πλάι να τ’ αφήσω, να πάρω το ντουφέκι μου, να πάω να πολεμήσω…» – Ρεμπέτικα του ελληνοϊταλικού πολέμου

Το ρεμπέτικο τραγούδι λειτούργησε ως καθρέφτης της εποχής, αντανακλώντας τον ενθουσιασμό των ημερών, εκφράζοντας απέχθεια για τον φασίστα εισβολέα και τη θέληση του λαού να πολεμήσει για να ζήσει ελεύθερος.

Κανείς δεν μπορούσε να μείνει ανέγγιχτος από το κλίμα που επικρατούσε στην Ελλάδα μετά την εισβολή των ιταλικών φασιστικών στρατευμάτων. Το άγγιγμα αυτό δεν είχε την ίδια επίδραση σε όλους. Άλλοι ξεκινούσαν τραγουδώντας για να πάνε να πολεμήσουν στο μέτωπο, κάποιοι άλλοι είχαν συνθηκολογήσει ήδη και ετοιμάζονταν να παραδώσουν τα κλειδιά της χώρας (και τους φυλακισμένους κομμουνιστές) στον καταχτητή και κάποιοι προετοίμαζαν βαλίτσες για να «την κάνουν» σε πιο ασφαλή ήπειρο και να διαδραματίσουν κυρίαρχο ρόλο, αργότερα, όταν οι δυνάμεις της ΕΑΜικής Αντίστασης θα απελευθέρωναν την Ελλάδα από τη σκλαβιά του χιτλερικού φασισμού…

Το ρεμπέτικο τραγούδι, που με αφορμή τα χασικλίδικα τραγούδια είχε υποστεί λογοκρισία και απαγορεύσεις στο στίχο αλλά και στη μουσική από τη φασιστική δικτατορία του Μεταξά, λειτούργησε ως καθρέφτης της εποχής. Ίσως να μην είναι πλατιά γνωστό, αλλά κάποιοι ρεμπέτες έγραψαν τραγούδια και για τον πόλεμο του ’40, την κατοχή και στη συνέχεια την Εθνική Αντίσταση. Και οι ρεμπέτες, ως μέλη της κοινωνίας, αντιμετώπισαν τη νέα κατάσταση όχι με ενιαία ματιά. Οι δημιουργοί έγραψαν τραγούδια για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, προσεγγίζοντας  σύμφωνα με τις δικές του προσλαμβάνουσες ο καθένας, την ιδεολογική-πολιτική τοποθέτηση ή προτίμηση.

Από αριστερά, πάνω σειρά: Στελλάκης Περπινιάδης, Απόστολος Χατζηχρήστος, Σπύρος Καλφόπουλος. Κέντρο: Παναγιώτης Τούντας, Δημήτρης Γκόκγκος – Μπαγιαντέρας. Κάτω: Γιώργος Φωτίδας, Στέλιος Κερομύτης, Μάρκος Βαμβακάρης.

Τραγούδια που αντανακλούν τον ενθουσιασμό των νικηφόρων ημερών, απλές περιγραφές που εστιάζουν στο πρόσωπο του Ιταλού δικτάτορα Μουσολίνι και στη γεωγραφική καταγωγή των εισβολέων, αλλά και κάποια που προχωρούν πιο πέρα. Στο μεγαλύτερο μέρος τους όμως και όσο μπορούμε να γνωρίζουμε, όλα τα τραγούδια εκφράζουν απέχθεια για τον φασίστα εισβολέα και τη θέληση του λαού να πολεμήσει για να ζήσει ελεύθερος.

Ας ακούσαμε κάποια από αυτά.

«Δε με φοβίζει ο πόλεμος» ακούμε από τη φωνή του Στελλάκη Περπινιάδη. Τη μουσική του τραγουδιού έγραψε ο κορυφαίος εκπρόσωπος της σμυρναίικης σχολής, συνθέτης, στιχουργός, οργανοπαίχτης και μαέστρος Παναγιώτης Τούντας, και τους στίχους ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης ή Τσάντας όπως έμεινε περισσότερο γνωστός.

Τον όρκο στην πατρίδα μας π’ έκανα τον φυλάω
κι ώσπου να πάψ’ ο πόλεμος, εγώ θα πολεμάω.

Με τον γυλιό στον ώμο μου, το χέρι στη σκαντάλη
θα γράψω με τη λόγχη μου καινούριες δόξες πάλι.

Ότι έκανα στον Μόροβα και στου Ιβάν τη ράχη
τώρα θα κάνω πιότερα κι αλλού αν τύχει μάχη.

Δε με φοβίζ’ ο πόλεμος γι’ αυτό και νύχτα μέρα
με περηφάνια μάχομαι, φωνάζοντας αέρα.

«Το ΟΧΙ του Σαράντα» γράφτηκε από τον δεξιοτέχνη του μπουζουκιού και συνθέτη του ρεμπέτικου Σπύρο Καλφόπουλο – δικοί του και οι στίχοι. Ο Σπύρος Καλφόπουλος στην κατοχή εντάχτηκε στο ΕΑΜ και στη συνέχεια στον ΕΛΑΣ όπου υπηρέτησε ως υπολοχαγός. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας διώχτηκε και στη διάρκεια του εμφυλίου πιάστηκε και εξορίστηκε στον Αη Στράτη.

Είσαι κορόιδο Μουσολίνι κι όχι μαγκιώρος όπως λες
Λύκοι και Κένταυροι που στέλνεις, έχουνε γίνει για να τους κλαις.

Δεν ήξερες Μπενίτο μου το τι πα’ να πει Ελλάδα
σου δώσαμε ένα μάθημα και πήρες την κρυάδα.

Πολέμησαν οι Έλληνες, ήρωες όπως πάντα
και θα θυμάσαι όσο ζεις το ΟΧΙ του Σαράντα.

«Στης Αλβανίας τα βουνά» ακούμε από τον Απόστολο Χατζηχρήστο, έναν από τους πιο γνωστούς και σημαντικούς εκπροσώπους του ρεμπέτικου. Ο γεννημένος στη Σμύρνη και με μουσικές σπουδές Απ. Χατζηχρήστος είχε ενεργή συμμετοχή σε αντιστασιακές οργανώσεις στα χρόνια της κατοχής. Η μουσική του τραγουδιού είναι του ίδιου και οι στίχοι του Γιώργου Φωτίδα.

Στης Αλβανίας τα βουνά μερόνυχτα γυρνάω,
για την γλυκιά πατρίδα μας, μανούλα πολεμάω.

Έχω μαζί μου το θεό, μάνα, και δεν φοβάμαι,
κι ένα γλυκό ξημέρωμα κοντά σου πάλι θα ’μαι.

Θα ’ρθω μανούλα νικητής, ξανά θα μ’ αγκαλιάσεις,
το μοναχό παιδάκι σου, μάνα, δεν θα το χάσεις.

Ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας, ξεχώριζε στο ρεμπέτικο σινάφι για το έντονο ενδιαφέρον του στα κοινά. Πριν τυφλωθεί (1941) διάβαζε πολύ και ερχόταν καθημερινά σε επαφή με εργάτες, ενώ ο ίδιος είχε γίνει μέλος του ΚΚΕ. Στο αλβανικό μέτωπο θα γράψει τα πρώτα αντάρτικα τραγούδια του «Τους Κενταύρους δε φοβάμαι (Συντροφιά έχω τη λόγχη)» και «Ψηλά στης Πίνδου τα βουνά (Ψηλά βουνά κι απάτητα)».

«Ψηλά στης Πίνδου τα βουνά»

Σου στέλνω χαιρετίσματα απ’ τα βουνά μανούλα
στο καραούλι βρέθηκα στην πιο ψηλή ραχούλα.

Ψηλά κι απάτητα βουνά, μανούλα μου, περνούμε
Νεμέρσκα, Πίνδο, Μόρδοβα και πάντοτε νικούμε.

Μην κλαις γλυκιά μανούλα μου, που πήγα μακριά σου
γρήγορα θα νικήσουμε και θα βρεθώ κοντά σου.

Κι αν δε γυρίσω, μάνα μου, μην κλάψεις, μην πονέσεις
τη νίκη να ’χεις για χαρά και μη μαυροφορέσεις.

Ο Μπαγιαντέρας στην κατοχή θα είναι ανάμεσα στους πρώτους που θα ενταχτούν στην Αντίσταση. Οργανώνεται στο ΕΑΜ και με τα τραγούδια του εμψυχώνει και ενθαρρύνει τους αγωνιστές, υπηρετώντας τη λευτεριά για την οποία έλεγε ότι «είναι πολυτιμότερη κι απ’ το φως των ματιών μου». Αρχίζει να γράφει συστηματικά αντάρτικα τραγούδια με αναφορές στο ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ και τον πρωτοκαπετάνιο του Άρη Βελουχιώτη (μπορείτε να δείτε εδώ σχετικό αφιέρωμά μας).

Οι Κένταυροι (αναφέρονται και πιο πάνω, στο τραγούδι «Το ΟΧΙ του Σαράντα» του Σπύρου Καλφόπουλου), ήταν μια επίλεκτη θωρακισμένη ιταλική μεραρχία, που γνώρισε θεαματική ήττα από τον ελληνικό στρατό στο Καλπάκι.

«Τους Κενταύρους δεν φοβάμαι»

Για ντουφέκι δε με νοιάζει ούτε βάζω πια μαράζι
συντροφιά έχω τη λόγχη τη γλυκιά μου ξιφολόγχη.

Αγκαλιά μ’ αυτή κοιμάμαι τους Κενταύρους δε φοβάμαι
θαύματα με κείνη κάνω στις βουνοκορφές απάνω.

Οι φρατέλοι σαν με δούνε ψάχνουν δρόμο για να βρούνε
μα τους στρώνω στο κυνήγι και κείνοι όπου φύγει-φύγει.

«Θα πάρω το ντουφέκι μου» σε στίχους και μουσική του Στέλιου Κερομύτη, το επόμενο τραγούδι.

Καιρός πια το μπουζούκι μου, στο πλάι να τ’ αφήσω,
να πάρω το ντουφέκι μου, να πάω να πολεμήσω.

Δεν το βαστάω πάνω μου, να κάτσουμε δω πέρα
και τα παιδιά να πολεμούν κει πάνου νύχτα-μέρα.

Είμαι παιδί φιλότιμο, θα πάω να νικήσω,
τους φίλους να μην ντρέπομαι σα θα ξανάρθω πίσω.

Θ’ αφήσω πια την πένα μου, να πιάσω τη σκαντάλη,
να δείξω την αντρεία μου, καθώς και τόσοι άλλοι.

«Με θάρρος αγωνίζομαι» ακούμε από τον Στέλιο Κερομύτη, που εκτός από δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και δημιουργός πολλών ρεμπέτικων τραγουδιών, ξεχώριζε για τον «μάγκικο» τρόπο που τραγουδούσε και την ιδιαίτερη χροιά της φωνής του. Ως συνθέτης του τραγουδιού αναφέρεται ο Βασίλης Μαυροφρύδης, ενώ βρήκαμε και αναφορά στον Κερομύτη. Μάλλον όμως πρέπει να έγραψε τη μουσική ο Β. Μαυροφρύδης. Οι στίχοι είναι του Χαράλαμπου Βασιλειάδη ή Τσάντα. Τον Κερομύτη συνοδεύει η Ιωάννα Γεωργακοπούλου.

Το σπίτι μου λησμόνησα και κάθε μου σκοτούρα,
και σαν θεριό πολέμησα επάνω στην Κλεισούρα.

Τους όλμους δε φοβήθηκα, τα τανκς και τα κανόνια,
και μες τις μάχες ξέχασα τους πάγους και τα χιόνια.

Με θάρρος αγωνίζομαι, γερά κι ανδρειωμένα,
για μια Ελλάδα αθάνατη, σαν το Εικοσιένα.

Τραβώ μπροστά περήφανος, με γέλιο και μ’ ελπίδα,
και θα κρατήσω ελεύθερη την ένδοξη πατρίδα.

«Μουσολίνι άλλαξε γνώμη» ακούμε από τον Μάρκο Βαμβακάρη. Τραγούδι δικό του, που δεν αναφέρεται στο ηρωικό πνεύμα της εποχής, αλλά εστιάζει στην πολιτική κατάσταση στην Ιταλία τον καιρό της εισβολής στην Ελλάδα. Ο Μάρκος διαχωρίζει τον ιταλικό λαό που στενάζει από το φασιστικό καθεστώς, από τον δικτάτορα Μουσολίνι. Και με λίγα απλά στην όψη στιχάκια, σκιαγραφεί την κοινωνική κατάσταση στη γειτονική χώρα, την οικονομική εξαθλίωση, τις διώξεις και την ανελευθερία που επέφερε ο φασισμός. Ακόμα, διαβλέπει, μπορούμε να πούμε, το τέλος του φασίστα δικτάτορα, που όμως δεν αυτοκτόνησε αλλά τον κρέμασε ανάποδα ο λαός σε κεντρική πλατεία του Μιλάνου.

Βρε γρουσούζη Μουσολίνι πού ’ν’ τα τόσα μεγαλεία
που ’ταζες κάθε λιγάκι στην καημένη Ιταλία.

Την ετάραξες στην πείνα κι είναι πια ξελιγωμένη,
μοναχά η δική σου τσέπη είναι παραφουσκωμένη.

Τα καημένα τα παιδιά της δεν τολμούν να πουν κουβέντα
τους εράψατε το στόμα συ ο Τζιάνος και η Έλντα.

Μουσολίνι άλλαξε γνώμη, έλα πια στα σύγκαλά σου
γιατί έφτασε η ώρα να τινάξεις τα μυαλά σου.

«Σα θα γυρίσω νικητής» ακούμε, ξανά από τον Στελλάκη Περπινιάδη. Ένα ακόμα σπουδαίο τραγούδι του Παναγιώτη Τούντα. Ένας τρυφερός αποχαιρετισμός του εθελοντή πολεμιστή στην αγαπημένη του, που είναι ταυτόχρονα όρκος ότι θα γυρίσει κοντά της περήφανος νικητής…

Ούτε στιγμή δεν ήθελα να φύγω από κοντά σου
να λείψω από τα χάδια σου κι απ’ τα γλυκά φιλιά σου.

Μα τώρα φως μ’ αφήνω γεια, πάω να πολεμήσω
για τη γλυκιά πατρίδα μας το αίμα μου να χύσω.

Η δοξασμένη Ελλάδα μας με κάλεσε κοντά της
εκεί στην πρώτη τη γραμμή με όλα τα παιδιά της.

Φεύγω ψηλά στο μέτωπο και μ’ όλη την ψυχή μου
θα διώξω τον αχώνευτο να σώσω την τιμή μου.

Σ’ αφήνω γεια μικρούλα μου έλα να σε φιλήσω
και θα γυρίσω νικητής, φως μου να σε φροντίσω.

Μετά την εισβολή των Γερμανών και την κατοχή, γράφτηκαν ρεμπέτικα για την Αντίσταση, ενώ ρεμπέτες εντάχτηκαν στις τάξεις του ΕΑΜ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: