Νίκος Φώσκολος – Αντίδραση για όλη την οικογένεια

Μπορεί να απέφυγε πλην εξαιρέσεων τον κραυγαλέο – πλην σπαρταριστό- αντικομμουνισμό των ταινιών του Τζέιμς Πάρις, οι δημιουργίες του Νίκου Φώσκολου εντάσσονται όμως στο σύνολό τους σε ένα συντηρητικό σύμπαν στα πλαίσια του Πατρίς – Θρησκεία – Αστυνομία.

Αν ρωτήσεις δέκα ανθρώπους για κάποια ατάκα από δραματική ταινία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, το πιθανότερο είναι πως θα απαντήσουν “Όχι άλλο κάρβουνο”, αν όχι και οι δέκα, τουλάχιστον οι εννιά. Το ερώτημα είναι βέβαια γιατί, σε αντίθεση με τις κωμωδίες της ίδιας περιόδου, από τις οποίες ακόμα και οι λιγότερο “φαν” του είδους τουλάχιστον αναγνωρίζουν μερικές δεκάδες ατάκες, οι δραματικές άφησαν πολύ μικρότερο αποτύπωμα στη συλλογική μνήμη.

Η προφανής απάντηση είναι πως, με εξαίρεση τα “πατριωτικά” δράματα που προβάλλονται κάθε εθνική επέτειο, οι υπόλοιπες σπανίως, ειδικά όσο περνούν τα χρόνια, βρίσκουν τη θέση τους στο τηλεοπτικό πρόγραμμα, κι αυτό μάλλον όχι τυχαία. Μπορεί ούτε οι κωμωδίες της εποχής να ήταν συνήθως ακριβώς αριστουργήματα της έβδομης τέχνης, το κακό όμως με το στόμφο, τα δεκάδες κλισέ και τις σεναριακές ευκολίες στις δραματικές ταινίες είχε παραγίνει, κι ουσιαστικά άφησε περιθώριο επιβίωσης μόνο σε όσες έγιναν “πολύ καλτ για να πεθάνουν”. Ανάμεσά τους φυσικά περίοπτη θέση κατέχουν τα έργα του Νίκου Φώσκολου, που έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα πριν πέντε χρόνια.

Ξεκινώντας ως δημοσιογράφος και συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, σημειώνοντας ιδιαίτερη επιτυχία με τις ραδιοφωνικές “Αστυνομικές ιστορίες” πέρασε από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Ξεκίνησε την πορεία του στη μεγάλη οθόνη με το φουστανελοδράμα “Κρυστάλλω” κι ακολούθησαν μια σειρά ξεχασμένα σήμερα μελοδράματα. Αίσθηση προκάλεσε το 1965 με την ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη “Το χώμα βάφτηκε κόκκινο”, της οποίας είχε γράψει το σενάριο και η οποία πλασαρίστηκε διαφημιστικά ως “ελληνικό γουέστερν”. Η ταινία, που κέρδισε υποψηφιότητα για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, φαίνεται πως, πέραν της σημαντικής εμπορικής της επιτυχίας, προκάλεσε ενθουσιασμό και σε μεγάλη μερίδα της αριστερής κριτικής, πιθανότατα λόγω της παρουσία του Μαρίνου Αντύπα (Νότη Περγιάλη), ως δευτεραγωνιστή στην ταινία, η οποία κατά τα άλλα είναι ένα οικογενειακό-ερωτικό- κοινωνικό δράμα πάνω στη σύγκρουση δυο αδελφών, του Ρήγα (Γιάννη Βόγλη) με τον Οδυσσέα (Νίκο Κούρκουλο), μεταξύ άλλων και για τα μάτια της αγρότισας Ειρήνης (Μαίρης Χρονοπούλου). Η σύγκρουση τσιφλικάδων – αγροτών άγγιξε μάλλον κάποιες ευαίσθητες προοδευτικές χορδές, στην πραγματικότητα όμως το πολιτικό μήνυμα είναι στην καλύτερη περίπτωση επιφανειακό και αποστειρωμένο, αν όχι ευθέως συντηρητικό. Αφενός γιατί δε δίνονται καν οι πρωτοσοσιαλιστικές (σίγουρα όχι κομμουνιστικές) ιδέες του ιστορικού Αντύπα, ο οποίος μάλιστα στην ταινία παρουσιάζεται και ως σεβάσμιος γέρος αλά Γκάντι, παρά μόνο γενικόλογα κηρύγματα για κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα, αφετέρου γιατί στο επιμύθιο της ταινίας αναφέρεται : “Σε λίγα χρόνια η γη της Θεσσαλίας μοιράστηκε στους αγρότες. Ζύγωνε ο Πόλεμος για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και ο Βενιζέλος διακήρυττε: «Σκλάβοι δεν θα μπορούσαν να ελευθερώσουν σκλάβους”. Ξεχάστε λοιπόν τους ξεσηκωμούς και τις επαναστάσεις, μόνο η άνωθεν παρέμβαση του πεφωτισμένου αστού πρωθυπουργού μπορεί να λύσει τα κοινωνικά προβλήματα. Δηκτικός ως προς την πρόσληψη της ταινίας ως “ριζοσπαστικής” ήταν και ο Βασίλης Ραφαηλίδης, που σε σημείωμά του στο περιοδικό “Ελληνική Αριστερά”, ανέφερε τα εξής:

 “[…] όσον αφορά το περιβόητο «ελληνικό» φιλμ Το χώμα βάφτηκε κόκκινο αδυνατούμε να εξηγήσουμε τον ενθουσιασμό της Αριστεράς η οποία, ελαφρά τη καρδία, απεφάνθη πως μια και η ταινία ασχολείται με την εξέγερση των Θεσσαλών αγροτών πρέπει κατ’ ανάγκη και κατά συμπερασμόν να είναι οπωσδήποτε προοδευτική. Ξεχάσαμε, προφανώς, πως η φεουδαρχία και ο αστισμός έχουν λύσει ως ένα μεγάλο βαθμό τις διαφορές τους και συνεπώς η απαλλοτρίωση και το μοίρασμα της γης είναι μέτρο προοδευτικό τόσο για εμάς όσο, ως ένα σημείο, και για την αστική τάξη, η οποία ελάχιστα σοκάρεται από τέτοιου είδους εξεγέρσεις. Η παραπάνω άποψη πρέπει να θεωρηθεί σαν γνώμη απόλυτα προσωπική του υπογράφοντος, ο οποίος άλλωστε δεν είναι ειδικός στην διερεύνηση τέτοιων προβλημάτων. Όμως το χοντροειδέστατο «δίδαγμα» της ταινίας δεν απαιτεί κανενός είδους ειδίκευση για να γίνει αντιληπτό. Ο συμβιβασμός και η υποταγή των γεωργών στους γαιοκτήμονες με το ανεκδιήγητο φινάλε του έρωτα του «καλού» τσιφλικά και της «καλής» επαναστάτριας δεν αφήνει καμία αμφιβολία ως προς τις προθέσεις των κατασκευαστών της ταινίας. Άλλωστε είναι κοινό μυστικό πως το φιλμ αυτό γυρίστηκε με μπλοκαρισμένα στην Ελλάδα αμερικάνικα κεφάλαια από εισαγωγές αμερικανικών ταινιών της παραγωγού εταιρίας και προοριζόταν για εξαγωγή στην Αμερική πράγμα που αποδεικνύεται τόσο από την κακή μίμηση του στυλ «γουέστερν» (του κατ’ εξοχήν λαϊκού αμερικάνικου κινηματογράφου) όσο και απ’ την υποψηφιότητα της ταινίας για το βραβείο Όσκαρ. Μόνο οι τελείως απληροφόρητοι δεν ξέρουν πως καμιάς ταινίας η υποψηφιότητα δεν γίνεται δεκτή απ’ την «Αμερικανική Ακαδημία του Φιλμ» που απονέμει τα Όσκαρ αν δεν είναι άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένη με αμερικανικά οικονομικά συμφέροντα.”

Μετά την ταινία πάντως η καριέρα του Φώσκολου εκτοξεύεται, κυρίως χάρη στα κοινωνικά δράματα με πρωταγωνιστή συνήθως το Νίκο Κούρκουλο σε ρόλο αδιάφθορου -αν και συχνά με ταλαντεύσεις και προσωπικά πάθη- εκδικητή – τιμωρού κατά των κακών πλουσίων, που νικά τα ηθικά του διλήμματα και τις αντιστάσεις των ισχυρών για να λάμψει η αλήθεια. Καθόλου τυχαία τουλάχιστον στις δυο πιο πετυχημένες ταινίες του είδους, το “Κοινωνία Ώρα Μηδέν” (1966) και “Ορατότης Μηδέν”(1969), όχι μόνο ο τίτλος και η πλοκή είναι παρόμοιες, αλλά ακόμα και το όνομα του πρωταγωνιστή, Άγγελος (Μουρούζης και Κρεούζης αντίστοιχα), παραπέμποντας πιθανόν στον άγγελο της κάθαρσης. Η δεύτερη ιδίως ταινία έγινε cult classic, χάρη στην περίφημη σκηνή με το κάρβουνο στο δικαστήριο στην αρχή της ταινίας, όσο και σε εκείνη όπου ο Κούρκουλος καίει τα υπάρχοντα του υπό τους ήχους του ειδικά γραμμένου για την ταινία “Βρέχει φωτιά στη στράτα μου”, λίγο πριν αποφασίσει να “ξεπουληθεί” στους εφοπλιστές που πολέμησε, προσωρινά όμως μόνο, γιατί τα λαϊκά παιδιά έχουν ατόφια ψυχή που δε βαστά το άδικο. Η ταινία αποτέλεσε -μαζί με άλλες του ΠΚΕΚ (Παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου) – πηγή έμπνευσης για τη γνωστή σάτιρα των Ρέππα – Παπαθανασίου “Το κλάμα βγήκε από τον παράδεισο”, προσφέροντας και τη χαρακτηριστικότερη ίσως στιγμή της ταινίας:

Μάταια φυσικά θα αναζητήσει κανείς καταγγελία του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, αφού για όλα ευθύνονται είτε κάποια “ξένα συμφέροντα”, είτε συνηθέστερα κάποιοι διεφθαρμένοι πλούσιοι και ισχυροί, που είναι τέτοιοι ως κακοί άνθρωποι, κι όχι γιατί παίζουν με τους όρους του συστήματος που υπηρετούν. Επιπλέον, η αντίδραση εναντίον τους ποτέ δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας έστω εμβρυακής συλλογικής δράσης, αλλά πάντα ανδραγάθημα ενός και μόνου γενναίου άντρα, που “πάει κόντρα σε όλους κι όλα”, ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό, για να πετύχει το “δίκιο” με τη δύναμη της θέλησης.

Πολλοί θυμούνται το Φώσκολο για τις “αντιστασιακές” του ταινίες, κυρίως το “Κοντσέρτο για πολυβόλα” (1967) αλλά και την “Υπολοχαγό Νατάσα” (1970), που επί πολλά χρόνια κατείχε και το ρεκόρ εισπράξεων στις ελληνικές παραγωγές. Στην πραγματικότητα πρόκειται για σχετικά αδιάφορες ταινίες, που βγάζουν λιγότερο γέλιο από τις αντίστοιχες του Τζέιμς Πάρις για παράδειγμα. Εξαίρεσε φυσικά η διαβόητη σκηνή “βασανισμού” της απαστράπτουσας πλατινέ Αλίκης Βουγιουκλάκη στα κρατητήρια της Γκεστάπο:

Οι ταινίες αυτές υμνούν φυσικά τον ελληνικό στρατό (η πρώτη πάντως, παρά τα όσα κυκλοφορούν περί του αντιθέτου, γυρίστηκε και έκανε πρεμιέρα λίγο πριν τη χούντα) και παρουσιάζουν τη γνώριμη εικόνα της αντίστασης στον κατακτητή ως υπόθεση γενναιών αξιωματικών, άντε και των Βρετανών και της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης, αποφεύγουν πάντως τον ανοιχτό αντικομμουνισμό. Η σύνδεση του Φώσκολου με τη χούντα πάντως οφείλεται κυρίως στην -χαμένη με εξαίρεση κάποιες σκηνές- τηλεοπτική σειρά “Άγνωστος Πόλεμος” (1971 – 1974), η οποία άδειαζε τους δρόμους της Αθήνας όταν προβαλλόταν, και βασιζόταν στην υπόθεση του “Κοντσέρτου για πολυβόλα”. Παραδόξως ίσως, η μόνη ξεκάθαρα πολιτική δουλειά του Φώσκολου ήταν μεταπολιτευτικά, επί “Αλλαγής”, το σενάριο για την κατά λάθος κωμωδία του Τάκη Σιμονετάτου, “Το Κόκκινο Τραίνο” (1982) βασισμένου στην ματαιωμένη επιχείρηση ανατίναξης της Μεγάλης Βρετάνιας από αντάρτες του ΕΛΑΣ κατά τα Δεκεμβριανά. Εκεί μεταξύ άλλων, μπορεί να απολαύσει κανείς τον αντάρτη Νίκο Γαλανό να εξαναγκάζει με την απειλή όπλου πιανίστα εθνικόφρονος καμπαρέ στεκιού Βρετανών στρατιωτών, να παίξει τον ύμνο του ΕΛΑΣ, λίγο αφότου τον έχει πλευρίσει η Τίνα Σπάθη, γνωστή από τους πρωταγωνιστικούς της ρόλος σε σοφτ πορνοταινίες της δεκαετίας του ’70.

Μετά από κάποια χρόνια στην αφάνεια, η ώρα του Φώσκολου ξανασήμανε στις αρχές της δεκαετίας του ’90, εν μέσω διεθνούς αντεπανάστασης. Παρότι κάθε άλλο παρά πολιτικές, τόσο η “Λάμψη” (1991 -2005) όσο και η “Καλημέρα Ζωή”, ήταν σειρές που εναρμονίζονταν απόλυτα στο ιδεολογικό κλίμα της περιόδου. Η “Λάμψη” μπορεί να περιγραφεί ως μια “Δυναστεία απ’τα Λιντλ”, η δε “Καλημέρα Ζωή” ως “Λάμψη των φτωχών”, καθώς ναι μεν υπήρχε κι εδώ ο κακός μεγιστάνας Λεωνίδας Άρχος (Φαίδων Γεωργίτσης), αλλά ήταν τόσο κακέκτυπο του Γιάγκου Δράκου, που μες στα χρόνια εξαφανίστηκε και η πλοκή επικεντρώθηκε στην οικογένεια Θεοχάρη. Ο Θεοχάρης, ένας τύπος με ροπή στη βία και το αλκοόλ, αλλά τίμιος ως το κόκκαλο και άγρυπνος φρουρός κατά του εγκλήματος, εφάρμοζε τις μεθόδους “σε όποιον αρέσει”,  που θα ‘λεγε κι ο πρόεδρος της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων, επί της οθόνης, με βρισίδια και πολύ ξύλο σε κρατούμενους και υπόπτους, παρότι η αριστερή ιδεολογική ηγεμονία ανάγκασε το Φώσκολο και το υπόλοιπο επιτελείο μετά από μακροχρόνιο κράξιμο να περιορίσουν κάπως τις σχετικές σκηνές. Όχι όμως και άλλες αγαπημένες στιγμές αυτοκαταστροφικών τάσεων του υπαστυνόμου Στάθη Θεοχάρη, όπως η παρακάτω:

Οι δυο σειρές κατόρθωσαν να στείλουν δυο βουλευτές στο ελληνικό κοινοβούλιο τη “Σελήνη αγαπάει Χόχο” Ελένη Κούρκουλα με το ΠΑΣΟΚ και το Θεοχάρη “Σκουλήκι” (ατάκα που κανείς δεν ξέρει με σιγουριά αν εμπνεύστηκε πρώτα ο Φώσκολος ή ο Σεφερλής)  Γιώργο Βασιλείου – που έφυγε πριν λίγα χρόνια από τη ζωή – με τη ΝΔ. Οι σχοινοτενείς επαναλαμβανόμενοι διάλογοι, ιδίως μεταξύ Γιάγκου – Βίρνας άφησαν εποχή, όπως και οι διάφοροι μανιακοί δολοφόνοι με ευφάνταστα ονόματα, και διασημότερο τον vigilante Ευλογητό, που καθάριζε την κοινωνία από βαποράκια, πόρνες και λοιπά μιάσματα με διάφορους ευρηματικούς τρόπους.

Επειδή το πολύ το Κύριε Ελέησον το βαριέται και ο Ευλογητός, κάποια στιγμή αυτά τα αριστουργήματα της μικρής οθόνης κούρασαν το κοινό και αποσύρθηκαν μάλλον αθόρυβα από το τηλεοπτικό σκηνικό, μαζί με τον δημιουργό τους, που πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Η αλήθεια είναι πως το νεορθόδοξο εθνικιστικό ρεύμα της εποχής δεν έχει βρει ακόμα τον καλλιτεχνικό εκφραστή του, ευτυχώς κατά μία άποψη, από την άλλη όμως το έργο του Νίκου Φώσκολου αποτελεί μια ανεξάντλητη παρακαταθήκη πως ίσως δώσει άνθη (του κακού) σε ένα μέλλον κοντινότερο από αυτό που θα θέλαμε να φανταζόμαστε.

Δύσκολες Νύχτες

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: