“Ακόμα με φοβούνται οι Αμερικανοί” – Ένα “χαμίνι” που ξεγλίστρησε από τους δρόμους του Λονδίνου και τη μέγγενη του μακαρθισμού

Ως πρώτος ίσως πραγματικός παγκόσμιος σούπερ σταρ του κινηματογράφου, ο Τσάρλι Τσάπλιν αποτέλεσε από τους θεμελιωτές της “βιομηχανίας ονείρων” του Χόλιγουντ, κυνηγήθηκε όμως ανηλεώς από αυτή όταν κατέστη ύποπτος για τα φρονήματά του την περίοδο του μακαρθισμού.

Υπήρχε μια εποχή που το άκουσμα της λέξης “τραμπ” δεν παρέπεμπε στον πορτοκαλόχρωμο απερχόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ (Trump), αλλά αποκλειστικά στον τύπο του αλητάκου (tramp) που λάνσαρε ο Τσάρλι Τσάπλιν, σε μια από τις πιο αρχετυπικές μορφές του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ως πρώτος ίσως πραγματικός παγκόσμιος σούπερ σταρ του κινηματογράφου, αποτέλεσε έναν από τους θεμελιωτές της “βιομηχανίας ονείρων” του Χόλιγουντ, κυνηγήθηκε όμως ανηλεώς από αυτήν, όταν κατέστη ύποπτος για τα φρονήματά του την περίοδο του μακαρθισμού.

Ο Τσάπλιν σε νεαρή ηλικία

Μπορεί να θεωρείται χιλιοειπωμένο κλισέ, εμπεριέχει ωστόσο ισχυρές δόσεις αλήθειας, πως η ζωή του Τσάπλιν ξεκίνησε σα μυθιστόρημα του Ντίκενς. Γεννήθηκε στις 16 Απριλίου 1889 στο Λονδίνο και οι γονείς του ήταν και οι δυο καλλιτέχνες του Μιούζικ Χολ, που χώρισαν λίγο μετά τη γέννηση του Τσάρλι. Η μητέρα του σύντομα εγκατέλειψε το επάγγελμά της λόγω ψυχολογικών προβλημάτων, ενώ ο πατέρας του δεν πλήρωνε τακτικά διατροφή, με αποτέλεσμα η οικογένεια να ζει σε ακραία φτώχεια.

Ως πεντάχρονος ο μικρός Τσάρλι ξεκίνησε να εμφανίζεται μπροστά σε κοινό λέγοντας τραγούδια, ενώ με μεσολάβηση του πατέρα του εμφανίστηκε στα 9 του χρόνια σε Μιούζικ Χολ. Μετά το θάνατο του πατέρα του από αλκοολισμό, και τους συχνούς εγκλεισμούς της μητέρας του σε ψυχιατρικά ιδρύματα, ο Τσάπλιν και ο ετεροθαλής αδελφός του μπήκαν σε ορφανοτροφείο, ενώ αργότερα ο ίδιος βρέθηκε να περιφέρεται στους δρόμους, σαν το χαρακτήρα που θα καθιέρωνε μερικά χρόνια αργότερα στη μεγάλη οθόνη. Στα 13 του εγκατέλειψε οριστικά το σχολείο, κάνοντας διάφορες δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει.

Η ενασχόλησή του με το θέαμα δε σταμάτησε ωστόσο, και το καλοκαίρι του 1903 έπαιξε τον πρώτο του ρόλο στο θεατρικό “Τζιμ, ένα Ρομάντζο του Κοκέιν”, για να ακολουθήσει ένας μικρός ρόλος στην πολύ πετυχημένη θεατρική διασκευή του Σέρλοκ Χολμς, η οποία περιόδευσε σε όλη την Αγγλία.

Ακολούθησαν μια σειρά ρόλοι με το θίασο του Φρεντ Κάρνο, με αποτέλεσμα το όνομα του νεαρού κωμικού να αρχίσει να γίνεται γνωστό και εκτός Βρετανίας, με τουρ στις ΗΠΑ και τον Καναδά. Στη διάρκεια των περιοδειών, παραγωγοί ταινιών πρόσεξαν τη σπάνια φλέβα του Τσάπλιν, προτείνοντάς του το πρώτο κινηματογραφικό του συμβόλαιο με την Keystone Studios, με πρώτο μισθό τα 150 δολάρια την εβδομάδα.

Ο πρώτος κινηματογραφικός ρόλος του Τσάπλιν ήταν στο μονόπρακτο “Making a living”, όπου υποδύεται έναν κακοποιό. Μη ευχαριστημένος από το κινηματογραφικό αποτέλεσμα, ο Τσάπλιν δημιούργησε τον χαρακτηριστικό τύπου του χαμινιού με τα παλιά παπούτσια, το μεγάλο παντελόνι, το στενό σακάκι και το ψεύτικο μουστάκι, τύπος που εμφανίζεται το 1914 στις ταινίες “Kid Auto Races at Venice” και “Mabel’s Strange Predicament”.

Oι ταινίες του γνώρισαν γρήγορα μεγάλη επιτυχία, την οποία ο ίδιος εξηγούσε ως εξής: “Όλες μου οι ταινίες βασίζονται στην ιδέα να μπλέκω σε μπελάδες ώστε μετά να μπορώ να επιδιώξω απεγνωσμένα να εμφανιστώ ως φυσιολογικός μικρός τζέντλμαν”. Η μορφή του καλόκαρδου ανθρωπάκου που βρίσκει διαρκώς εμπόδια, αλλά δεν το βάζει κάτω, άγγιζε το κοινό, ιδιαίτερα την εργατική τάξη με τη δύσκολη καθημερινότητά της. 

Αλλάζοντας κινηματογραφικά στούντιο, ο Τσάπλιν καθιέρωσε τον ρόλο του πλανόδιου αναξιοπαθούντα, ιδιαίτερα με το εμβληματικό “Ο αλητάκος” (The Tramp), εισάγοντας παράλληλα και ρομαντικά, αλλά ενίοτε ακόμα και δραματικά στοιχεία στις κωμωδίες του.

Από το 1915 η δημοφιλία του απογειώνεται και γύρω από τη μορφή του δημιουργήθηκε μια ολόκληρη βιομηχανία προϊόντων, με κούκλες, κόμιξ και τραγούδια, την πρώτη τέτοιας έκτασης για ηθοποιό – “τσαπλινίτιδα” τη χαρακτήρισε την ίδια χρονιά κινηματογραφικό περιοδικό στις ΗΠΑ – προλειαίνοντας το έδαφος για μια πρακτική που πήρε γιγάντιες διαστάσεις τις επόμενες δεκαετίες και ως σήμερα, χωρίς όμως τότε ο ίδιος ο Τσάπλιν να έχει οποιοδήποτε μερίδιο στα κέρδη.

Στη συνέχεια ο ηθοποιός υπέγραψε με την Mutual Films ένα συμβόλαιο που τον καθιστούσε τον πιο ακριβοπληρωμένο ηθοποιό της εποχής. Οι πιο γνωστές ταινίες εκείνης της περιόδου είναι το “Easy Street”, μια παρωδία των βικτωριανών μελοδραμάτων και το κωμικοτραγικό έργο “Ο μετανάστης”. Ο ίδιος συνήθιζε να περιγράφει αυτή την εποχή ως την πιο δημιουργική κι ευτυχισμένη της καριέρας του. 

Στα τέλη του 1916 ενεπλάκη σε δικαστική διαμάχη, για να αποτρέψει την κυκλοφορία της μη εγκεκριμένης από τον ίδιο βιογραφίας “Η ιστορία του Τσάρλι Τσάπλιν”, κάτι που πέτυχε, ωστόσο με αφορμή τη δίκη, έγινε γνωστό ότι το συμβόλαιο στη Mutual Films του απαγόρευε να δηλώσει εθελοντής στο μέτωπο, προκαλώντας τη μήνι του βρετανικού τύπου εναντίον του. Ο ίδιος ο Τσάπλιν μάλιστα εξαναγκάστηκε τον Αύγουστο του 1917 σε συνέντευξη τύπου να διαβεβαιώσει ότι έτρεφε βαθιά πατριωτικά συναισθήματα.

Αναζητώντας την καλλιτεχνική ανεξαρτησία, ο Τσάπλιν υπέγραψε συμβόλαιο με την First National, εταιρεία με συνέταιρο τον ετεροθαλή αδερφό του Σίντνεϊ Τσάπλιν. Ο ηθοποιός πλέον έγινε και παραγωγός των ταινιών του, με πλήρη πνευματικά δικαιώματα και δικό του στούντιο στο Χόλιγουντ, το οποίο δημιούργησε βάσει των προδιαγραφών που ο ίδιος ονειρευόταν. Την περίοδο εκείνη γυρίζει ταινίες όπως “Σκυλίσια ζωή”, “Μέρα πληρωμής” και ο “Ο Σαρλό στρατιώτης”, που έγινε από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες της καριέρας του.

Το 1918 παντρεύεται την 16χρονη ηθοποιό Μίλντρεντ Χάρις, με την οποία απέκτησαν έναν γιο το 1919, ο οποίος πέθανε τρεις μέρες μετά τη γέννα. Ο γάμος ήταν δυστυχισμένος και επηρέασε και καλλιτεχνικά την αποδοτικότητα του Τσάπλιν. Από το τέλμα τον βγάζει η γνωριμία του με τον τετράχρονο Τζάκι Κούγκαν, με τον οποίο συμπρωταγωνίστησε το 1920 στο θρυλικό “Το χαμίνι”. Η πρεμιέρα της ταινίας, που γνώρισε τεράστια επιτυχία, έγινε το 1921, καθώς η σύζυγός του έκανε αίτηση διαζυγίου, απειλώντας με δήμευση του υλικού της ταινίας.

“Το χαμίνι”

Το 1923 έγινε ιδρυτικό μέλος, μαζί με τους ηθοποιούς Ντάγκλας Φέρμπανκς και Μαίρη Πίκφορντ, όπως και τον σκηνοθέτη D.W. Griffith, της εταιρείας United Artists, μιας προσπάθειας καλλιτεχνών να διαφυλάξουν την ανεξαρτησία τους έναντι των μεγάλων μονοπωλιακών στούντιο της εποχής.

H πρώτη του ταινία στην United Artists, “Oι νύχτες μιας όμορφης γυναίκας” δεν κατέκτησε τις καρδιές του κοινού, καθώς ο ίδιος εμφανίστηκε μόνο σε ρόλο κομπάρσου και το δραματικό περιεχόμενο ξένισε τους θαυμαστές του Τσάπλιν. Ο ίδιος εκείνη την περίοδο προσείλκυε το ενδιαφέρον του κοινού κυρίως λόγω της πολυτάραχης ιδιωτικής του ζωής, που περιλάμβανε μια περιπέτεια με την τότε διάσημη βεντέτα Πόλα Νέγκρι κι έναν αναγκαστικό γάμο με τη 16χρονη ηθοποιό Λίτα Γκρέι, ώστε να περιορίσει την κοινωνική κατακραυγή. Οι δυο τους απέκτησαν έναν γιο το 1926 κι ένα χρόνο μετά χώρισαν μετά από πολύκροτη δίκη. Στο μεταξύ ο Τσάπλιν είχε γυρίσει το “Χρυσοθήρα” (1925), μια από τις καλύτερες ταινίες του, με κωμικά, τραγικά και σουρεαλιστικά στοιχεία, για την οποία ο ίδιος ο δημιουργός έλεγε πως “με αυτή την ταινία θέλω να με θυμούνται”. Κλασική θεωρείται και η ταινία “Το τσίρκο”, που σημαδεύτηκε από πολλά προβλήματα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.

Παρότι είχε ήδη ξεκινήσει η εποχή του ομιλούντος κινηματογράφου, ενώ παράλληλα το οικονομικό κραχ του ’29 οδήγησε σε δυσάρεστες ανακατατάξεις στο Χόλιγουντ, ο Τσάπλιν επέμεινε στο βωβό, γυρίζοντας “Τα φώτα της πόλης” (1931), όπου ο ίδιος συνέθεσε τη μουσική. Ο Τσάπλιν εμφανίστηκε στο γνώριμο ρόλο του αλητάκου που ερωτεύεται μια μουγγή λουλουδού στην αφιλόξενη μεγαλούπολη της κρίσης. Η ταινία, με το ρομαντισμό της, αλλά και τα έντονα στοιχεία κοινωνικής κριτικής, ξεπέρασε κάθε εμπορική και καλλιτεχνική προσδοκία, δικαιώνοντας το δημιουργό της, για την τόλμη του να πάει ενάντια στο ρεύμα. Στα πλαίσια της προώθησης της ταινίας, ο Τσάπλιν βρέθηκε την ίδια χρονιά στο Βερολίνο, όπου τον υποδέχτηκαν μερικές εκατοντάδες ναζί, με αποδοκιμαστικά συνθήματα, τα οποία καταπνίγηκαν από τις ζητωκραυγές του πλήθους των θαυμαστών. Τα Τάγματα Εφόδου αντεκδικήθηκαν πραγματοποιώντας επιθέσεις κατά κινηματογραφικών αιθουσών που πρόβαλαν την ταινία, ενώ μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, οι ταινίες του Τσάπλιν απαγορεύτηκαν ως και την ήττα του Γ’ Ράιχ το 1945. Ο Γκαίμπελς και άλλοι ναζί τον χαρακτήριζαν μάλιστα ως “Εβραίο”, κάτι που ο Τσάπλιν δε διέψευσε παρά πολύ αργότερα, ως ένδειξη αλληλεγγύης στους διωκόμενους από τους ναζί. Παρά τις συναναστροφές του με την αριστερή ιντελιγκέντσια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ο Τσάπλιν αρνήθηκε κατά την επίσκεψή του εκείνη ότι ήταν πολιτικά στρατευμένος καλλιτέχνης.

Ενθαρρυμένος από το πετυχημένο στοίχημα της προηγούμενης ταινίας, ο Τσάπλιν αποτόλμησε άλλη μια βουβή ταινία το 1936. Δεν ήταν άλλη από τους θρυλικούς “Μοντέρνους Καιρούς”, όπου η εισαγωγή ηχητικών εφέ χρησίμευε κυρίως στη διακωμώδηση του ομιλούντος κινηματογράφου, απέναντι στον οποίο δυσπιστούσε ο Τσάρλι, θεωρώντας πως η ταύτιση του πρωταγωνιστή με μια συγκεκριμένη φωνή θα του στοίχιζε την αγάπη του κοινού. Μόνο στο τέλος της ταινίας, ο ηθοποιός λέει ένα τραγούδι σε μια φανταστική γλώσσα, ως επίρρωση του γεγονότος πως δε χρειάζονται λόγια για να πει κανείς μια ιστορία. Για άλλη μια φορά, ο Τσάπλιν βγήκε νικητής, με την ταινία να σαρώνει σε κοινό και κριτικούς. Ο διακριτά αντικαπιταλιστικός τόνος των “Μοντέρνων Καιρών” προκάλεσε ωστόσο και το μένος των συντηρητικών κύκλων στις ΗΠΑ, που άρχισαν να τον κατηγορούν ανοιχτά για φιλοκομμουνιστικές συμπάθειες. Την ίδια χρονιά, ο Τσάπλιν παντρεύτηκε κρυφά την συμπρωταγωνίστριά του Πολέτ Γκοντάρ.

“Μοντέρνοι Καιροί”

Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι κατά του Τσάπλιν ήταν η πρώτη ομιλούσα ταινία του, ο περίφημος “Μεγάλος δικτάτορας”, μια ανοιχτή παρωδία του φασισμού και προσωπικά του Αδόλφου Χίτλερ, που έκανε πρεμιέρα μεσούντος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 15 Οκτωβρίου 1940. Η αντιφασιστική κριτική του Τσάπλιν εμμέσως στοχοποιούσε και τον αμερικανικό μιλιταρισμό, πράγμα που δεν πέρασε από τη λογοκρισία των ΗΠΑ, που απαγόρευσε την προβολή της ταινίας. Μάλιστα, σύμφωνα με την εγγονή του ηθοποιού, Λόρα Τσάπλιν, η Γερμανία, που δε βρισκόταν ακόμα σε πόλεμο με τις ΗΠΑ, είχε απειλήσει με οικονομικές κυρώσεις αν προβαλλόταν η ταινία. Επιπλέον, ο Χίτλερ εξακολουθούσε να έχει συμπάθειες στην άρχουσα τάξη των ΗΠΑ, ως ένας αναγκαίος σύμμαχος κατά του μισητού σοβιετικού κομμουνισμού. Εντέλει, με παρέμβαση του προέδρου Ρούζβελτ η ταινία επιτράπηκε, πραγματοποιώντας για άλλη μια φορά θριαμβευτική πορεία στα ταμεία.

“Ο μεγάλος δικτάτωρ”

Η προσωπική του ζωή παρέμενε τρικυμιώδης, καθώς ο Τσάπλιν χώρισε από την Γκοντάρτ το 1942, έχοντας ήδη δεσμό με τη νεαρή ηθοποιό Τζόαν Μπάρι, η οποία μετά το τέλος της σχέσης τους άρχισε να αναπτύσσει ψυχολογικά προβλήματα και να καταδιώκει τον Τσάπλιν. Το 1943 υποστήριξε πως το παιδί που γέννησε ήταν δικό του, πείθοντας και το δικαστήριο για την πατρότητα, αν και το τεστ αίματος (η μόνη μέθοδος που υπήρχε πριν την ταυτοποίηση με DNA) απέκλειε μια τέτοια πιθανότητα. Ο Τσάπλιν υποχρεώθηκε σε καταβολή υψηλού ποσού στην Μπάρι και το σκάνδαλο επισκίασε έντονα τη φήμη του καλλιτέχνη. Την ίδια χρονιά πάντως παντρεύτηκε την 18χρονη τότε Ούνα Ο’ Νιλ, κόρη του διάσημου θεατρικού συγγραφέα Γιουτζίν Ο’ Νιλ, με την οποία απέκτησαν συνολικά οχτώ παιδιά και έμειναν μαζί ως το θάνατο του Τσάπλιν .

To 1947 ξεκίνησαν οι πολιτικές διώξεις εναντίον του, καθώς τον Οκτώβρη του ίδιου έτους κλήθηκε επανειλημμένα να καταθέσει στη διαβόητη Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων. Ο διευθυντής του FBI Έντγκαρ Χούβερ, πεπεισμένος ότι ο Τσάπλιν ήταν “μπολσεβίκος των σαλονιών του Χόλιγουντ”, έκανε το παν για να του αφαιρεθεί η άδεια παραμονής στις ΗΠΑ, όπου ζούσε ήδη για πάνω από 4 δεκαετίες. Κατόπιν αυτού, το Δεκέμβρη του 1947, ο Τσάπλιν δημοσίευσε σε κυριακάτικη βρετανική εφημερίδα άρθρο με τίτλο “Κηρύσσω πόλεμο στο Χόλιγουντ και τους κατοίκους του!”.

H επέλαση του μακαρθισμού στη χώρα κατέστησε την ατμόσφαιρα ακόμα πιο ασφυκτική για τον ίδιο. Τα πράγματα οδηγήθηκαν στο απροχώρητο, όταν στις 17 Σεπτεμβρίου 1952 ο Τσάπλιν επισκέφθηκε την Αγγλία για την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας το “Τα φώτα της ράμπας”. Μια μέρα μετά, το FBI κατέθεσε στην Υπηρεσία Μετανάστευσης των ΗΠΑ την ανάκληση της άδειας επανεισόδου του Τσάπλιν στη χώρα. Αρχικά ο ηθοποιός έλαβε μεν την άδεια επανόδου, ωστόσο αμέσως μετά του ήρθε τηλεγράφημα, με το οποίο αρχικά υποχρεωνόταν να περάσει από το Ellis Island της Νέας Υόρκης, απ’ όπου περνούσαν επί δεκαετίες οι νεοεισερχόμενοι στις ΗΠΑ, για να εξεταστεί η δυνατότητα επανεισδοχής του ή η απαγόρευσή της “για λόγους ηθικής, υγείας, ψυχικής διαταραχής, στήριξης στον κομμουνισμό ή διασύνδεσης με κομμουνιστές ή φιλοκομμουνιστικές οργανώσεις”.

Την ίδια ακριβώς περίοδο, το FBI, που είχε φάκελο 2000 σελίδων για τον Τσάπλιν, ζητούσε από τη βρετανική μυστική υπηρεσία ΜΙ5 την εξακρίβωση για το αν ο ηθοποιός συναντήθηκε με κομμουνιστικούς κύκλους κατά την επίσκεψή του στο Λονδίνο, κι επίσης αν είχε γεννηθεί με το όνομα Israel Thornstein. Η έρευνα της βρετανικής υπηρεσίας κατέληξε απλά στο ότι δεν υπήρχαν στοιχεία για τον τόπο γέννησης του Τσάπλιν, τουλάχιστον με αυτό το όνομα, ούτε όμως και με το εβραϊκό ονοματεπώνυμο που ανέφερε το FBI, ενώ το πόρισμα ήταν πως ο δημιουργός δε συνιστούσε απειλή για την ασφάλεια της Μ. Βρετανίας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης πως, όπως έγινε γνωστό δεκαετίες μετά το θάνατο του ηθοποιού, το όνομα του Τσάπλιν βρισκόταν σε λίστα που συνέταξε το 1949 ο διάσημος συγγραφέας Τζορτζ Όργουελ για την υπηρεσία πληροφοριών του Υπουργείου Εξωτερικών (IRD), με ονόματα 38 καλλιτεχνών και συγγραφέων ύποπτων για φιλοκομμουνιστικές συμπάθειες.

Μετά από το ταπεινωτικό τηλεγράφημα, ο Τσάπλιν αποφάσισε να εγκαταλείψει τις ΗΠΑ, μετακομίζοντας στην Ελβετία, σε πολυτελή κατοικία κοντά στη λίμνη της Γενεύης. Τις πικρές του εμπειρίες από το κυνήγι μαγισσών, ο Τσάπλιν τις επεξεργάστηκε στη σατιρική αντιμακαρθική ταινία “Ένας βασιλιάς στη Νέα Υόρκη” (1957), που στις ΗΠΑ προβλήθηκε μόλις το 1973 για πρώτη φορά.

Η επόμενη ταινία του “Μια κοντέσα από το Χονγκ – Κονγκ”, παρά τα λαμπερά ονόματα του Μάρλον Μπράντο και της Σοφίας Λόρεν στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και τον ίδιο τον Τσάπλιν σε ένα μικρό ρόλο ως μέλος πληρώματος πλοίου έτυχε μάλλον χλιαρής υποδοχής, με εξαίρεση το τραγούδι των τίτλων This is my song, που γνώρισε διεθνή επιτυχία. Ουσιαστικά έκτοτε ο Τσάπλιν, που ήδη αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, σταμάτησε την παραγωγή πρωτότυπου έργου, ασχολούμενους τα επόμενα χρόνια με επανεκδόσεις παλιότερων επιτυχιών του, όπως “Το Τσίρκο”, το “Χαμίνι” και “Οι νύχτες μιας όμορφης γυναίκας”.

20 χρόνια μετά την “εξορία” του από τις ΗΠΑ, ο Τσάπλιν έλαβε το 1972 βίζα για 10 μέρες, προκειμένου να λάβει το Όσκαρ για τη συνολική προσφορά του έργου του. Κατά τη διάρκεια της τελετής απονομής, το κοινό χειροκροτούσε για 12 λεπτά, που συνιστά αξεπέραστο ρεκόρ στην ιστορία του θεσμού. Ο Τσάπλιν, σύμφωνα με τη μαρτυρία της κόρης του Τζεραλντίν, ξανάνιωσε μετά την επίσκεψη στις ΗΠΑ, σημειώνοντας με ικανοποίηση πως “Ακόμα με φοβούνται οι Αμερικανοί”.

Ο Τσάπλιν με το χρυσό αγαλματίδιο (1972)

Λίγα χρόνια μετά, ο Τσάπλιν έφευγε πλήρης ημερών στα 88 του χρόνια στην Ελβετία, ανήμερα των Χριστουγέννων του 1977. Οι περιπέτειές του ωστόσο δε σταμάτησαν ούτε μετά θάνατον, αφού στις αρχές Μαρτίου 1978 ξεθάφτηκε το πτώμα του από το κοιμητήριο του Corsier-sur-Vevey. Στόχος των απαγωγέων ήταν να εκβιάσουν τους κληρονόμους του Τσάπλιν ώστε να επιστρέψουν το σώμα έναντι 600.000 ελβετικών φράγκων. Τελικά το σχέδιο αποκαλύφθηκε και οι δράστες συνελήφθηκαν, ενώ ο Τσάπλιν ενταφιάστηκε εκ νέου.

Από το 2016 το σπίτι του στη λίμνη της Γενεύης, αποτελεί μουσείο και προστατευόμενο μνημείο του ελβετικού κράτους, ενώ προτομή του Τσάρλι Τσάπλιν βρίσκεται στην προκυμαία του Vevey, έργο του Άγγλου γλύπτη Τζον Ντάμπλντεϊ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: