«Μέρα Μαγιού μού μίσεψες…» – 6 χαρακτικά του Τάσσου για τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου

“Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
Πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου…”

«Μέρα Μαγιού μού μίσεψες…» - 6 χαρακτικά του Τάσσου για τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου

Θεσσαλονίκη. Μάης 1936. Οι απεργοί καπνεργάτες διαδηλώνουν. Μαζί τους σμίγουν σε ανθρώπινα ποτάμια εργάτες από άλλους κλάδους και λαός. Η χωροφυλακή του Μεταξά ματοκυλά τη διαδήλωση. Στις 9 του Μάη η μάνα του 27χρονου αυτοκινητιστή Τάσου Τούση, θρηνεί το δολοφονημένο από τις σφαίρες των χωροφυλάκων παιδί της, που κείτεται πάνω σε μια πόρτα-φορείο στη μέση του δρόμου.

Τον θρήνο της μάνας απαθανατίζει ο φωτογραφικός φακός. Η φωτογραφία που δημοσιεύεται  την επόμενη μέρα στον Ριζοσπάστη, εμπνέει τον Γιάννη Ρίτσο και γράφει τον «Επιτάφιο».

Η πρώτη δημοσίευση του «Επιτάφιου» έγινε στις 12 του Μάη 1936, στον Ριζοσπάστη, και είχε τη μορφή τριών ποιημάτων με τον τίτλο «Μοιρολόι» και υπότιτλο «Στους ηρωικούς εργάτες της Θεσσαλονίκης».

Λίγες μέρες μετά ο Ριζοσπάστης αναγγέλλει τη δημοσίευση ενός τέταρτου ποιήματος του «Επιτάφιου» στο περιοδικό της ΟΚΝΕ «Νεολαία».

Στις 8 του Ιούνη 1936 ο Ριζοσπάστη κυκλοφορεί την έκδοση «Επιτάφιος – Τραγούδια για το μακελειό της Θεσσαλονίκης», με την προσθήκη στα αρχικά ποιήματα και άλλων (σύνολο 14) που στο μεταξύ είχε στείλει ο Ρίτσος στην εφημερίδα. Η δεύτερη έκδοση έγινε το 1956 από τις εκδόσεις «Κέδρος» και σε αυτή συμπεριλήφθηκαν ακόμα 6 ποιήματα, κάτω από τον τίτλο «Επιτάφιος».

Στίχοι από τον «Επιτάφιο» μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη και το έργο κυκλοφόρησε σε δίσκο το 1961.

Το 1979, επέτειο των 70 χρόνων από τη γέννηση του ποιητή, από τις εκδόσεις Κέδρος κυκλοφορεί μια τιμητική έκδοση του «Επιταφίου» με τις ακόλουθες έξι ξυλογραφίες του Τάσσου. Τις συνοδεύουν στίχοι από το ποίημα.

Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
Πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,

Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
Και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;

Με τα χεράκια σου τα δυο, τα χιλιοχαϊδεμένα,
όλη τη γης αγκάλιαζα κι όλ’ είτανε για μένα.

Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα,
τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα.

Και τα συντρόφια σου, καλέ, που τις βραδιές ερχόνταν
και λέαν και λέαν κι απ’ τα ίδια τους τα λόγια εφλογιζόνταν

Και μπάζανε στο σπίτι μας το φως, την πλάση ακέρια,
παιδί μου, θα σε καρτεράν να κάνετε νυχτέρια.

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιέ, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνες
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης

Ω, τι όμορφα σαν σμίγουνε, σαν αγαπιούνται οι άνθρωποι,
φεγγοβολάνε οι ουρανοί, μοσχοβολάνε οι τόποι.

Κι όπως περνάν, λεβέντηδες, γεροί κι αδελφωμένοι,
λέω και θα καταχτήσουνε τη γης, την οικουμένη.

Γλυκέ μου, εσύ δεν χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιέ μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.

…………………………………………………………………………………

Γιέ μου, στ’ αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου· κοιμήσου, εσύ, πουλί μου.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: