Το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους – Ορισμένα Συμπεράσματα

Τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας μπαίνουν στο κρεβάτι του Προκρούστη, τόσο από την επιθετικότητα της τουρκικής αστικής τάξης, που αποτυπώνεται στην προβολή ευρύτερων διεκδικήσεων, όσο και από την ελληνική αστική τάξη που με γνώμονα τη “γεωπολιτική αναβάθμιση” της χώρας και την κατοχύρωσή της ως “εταίρου-κρίκου”, διαπραγματεύεται στο παίσιο των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών ΕΕ και ΝΑΤΟ.

Αντιγράφουμε από το τρέχον διπλό τεύχος της ΚΟΜΕΠ, το τελευταίο κεφάλαιο με τα συμπεράσματα από το εμπεριστατωμένο και πολύ ενδιαφέρον άρθρο της Μαρίνας Λαβράνου: Το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Το άρθρο είναι μεστό, πολυσέλιδο και η δημοσίευση αποσπάσματος εδώ έχει την έννοια της προτροπής να προμηθευτείτε το τεύχος και να το μελετήσετε ολόκληρο.

Η αντιπαράθεση για τις θαλάσσιες ζώνες αντικειμενικά αφορά την ελληνική επικράτεια, υπό την έννοια ότι στην ουσία η ελληνική επικράτεια είναι ενιαία, εκτείνεται σε στεριά και θάλασσα, αφού η Ελλάδα είναι παράκτιο κράτος, και άρα η αμφισβήτηση της ύπαρξης ή του εύρους θαλάσσιων ζωνών, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ανοίγει ζητήματα αλλαγής συνόρων. Οποιαδήποτε συζήτηση για αλλαγή συνόρων φέρνει ακόμα πιο κοντά το ενδεχόμενο μικρότερης ή μεγαλύτερης στρατιωτικής σύγκρουσης στο πλαίσιο του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού (για αγορές, δρόμους μεταφοράς, πηγές ενέργειας).

Τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας μπαίνουν στο κρεβάτι του Προκρούστη, τόσο από την επιθετικότητα της τουρκικής αστικής τάξης, που αποτυπώνεται στην προβολή ευρύτερων διεκδικήσεων, όσο και από την ελληνική αστική τάξη που με γνώμονα τη “γεωπολιτική αναβάθμιση” της χώρας και την κατοχύρωσή της ως “εταίρου-κρίκου”, διαπραγματεύεται στο παίσιο των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών ΕΕ και ΝΑΤΟ. Άλλωστε η γενικότερη εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων είναι ήδη μια πραγματικότητα για τα κράτη στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών οργανισμών, έχει αποτυπωθεί και στο ελληνικό Σύνταγμα, με τις γνωστές και βαρύτατες συνέπειες για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα. Προετοιμάζεται έτσι το έδαφος για απαράδεκτες για το λαό συμφωνίες, προκειμένου να εξυπηρετηθούν συμφέροντα ξένων, αλλά και εγχώριων μονοπωλίων, προκειμένου να διευκολυνθούν οι σχεδιασμοί ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και ΕΕ στην ευρύτερη περιοχή, με βάση και τη συνεχόμενη όξυνση του ανταγωνισμού με Ρωσία και Κίνα και με δεδομένο το διακηρυγμένο στόχο της ελληνικής αστικής τάξης για αναβάθμιση της γεωστρατηγικής της θέσης στην ευρύτερη περιοχή.

Γι’ αυτό και αποτελεί αυταπάτη η άποψη περί εξασφάλισης της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή, για δίκαιη επίλυση των διαφορών προς όφελος των λαών της περιοχής, με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και ΕΕ. Η όξυνση του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού και η προώθηση των συμφερόντων της κάθε αστικής τάξης είναι ο βασικός μπούσουλας των αστικών κυβερνήσεων στο πλαίσιο των διεθνών συναντήσεων και συμφωνιών, όπως και των διεκδικήσεων. Η δε συζήτηση στα αστικά επιτελεία για την ανάγκη δήθεν διαμόρφωσης “εθνικής στρατηγικής”, ενώ αυτή ήδη υπάρχει και με την οποία συμφωνούν ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ και διαγκωνίζεται για το ποιος μπορεί καλύτερα να την εξασφαλίσει, στόχο έχει να υποτάξει την εργατική τάξη και το λαό στα συμφέροντα της αστικής τάξης, να αποδεχτούν τα δικά της συμφέροντα ως “εθνικά”, ως συμφέροντα όλης της κοινωνίας. Προβάλλουν το επιχείρημα ότι η “εθνική στρατηγική” μπορεί να αποτρέψει την τουρκική επιθετικότητα, ότι σε συνθήκες εντάσεων και προκλήσεων πρέπει να υπάρχει συναίνεση στα “μεγάλα θέματα”, όπως της εξωτερικής πολιτικής. Έχουν στόχο, σε συνθήκες που οξύνεται ο ανταγωνισμός, που η ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων είναι προαπαιτούμενο, όχι μόνο να αποδεχτεί ο λαός τις νέες θυσίες που θα υποστεί, αλλά ενεργητικά να τις υπερασπίζεται.

Αποτελεί επίσης αυταπάτη ότι η εφαρμογή του Διεθνούς Δκαίου και ειδικά του Δικαίου της Θάλασσας, αρκεί για να λυθούν οι διαφορές στο πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Το Δίκαιο της Θάλασσας ως τμήμα του Διεθνούς Αστικού Δικαίου καθορίζεται από τις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας. Άλλωστε, οι “διπλωματικές ενέργειες” κατά την προπαρασκευή των διεθνών κανόνων, η ίδια η μακρόχρονη κωδικοποιητική προσπάθεια του Δικαίου της Θάλασσας, το γενικό και αφηρημένο περιεχόμενο της πλειοψηφίας των άρθρων, η νομολογία που προηγήθηκε της συγκρότησης των κανόνων, αλλά και η νομολογία που ακολούθησε, με τις σε πολλά σημεία αντιφατικές αποάσεις για ίδια ζητήματα, όχι μόνο αποτυπώνουν τους σφοδρούς ανταγωνισμούς που εξελίσσονται σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής ειρήνης μέχρι να συμφωνήσουν τα αντιμαχόμενα μέρη, αλλά αξιοποιούνται και ως μέσο πίεσης στην εντεινόμενη ενδοϊμπεριαλιστική αντοπαράθεση. Πόσο μάλλον που το Δίκαιο της Θάλασσας αφορά ένα νευραλγικό κομμάτι της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, που περιλαμβάνει το θαλάσιο δίκτυο μεταφορών, την εκμετάλλευση των φυσικών και ζώντων πόρων των βυθών, την εκμετάλλευση των υδάτων, των ρευμάτων και των υπερκείμενων ανέμων για την παραγωγή ενέργειας. Συγκρούονται λοιπόν τόσο μονοπωλιακοί όμιλοι μεγαθήρια (εφοπλιστικό κεφάλαιο, ενεργειακοί κολοσσοί κοκ) όσο και η πλειοψηφία των καπιταλιστικών κρατών (ακόμα και κάποια που δε βρέχονται από θάλασσα). Η δε οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών αποτελεί κρίσιμο ζήτημα όχι μόνο για τμήματα του κεφαλαίου εκείνα που επιδιώκουν την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου και τον έλεγχο των δρόμων μεταφοράς τους, αλλά και για τα τμήματα εκείνα που προωθούν την ενίσχυση του “Πράσινο New Deal”, καθώς τα θαλάσσια ύδατα και οι υπερκείμενοι σε αυτό άνεμοι είναι “ζωτικός χώρος”, πχ για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος (μέσω της δημιουργίας αιολικών πάρκων στη θάλασσα κλπ).

Ψευδεπίγραφη είναι και η “υπόσχεση” αποτροπής του πολέμου μέσω της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο, αφού οι αποφάσεις του, όπως εκτέθηκαν αναλυτικότεροα παραπάνω, καθορίζονται από τον κάθε φορά συσχετισμό δύναμης μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων αστικών τάξεων, όχι μόνο όσων προσφεύγουν σε αυτό, αλλά και των συμμάχων τους. Γι’ αυτό είναι ανεδαφική κι επικίνδυνη η προβολή της προσφυγής στα διεθνή δικαστήρια ως λύσης, για την αποτροπή πολεμικής σύγκρουσης με την Τουρκία, για την οριστική διευθέτηση της διαφοράς. Αντίστοιχα και η επιλεκτική παρουσίαση αποφάσεων των διεθνών δικαστηρίων, που τάχα είτε δικαιώνουν τις θέσεις της ελληνικής αστικής τάξης είτε τις καταδικάζουν είτε αποτελούν δήθεν παράδειγμα απονομής “πραγματικής δικαιοσύνης”, “χρυσής τομής” που θα επιλύσει τις διαφορές των δύο χωρών. Μια αναλυτική ματιά στη νομολογία αποκαλύπτει ότι οι αποφάσεις των διεθνών δικαστηρίων είναι αποτέλεσμα σφοδρότατων ανταγωνισμών μεταξύ καπιταλιστικών κρατών, με κανόνα την επικράτηση του ισχυρότερου, που αποτυπώνεται και στις εκ διαμέτρου αντίθετες αποφάσεις για γενικά όμοιες διαφορές.

Εξίσου επικίνδυνη είναι και η λογική που εκφράζεται από φορείς του οπορτουνισμού ότι οι διαφορές αυτές δεν αφορούν το λαό και τα παιδιά του, αφού εκφράζουν ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Η λογική αυτή αδιαφορεεί για την υπεράσπιση των συνόρων από τη σκοπιά των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων και των μελλοντικών δυνατοτήτων της εργατικής εξουσίας. Αφήνει αθωράκιστο το εργατικό-λαϊκό κίνημα απέναντι στα προωθούμενα σχέδια συνδιαχείρισης και συνεκμετάλλευσης στο Αιγαίο προς όφελος των μονοπωλιακών ομίλων, στα σχέδια αλλαγής συνόρων που θα σηματοδοτήσουν νέο κύκλο εντάσεων, προκλήσεων, διεκδικήσεων, φέρνοντας έτσι ακόμα πιο κοντά το ενδεχόμενο και στρατιωτικής εμπλοκής. Η λογική αυτή τελικά εγκλωβίζει το εργατικό-λαϊκό κίνημα στους σχεδιασμούς της αστικής τάξης. Το ίδιο και η φαινομεικά αντίθετη λογική που, αναπαράγοντας τη χρεοκοπημένη θεωρία της υποταγμένης σε ξένα κέντρα ελληνικής αστικής τάξης, καλεί το λαό να αντιταχτεί στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και να αποδεσμευτεί η χώρα από ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, ξεκόβοντας την πάλη αυτή από την πάλη για εργατική εξουσία, ενώ μόνο με την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη, με την προωθητική δύναμη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά προς όφελος του λαού οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί.

Αντίστοιχα, επικίνδυνη είναι και η άποψη που διακινείται από μερίδα του οπορτουνισμού ότι η οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας δεν αφορά την επικράτεια, τα σύνορα της χώρας, ότι “πρόκειται για τη δεύτερη φάση της ιμπεριαλιστικής/καπιταλιστικής εποχής, με έμφαση αυτήν τη φορά όχι στη στεριά, αλλά και στη θάλασσα”, με στόχο μεταξύ άλλων να «ελέγξει και τις περιοχές που αποτελούν ‘ανοιχτή θάλασσα”». Συνειδητά αποκρύπτον ότι καταρχήν το καθεστώς της ανοιχτής θάλασσας είναι άρρηκτα δεμένο με την εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων των μονοπωλίων και των αστικών τάξεων, πρόκειται για ένα συμβιβασμό προκειμένου να υλοποιούνται μια σειρά ζωογόνες για το κεφάλαιο “ελευθερίες”, όπως αυτή της ναυσιπλοΐας. Προφανώς αυτός ο συμβιβασμός διατηρείται όσο εξυπηρετεί τα αντικρουόμενα συμφέροντα αστικών τάξεων και ιμπεριαλιστικών οργανισμών.

Το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή κάλεσε σε επαγρύπνηση και ετοιμότητα το λαό, να μη δείξει καμία εμπιστοσύνη στην αστική τάξη και τα κόμματά της, στις αστικές κυβερνήσεις, και να αντιπαρατεθεί με την “εθνική στρατηγική” των ιμπεριαλιστικών σχεδίων συνεκμετάλλευσης την οποία προβθούν διαχρονικά ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα. Να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι στα σχέδια καταλήστευσης από μονοπωλιακούς ομίλους του θαλάσσιου πλούτου της χώρας μας. Να παλέψει ενάντια στα σχέδια που προετοιμάζουν το αιματοκύλισμα των λαών της περιοχής μας.

Το ΚΚΕ πρωτοστατεί στην αποκάλυψη αυτών των σχεδιασμών, στην ανάδειξη των συνολικότερων σχεδίων που προωθούνται στην περιοχή από ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και ΕΕ, στην οργάνωση της πάλης ενάντια στο σύστημα που γεννά πολέμους, προσφυγιά, ανεργία, κρίσεις. Πρωτοστατεί για να ανοίξει ο δρόμος της πραγματικής ειρήνης και φιλίας των λαών, όταν σε κάθε χώρα την εξουσία θα την έχει η εργατική τάξη και οι συμφωνίες θα έχουν ως αφετηρία την αλληλεγγύη και την ευημερία των λαών της περιοχής και η εκμετάλλευση του θαλάσσιου πλούτου θα γίνεται με κριτήριο τις λαϊκές ανάγκες. Τα σύνορα θα χαράσσονται σε αυτήν τη βάση, με αντικειμενικά κριτήρια, όπως η μέση γραμμή. Και για να ανοίξει αυτός ο δρόμος, χρειάζεται να γίνει βαθιά συνείδηση ότι καμιά επιδιαιτησία του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, καμία προσωρινή συμφωνία μεταξύ των αστικών τάξεων δεν αποτρέπει τον κίνδυνο πολεμικής σύγκρουσης.

Άλλωστε, όπως επισημαίνει ο Λένιν μιλώντας σε κοινή συνεδρίαση της Πανρωσικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής και του Σοβιέτ Μόσχας για την εξωτερική πολιτική, το Μάη του 1918: “(Σύντροφοι), εσείς ξέρετε τι αξία έχουν οι συνθήκες και τι αξία έχουν οι νόμοι μπροστά στο ξέσπασμα των διεθνών συγκρούσεων -δεν είναι παρά ένα κομμάτι χαρτί. (…) Συνήθως αυτά τα λόγια τα αναφέρουμε και τα θυμόμαστε σα δείγμα του κυνισμού της εξωτερικής πολιτικής του ιμπεριαλισμού, ο κυνισμός όμως αυτός δε βρίσκεται σ’ αυτές τις λέξεις, αλλά στον αμείλικτο και βασανιστικό αμείλικτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, όπου όλες οι συνθήκες ειρήνης και όλοι οι νόμοι ποδοπατούνται και θα ποδοπατούνται, όσο θα υπάρχει καπιταλισμός”.

Μόνο η εργατική εξουσία, η οικοδόμηση του σοσιαλισμού μπορεί να εξασφαλίσει την υπεράσπιση της ειρήνης, της πατρίδας και των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης και του λαού, να εκμεταλλευτεί προς όφελος των κοινωνικών αναγκών τις πλουτοπαραγωγικές πηγές, να συνάψει σχέσεις ειλικρινούς αλληλεγγύης, αμοιβαίου οφέλους με τους γείτονες λαούς, να εξασφαλίσει τελικά την ειρήνη στην περιοχή.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: