30 χρόνια μετά – Η Συνθήκη του Μάαστριχτ και τα παραμύθια περί «σύγκλισης»

Τα ιδεολογήματα της αστικής τάξης ότι τα κριτήρια της σύγκλισης και το ενιαίο νόμισμα θα οδηγήσουν σε μια γοργή άνοδο της λαϊκής ευημερίας στην Ελλάδα αποδείχτηκαν «καθρεφτάκια για ιθαγενείς». «Σύγκλιση» υπήρξε, αλλά «σύγκλιση προς τα κάτω», προς μια οδυνηρή πραγματικότητα για όλους τους λαούς των κρατών – μελών της ΕΕ…

Η συμπλήρωση φέτος 30 χρόνων από την ψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ από όλα τα αστικά κόμματα στην Ελλάδα (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝ) συνιστά μια καλή ευκαιρία για το επαναστατικό κίνημα να εντείνει τις προσπάθειές του για την αποκάλυψη του αντιδραστικού χαρακτήρα της «λυκοσυμμαχίας» της ΕΕ. Η ανακοίνωση του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ έδωσε με συμπυκνωμένο και παραστατικό τρόπο τα ολέθρια για την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα αποτελέσματα της πορείας των 30 αυτών χρόνων1.

Ολο αυτό το διάστημα, ένα από τα κεντρικά ζητήματα της ιδεολογικής αντιπαράθεσης με την αστική τάξη και τα παντός είδους και απόχρωσης επιτελεία της είναι αυτό της περιβόητης «σύγκλισης» των καπιταλιστικών οικονομιών, σύγκλιση που θα ερχόταν δήθεν μέσα από την αυστηρή και συντεταγμένη εφαρμογή ενός πλέγματος κατευθύνσεων της Κομισιόν από όλα τα κράτη – μέλη.

Θυμίζουμε ότι η Συνθήκη του Μάαστριχτ, θέτοντας ως θεμέλιο της ΕΕ την «αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό» και τις 4 ελευθερίες κίνησης (κεφαλαίων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και εργατικού δυναμικού), προσδιόρισε μια σειρά ενιαίους στόχους («κριτήρια σύγκλισης» – για το ύψος του πληθωρισμού, των ελλειμμάτων, του δημόσιου χρέους, των επιτοκίων) που τα κράτη – μέλη έπρεπε να επιτύχουν, προκειμένου να ενταχθούν στην Οικονομική και Νομισματική Ενωση και να συμμετέχουν στο ενιαίο νόμισμα.

Οι στόχοι αυτοί προβλήθηκαν από όλο το αστικό πολιτικό φάσμα ως μια υποτιθέμενη δυνατότητα της καπιταλιστικής Ελλάδας να προσεγγίσει τις πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες. Παράλληλα, αναπτύχθηκε, ιδιαίτερα από τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας (ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, Συνασπισμός/ΣΥΡΙΖΑ) μια αποπροσανατολιστική φιλολογία ότι η «σύγκλιση» των οικονομιών θα οδηγούσε δήθεν σε μια ενίσχυση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων των λαϊκών στρωμάτων στην Ελλάδα, σε μια προσέγγιση του επιπέδου διαβίωσης στη χώρα με αυτό των πιο ανεπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών.

Οι αστικές διακηρύξεις και η πραγματικότητα

Η προπαγανδιστική αυτή εκστρατεία επιχειρεί να συγκαλύψει ότι τα «κριτήρια σύγκλισης» του Μάαστριχτ έχουν ένα καθοριστικό και αυστηρά ταξικό ζητούμενο: Να εξασφαλίσουν τη συμπόρευση των καπιταλιστικών οικονομιών σε επίπεδο ΕΕ, στο μέτρο και στο βαθμό που κάτι τέτοιο εξυπηρετεί την ενίσχυση του μονοπωλιακού κεφαλαίου στην παγκόσμια διαπάλη με τους ανταγωνιστές του.

Η ταξική αυτή στόχευση υπέρ του κεφαλαίου εξηγεί και το γιατί όλες οι μεταγενέστερες πολιτικές συνθήκες και αποφάσεις της ΕΕ (Σύμφωνο Σταθερότητας, Συνθήκη του Αμστερνταμ, στρατηγική της Λισαβόνας, στρατηγική «Ευρώπη 2020», «Σύμφωνο για το Ευρώ +»), που αποφασίστηκαν και υλοποιήθηκαν ενιαία από μια βεντάλια συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατικών αστικών κυβερνήσεων, έχουν ως καθοδηγητικό τους νήμα την ενίσχυση της «παραγωγικότητας» και της «ανταγωνιστικότητας» των καπιταλιστικών οικονομιών. Της δυνατότητας, δηλαδή, των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, μέσα από την πολύπλευρη στήριξη και με ποταμούς ζεστού χρήματος να τονώσουν τις επενδύσεις τους, να αντισταθμίσουν την «ανίατη αρρώστια» του καπιταλισμού που οδηγεί στην τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει, να παράγουν φθηνότερα από τους διεθνείς ανταγωνιστές και να αυξήσουν έτσι την κερδοφορία τους.

Και επειδή ο τροφοδότης όλων των κερδών του κεφαλαίου είναι η εκμετάλλευση της ζωντανής ανθρώπινης εργασίας και η υπεραξία που παράγει, οι συνθήκες αυτές της ΕΕ μεθοδικά υπονόμευσαν, απ’ άκρη σ’ άκρη στην ΕΕ, όλες τις κατακτήσεις που είχε πετύχει το εργατικό κίνημα. Αύξησαν δραματικά την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, μέσα από ένα τεράστιο πλέγμα αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων που περιλαμβάνει την κατάργηση του σταθερού ημερήσιου εργάσιμου χρόνου και τη ραγδαία επέκταση των ελαστικών μορφών εργασίας, την παράδοση της Κοινωνικής Ασφάλισης στο κεφάλαιο και την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης στη βάση του «προσδόκιμου ζωής», την εμπορευματοποίηση των τομέων Υγείας, Παιδείας, Πρόνοιας, τις μειώσεις μισθών, την κατάργηση των ΣΣΕ, την περικοπή των επιδομάτων ανεργίας και τη λήψη τους με πολύ αυστηρές προϋποθέσεις και τόσα άλλα.

Τα ιδεολογήματα της αστικής τάξης ότι τα κριτήρια της σύγκλισης και το ενιαίο νόμισμα θα οδηγήσουν σε μια γοργή άνοδο της λαϊκής ευημερίας στην Ελλάδα αποδείχτηκαν «καθρεφτάκια για ιθαγενείς». «Σύγκλιση» υπήρξε, αλλά «σύγκλιση προς τα κάτω», προς μια οδυνηρή πραγματικότητα για όλους τους λαούς των κρατών – μελών της ΕΕ, όπου το μερίδιο της «πίτας» που καρπώνονται ολοένα και μειώνεται, με αντίστοιχη διεύρυνση του μεριδίου της χούφτας των κοινωνικών παράσιτων, των μεγαλομετόχων των ομίλων.

Τα αποτελέσματα των πολιτικών της αντιδραστικής συμμαχίας της ΕΕ τα νιώθουν καθημερινά στο πετσί τους οι εργαζόμενοι. Είναι όμως τόσο εξόφθαλμα που ούτε τα ίδια τα αστικά επιτελεία δεν μπορούν να τα αγνοήσουν, φοβούμενα ότι μπορεί να αποτελέσουν το φιτίλι μιας ριζοσπαστικοποίησης και έντασης της ταξικής πάλης.

Πώς θα μπορούσε κανείς να αγνοήσει το γεγονός2 ότι, μεταξύ 2009 και 2020, οι συνολικές απολαβές των εργαζομένων στην Ελλάδα (περιλαμβανομένων των ασφαλιστικών εισφορών) μειώθηκαν από τα 85 δισ. ευρώ στα 66 δισ. ευρώ (προ φόρων και κρατικών ρυθμίσεων αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου προς όφελος των μονοπωλίων); Η ίδια η Εκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας αναγκάζεται να επισημάνει ότι το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που βρίσκεται «σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό» παραμένει στα επίπεδα του 30% και ότι «ο δείκτης φτώχειας σε απόλυτους όρους… έχει σημειώσει μεγάλη αύξηση τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια» (από 18,9% το 2008 στο 42% το 2018)3.

Οι νέες κάλπικες υποσχέσεις και η ανισόμετρη ανάπτυξη

Η συζήτηση που γίνεται σήμερα ανάμεσα στα αστικά κόμματα στην Ελλάδα δεν αφορά κάποια αμφισβήτηση του συνολικού πλαισίου αποσάθρωσης των εργασιακών σχέσεων (που όλα τους έχουν θεσμοθετήσει ως διαδοχικοί κυβερνητικοί διαχειριστές), αλλά το μείγμα των διορθωτικών πολιτικών (π.χ. επίπεδο κατώτατου μισθού, διευθέτηση μέσω ΣΣΕ – ΣΥΡΙΖΑ, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα κ.τ.λ.) που θα λειάνει κάποιες «ακραίες» εκφράσεις της εφαρμοζόμενης πολιτικής και θα ενσωματώσει μέρος της δυσαρέσκειας.

Το ΚΚΕ είχε αποκαλύψει έγκαιρα το παραμύθι της «σύγκλισης» με την Απόφαση της Ευρείας Συνόδου της ΚΕ (16-17/5/1992). «Ενώ λοιπόν η θεωρητική και εμπειρική ανάλυση αποδεικνύει την ουτοπία της οικονομικής σύγκλισης, της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής (…) οι θεσμοί, τα μέτρα και οι διακανονισμοί που προβλέπει γι’ αυτή τη διαδικασία θα προκαλέσουν ένα καινούργιο σοκ στην εθνική οικονομία και το κυριότερο στους εργαζόμενους».4

Οι εκτιμήσεις αυτές του ΚΚΕ θεμελιώνονταν στέρεα στις νομοτέλειες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, όπως αυτές έχουν αναλυθεί από τους κλασικούς του Μαρξισμού – Λενινισμού. Οπως έθετε το ζήτημα επιγραμματικά ο Λένιν, «στις συνθήκες του καπιταλισμού είναι αδύνατη μια ισόμετρη οικονομική ανάπτυξη των διαφόρων οικονομιών και των διαφόρων κρατών (…) Η ανισόμετρη οικονομική και πολιτική ανάπτυξη είναι απόλυτος νόμος του καπιταλισμού».5

Η ανισομετρία αυτή, που σημαδεύει τον καπιταλισμό από τα γεννοφάσκια του, οξύνεται ακόμα περισσότερο στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού λόγω της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου στα μονοπώλια και της πάλης τους για το μοίρασμα των αγορών.

Η διαμόρφωση προσωρινών συμμαχιών ανάμεσα σε καπιταλιστικά κράτη (όπως η ΕΕ) και οι συμφωνίες μεταξύ τους για το μοίρασμα της λείας γίνονται πάνω στο έδαφος της διαφορετικής ισχύος της κάθε χώρας στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Η διαφορετική ισχύς της κάθε χώρας καθορίζει και τις δυνατότητές της να προωθεί στα πλαίσια της συμμαχίας τα συμφέροντα των μονοπωλιακών της ομίλων. Τα κράτη – μέλη μιας συμμαχίας μπορεί να καταλήξουν σε συμφωνίες για την εναρμόνιση επιμέρους πλευρών της πολιτικής τους (όπως τα «κριτήρια σύγκλισης»), στο βαθμό που κάτι τέτοιο εξυπηρετεί κοινά συμφέροντα των μονοπωλιακών τους ομίλων.

Συγκεκριμένοι οικονομικοί δείκτες μπορεί λοιπόν να συγκλίνουν μεταξύ των μελών της συμμαχίας, όπως συνέβη με τους δείκτες του Μάαστριχτ, μια που αποτελούσαν προϋπόθεση για να υιοθετηθεί το ενιαίο νόμισμα ως ένα εργαλείο ανταγωνισμού στη διεθνή αγορά. Ο σιδερένιος όμως νόμος της ανισομετρίας στην καπιταλιστική ανάπτυξη δεν παύει ούτε στιγμή να ενεργεί. Βάζει την καθοριστική του σφραγίδα στη διαφοροποιημένη από χώρα σε χώρα ανάπτυξη κρίσιμων οικονομικών δεικτών, όπως το ΑΕΠ, η παραγωγικότητα της εργασίας, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, η τιμή της εργατικής δύναμης, το επίπεδο των ενεργειακών και μεταφορικών υποδομών κ.τ.λ.

Οι συνεπαγόμενες αποκλίσεις μεταξύ των χωρών στους δείκτες αυτούς λειτουργούν αντίρροπα προς τις όποιες συγκλίσεις άλλων δεικτών. Βάζουν κατά καιρούς πάλι στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης μια σειρά ζητήματα (π.χ. τη χαλάρωση ή μη των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας). Οδηγούν μέχρι και στη συνολική αμφισβήτηση της ίδιας της συμμαχίας από κάποια μέλη της (βλέπε π.χ. Brexit).

Το έδαφος επομένως της όποιας σύγκλισης, του όποιου νέου συμβιβασμού (όπως αυτός που επιτεύχθηκε ανάμεσα στις αστικές τάξεις της ΕΕ για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021-2027) είναι εξαρχής ναρκοθετημένο από την ανισόμετρη ανάπτυξη των καπιταλιστικών οικονομιών.

Η συνεχής διελκυστίνδα στοιχείων σύγκλισης και απόκλισης και η συνύπαρξη κεντρομόλων και φυγόκεντρων τάσεων στα πλαίσια των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών δεν πρέπει να οδηγούν σε καμία επανάπαυση το επαναστατικό εργατικό κίνημα.

Από τη μια μεριά, τόσο τα βήματα εκείνα που ενισχύουν τη συνοχή της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας της ΕΕ όσο και αντίθετοι αστικοί σχεδιασμοί που προφασίζονται μια ανεξάρτητη πορεία της μιας ή της άλλης καπιταλιστικής χώρας (χαρακτηριστικά τα συνθήματα «θέλουμε πίσω τη χώρα μας» και «ας πάρουμε πάλι τον έλεγχο» των δυνάμεων του Brexit) έχουν σταθερά στο στόχαστρό τους την εργατική τάξη.

Από την άλλη μεριά, όσο περισσότερο οι αστικές τάξεις βρίσκονται αντιμέτωπες με τις αντιφάσεις του ίδιου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, τόσο θα εντείνουν τις προσπάθειες ιδεολογικής χειραγώγησης και εξαπάτησης των λαϊκών στρωμάτων και θα επαναφέρουν τα παραμύθια περί «σύγκλισης» δικαιωμάτων και περί «κοινωνικού κράτους», εμφανίζοντας το αστικό κράτος ως δήθεν αντίβαρο στις αγορές.

Για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, τα όποια μέτρα και μεταρρυθμίσεις σχεδιάζουν σήμερα οι αστικές τάξεις για «μια βιώσιμη επανασύγκλιση»6, δεν είναι παρά «άνθρακες ο θησαυρός»! Απαιτείται γι’ αυτό ένταση της ιδεολογικής διαπάλης, ώστε να θωρακίζονται πλατιά στρώματα εργαζομένων απέναντι στην αστική προπαγάνδα, να κατανοούν τον αντιδραστικό χαρακτήρα της ΕΕ, να μην εστιάζουν στο αστικό ψευτοδίλημμα «ευρώ ή εθνικό νόμισμα», αλλά να αντιλαμβάνονται ότι ο πραγματικός βραχνάς για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών τους είναι οι ίδιες οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.

Σημειώσεις:

1. «Για τα 30 χρόνια από τη συνθήκη του Μάαστριχτ», Ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «Ριζοσπάστης» 12-13/2/2022.

2. EUROSTAT, GDP and main components (output, expenditure and income), https://ec.europa.eu/eurostat/databrowser/view/NAMA_10_GDP__custom_2091993/default/table?lang=en.

3. Εκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας για το έτος 2020 (Απρίλης 2021), σελ. 138-139.

4. «Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ενωση και οι θέσεις του ΚΚΕ, Απόφαση της Ευρείας Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (16-17 Μάη 1992), «Ριζοσπάστης» 24/5/1992

5. Β. Ι. Λένιν, «Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», Απαντα, τόμος 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 361-362.

6. «Εγγραφο προβληματισμού σχετικά με την εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης», Ευρωπαϊκή Επιτροπή, COM (2017) 291 της 31/5/2017, σελ. 12-13.

Του Βασίλη Όψιμου
(Ο Β. Όψιμος είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ_
Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: