Κώστας Μαραγκουδάκης: Η δράση της ΕΣΑΚ στην περίοδο της 7χρονης Δικτατορίας (1967-1974)

Η ανάπτυξη της ΕΣΑΚ, σαν ευρύτερου μαζικού φορέα και συντονιστή του αγώνα της εργατικής τάξης, ήταν, πάντα, στην πρώτη γραμμή των ενδιαφερόντων, των παράνομων τότε καθοδηγητικών οργάνων του ΚΚΕ, όλων των στελεχών του κόμματος που συμμετείχαν στον αντιδικτατορικό αγώνα.

Στις 3 του Απρίλη 1968 συγκροτείται στη Ρώμη η Ενιαία Συνδικαλιστική Αντιδικτατορική Κίνηση (ΕΣΑΚ). Η ΕΣΑΚ αποτέλεσε τον πόλο συσπείρωσης του ΚΚΕ στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, αφότου το Αντιδικτατορικό Εργατικό Μέτωπο (ΑΕΜ) που είχε συγκροτηθεί τον Αύγουστο του 1967, έγινε μετά τη διάσπαση του Κόμματος (12η Πλατιά Ολομέλεια, 1968) η συνδικαλιστική παράταξη του λεγόμενου «ΚΚΕ εσωτερικού».

Ο αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης Κώστας Μαραγκουδάκης, στέλεχος του ΚΚΕ και πρόεδρος επί σειρά ετών του Ιδρύματος «Σπίτι του Αγωνιστή», υπήρξε δραστήριο συνδικαλιστικό στέλεχος, διατελώντας ανάμεσα σε άλλα πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Λογιστών (ΠΟΛ) για πολλά χρόνια, ενώ διετέλεσε γενικός γραμματέας του Εθνικού Αντιδικτατορικού Συμβουλίου Εργαζομένων και γραμματέας και αντιπρόεδρος της ΕΣΑΚ-Σ.

Το άρθρο του Κώστα Μαραγκουδάκη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εργατοϋπαλληλική Φωνή» (Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 1995) και περιλαμβάνεται στον τόμο «Κώστας Μαραγκουδάκης: 80 χρόνια αγώνες για Λευτεριά – Κοινωνική Απελευθέρωση)», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εντός». Η φωτογραφία προέρχεται από το ίδιο βιβλίο.

Κώστας Μαραγκουδάκης: Η δράση της ΕΣΑΚ στην περίοδο της 7χρονης Δικτατορίας (1967-1974)

Επίσκεψη ομάδας ΕΣΑΚιτών και του Κώστα Μαραγκουδάκη στη Λ.Δ. της Βουλγαρίας. Εδώ με στελέχη των βουλγάρικων συνδικάτων

Με την επιβολή της ξενοκίνητης δικτατορίας (1967-’74), η φασιστική στρατοκρατία κατάφερε καίριο πλήγμα στα συνδικάτα της χώρας: πρώτα απ’ όλα στα σωματεία βάσης με ταξική κατεύθυνση, σε Ομοσπονδίες και Εργατικά Κέντρα. Με την εγκάθετη διοίκηση της ΓΣΕΕ των Μακρήδων, η στρατοκρατία βρέθηκε στον ίδιο παράλληλο. Η Μακρική διοίκηση παρέμεινε ως το τέλος Ιούλη 1969. Τα περιουσιακά στοιχεία των εργατικών οργανώσεων, που με «διατάγματά» της διέλυσε η χούντα, κατασχέθηκαν ή ληστεύθηκαν. Τα ιστορικά αρχεία τους κλάπηκαν ή καταστράφηκαν σε αποθήκες. Οι αρνητές της δημοκρατίας, της ιστορίας και του πολιτισμού μας, δείξανε πλήρη αδιαφορία για την καταστροφή αρχειακού υλικού δεκαετιών που έκλεινε στις σελίδες του την αυθεντική ιστορία πολύχρονων κοινωνικών αγώνων.*

Το κύριο όμως πλήγμα της δικτατορίας κατά του Εργατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος (βλέπε σε συνέχεια ΕΣΚ) αφορούσε το έμψυχο δυναμικό του: εκατοντάδες συνδικαλιστικά στελέχη και δραστήριοι εργαζόμενοι πήραν το δρόμο της εξορίας σε χουντικά στρατόπεδα (Γυάρος, Λέρος κ.ά.). Το ΕΣΚ αποκεφαλίστηκε. Στα σωματεία που άφησε «εκτός των διαταγμάτων της» η χούντα, καταργήθηκε – στην πράξη – κάθε συνδικαλιστική δραστηριότητα. Κυριάρχησαν η αστυνόμευση, οι φάκελοι της ασφάλειας και η τρομοκρατία.

Απ’ την πρώτη μέρα επιβολής της Απριλιανής δικτατορίας (21/4/67), στελέχη και οπαδοί του ΚΚΕ που ξέφυγαν τη σύλληψη, παρά τις τεράστιες δυσκολίες, το άγριο κυνηγητό των ίδιων και των οικογενειών τους, προσπάθησαν να διασυνδεθούν μεταξύ τους, καθώς και με εργατικά συνδικαλιστικά στελέχη που – επίσης – ξέφυγαν τη σύλληψη.

Αρχικά δραστηριοποιήθηκαν (και απ’ το χώρο της διαλυμένης απ’ τη χούντα ΕΔΑ) στα πλαίσια του Αντιδικτατορικού Μετώπου (ΑΕΜ), μετά όμως τη διάσπαση του ΚΚΕ στη 12η Ολομέλεια (Φλεβάρης 1968) ίδρυσαν την Ενιαία Συνδικαλιστική Αντιδικτατορική Κίνηση (ΕΣΑΚ), τη μεγαλύτερη, αμέσως μετά την ίδρυσή της, εργατοϋπαλληλική αντιδικτατορική συνδικαλιστική οργάνωση στη χώρα μας. Κύριοι στόχοι της ΕΣΑΚ ήταν η υπεράσπιση των κατακτήσεων των εργαζομένων και η πάλη για την ανατροπή της δικτατορίας. Παρ’ όλα αυτά, οι βαριές συνθήκες παρανομίας εκείνης της εποχής και ο μικρός αριθμός των κομμουνιστών και συνδικαλιστών που μετείχε στον αντιδικτατορικό αγώνα, δεν επέτρεψαν μια γρήγορη ανάπτυξη της ΕΣΑΚ και του αντιδικτατορικού αγώνα της.

Αργότερα, η αντιδικτατορική πάλη των εργαζομένων ενισχύεται με την απελευθέρωση και συνδικαλιστικών στελεχών που, λόγω ηλικίας ή ασθένειας, υποχρεώθηκε, κάτω από τη γενική διεθνή κατακραυγή, ν’ αφήσει «ελεύθερους».

Όπως ήταν φυσικό, τα στελέχη αυτά, παρά τις όποιες δυσκολίες της εποχής, εντάχθηκαν – στο μεγαλύτερο μέρος τους – στον αντιδικτατορικό αγώνα και στην ΕΣΑΚ, ενισχύοντας τη δράση της. Ανάμεσά τους – με αισθήματα συντροφικής αγάπης και τιμής για την πρωτοπόρα δράση τους – ενδεικτικά σημειώνουμε τους αξέχαστους συντρόφους μας Κώστα Λυκούρη, Κώστα Τερζάκη, Κώστα Βασάλο.

Η αντιδικτατορική πάλη της ΕΣΑΚ διευρύνεται. Σε ορισμένους κλάδους εργασίας και τόπους δουλειάς προβάλλει μια αγωνιστική κινητικότητα. Η τελευταία ενισχύεται σημαντικά μετά τη διάλυση των στρατοπέδων της χούντας, τον Απρίλη του 1971 και την απελευθέρωση – μεταξύ άλλων – και πολλών συνδικαλιστών. Πριν την απελευθέρωσή τους, οι κρατούμενοι συνδικαλιστές με ενυπόγραφες καταγγελίες τους κατά της χούντας, απευθύνθηκαν στο Διεθνές Εργατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα, ζητώντας συμπαράσταση για την ανατροπή της δικτατορίας και τη δική τους απελευθέρωση, μαζί με τους άλλους πολιτικούς κρατούμενους.

Η οργανωτική βάση της ΕΣΑΚ βαθμιαία διευρύνεται, η ύπαρξη και δράση της γίνεται όλο και πιο γνωστή στην Εργατική Τάξη και στο λαό της χώρας.

Στην περίοδο των ψευτοδημοκρατικών μεταλλάξεων της χούντας, με «πρόεδρο» Γ. Παπαδόπουλο και «πρωθυπουργό» Σπ. Μαρκεζίνη, η αντι-δικτατορική πάλη της ΕΣΑΚ αναπτύσσεται ταχύτερα. Χαρακτηριστική αυτής της ανάπτυξης είναι η έκδοση σ’ εκείνη τη δύσκολη περίοδο, εργατικής εφημερίδας, της «Φωνής των Εργαζομένων». Τη θαρραλέα πρωτοβουλία έκδοσης, με απόφαση του ΚΚΕ και της ΕΣΑΚ, ανέλαβαν τότε ο φερόμενος ως ιδιοκτήτης της σ. Γιάννης Πλαπούτας και ο τότε εκδότης της σ. Ηρακλής Κονταξής. Με αγωνιστική ανάταση και συγκίνηση οι εργαζόμενοι διαβάζουν τη «Φωνή», πεισματικά αναρτημένη για πολλές μέρες σε κεντρικά περίπτερα των πόλεων. (Θα αναφερθούμε παρακάτω ειδικά για τη «Φωνή»).

Σ’ αυτήν την περίοδο τα στελέχη της ΕΣΑΚ προσπαθούν με κάθε τρόπο να διασυνδεθούν, σε πανελλαδική κλίμακα, και πρώτα απ’ όλα ανάμεσα σε πόλεις όπως η Αθήνα, ο Πειραιάς, η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα κ.ά. Δραστήρια δουλειά αναπτύσσουν Πειραιώτες συνδικαλιστές όπως ο σ. Δ. Κολιαράκης, ο αξέχαστος σ. Δ. Μουρτζίνος κ.ά. Στην ΕΣΑΚ προσχωρεί και ο παλαίμαχος συνδικαλιστής Γ. Αράπης.

Στην περιληπτική αυτή ιστορική αναφορά, είναι εξαιρετικά δύσκολο, ν’ αναφερθεί κανείς επώνυμα στα στελέχη της ΕΣΑΚ, χωρίς κίνδυνο παραλείψεων και λαθών. Θ’ αποτελούσε όμως, σημερινή συμβολή των στελεχών μας αυτών, η γραπτή κατάθεση των προσωπικών τους εμπειριών απ’ την περίοδο της χουντικής τυραννίας 1967-1974, στα γραφεία της ΕΣΑΚ, για μια μελλοντική ευρύτερη αξιοποίηση και ιστορική αναφορά.

Η ανάπτυξη της ΕΣΑΚ, σαν ευρύτερου μαζικού φορέα και συντονιστή του αγώνα της εργατικής τάξης, ήταν, πάντα, στην πρώτη γραμμή των ενδιαφερόντων, των παράνομων τότε καθοδηγητικών οργάνων του ΚΚΕ, όλων των στελεχών του κόμματος που συμμετείχαν στον αντιδικτατορικό αγώνα.

Στην περίοδο εκείνη, την ενημέρωση και επαφή των αντιδικτατορικών συνδικαλιστικών οργανώσεων και της ΕΣΑΚ – στην Ελλάδα – με το Διεθνές Εργατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα, διευκολύνει το «ελεύθερο» πέρασμα απ’ την Αθήνα, συναδέλφων μας συνδικαλιστών της Κυπριακής ΠΕΟ. Δυστυχώς, ορισμένα από αυτά τα στελέχη, υποκύπτοντας στον υποκειμενισμό, τις προσωπικές προτιμήσεις και διασυνδέσεις τους, άσκησαν το έργο αυτό, «αγνοώντας» την πραγματική κατάσταση και τους υπαρκτούς συσχετισμούς των αντιδικτατορικών συνδικαλιστικών παρατάξεων στη χώρα μας. Αρκετά από τα στελέχη κείνα κατέληξαν τελικά να βρεθούν έξω από το ταξικό ΕΣΚ των συντρόφων μας της Κύπρου.

Για τις εκατοντάδες των στελεχών και μελών του ταξικού Εργατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος που βρέθηκαν – επί χρόνια – στα νύχια της χούντας, σε στρατόπεδα, φυλακές, κρατητήρια, για τα βασανιστήρια σε βάρος των ίδιων και των οικογενειών τους, δεν υψώθηκε ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΦΟΡΑ η παραμικρή διαμαρτυρία των εγκάθετων εργατοπατέρων της ΓΣΕΕ. Αντίθετα, αρκετοί απ’ αυτούς, επαναλάμβαναν τις διακηρύξεις της χούντας και τις απειλές της ότι, μόνο ως «πτώματα ωδοδότα» θα φύγουν απ’ τα στρατόπεδα οι συνδικαλιστές και οι άλλοι αγωνιστές όμηροι της δικτατορίας.**

Στη διάρκεια του 1973 η αντιδικτατορική πάλη ανεβαίνει. Γίνεται πιο αποφασιστική, φανερή. Το ΚΚΕ κι η ΕΣΑΚ αξιοποιούν, στον ανώτατο βαθμό, τις συνθήκες που δημιούργησε η περίοδος «φιλελευθεροποίησης» της χούντας με Γ. Παπαδόπουλο «πρόεδρο», Σ. Μαρκεζίνη «πρωθυπουργό».

Στις 22/10/1973 κυκλοφορεί το πρώτο φύλλο της «Φωνής των Εργαζομένων», τετρασέλιδη εφημερίδα, ευθύνης του ΚΚΕ και της ΕΣΑΚ. Η εφημερίδα τυπώνεται στους Δ. Αντωνιάδη, Δεληγιώργη 22 και τα μικρά γραφεία της ανοίγουν στην Κωλέττη 22 για να γίνουν, βαθμιαία, στέκι των συνδικαλιστών της ΕΣΑΚ.

Στην πρώτη σελίδα του πρώτου φύλλου της (που πωλείται 3 δραχμές!) κεντρικός τίτλος της «φωνής» είναι «Στο πλευρό των εργαζομένων και των συνταξιούχων». Η νέα αντιδικτατορική και «νόμιμη» εφημερίδα δείχνει την ταυτότητά της: άμεσες ουσιαστικές αυξήσεις μεροκάματων, μισθών, συντάξεων. Κινητοποιήσεις εργαζομένων. Αίτημα για οριστική απόσυρση του προωθούμενου από τη χούντα (επικεφαλής ο καθηγητής I. Καποδίστριας) νέου Κώδικα Εργασίας. Άρθρα για τον πληθωρισμό και τον τιμαριθμικό μισθό. Ακόμα, μορφωτική επιφυλλίδα: τι προσφέρει η έξοδος στο διάστημα. Στις μέσα σελίδες, πληροφορίες και δηλώσεις για τη νέα κυβέρνηση (Μαρκεζίνης), άρθρα για τη γυναίκα, τους φοιτητές κλπ., καταγγελία της τριμερούς – δήθεν – «συνεργασίας». Αναφορά στο συνεχές ωράριο και τα νέα οικονομικά μέτρα. Η 4η σελίδα καταπιάνεται με θέματα όπως οι δραματικές «εξελίξεις» στη Χιλή, με πρωτοβουλίες της – τότε – ΕΣΣΔ στη Μ. Ανατολή, με θέματα εξοπλισμών (αφοπλισμού) κ.ά.

Είκοσι μέρες αργότερα, στις 12/11/73, κυκλοφορεί το 2° φύλλο της «Φωνής των Εργαζομένων». Υποδείχνει τον αγώνα σαν ΜΟΝΟΔΡΟΜΟ. Στο φύλλο αυτό δημοσιεύεται το πρώτο μέρος άρθρου (του συγγραφέα αυτών των ιστορικών σημειωμάτων της «Εργατοϋπαλληλικής Φωνής») με τίτλο «Για ένα φιλεργατικό Κώδικα Εργασίας, που θα κατοχυρώνει και θα βελτιώνει όλες τις κατακτήσεις των εργαζομένων». Το δεύτερο μέρος του άρθρου που προαναγγέλλεται στο 2° φύλλο της «Φωνής» (για την ανάλυση των διατάξεων του Κώδικα Εργασίας) δε θα δημοσιευτεί τελικά. Οι εξελίξεις του Νοέμβρη 1973, η μεγαλύτερη φοιτητική, εργατική και λαϊκή κινητοποίηση σε βάρος της χούντας στην περίοδο 1967-73, θα οδηγήσουν σε νέους διωγμούς. Η «Φωνή των Εργαζομένων» απαγορεύεται. Ανάμεσα στους συλληφθέντες συνδικαλιστές μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, είναι και ο «ιδιοκτήτης» της «Φωνής».***

Στο 2° φύλλο της «Φωνής», που είναι ακόμη πιο μαχητικό απ’ το πρώτο, δημοσιεύονται φωτογραφίες σύγκρουσης φοιτητών – αστυνομικών, έξω απ’ τα δικαστήρια. Γίνεται αναφορά σε φοιτητικά προβλήματα. Αναλύονται οι θέσεις πολιτικών κομμάτων για τη συμμετοχή τους στις εκλογές που ετοιμάζει η χούντα. Ο σ. Ν. Καλούδης για το πρόβλημα αυτό δηλώνει: «Το σύνθημα συμμετοχής κλπ. ευνουχίζει την αγωνιστική διάθεση, οδηγεί στο θεσμικό πλαίσιο του καθεστώτος, αφήνοντας το πρόβλημα της λαϊκής κυριαρχίας στην καλή διάθεση των ξένων και ιδιαίτερα των Αμερικανών». Στις ίδιες δηλώσεις του σ. Ν. Κ. γίνεται αναφορά στους στόχους και την τακτική των αντιδικτατορικών δυνάμεων.

Στο ίδιο φύλλο της «φωνής» ο σ. Τάκης Παπανικολάου, πρώην βουλευτής της ΕΔΑ, δηλώνει: «Καμιά συμμετοχή στις πολιτικές διαδικασίες με τη δικτατορία και το όργανό της, την κυβέρνηση Μαρκεζίνη».

Το 1° και 2° φύλλο της «Φωνής» αποτέλεσαν θετική συμβολή στην αντιδικτατορική πάλη των κομμουνιστών και της ΕΣΑΚ. Σε λίγο θ’ ακολουθήσουν τα μεγάλα γεγονότα στο Πολυτεχνείο, στη διάρκειά τους θ’ αποκαλυφθεί η ανάπτυξη της πάλης των κομμουνιστών και των ΕΣΑΚιτών, ιδιαίτερα με την αποφασιστική συμβολή των Οικοδόμων στις κινητοποιήσεις και συγκρούσεις του Νοέμβρη 1973. Πρωτοπόρα δράση σ’ αυτούς τους αγώνες ανάπτυξαν συνδικαλιστές όπως Κ. Τερζάκης, Τάκης Μαυροδόγλου και άλλοι.

Το τρίτο φύλλο της «Φωνής των Εργαζομένων» θα εκδοθεί στις 31/7/74, λίγους μήνες μετά την κατάρρευση της χούντας και την απελευθέρωση των δεσμωτών της. Μπροστά στην ΕΣΑΚ μπαίνει τώρα η πρόκληση της νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης.

 

(*) Η μεταδικτατορική ΕΔΑ, υποτίθεται ότι παρέλαβε στη μεταπολίτευση, αυτό το αρχειακό υλικό, διαπράττοντας τουλάχιστον δύο καίριες παραβιάσεις: απ’ τη μια τη συγκάλυψη του μέγιστου μέρους των αρχείων που κατέστρεψαν ή έκλεψαν οι χουντικοί αξιωματούχοι κι απ’ την άλλη τη συγκάλυψη των υλικών που πραγματικά παρέλαβε κατά την «επιστροφή» τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι ποτέ δεν ενημέρωσε την κοινή γνώμη και τους άμεσα ενδιαφερομένους για το τι επιτέλους παρέλαβε και ποιους αφορούσε το αρχειακό αυτό υλικό…

(**) Εγκάθετοι της ΓΣΕΕ επί χούντας: 28/7/66-1/8/69 Γ. Γρ. Μακρής, 2/8/69-9/4/701. Κα-μπανέλλης, 10/4/70-28/12/70 I. Κουρμούζης, 29/12/70-10/7/71 πρόεδρος I. Κουρμούζης, Γ. Γρ. Αν. Τσάτος. Από 11/7/71-5/7/73 πρόεδρος Φροίξος Δασκαλάκης, Γ. Γρ. Β. Ταμβάκης. Από 6/8/73-27/9/74 πρόεδρος Π.Παπαδημητρίου, Γ. Γρ. Β. Ταμβάκης. Τα ονόματα δε δίνονται κόντρα στην ιστορία που οριστικά ξέχασε αυτές τις μηδαμινότητες της εργοδοσίας, των ξένων και των αντιδημοκρατικών κυβερνήσεων, αλλά για απλή ενημέρωση.

(***) Οι συλλήψεις συνδικαλιστών, μαζί με άλλους κομμουνιστές και δημοκράτες, προετοιμάζονταν – και πριν το Πολυτεχνείο – από τις δυνάμεις καταστολής του δικτατορικού καθεστώτος. Για τον εντοπισμό των δραστήριων στελεχών η χούντα χρησιμοποιούσε και αντιδραστικούς «συνδικαλιστές» κράχτες, που δήθεν ενδιαφέρονταν για την ανατροπή της. Τελικά οι συλλήψεις του Νοέμβρη 1973 χρησιμοποιήθηκαν και για να δώσουν αγωνιστικό χρίσμα σε κατοπινούς εγκάθετους στη ΓΣΕΕ κλπ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: