“Ανιστόρητο, ακραία ψυχρό και προσβλητικό για τα θύματα” το σκεπτικό της απόφασης για τη δίκη της νεοναζιστικής συμμορίας NSU στη Γερμανία

Ένα χρόνο μετά την προφορική ανακοίνωση των ποινών στην πολύκροτη δίκη, το γραπτό σκεπτικό αντιμετωπίζει απρόσωπα τα θύματα και τις οικογένειες, ενώ αποσιωπά πλήρως το ρόλο των κρατικών υπηρεσιών κι ενός εκτεταμένου νεοναζιστικού δικτύου υποστήριξης στην επί χρόνια ατιμώρητη δολοφονική δράση της οργάνωσης.

Ήταν 11 Ιούλη 2018, όταν ανακοινώθηκε η ετυμηγορία του δικαστηρίου για τους κατηγορούμενους στην πιο διαβόητη υπόθεση νεοναζιστικής τρομοκρατίας στη μεταπολεμική Γερμανία, τη δίκη για τις δολοφονίες της οργάνωση NSU, που στο πέρασμά της άφησε 10 νεκρούς, (9 μετανάστες, τουρκικής, κουρδικής και ελληνικής καταγωγής και μια Γερμανίδα αστυνομικό), 43 απόπειρες δολοφονίας, τρεις βομβιστικές επιθέσεις και 15 ληστείες. Η δίκη είχε ξεκινήσει το 2013 και ήδη από το 2011 οι δυο φυσικοί αυτουργοί και βασικοί εγκέφαλοι της νεοναζιστικής συμμορίας Ούβε Μούντλος και Ούβε Μπέρνχαρτ είχαν αυτοκτονήσει για να μη λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους. Επί τέσσερις ώρες, ο δικαστής Μάνφρεντ Γκετσλ διάβαζε την ετυμηγορία, που περιλάμβανε ποινή ισόβιας κάθειρξης για την Μπεάτε Τσέπε, άμεση συνεργό των δολοφόνων, και μικρότερες ποινές ως 10 χρόνια για τέσσερις ακόμα κατηγορούμενους. Ούτε λέξη δεν ειπώθηκε για τις οικογένειες των θυμάτων, αντίθετα υπήρξε επίπληξη στον πατέρα ενός των θυμάτων, επειδή έκανε επίκληση του Αλλάχ μες στην αίθουσα.

Στον πόνο των οικογενειών ήρθε να προστεθεί η οργή, όταν ανακοινώθηκε η απόφαση για τον Αντρέ Έμινγκερ, επί 14 χρόνια υποστηρικτή της NSU και αμετανόητου νεοναζί, ο οποίος καταδικάστηκε σε μόλις 2,5 χρόνια φυλάκιση και απελευθερώθηκε αμέσως, αφού η προηγούμενη προφυλάκισή του κρίθηκε “δυσανάλογη προς τα αδικήματα που διέπραξε”. Οι νεοναζί στο ακροατήριο πανηγύρισαν δεόντως την απόφαση.

Σχεδόν ένα χρόνο μετά, οι οικογένειες και οι δικηγόροι ανέμεναν το γραπτό σκεπτικό της απόφασης μήπως βρουν κάποια ίχνη δικαίωσης. Μάταια, αφού καμία αναφορά δε γίνεται στις οικογένειες σε 3025 σελίδες. Οργισμένη η Ελίφ Κουμπασίκ, μητέρα ενός από τα θύματα, αναρωτιέται “γιατί τουλάχιστον δεν κατέγραψαν τι προκάλεσαν οι δολοφονίες σε μας και τις οικογένειές μας; Γιατί δεν κατέγραψαν όσα βγήκαν στην επιφάνεια για τους πολλούς βοηθούς της οργάνωσης αυτής, όσα αποκαλύφθηκαν για όσους γνώριζαν για αυτούς τους τρεις ανθρώπους, πόσο κοντά βρισκόταν το κράτος σε αυτούς;”

Ασυνήθιστα οξείς ήταν και οι χαρακτηρισμοί των δικηγόρων της πολιτικής αγωγής, που σε κοινή τους ανακοίνωση έκαναν λόγω για “άσχημη αδιαφορία” και “ακραία ψυχρότητα” του σκεπτικού προς τα θύματα. Χαρακτήρισαν το σκεπτικό “μνημείο αποτυχίας του κράτους δικαίου, που πρώτα στοχοποίησε ως εγκληματίες τους οικείους των θυμάτων και τώρα οριστικά τους εγκαταλείπει”. Κατηγορούν το δικαστήριο πως έλαβε ελάχιστα υπόψη ή και “αποσιώπησε με θράσος” τον όγκο του αποδεικτικού υλικού κατά την πενταετή ακροαματική διαδικασία.

Οι δικηγόροι υπογραμμίζουν ιδιαίτερα τον τρόπο περιγραφής των θυμάτων στην απόφαση, που μοιάζει σχεδόν σαν να γίνεται μέσα από τη ματιά των ίδιων των δολοφόνων. Για παράδειγμα, ο γιος της Ελίφ Κουμπασίκ, Μεχμέτ, περιγράφεται πως: “λόγω της εύλογα αντιληπτής μέσω της εμφάνισής του νότιας καταγωγής ανήκε στην ξενοφοβικά – ρατσιστικά καθορισμένη ομάδα θυμάτων των τριών ατόμων”. Πίσω από αυτές τις λεκτικές περικοκλάδες ουσιαστικά συσκοτίζεται το γεγονός πως η ΝSU στοχοποιούσε θύματα με “ξενική” εμφάνιση, τα οποία ήθελε να δολοφονήσει και να διώξει από τη Γερμανία.

NSU-Opfer
Τα θύματα της ΝSU: Enver Şimşek, Abdurrahim Özüdoğru, Süleyman Taşköprü, Habil Kılıç, η αστυνομικός Michele Kiesewetter και κάτω οι Mehmet Turgut, Ismail Yaşar, Θόδωρος Βουλγαρίδης, Mehmet Kubaşık, Halit Yozgat.

Απουσιάζει κάθε προσωπική αναφορά στα θύματα, πως είχαν οικογένειες κι άφησαν πίσω τους συζύγους, αδέλφια και παιδιά. “Η απόφαση θα μπορούσε να δώσει πρόσωπο στα θύματα της NSU, να περιγράψουν το κενό που άφησε η δολοφονία τους”, επισημαίνει η ανακοίνωση.

Δριμεία είναι και η κριτική για την “σιωπή νεκροταφείου” της γραπτής απόφασης σχετικά με το ρόλο της Υπηρεσίας προστασίας του Συντάγματος, των υπηρεσιών πληροφοριών και των αστυνομικών αρχών. Η εν λόγω υπηρεσία στη Θουριγγία, τόπο εκκόλαψης της NSU, χρηματοδοτούσε την ακροδεξιά της περιοχής για χρόνια με λεφτά των φορολογουμένων. Ένας μόνος πληροφοριοδότης από το περιβάλλον της NSU έλαβε 20000 μάρκα (περίπου 100000 ευρώ). Ένας συνεργάτης της υπηρεσίας στην Κολωνία κατέστρεψε αρχειακό υλικό σχετικά με τη δράση της ακροδεξιάς στη Θουριγγία. Οι αρμόδιες αρχές, σε αγαστή συνεργασία με τα κυρίαρχα γερμανικά ΜΜΕ, επί χρόνια περιέγραφαν την υπόθεση απαξιωτικά ως “δολοφονίες του ντονέρ”, αποδίδοντάς τες στην τουρκική μαφία κι αφήνοντας υπονοούμενα για διασυνδέσεις των θυμάτων και του περίγυρού τους με τον υποκόσμο.

Σε ολόκληρη την απόφαση δεν υπάρχει ούτε καν ονομαστική αναφορά στην Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος, σε ομοσπονδιακό ή τοπικό επίπεδο, ούτε καν στην ανάκριση του συνεργάτης της υπηρεσίας Αντρέας Τέμε από το Κάσελ, γνωστού στο χωριό του με το παρατσούκλι “μικρός Αδόλφος”, ο οποίος ήταν παρόν τη στιγμή της δολοφονίας στο ίντερνετ καφέ που διατηρούσε ο Χαλίτ Γιοζγκάτ, ένατο θύμα της εγκληματικής οργάνωσης. “Οι ίδιες οι αρχές ασφαλείας δε θα μπορούσαν να γράψουν μόνες τους καλύτερα το σκεπτικό της απόφασης”, σχολιάζει καυστικά η ανακοίνωση των συνηγόρων.

Ακόμα και η διασύνδεση της NSU με ένα ευρύτατο νεοναζιστικό δίκτυο, χωρίς το οποίο δε θα μπορούσε να επιβιώσει, δε βρίσκει καμία αναφορά στην απόφαση. Ούτε λέξη για την οργάνωση “Blood&Honour”, που στήριξε τους τρεις φονιάδες όταν βγήκαν στην παρανομία, τους παρείχε στέγη και συνέλεγε χρήματα για τη συντήρησή τους.

Ο φόβος των δικηγόρων είναι ότι μετά από αυτή την απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου του Μονάχου δε θα υπάρξει καμία άλλη ποινική διαδικασία κατά πιθανών συνεργών των δραστών. Το γεγονός αυτό είχε ήδη προαναγγείλει η απαλλαγή του Αντρέ Έμινγκερ από όλες τις κατηγορίες, πέραν από εκείνης της στήριξης σε τρομοκρατική οργάνωση, παρότι είχε προφυλακιστεί ως άμεσα ύποπτος για συνέργεια σε ανθρωποκτονία τους τελευταίους μήνες πριν την ανακοίνωση της απόφασης.

Τα ερωτήματα της χαροκαμένης μητέρας Ελίφ Κουμπασίκ παραμένουν αναπάντητα, ρίχνοντας βαριά τη σκιά τους στη βιτρίνα άψογου φιλελευθερισμού του σύγχρονου γερμανικού αστικού κράτους: “Πώς μπόρεσε μια ένοπλη ομάδα επί χρόνια να διαπράττει φασιστικές δολοφονίες και επιθέσεις στη Γερμανία; Γιατί δεν τους σταμάτησε κανείς; Τι ήξερε το κράτος γι’ αυτό;”.

Η δίκη θα προχωρήσει και στο δεύτερο βαθμό, αφού όλοι οι κατηγορούμενοι άσκησαν έφεση, όπως έφεση υπέβαλε και η Ομοσπονδιακή Εισαγγελία μετά τη σκανδαλωδώς επιεική απόφαση για το σεσημασμένο νεοναζί Έμινγκερ.

Με πληροφορίες από Sueddeutsche Zeitung

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: