ΣΗΜΕΡΑ Η ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ ΚΗΔΕΥΕΙ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ

– Γιάννη Ρίτσο, ποιητή μας, σ’ αγαπούσαμε πολύ. Η αγάπη μας παρακάλεσε πολύ να κερδίσεις τη μάχη, μα όπως κι εσύ το γράφεις, οι παρακλήσεις των αδυνάτων δεν εισακούγονται…κι εδώ, Γιάννη Ρίτσο, ο θάνατος κάνει πιο αισθητή την αδυσώπητη επέμβασή του: Γιατί όλα όσα λέγονται και γίνονται γύρω σου τα ’ξερες, τα πρόβλεπες, τα φανταζόσουν.

«Ω ποίηση, τι μπορείς με την αβρή πνοή σου/ που μόνη σου αγωνίζεσαι τον υπερπάντων».

(Β.Ρώτας)

Τότε, το 1945, σε περιμέναμε όλοι.

Στο μικρό σπίτι με τον κήπο στην οδό Σαπφούς στην Καλλιθέα, κάθε μέρα σε περιμέναμε: «Θα ’ρθει ο Ρίτσος, λέγαμε, να μας διαβάσει το άρθρο του Καραγιώργη». Κι ερχόσουν ωραίος σαν Απόλλωνας, σαν μόλις φτασμένος με τον Πήγασο από τον ουρανό.

Καθόσουν στον μικρό καναπέ, έπαιρνες το «Ριζοσπάστη» και κρατώντας τον ψηλά σαν επαναστατική σημαία, άρχιζες να διαβάζεις με κείνη τη μοναδική φωνή σου ελληνικού στοιχείου από μουσική τρεχούμενου νερού και τρυφερής επίκλησης της ανθρωπιάς πριν απ’ το άθλημα γι’ αγώνα και θυσία. Κι όλοι μας: η Έλλη, η Γαλάτεια, ο Αυγέρης, ο Κώστας, η Σοφία, ο Μήτσος, η Τζένη, εγώ κι άλλοι, ακούγαμε κρατώντας την αναπνοή μας.

Κι ήτανε όλα υπέροχα όσα μας διάβαζες. Και τόσο σίγουρα, τόσο χειροπιαστά κι αιώνια. Η αιωνιότητα ετύλιγε το πνεύμα μας, αιωνιότητα κρεμόταν πάνω απ’ το αττικό, το πανελλήνιο και το παγκόσμιο στερέωμα.

Ήταν υπέροχα όχι γιατί κι εμείς ήμαστε νέοι και υπέροχοι παρά γιατί ήταν νέος κι ωραίος ο κόσμος που χτίζαμε και υπερασπιζόμαστε. Ήτανε νέα η νίκη που μόλις είχαμε κερδίσει, και που αλίμονο είχαμε κιόλας χάσει. Νέα και πρωτόφαντα ήταν τα ιδανικά που ακολουθούσαμε, νέες κι οι αυταπάτες και οι πλάνες. Νέος κι ο…ορθολογικός μας μύθος…

Ύστερα όλοι σε παρακαλούσαμε να μας πεις και κάτι δικό σου. Όχι πάντοτε, ούτε συχνά, αλλά κάποτε μας έκανες τη χάρη. «Είναι μια προσπάθεια, μα δεν με ικανοποιεί», έλεγες κι άρχιζες:

«Κοιμήσου ήσυχα συντρόφισσα,
κοιμήσου αδερφή του κόμματός μας, κοιμήσου
κόκκινη αδερφή της επανάστασης, μην πικραίνεσαι
που’ ναι τα μάτια μας τόσο κόκκινα, δεν είναι από
το κλάμα, είναι από την αγρύπνια. Από την αγρύπνια
στο πρώτο χαράκωμα. Εκεί που στάθηκες πάντα, εκεί
που έπεσες…»

Αυτόν τον νέον κόσμο, όπως τον τύλιγαν τα νέα ιδανικά μας, τον υπερασπίστηκες με όλη σου τη δύναμη, με απόφαση, με γενναιότητα κι εγκαρτέρηση. Γι’ αυτόν επλάγιασες «μάγουλο με μάγουλο με το θάνατο», άπειρες νύχτες πλάι «στους σκοτωμένους καπετάνιους που φυλάν τα μεντένια» μ’ άξιο ντουφέκι σου την ποίηση που την ανέβασες στην πιο ψηλή κορφή της ανθρωπιάς, με χειροπέδες, Μακρονήσια, Γιούρα, μαρτύρια. Έτσι διαφέντεψες τη Ρωμιοσύνη, Γιάννη Ρίτσο μας. Κι έτσι της έστησες αθάνατο μνημείο…

Έπαιρνες βέβαια μέρος στις συσκέψεις αλλά τον λόγο δεν τον έπαιρνες. Τον λόγο για σένα τον είχε μόνον η ποίηση. Εκεί έλεγες τους φόβους, την απελπισία και τις ελπίδες σου. Γιατί πάνω απ’ όλα και μ’ όλους τους φόβους έλπιζες: Έλπιζες πως οι αγώνες, τόσο υπέροχοι, οι θυσίες, το αίμα, οι αγωνιστές , τόσο αθώοι και ωραίοι, τόση νιότη, τόση ποίηση, τόση ομορφιά, θα ’βαζαν κάτω το ΚΑΚΟ, θα το νικούσαν…

Έλπιζες, Ρίτσο αγαπημένε μας, κι όλοι ελπίζαμε. Μα τα σημάδια τα δυσοίωνα όλο πληθαίναν και σκιάζαν τις ελπίδες μας. Πολύ και το φαινόμενο της νεολαίας σε απέλπιζε: Εδώ στην κατανάλωση εκεί να καταλιέται, στραβή πορεία στα στραβά…

Κι ήρθε κι εκείνο που πιο πολύ φοβόσουνα, πιο ανυπόφερτο απ’ όλα. Ήρθε το μέγα γκρέμισμα και πώς να το σηκώσεις! Η τόσο ταλαιπωρημένη θνητή σου ύπαρξη ελύγισε κι επαραμέρισε απ’ των θνητών την έννοια. Είπες μονάχα: Μάνα μου, αδερφή, ρίζες μου, Μονεμβασιά…

Εκεί το κύμα της Μεσόγειος, σκεπάζοντας αλλούταιρες φωνές σταυροφόρων και αλαβάρδων, είτε τη βάρβαρη φασαρία των τουριστών, θα σου τραγουδάει το τραγούδι της Ρωμιοσύνης, τους καημούς και τον λυγμό της…και τον δικόν μου…

ΑΛΛ’ ΟΥ ΠΩ ΣΕΥ ΑΚΟΥΣΑ ΚΑΚΟΝ ΕΠΟΣ ΟΥΔ’ ΑΣΥΦΗΛΟΝ

Κινήσαμε για τη Μονεμβασιά, για την κηδεία σου. Πολύ παράξενο. Πολύ, πάρα πολύ πικρό. Πολύ απίστευτο. Αλλά το μεταδώσανε οι σταθμοί, το πρόβαλαν οι οθόνες, το’ γραψαν οι εφημερίδες:

«Πέθανε ο Γιάννης Ρίτσος»

Πήρε να βραδιάζει. Βαρύς και παραφορτωμένος δηλητηριώδεις αχνούς κρέμεται από πάνω μας ο άλλοτε διάφανος αττικός ουρανός…

Βρισκόμαστε κοντά στα Μέγαρα. Θυμάσαι τον ελαιώνα της Πάχης, που οι αγρότες είχαν προσπαθήσει να τον υπερασπιστούν, να τον γλιτώσουν; Που σε καθεμιά ρίζα είχαν κρεμάσει από μια μαύρη σημαία; Ήταν τόσο θλιβερό να βλέπεις μελλοθάνατα δέντρα ν’ ανεμίζουν το πένθος τους αδύναμη διαμαρτυρία…

Ώσπου μια μέρα, σύμφωνα με διαταγή που ορίζει τα τέρατα και τα σημεία, τερατώδεις μηχανές όρμησαν πάνω στις ελιές τις μαυρομαντηλούσες και τις αφάνισαν από προσώπου της γης. Ο μελλοθάνατος ελαιώνας εκτελέστηκε. Τα δέντρα υπόκυψαν στην τεχνολογική υπεροχή του εχθρού…

………………………………………………………………………………………………………………………….

Ο νους μου κομματιασμένος δε συμμαζεύεται. Προσπαθεί να πιάσει τη μορφή σου, που ολοένα μισοπροβάλλει και ξαναναχάνεται σαν άυλος αέρας…

Και ξάφνου, τι θαύμα! η εικόνα σου προβάλλεται μπροστά μου ακέρια, και κάτω ολοκάθαρη η λεζάντα από επιστολή της Γυάρου:

«Μόνο η παρέα του Ρίτσου παρηγορεί…»

Πόσο καλά το ξέρω! Να ’ναι χούντα, να ’σαι γέρος ογδοντάρης, εξόριστος στη Γυάρο ανάμεσα σε μια κοινωνία εξορίστων σημαδεμένη από την αποτυχία, τη χρεοκοπία, την απογοήτεψη, την ηττοπάθεια, κι απ’ όλα τα μικρά, εγωιστικά και ανόητα, που ακολουθούν έναν μεγάλον αγώνα που χάθηκε…Όμως, απέναντι σε όλ’ αυτά, υπάρχει η παρέα του Ρίτσου κι αυτή παρηγορεί…

Ή να ’ναι 1945, να ’σαι νέα και να ’σαι γιομάτη πληγές, πένθος και θάνατο. Να μην έχεις σπίτι να μείνεις, ρούχα ν’ αλλάξεις, τόπο να σταθείς…Σαν τα συρματοπλέγματα να σε ακολουθούν και σαν τα μάτια σου να ’ναι αιχμάλωτα του αποχαιρετισμού συντρόφων σου που τους παίρνουν για ντουφέκισμα…

Στους δρόμους κυρίαρχη ήταν η βία, στα σπίτια φόβος και τρόμος…Μα πιο πολύ έτρεμε των…οικείων τις πρόθυμες ειρωνείες, τις εύκολες, ευκολοειπωμένες προσβολές…

ΤΟ ΓΑΡ ΓΕΡΑΣ ΕΣΤΙ ΘΑΝΟΝΤΩΝ

«Τλητόν γαρ μοίραι θυμόν θέσαν ανθρώποισιν»

                                                (Όμηρος, Ιλιάδα)

Ξημέρωσε Τετάρτη, ημέρα της κηδείας σου. Οι δυο με την Ελένη αφήνουμε το Γύθειο για τον τελευταίο προορισμό του ταξιδιού μας…

Ο ουρανός χαμηλός, ντυμένος μαύρα σύννεφα, σμίγει με το ανταριασμένο πέλαγο, έτοιμος να ρίξει επάνω μας βροχή της Ρωμιοσύνης τα δάκρυα. Ωσάν τα στοιχεία να έχουν συνείδηση του μεγάλου χαμού και σαν να συμμετέχουν σε τούτης της Ελληνίδας γης το πένθος…

Στον δρόμο άνθρωποι μας σταματούν για να μας ρωτήσουν, με τρόπο που μόνον ο θάνατος γνωρίζει να επισημοποιεί…

«Πηγαίνετε κι εσείς στην κηδεία;…Έχουν περάσει πάρα πολλά αυτοκίνητα…Θα πάνε και τα σχολεία με τους δασκάλους…Ήτανε, λένε, μεγάλος άνθρωπος…Είναι αλήθεια πως είναι δικός του ο Επιτάφιος;».

Αλλά και η Μονεμβασιά που σε γέννησε, Ρίτσο μας, ο κατάνακρα θεόρατος βράχος που κολυμπάει στη θάλασσα και μόνον με το ένα του χέρι κρατιέται από τη στεριά, σαν να’ χει μετατοπιστεί πολύ στο κέντρο…

Πολλά αυτοκίνητα, πολύς κόσμος, πολλοί νέοι, αγόρια και κορίτσια, μαθητές, δάσκαλοι, δημοσιογράφοι, σύναξη λαού πορεύεται προς το Κάστρο. Επιβλητική κι η παρουσία της αστυνομίας. Και, παράξενο, είναι κι αυτοί συμπαθητικοί.

Στεφάνια αμέτρητα ακουμπούν στο τείχος πλάι στη μεγάλη καστρόπορτα. Ενώ κούφιος ακούγεται στο καλντερίμι ο θόρυβος από τα βήματα των προσκυνητών…

ΕΝΑ ΜΠΟΥΚΕΤΟ ΚΥΚΛΑΜΙΝΑ

Κρατάω για σένα ένα ζευγάρι κόκκινα ρόδα, μα δυσκολεύομαι να προχωρήσω μέσα στην εκκλησία. Η Ελένη με βοηθάει να πλησιάσω εκεί μπροστά όπου, το αγιασμένο απ’ την οδύνη σεπτό σου λείψανο, η ωραία μα τόσο τυραγνισμένη μορφή σου αναπαύεται…

Γύρω σου εικόνες οδύνης και πόνου και δάκρυα. Όλοι δικοί σου: Η Φαλίτσα, η Έρη, ο Τάσος, η Μιράντα…Φίλοι, σύντροφοι, συναγωνιστές, συνεξόριστοι…Κι ανάμεσα αναιδής παραφωνία ο Μίκης.

Την κατανυκτική και τόσο συγκινημένη ατμόσφαιρα τραυματίζουν εκείνοι που φέρνουν το στεφάνι κάποιου επίσημου κι εννοούν να το τοποθετήσουν σε…περίοπτη θέση, ενώ οι δημοσιογράφοι με τις κάμερες συνωθούνται να το…απαθανατίσουν…

Κι όταν τελείωσαν οι ιερείς με το τυπικό της εκκλησίας και τη νεκρώσιμη ακολουθία την τόσο εξουθενωτική κι ακολούθησαν οι λόγοι με πρέποντα, δοξαστικά και συντροφικά είτε με περιττή μικρόλογη φλυαρία, σε μιαν υποψία κενού, ένα κορίτσι προβαίνει όλο συστολή κι αποθέτει επάνω στο φέρετρο ένα μπουκέτο ολόδροσα κυκλάμινα, που τα συνοδεύει με λόγια μόλις ακουόμενα και τρυφερά σαν τα κυκλάμινα:

– Γιάννη Ρίτσο, ποιητή μας, σ’ αγαπούσαμε πολύ. Η αγάπη μας παρακάλεσε πολύ να κερδίσεις τη μάχη, μα όπως κι εσύ το γράφεις, οι παρακλήσεις των αδυνάτων δεν εισακούγονται…κι εδώ, Γιάννη Ρίτσο, ο θάνατος κάνει πιο αισθητή την αδυσώπητη επέμβασή του: Γιατί όλα όσα λέγονται και γίνονται γύρω σου τα ’ξερες, τα πρόβλεπες, τα φανταζόσουν.

Όμως ότι εκείνο το σπινό φως που μετατοπιζόταν  ολοένα χτες τη νύχτα επάνω στο Κάστρο ήταν ο Κώστας ο δάσκαλος, που η αγάπη του εμποδισμένη την ημέρα από…προϊσταμένη γραφειοκρατική στειρότητα, κατάφυγε στην αρωγή της νύχτας με το φακό μες στη βροχή, για να μαζέψει το μπουκέτο εκείνο τα κυκλάμινα που τόσο τ’ αγαπούσες. Αυτό, τόσο απλό και σπάνιο στην ταπεινοσύνη του και στην απλότητά του, πώς να το ’ξερες και να το φανταζόσουν. Και τώρα δεν μπορείς να το νιώσεις. Κι αυτό είναι ο «αναίσθητος θάνατος». Κι έτσι σε πήρε η καταχνιά.

(Κείμενα που αναφέρονται στο θάνατο του Γιάννη Ρίτσου και περιέχονται στο βιβλιαράκι της Βούλας Δαμιανάκου με τίτλο «Τιμιότατο να’ σαι Έλληνας να’σαι ο Γιάννης Ρίτσος», εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1991)

***

Στις 11 του Νοέμβρη 1990 έφυγε από τη ζωή ο κομμουνιστής ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Ο Γ. Ρίτσος εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή το 1934 με τον τίτλο «Τρακτέρ». Την ίδια χρονιά εντάχθηκε στο ΚΚΕ, ενώ συνεργάστηκε και με τον Ριζοσπάστη, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Γ. Σοστίρ, από αναγραμματισμό του ονόματός του.

Τα γεγονότα του Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη συγκλονίζουν την εργατική τάξη της χώρας μας και τον ίδιο: στις 11 Μάη στέλνει τρία από τα δεκατέσσερα θρηνητικά ποιήματά του στον Ριζοσπάστη και την επόμενη μέρα η εφημερίδα τα δημοσιεύει, με γενικό τίτλο «Μοιρολόι». Ολόκληρο το έργο θα κυκλοφορήσει λίγο αργότερα, στις 8/6/1936, με τον τίτλο «Επιτάφιος». Την περίοδο της Κατοχής ο Γ. Ρίτσος πήρε ενεργό μέρος στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση, ενώ μετά την απελευθέρωση, το 1948-1952, εξορίστηκε διαδοχικά στη Λήμνο, στη Μακρόνησο και τον Αϊ Στράτη. Μετά την απελευθέρωσή του δραστηριοποιείται μέσα από τις γραμμές της ΕΔΑ. Το 1956 τύπωσε τη Σονάτα του σεληνόφωτος, για την οποία τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο ποίησης, το 1960 κυκλοφόρησε η μελοποίηση του Επιτάφιου από τον Μίκη Θεοδωράκη, ενώ το 1966 τυπώθηκε αυτοτελώς η Ρωμιοσύνη (πρώτη έκδοση το 1954), η οποία επίσης μελοποιήθηκε από τον Μ. Θεοδωράκη.

Την περίοδο της Χούντας, συνελήφθη και εξορίστηκε και πάλι στη Γυάρο και μετά στη Λέρο. Υπό το βάρος της διεθνούς κατακραυγής, αλλά και λόγω της σοβαρής του ασθένειας, η Χούντα αναγκάστηκε να τον μεταφέρει από την εξορία θέτοντάς τον σε κατ’ οίκον περιορισμό μέχρι το 1970. Μετά τη μεταπολίτευση έτυχε πλήθους διακρίσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό: προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ το 1975, τιμήθηκε με το βραβείο «Λένιν» το 1977, κ.α.

Ο Γ. Ρίτσος παρέμεινε στρατευμένος στην υπόθεση του σοσιαλισμού μέσα από τις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος έως την τελευταία του πνοή.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: