Νικόλας Κάλας, «Παρατηρήσεις επάνω στο καβαφικό έργο» στο αφιέρωμα στον Καβάφη του περιοδικού Ο Κύκλος, Χρ. Α’, τχ. 3-4 (Νοέμ. 1932), σ. 98-126.

Ο Νικόλας Κάλας υπήρξε από τους πρώτους της γενιάς του που αναγνώρισε τη σημασία της ποίησης του Καβάφη, παρόλο που αποσιωπάται, ιδίως από τους συγχρόνους του, αλλά όχι μόνο, αυτή του η συμβολή. Πέρα από την πολιτική του τοποθέτηση στο μαρξισμό, θητεύει στον υπερρεαλισμό και την ψυχανάλυση.

Ο Νικόλας Κάλας (ο Νικόλαος Καλαμάρης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ή Νικήτας Ράντος ή Μ. Σπιέρος) υπήρξε από τους πρώτους της γενιάς του που αναγνώρισε τη σημασία της ποίησης του Καβάφη, παρόλο που αποσιωπάται, ιδίως από τους συγχρόνους του, αλλά όχι μόνο, αυτή του η συμβολή. Ήταν μεγαλοαστικής και φαναριώτικης καταγωγής, ωστόσο συνεπής μαρξιστής του τροτσκιστικού χώρου. Η κριτική του συνεισφορά δε γνώρισε ιδιαίτερη αποδοχή ούτε από τους μαρξιστές ούτε από τους αστούς, με τους οποίους τον συνέδεαν δεσμοί αίματος, αλλά τον διαχώριζαν βαθιά οι πολιτικές και πρωτοποριακές καλλιτεχνικές του θέσεις. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι απείχε από το φλέγον πεδίο της γενιάς του, της Γενιάς του ’30, που ήταν η τέχνη της ελληνικότητας, με διαφορετικούς όρους για κάθε μερίδα δημιουργών και κριτικών. Πέρα από την πολιτική του τοποθέτηση στο μαρξισμό, θητεύει στον υπερρεαλισμό και την ψυχανάλυση.

Τα παραπάνω, ιδίως η μαρξιστική και η ψυχαναλυτική οπτική, γίνονται τα εργαλεία που του επιτρέπουν την αποτύπωση μια νηφάλιας και τεκμηριωμένης κρίσης για το έργο του Κ. Π. Καβάφη. Θέτοντας εξ αρχής το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της ανάλυσής του μιλά για τους «δύσκολους για τέχνη» καιρούς των νομισματικών και πολιτικών συστημάτων που γνώριζε, ενόσω έγραφε. Των δημιουργικών δυσκολιών έπονται οι κριτικές, με αποτέλεσμα να εκλείπει τόσο η ουσιαστική και πλούσια σε περιεχόμενο τέχνη, όσο και η σταχυολόγηση και ανάδειξη αυτής από τους κριτικούς. Εκφράζοντας το προσωπικό του αισθητήριο δεν αργεί να κατονομάσει μια τριάδα ποιητών, οι οποίοι με «πυκνές φράσεις» μετουσιώνουν θέματα καθολικού ενδιαφέροντος σε ποίηση: Κλοντέλ, Τ. Σ. Έλιοτ, Καβάφης.

Εφόσον οι ιδέες και τα αισθήματα που εξέφρασε στην ποίησή του προέρχονταν από την ορισμένη κοινωνία που γνώρισε ο Καβάφης, συγκαταλέγεται στους σύγχρονους καθολικούς ποιητές της εποχής του, που δε μιλούν για ιδέες πολύ αφηρημένες και ούτως ή άλλως άχρονες. Ένα βασικό τέτοιο αίσθημα είναι αυτό της αποτυχίας. Ένας αστός διανοητής αποφεύγει να αντιμετωπίσει άμεσα το δυσάρρεστο παρόν της εποχής του, ενώ ένας δυνατός αστός διανοητής, όπως ο Καβάφης, δίνει την εικόνα του παρόντος μέσα από το πέπλο της ιστορίας, το φόντο πολλών ποιημάτων του. Όχι κάποιας τυχαίας ιστορίας, βέβαια, αλλά αυτής ενός λιτού Ελληνισμού της κοινής λαλιάς, μακριά από τις πατριωτικές και διχαστικές φανφάρες τις εποχής του.

Ως Έλληνας του εξωτερικού, ως λάτρης των πολυεθνικών ελληνιστικών και βυζαντινών χρόνων, ο Καβάφης δεν παθιάζεται με τις έριδες του γλωσσικού ζήτηματος, έχοντας διευθετήσει το προσωπικό του γλωσσικό ζήτημα με μια συνθετική, υλική ή υλιστική, για τον Κάλας, διαχείριση του εκφραστικού του οργάνου. Η κοινωνική διάσταση της ποίησής του έγκειται στη μελέτη της ψυχολογίας, ιδίως της αποσύνθεσης, της τάξης που κυβερνά. Με μια πρώιμη ψυχαναλυτική κριτική διάγνωση ο Κάλας εκτιμά πως η ψυχολογία δίνει την ερμηνεία των πλούσιων καλλιτεχνικών συμβολισμών στην ποίηση του Καβάφη. Στη βάση αυτής επικάθεται η κοινωνική ανάλυση της πραγματικότητας και της πάλης των τάξεων.

Μερικά από τα δυνατά, και όχι τόσο δυσερμήνευτα σύμβολα της ποίησής του: η ενεργητικότητα και η παθητικότητα, το άρρεν και το θήλυ. Αναλύοντας κάποια ποιήματά του, ο Κάλας διατείνεται πως ο Καβάφης, αν και επικροτεί ή προτρέπει την τήρηση της ενεργητικής στάσης στον άνθρωπο, εν τέλει πιστοποιεί την επικράτηση της αντίθετης και μάλιστα, εντελώς ψυχαναλυτικά, μιλάει για την επιθυμία της επαναφοράς στην κώχη, ερμηνεύοντας με αυτόν τον τρόπο το αναδίπλωμα του ποιητή προς τον εαυτό, το θηλυκό – παθητικό στοιχείο που επικρατεί του ιδανικού – ανδρικού και στοιχειοθετεί το αίσθημα αποτυχίας απέναντι στην εκπλήρωση του ιδανικού. Η τέχνη του αποτελεί το πεδίο ευόδωσης της ενεργητικής – ανδρικής έκφρασης που δεν κατόρθωνε στην πραγματική του ζωή.

Το προαναφερθέν ιδανικό ενσαρκώνεται πλήρως στο πλαίσιο της νεότητας, κατάσταση από την οποία νομοτελειακά απομακρύνεται το υποκείμενο. Όσο απομακρύνεται από τη νεότητα, τόσο ξεθωριάζει και χάνεται το ιδανικό. Σε αυτό το σημείο υπεισέρχεται η αναπλαστική, ανακατασκευαστική λειτουργία της μνήμης, στην οποία καταφεύγει ο ποιητής, ειδικότερα, όταν το «δράμα» (ως δραματικό πεδίο και πεδίο δράσης) της ζωής του πλησιάζει προς το τέλος. Ο Κάλας προκρίνει ως λυρικότερα και πιο μεστά τα έργα των όψιμων χρόνων του, σε σχέση με τα κάπως πιο αφηρημένα πρώτα έργα του.

Η βαθιά συντηρητική, σύμφωνα με τον Κάλας, ιδιοσυγκρασία του κυριολεκτικά «συντηρεί» μέσω της Τέχνης αυτό που γνώρισε στο παρελθόν, σε μια απόπειρα να το ξαναγνωρίσει με πλάγιο τρόπο. Στη διαδικασία αυτή δουλεύει έντονα με λεπτομέρειες που ανασύρει, δημιουργεί ή ανακατασκευάζει και αυτή του η δεξιότητα κάνει τον Κάλας να μιλάει για το μοναδικό Έλληνα συγγραφέα με τόσο ανεπτυγμένη ικανότητα να αντιλαμβάνεται τα κρίσιμα στάδια ενός ψυχολογικού δράματος.

Αυτή ακριβώς η συναίσθηση του ψυχολογικού δράματος της αναπόδραστης κατάληξης της πορείας όλων προς το τέλος γεννά την εκλεκτική αντιμετώπιση της γνώμης των άλλων, την περιφρόνηση για τη μάζα των πολλών και των επιπόλαιων ανθρώπων. Για τον δυνατό, συνειδητοποιημένο άνθρωπο είναι μονόδρομος η υπερηφάνεια, η οποία παίρνει συχνά μορφή ηρωική ή ειρωνική. Ωστόσο, ο Κάλας εξακριβώνει κάτι μάλλον τραγικό πίσω από το δήθεν χαμόγελο της ανωτερότητας, μια στάση πόνου απέναντι στην αδυναμία και την αποτυχία, ακόμα κι αν υπάρχει η λυπητερή παρηγοριά της ύπαρξης των κατώτερων, των ασυνείδητων ή των υποταγμένων, όχι ταξικά, αλλά ψυχικά.

Ο Κάλας βρίσκει αξιοπαρατήρητη την ικανοποίηση των μεταφυσικών ανησυχιών των τριών μεγάλων ποιητών της αστικής τάξης (Κλωντέλ, Έλιοτ, Καβάφης) στην αποδοχή δυνατών θρησκευτικών συστημάτων, όπως ο Χριστιανισμός. Στοιχειοθετεί (κυρίως εξ αντιδιαστολής) τη χριστιανική πίστη του Καβάφη στη γελοιοποίηση ή την απόρριψη των Εθνικών και στη διαχείριση του θέματος και της μορφής του Ιουλιανού του Παραβάτη, ωστόσο τη διαχωρίζει από την ουσία της ποίησής του. Δε βαφτίζει Χριστιανό ποιητή τον Καβάφη, αλλά ανιχνεύει τη σημασία που αποδίδει στις ψυχικές μεταφυσικές ιδιότητες με τις οποίες είναι φορτισμένος ο Χριστιανισμός. Εκείνες συγκοινωνούν με την τέχνη και τη μνημονική λειτουργία στην ποίηση, καθώς έχουν τη δύναμη να την ενεργοποιήσουν ή να τη μεταβάλουν. Αυτήν και όχι την πραγματικότητα, όπως θα φρονούσε ένας τυπικός Χριστιανός.

Ως εκλεκτικός αστός, αλλά όχι εκ πεποιθήσεως αριστοκράτης, ο Καβάφης του Κάλας θα είναι ένας επιδραστικός ποιητής, ακόμα και για αυτούς που δε συμφωνούν με τον τρόπο που κοιτάει τη ζωή. Ένας τόσο τέλειος τεχνίτης του ποιητικού λόγου, αν όχι ακόμα την εποχή του Κάλας, στο μέλλον θα γονιμοποιήσει δημιουργικά τη συνέχιση της τέχνης του, ακόμα και αν «ο σπόρος» από το «λουλούδι» του προς το τότε παρόν αγνοούταν. Όπως και οι συντεταγμένες του Κάλας στον κριτικό χάρτη της Ελλάδας…

Η θετική τοποθέτηση του Κάλας απέναντι στον Καβάφη είναι σημαντική για το πρώιμο της εποχής κατά την οποία αρθρώθηκε, για την ακριβόλογη και μετρημένη διαχείριση θεμάτων, όπως το πολιτικό και ταξικό ζήτημα της ποίησής του, που δεν υπάρχει η ανάγκη να αποσιωπηθούν ή χειρότερα, να παραγνωριστούν, από έναν διανοούμενο της Αριστεράς, αντίθετα, εξετάζονται από μία γειωμένη υλιστική σκοπιά με άνεση και θάρρος λόγου. Ο Κάλας προχωρά σε μια προσωπική ομαδοποίηση ποιημάτων του Αλεξανδρινού με βάση κάποια θέματα, σύμβολα και ιδίως, ψυχικές διαθέσεις, εξασκώντας τα ψυχαναλυτικά του εργαλεία και η αποτίμησή του προκύπτει πολύ θερμή, παρά τη γνώση και τη γνωστοποίηση της γενικής επιφυλακτικής, ακόμη, στάσης απέναντι στο έργο του.

Βιβλιογραφία

– Νικόλας Κάλας, «Παρατηρήσεις επάνω στο καβαφικό έργο» στο αφιέρωμα στον Κ. Π. Καβάφη του περιοδικού Ο Κύκλος, Χρ. Α’, τχ. 3-4 (Νοέμ. 1932), σ. 98-126.

– Νικόλας Κάλας, Κείμενα Ποιητικής και Αισθητικής, επιμ. Αλ. Αργυρίου, Αθήνα, Πλέθρον, 1982, σ. 48-98.

– Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, «Εκατό χρόνια πέρασαν και ένα καράβι»: Ο ελληνικός υπερρεαλισμός και η κατασκευή της παράδοσης, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2012, σ. 182-196.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: