«Καλότυχος και αβασίλευτος, εκείνος ο λαός που έχει έναν τέτοιο ποιητή πλάι του…»

Στις 16 του Δεκέμβρη 1974 έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος μας ποιητής Κώστας Βάρναλης. Ένας άλλος μεγάλος μας, ο Τάσος Λειβαδίτης, γράφει για τον Βάρναλη, με αφορμή την κυκλοφορία της ποιητικής του συλλογής «Ελεύθερος Κόσμος».

«Καλότυχος και αβασίλευτος, εκείνος ο λαός που έχει έναν τέτοιο ποιητή πλάι του...»

Στις 16 του Δεκέμβρη 1974 έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος μας ποιητής Κώστας Βάρναλης.

Ένας άλλος μεγάλος μας, ο Τάσος Λειβαδίτης, γράφει για τον Βάρναλη, με αφορμή την κυκλοφορία της ποιητικής του συλλογής «Ελεύθερος Κόσμος». Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η Αυγή» (Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας – ΑΣΚΙ), στις 12 του Δεκέμβρη 1965. Στη φωτογραφία στιγμιότυπο από την κηδεία του Κώστα Βάρναλη.

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
(Με την ευκαιρία της έκδοσης του «Ελεύθερου Κόσμου»)

Ο αντιπροσωπευτικός κύκλος της ποίησης του Παλαμά έχει πια κλείσει. Ο ποιητής του Δωδεκάλογου του Γύφτου, περισσότερο ένας ογκώδης ποιητικός σταθμός παρά μεγάλος ποιητής ο ίδιος, με την αναγνωστική έφεση και τις ανησυχίες του έφερε σε γνωριμιά την Ελλάδα, την πνευματική Ελλάδα, μ’ όλα τα ευρωπαϊκά ρεύματα, αισθητικά και φιλοσοφικά. Αυτή η δίψα για τα πάντα που τον κατακαίει, δεν είναι, σε τελευταία ανάλυση, παρά η δίψα όλου του πνευματικού κόσμου της εποχής, να συγχρονιστεί με την Ευρώπη. Μα η παραδοχή των πάντων αμβλύνει τον κριτικό νου, η «εισαγωγή» των ξένων ιδεών και ρευμάτων γίνεται χωρίς την ειδική καλλιέργεια που χρειάζεται το «εμβόλιο», με αποτέλεσμα το διανοητικό φορτίο της ποίησής του, που με τα χρόνια, φαίνεται όλο και περισσότερο.

«Καλότυχος και αβασίλευτος, εκείνος ο λαός που έχει έναν τέτοιο ποιητή πλάι του...»

Κώστας Βάρναλης

Ο Σικελιανός με τη σπάνια λυρική φλέβα του οραματίζεται ένα μέλλον «αρχαίο», και οικοδομεί τη φιλοσοφία του και την αισθητική του σ’ ένα παρελθόν ωραιοποιημένο, μακριά, δηλαδή, απ’ τη σύγχρονή του πραγματικότητα. Οι άλλοι, δευτερότερης σημασίας ποιητές, ή αντιγράφουν τον παρνασσισμό του Ερενκά  (Γρυπάρης), το συμβολισμό του Βερλαίν (Χατζόπουλος) ή διαλέγουν για τον εαυτό τους το απήνεμο λιμάνι του απλού τραγουδιστή σε διάφορους τόνους ο καθένας (Πορφύρας, Μαλακάσης κλπ.). Ο μεγάλος Καβάφης είναι ακόμα, ή σχεδόν, άγνωστος.

Για να ολοκληρωθεί η ποιητική φυσιογνωμία της πρώτης δεκαετίας του μεσοπολέμου δε λείπει, παρά ο Καρυωτάκης ― ταλέντο γνήσιο, που έστω και με μονομέρεια (μην ξεχνάμε τους καιρούς), μας έδωσε μια αληθινή και απογοητευτική εικόνα ενός μεγάλου μέρους απ’ την τοτινή ελληνική πραγματικότητα. Το τέλμα των ιδεών, ο οικονομικός υποσιτισμός, η ανία κι ο μαρασμός απ’ την έλειψη ιδανικών, και το αδιέξοδο που όλα αυτά οδηγούσε, για πρώτη φορά εκφράζονται στην Ελλάδα και μάλιστα με τόση οξύτητα. Κι η σφαίρα που τον σκότωσε είχε μια σημασία βαθύτερη. Κανονικά, προοριζόταν  για όλον αυτόν τον κόσμο που εξέφραζε.

Μα η Ιστορία βαδίζει. Μεγάλες ανακατατάξεις γίνονται στην Ελλάδα, ύστερα από την οκτωβριανή επανάσταση και τη μικρασιατική καταστροφή. Καινούργιες δυνάμεις μπαίνουν στο προσκήνιο: οι εργάτες και προοδευτικοί διανοούμενοι. Δυνάμεις ζωντανές, ρωμαλέες, που όσο αναπτύσσονται ποσοτικά και ποιοτικά, τόσο εντονότερα αποκτούν την καλλιτεχνική έκφρασή τους. Και στέκονται πραγματικά τυχερές βρίσκοντας στο πρόσωπο του Βάρναλη έναν απαρομοίαστο βάρδο των ιδανικών τους.

Βαθύς μελετητής του μαρξισμού, εραστής και γνώστης της αρχαίας ελληνικής κουλτούρας (που σημαίνει πνεύμα βαθύ και με πολυμέρεια), ευαίσθητος δέκτης, σαν αληθινός ποιητής, όλων των ανησυχιών αυτής της καταπιεσμένης τάξης, που μόλις αρχίζει να παίρνει συνείδηση της δύναμής της, ρίχνει σα μια ομοβροντία το βιβλίο που θα τον καθιερώσει: «Το φως που καίει». Έργο δυνατό, πρωτόφαντο, που ανοίγει μια νέα σελίδα στην ελληνική γραμματολογία, μια λάμψη προορισμένη, όχι μόνο να φωτίσει τη μισοπολεμική νύχτα της ελληνικής κοινωνίας, μα και να κάψει. Έργο αληθινά μεγάλο, με συνθετική παράσταση του κόσμου, που στ’ οπλοστάσιό του διαθέτει δυο απ’ τις πιο ισχυρές λειτουργίες  της πνευματικής δραστηριότητας: τη σάτιρα και το λυρισμό. Τη σάτιρα για να σφάξει τον άνθρωπο, όταν χρειάζεται. Το λυρισμό, για να τον αναστήσει. Ούτε ο Σολωμός, ούτε ο Παλαμάς κατόρθωσαν να φτάσουν ποτέ τη σάτιρα σ’ ένα τόσο σκληρό και εξυγιαντικό συγχρόνως σημείο, όσο ο Βάρναλης. Σάτιρα διεισδυτική, αποκαλυπτική, που θα ολοκληρωθεί αργότερα με τα υπόλοιπα έργα του και θα τον αναδείξουν πρότυπο του είδους, σε παγκόσμια κλίμακα.

Και λυρισμός, όχι πια η σικελιανική ωραιοπάθεια. ή η παλαμική φιλολογία, λυρισμός αληθινός, αδρός, ο λυρισμός της απέραντης ψυχής των ταπεινών, των απλών ανθρώπων. Πρώτη φορά στην Ιστορία των ελληνικών γραμμάτων, ο λαός (με την πιο καθάρια σημασία της λέξης), δρασκελάει το κατώφλι της ποίησης.

Και μόνο με το έργο αυτό ο Βάρναλης θα μπορούσε να πάρει μια απ’ τις καλύτερες θέσεις ανάμεσα στους πέντε-έξι κορυφαίους ποιητές της παράδοσης, Μα η δημιουργία του μόλις αρχίζει. Οι Σκλάβοι πολιορκημένοι, η Αληθινή Απολογία του Σωκράτη, ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, το Ημερολόγιο της Πηνελόπης, οι Δικτάτορες και τ’ άλλα βιβλία του, έρχονται να εδραιώσουν την αξία ενός  ταλέντου πρώτου μεγέθους, που σ’ όλη τη ζωή και σ’ όλο του το έργο έθεσε σκοπό να υπηρετήσει, μέσα στα ελληνικά πλαίσια, τα πιο μεγάλα συμφέροντα της ανθρωπότητας.

Είναι ακατόρθωτο, ή μάλλον αδιανόητο, να μπορέσει κανείς σ’ ένα μικρό σημείωμα εφημερίδας έστω και να καταγράψει απλώς τα πολλά ανεπανάληπτα στοιχεία που έφερε ο Βάρναλης στην ποίηση, γενικά στην πνευματική ζωή και ακόμα γενικότερα στη νεοελληνική πραγματικότητα. Στόχοι καλλιτεχνικοί απ’ τους πιο ευγενικούς, αίσθημα που αναβρύζει πλούσιο και δροσερό, σαν ανοιξιάτικος χείμαρρος, λόγος όλο πυκνότητα και ευστροφία και μια γλώσσα παλλόμενη, αρρενωπή, υποβλητική και σαφής συγχρόνως. Αν ο Παλαμάς πλούτισε το γλωσσικό όργανο (συχνά χωρίς ίχνος καλαισθησίας), ο Σικελιανός κι ο Βάρναλης το εμπυράκτωσαν κι από γλωσσικό το έκαναν ποιητικό όργανο. Κι ιδιαίτερα ο Βάρναλης που το πλάτυνε σε ευρύτερη λαϊκή βάση.

Τα έργα του, φωτισμένα και λαϊκά, είχαν σαν αποτέλεσμα, κάτι που πρέπει να το θυμούνται και να ευγνωμονούν όλοι οι σημερινοί ποιητές: το πλησίασμα του μεγάλου κοινού προς την ποίηση, που μέχρι τότε ήταν ένα είδος «χόμπι» ορισμένων φιλολογικών κύκλων. Ο λόγος του, πηγαίος και δίκαιος εμψυχώνει, αποκαλύπτει, παρηγορεί. Με τον Βάρναλη για πρώτη φορά στον τόπο μας (ας μου επιτραπεί η φιλολογική έκφραση) η Αυτής Εξοχότης η Ποίηση αγκαλιάζεται με την Αυτού Μεγαλειότητα τον Λαό.

***

«Καλότυχος και αβασίλευτος, εκείνος ο λαός που έχει έναν τέτοιο ποιητή πλάι του...»

Τάσος Λειβαδίτης

Οι νεότεροι ποιητές, μέσα στις περιπλοκές των βραχυπρόθεσμων, συχνά, ιστορικών στόχων τους, χάνουν τον καίριο προσανατολισμό και τους βλέπεις να πυροβολούν τον εχθρό που έχουν μέσα τους, σα ν’ αγνοούν ότι αυτοί είναι δημιούργημα, ως σ’ ένα μεγάλο σημείο, του φοβερού εχθρού που βρίσκεται έξω τους: της ορισμένης, δηλαδή, διάρθρωσης του περιβάλλοντος που ζούνε. Ο Βάρναλης, μάτι αθόλωτο και κριτικό, φορτωμένος την πείρα ογδόντα χρόνων, με το άγρυπνο πνεύμα του και την καλλιτεχνική του ευαισθησία για οδηγούς, ξέρει πάντα κατά πού να σκοπεύσει. Ο «Ελεύθερος Κόσμος», η τελευταία του ποιητική συλλογή, είναι το ίδιο εύστοχη κι ανελέητη, όπως οι πρώτες νεανικές καταλυτικές κραυγές του. Και να. πάλι η αξία κι ο σκοπός του αληθινού ποιητή. Να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε το χρόνο και το χώρο, που ζούμε, όχι «ιστορικά» ή φυσιολατρικά μόνο, μα σαν υπεύθυνοι άνθρωποι του καιρού μας ― και κανείς απ’ τους σύγχρονους τεχνίτες του λόγου δεν έχει όσο ο Βάρναλης την αίσθηση, αίσθηση τραγική, αυτής της δεύτερης κατοχής, που ζει σήμερα ο τόπος μας.

«Μέρα χρυσή, κατάχρυση, μα πώς να την χαρείς;
Κι ο μπάτης ο ανοιξιάτικος  στα στήθια σου βαρύς.
Απρίλης με το θάνατο χορεύουν και γελούνε
κι όσα λουλούδια και καρποί, ξέν’ άρματα σε κλειούνε».

Όλη η κλίμακα των «αξιών» της αστικής κοινωνίας, πατρίδα, οικογένεια, κράτος, πόλεμος. εκμετάλλευση, πέφτει κομματιασμένη από τη ρομφαία του πύρινου λόγου του. Η ανήσυχη ματιά του περιτρέχει τον «ελεύθερο κόσμο» και το χτύπημά του πέφτει βαρύ εκεί που «πονάει» περισσότερο αυτόν τον κόσμο, κι εκεί που ευκολότερα ξυπνάει τον υπόλοιπο.

Ο Βάρναλης, αληθινός μαρξιστής, με τη διαλεκτική στο αίμα του πια, ξέρει πως η συνείδηση του ανθρώπου διαπλάθεται σιγά-σιγά απ’ τον περίγυρό του και οι λαϊκές μάζες, που θα ’πρεπε ν’ ανήκουν στην πρωτοπορία, κάτω από τη φριχτή οικονομική ανέχεια, το σκοταδισμό της προπαγάνδας και την εξαχρείωση των ηθών μετατρέπονται σε απολογητές ή και διαιωνιστές της ίδιας τους της κακομοιριάς.

«Σκότωνε τον πατέρα με μπαλτά
για το μισό χωράφι. Κι από τα
δεκατρία το κοράσι σου, πιτσούνι,
ξεκοίλιαζέ το, γέροντα, στη χούνη».

Σελίδα με σελίδα το μαχαίρι του ποιητή ανοίγει τις σάπιες πληγές απ’ όπου ξεπετάγεται σαν πύον η ατιμία, το ψέμα, η προδοσία, η αμορφωσιά. Αν μπορούσε, για μια στιγμή, (ωραία, φανταστική στιγμή) η ποίηση να μετατραπεί σ’ ένα γιγάντιο χέρι, το βιβλίο του Βάρναλη θάχε γκρεμίσει, σε μια μόνη νύχτα, όλον αυτόν τον εσμό που αυτοτιτλοφορείται, βέβαια, «Ελεύθερος Κόσμος».

«Ήλιε με τι λαχτάρα σ’ αναμένει
μέγας λαός κι όλ’ οι λαοί ενωμένοι!
Όχι να βγεις σαν πάντ’ απ’ τον Τρελό
για να πνιγείς το βράδυ στο γιαλό.
Θα σε φέρει αβαδίλευτην πηγή
φωτός, χαράς, τιμής κι ελεφτερίας
σ’ ουρανό και σε θάλασσα και γη
πρωτάρχος ο Παγκόσμιος Παρίας».

Καλότυχος και αβασίλευτος, εκείνος ο λαός που έχει έναν τέτοιο ποιητή πλάι του.

Τάσος Λειβαδίτης

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

3 Trackbacks

Κάντε ένα σχόλιο: