Τρία ποιήματα του Νίκου Πριόβολου

Από την πρόσφατη ποιητική του συλλογή «Το παιδί π’ απέμεινε όρθιο»

Τρία ποιήματα του Νίκου Πριόβολου

[November Song]

Σήμερα έχει ήλιο
ένα φως που σκορπίζει χαμόγελα σ’ ερημικές τάξεις
μια υποψία κιμωλίας
πρώτες μέρες του Νοέμβρη
Η καθηγήτρια της ιστορίας κουνά συγκαταβατικά το κεφάλι
ο μαθηματικός τρεκλίζει ψελλίζοντας
όρια π’ απειρίζονται τείνοντας στο μηδέν
απ’ αριστερά ή από δεξιά είν’ αδιάφορο
Το προαύλιο σιγά σιγά γεμίζει
με δάνειες οσμές απ’ εφηβικά όνειρα
προσμονές κι έρωτες
αναπνέει ανυπόμονα στη θέα και μόνο
Εξασφαλίζει ένα είδος ποιητικής ασυλίας

(Απολιτίκ) καταλήψεις
πενθήμερες εκδρομές
πανελλήνιες εξετάσεις
Η τελετουργία π’ οδηγεί στον ενήλικο κόσμο

[Με λένε Ηριάννα]

Το όνομά μου είναι Ηριάννα
είμαι η κόρη των μνημονίων
είμαι το παιδί των τρομονόμων
είμαι το μισό ενός κατ εξακολούθηση έρωτα
είμαι η αλληλεγγύη που επιδεικνύετε
ελεύθερη θα τελέσω κι άλλα όμοια νέα αδικήματα
θα καταδικάζομαι αιώνια για συμμετοχή στους πυρήνες του έρωτα
θα είμαι για πάντα η ποινική ενσάρκωση του απόλυτου έρωτα

είμαι η μερική ταυτοποίηση απειροστού γενετικού υλικού
-είμαστε το γενετικό υλικό ενός άλλου γαλαξία –
ονειρεύομαι μαζί σας έναν άλλο κόσμο
-χτίζουμε μαζί έναν άλλο κόσμο –
είμαι η δασκάλα του τελευταίου θρανίου
είμαι η αδελφή των προσφύγων
η συγκρατούμενη στον Ελεώνα
το ανθισμένο πλάσμα στον υδροβιότοπο της καρδιάς σας
το ξεχασμένο χάδι για πέντε χρόνια στη φυλακή του Θεοφίλου
η καφκική ηρωίδα συνοδεία στρατιωτών με πλήρη εξάρτηση
η καταδικασμένη ανεξαρτήτως στοιχείων
η φυλακισμένη σας κόρη του άρθρου 187Α
η προαφαίρεση της ζωής δίχως καμιά εξαίρεση
αθώα και δύσπιστη στα μάτια των νόμων τους
στις δακτυλογραφημένες σελίδες των δικογράφων τους
-το φίδι της δικαιοσύνης δαγκώνει μονάχα ξυπόλυτους
αλλά εγώ περπατώ όρθια στα δικά σας λαβωμένα πέλματα –
είμαι βέβαιη πως είμαι αθώα
-ξέρω ποια ειν’ η αλήθεια –
ξέρω πως τίποτα όσο είμαστε ζωντανοί δε χάνεται
είμαι το τεκμήριο ενοχής της ελπίδας στον μυχό της ύπαρξής σας

είμαι η Ηριάννα που στέκει όρθια στο επαναλαμβανόμενο απλήρωτο δωδεκάωρο
είμαι η Ηριάννα και είμαι άνεργη τρία χρόνια, οκτώ μήνες και δεκατρείς μέρες
είμαι η Ηριάννα που μένω στα προσφυγικά της κάτω πόλης
στις εργατικές πολυκατοικίες της Δραπετσώνας
στις παρυφές της Κυψέλης προς τα δικαστήριά τους
φυτεύω δάκρυα στην καμμένη στο διάβα τους γη
στέκομαι όρθια στον ερειπωμένο μου τόπο
κατοικώ στις μνήμες σας, στις θύμησες
στο πρώτο σας ερωτικό σκίρτημα
στα καλοκαίρια με ψωμί, ντομάτα και ρίγανη στα ορεινά της ψυχής σας

είμαι η εικοσιεννιάχρονη Ηριάννα που μεταναστεύει
στο παιδικό της δωμάτιο κοιτάζοντας τ’ άστρα

περπατώ μες τη νύχτα κρατώντας το χέρι σου
αντικρύζω τη μορφή σου π’ ανακλάται στα κύματα
τυλίγω τα δάχτυλα στα ξέπλεκα μαλλιά π’ αγκαλιάζουν τον κόσμο μου
χάνομαι στα στήθη που ξετυλίγουν το χαμένο μου νήμα
το γυμνό σου δέρμα ερωτοτροπεί με τον άνεμο
παιχνιδίζει με τις αλμυρές στάλες απ’ τα μάτια σου

κλείνω τα βλέφαρα
μου ψιθυρίζεις πως τα καλοκαίρια μας λιγοστεύουν

είμαι η εικοσιεννιάχρονη Ηριάννα που μεταναστεύει
στο παιδικό της δωμάτιο κυνηγώντας τα άστρα

το όνομά μου είναι Ηριάννα
είμαι η κόρη των μνημονίων
είμαι το παιδί των τρομονόμων
είμαι η εγγονή του ιδιώνυμου
είμαι το δέσμιο μισό ενός κατ’ εξακολούθηση έρωτα
είμαι η αλληλεγγύη χωρίς όρια που επιδεικνύετε
η έγκλειστη δασκάλα του τελευταίου θρανίου
η φυλακισμένη αδελφή των προσφύγων
ελεύθερη θα τελέσω κι άλλα όμοια νέα αδικήματα

το όνομά μου
είναι
Ηριάννα

18/7/2017

[Πάνω κάτω στα καπνοχώραφα]

Τα χέρια να κολλάνε απ’ τον καπνό
όρθρος βαθύς το μάζεμα
μπελόνιασμα
να φτιάξουν μετά τις αρμάθες
να τις κρεμάσουν στις λιάστρες να ξεραθούν
το ύψος του καπνού στο χωράφι να σε περνάει στο μπόι
οι ατσάλινες βελόνες μισό μέτρο ξίφη να τρυπάνε τ’ άμαθα χέρια
ο παππούς να στέκεται στην ίδια θέση
οι ακρίδες να εκτελούν ακροβατικά καθώς ανοίγουν τα δέματα
η γιαγιά να επαναλαμβάνει μ’ απίστευτη μαεστρία τις ίδιες κινήσεις
απ’ τη σπορά του Γενάρη με τα επάλληλα ποτίσματα, ύστερα φύτεμα
με την τσάπα να θωπεύεις το χώμα ν’ ανασάνει το μικρό φυντάνι
πώς περνάει έτσι ο χρόνος
τέλειωσε το καλοκαίρι

ο έμπορας εκβιάζει για την ποιότητα
κλέβει στο ζύγι
επιδοτήσεις και καπνοβιομηχανίες όλα αχταρμάς
το ισόγειο δώμα του σπιτιού μια τεράστια αποθήκη
κουβεντολόι και πολιτικά ένα κουβάρι
ο συντηρητισμός εδώ δεν κόβει βόλτες
οι καπνεργάτες κυοφορούσαν πάντα τις αλλαγές
φτώχεια ανάκατη με μόχθο κι ελπίδα
η ευωδιά απ’ τα φρεσκοκομμένα φύλλα ν’ απλώνεται παντού στο χώρο

και μετά ήρθε η καπ
έχει και πιασάρικο όνομα
κοινή αγροτική πολιτική
τα χωράφια ερήμωσαν
απέμειναν χέρσα
οι Ξηρομερίτες σκόρπισαν
κι όσοι απέμειναν παλεύουν αβοήθητοι
με το χαρτζηλίκι της σύνταξης του ΟΓΑ
σβήνουν σαν τ’ αναστάσιμα κεριά

ευτυχώς σώθηκαν οι μνήμες
κάτι παλιές φωτογραφίες
τ’ άγγιγμα της καύτρας στα δάχτυλα
στον ίδιο επίμονο θηλασμό της πραγματικότητας
στο καθημερινό σου ταξίδι
όταν διαβαίνεις τις παιδικές σου εικόνες συνεχίζεις να τρέχεις πάνω κάτω στα καπνοχώραφα
να κρύβεσαι ξανά και ξανά μες στα ποώδη φυτά
συνεχίζεις ν’ ακούς τη γλυκιά φωνή της γερόντισσας

«σαν το μπόι σου θα βρεις, σαν την καρδιά σου δε θα βρεις»

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: