“Τα ρεμπέτικα πάθη της Σωτηρίας” – Ο Γιώργος Ηρακλέους γράφει για τη Σωτηρία Μπέλλου

“Στις εξομολογήσεις της έλυνε την εσωτερική πανοπλία της ευαισθησίας της και σαν θεότητα μου εξιστορούσε στιγμιότυπα της ζωής της και τα πάθη της. Μιλούσε με έναν τρόπο περήφανο, φυσικό, χωρίς ίχνος συναισθηματολογίας ή μελοδραματισμού…”

"Τα ρεμπέτικα πάθη της Σωτηρίας" - Ο Γιώργος Ηρακλέους γράφει για τη Σωτηρία Μπέλλου

Πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα νέο τραγούδι αφιερωμένο στην σπουδαία ρεμπέτισσα Σωτηρία Μπέλλου, με τίτλο «Τα ρεμπέτικα πάθη της Σωτηρίας». Τη μουσική του τραγουδιού συνέθεσε η δημοφιλής και καταξιωμένη τραγουδίστρια Νάντια Καραγιάννη μελοποιώντας στίχους του ποιητή Γιώργου Ηρακλέους, και το ερμηνεύει η ίδια, ενώ σημειώνει: «Είναι ένα μικρό μουσικό αφιέρωμα στη Σωτηρία Μπέλλου! Στιγμές και σταθμοί της ζωής της. Βιογραφική μπαλάντα σε ρυθμό ζεϊμπέκικου».

Ο Γιώργος Ηρακλέους είναι φιλόλογος, ποιητής και ερευνητής με πλήθος δημοσιευμένων άρθρων και μελετών (παιδαγωγικών, εκπαιδευτικών, κοινωνιολογικών, λογοτεχνικών). Υπηρέτησε δραστήρια και με συνέπεια το εκπαιδευτικό, ταξικό, συνδικαλιστικό κίνημα, όπου και διακρίθηκε, ενώ είναι και πρόεδρος του Συλλόγου Εργατικής και Λαϊκής Επιμόρφωσης – Λαϊκό Πανεπιστήμιο “Δημήτρης Γληνός” (Αγίου Δημητρίου).

Για τη φιλία του με την αξέχαστη Σωτηρία Μπέλλου και για το ποίημά του που έγινε τραγούδι, σημειώνει στο κείμενο που μας έστειλε:

«Τη Σωτηρία Μπέλλου τη γνώρισα προσωπικά το 1980, όταν άφησε “ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ” και κατέβηκε στην Πλάκα να τραγουδήσει στη μπουάτ “ΖΟΟΜ”. Γίναμε φίλοι στενοί, μας έδενε μια βαθιά αμοιβαία αγάπη και εκτίμηση. Συχνά τρώγαμε μαζί στην ταβέρνα “Σαΐτα” και τα λέγαμε, μονάχα οι δυο μας. Θεωρώ τη Σωτηρία ως την κορυφαία μορφή του τραγικού χορού και τη μεγαλύτερη και πιο αυθεντική γυναικεία φωνή του ρεμπέτικου και ύστερα του έντεχνου τραγουδιού. Στις εξομολογήσεις της έλυνε την εσωτερική πανοπλία της ευαισθησίας της και σαν θεότητα μου εξιστορούσε στιγμιότυπα της ζωής της και τα πάθη της. Μιλούσε με έναν τρόπο περήφανο, φυσικό, χωρίς ίχνος συναισθηματολογίας ή μελοδραματισμού. Έδειχνε να έχει δικαιολογήσει τον εαυτό της για τα λάθη της. Με αυτό το υλικό έγραψα τη βιογραφική μπαλάντα: “Τα ρεμπέτικα πάθη της Σωτηρίας”, λίγες μέρες μετά το θάνατό της. Η μπαλάντα είναι ένας διάλογος με τη Σωτηρία Μπέλλου, γι αυτό είναι γραμμένη σε β’ενικό πρόσωπο. Το ποίημα μελοποιήθηκε από τη Νάντια Καραγιάννη την άνοιξη του 2020. Κυκλοφόρησε σε CD επανεκδόθηκε πρόσφατα μαζί με άλλα 3 τραγούδια».

Το ποίημα του Γιώργου Ηρακλέους για τη Σωτηρία Μπέλλου:

Τρέχεις, τρέχεις πίσω απ’ τα συρματοπλέγματα με το βαρύ σου βήμα να αντηχεί,
πίσω απ’ τα σίδερα στις γυναικείες φυλακές, δεκαοκτάχρονη κοιμάσαι
τις νύχτες με φεγγάρια στα μαλλιά,
μονάχη σου απάνω στα νερά της παλίρροιας,
κάτω απ’ τα γυμνά τα πόδια της Χαλκίδας.
Μετά ολομόναχη, πίσω απ’ τα τζάμια του νυχτερινού του τρένου
φτάνεις ξημέρωμα 28 του Οκτώβρη στην Αθήνα.
Παντού καμπάνες να χτυπούν, τραγούδια ν’ αντηχούν ηρωικά,
σειρήνες να σε ξεκουφαίνουν…
Η σωτηρία της ψυχής μας δεν υπάρχει.
Δε φταίμε εμείς, που ο κόσμος κι ο θεός μας, μας ξεγράφει.
Ξενοδουλεύεις και τις νύχτες της σκλαβιάς πουλάς τσιγάρα χύμα στις ταβέρνες,

αφήνεις λίγο εκεί στην ψάθινη καρέκλα το χάρτινο πανέρι του Ματσάγγου
με τα «Άριστα»
και με ξεκούρδιστη κιθάρα τραγουδάς, τραγούδια μόνο ερωτικά της Βέμπο.
Κι ύστερα ξαφνικά στο πάλκο το ρεμπέτικο φτύνεις μετακατοχικό το αίμα
απ’ το λαιμό σου στο μαντήλι, γιατί χωρίς μικρόφωνα τις νύχτες
τραγουδάς.
Σε σακατεύουνε στο ξύλο χίτες λύκοι και τους λες:
«Όχι, εγώ δεν τραγουδάω για τον Γρίβα, κι ας τονε θέλει ο βασιλιάς,
εγώ πουλάω Ριζοσπάστες στην Ομόνοια κι ακούω μόνο το χωνί του ΕΑΜ».
Χρόνια μετά κλεισμένη στου Λυμπέρη,
στο Μαρκομιχελάκειο στην απομόνωση,
γράφεις μονάχη το ρεμπέτικο κουρέλι σου.
Φωνάζεις, σε χτυπούν, μα δίπλα σου ψυχή.
Μόνη σου μαχαιρώνεις την κοιλιά σου,
γιατί η μάνα σου πεθαίνει και δε θέλει να σε δει.
Ανοίγει η πόρτα η σιδερένια, η ασήκωτη
κι άστεγη στα σκουπίδια τριγυρίζεις,
τα ούζα σου ρουφάς σαν το νερό στο Περιστέρι,
να κλείσεις της χασούρας την πληγή,
τη μαύρη μοναξιά σου να ζαλίσεις.
Μουγκή στο θάλαμο της «Σωτηρίας» το ’96,
προσεύχεσαι με γύρω σου εικονίσματα φτηνά
που’χεις μαζέψει
και τραγουδάς το «Μαχαλόμαγκα να ζήσεις» και τον «Απόκληρο»,
με μόνο το μυαλό και την ψυχή χωρίς φωνή.
Το ξέρεις όλα στη ζωή είναι ζαριά
διπλές, εξάρες, ντόρτια, που φέρνουνε τα πάθη μας τα άγρια.
Σωτηρία της ψυχής για μας δεν έχει, γιατί ο κόσμος κι ο θεός δεν μας
αντέχει.
Με αεροπλάνα και βαπόρια ταξιδεύεις,

γιατί οι φίλοι οι παλιοί χαθήκαν πια,
ψάχνεις και βρίσκεις τη δασκάλα Ευτυχία
και την κοιτάζεις μες τα μάτια και ζητάς
να κάνετε σταθμό τον Αύγουστο μια νύχτα, να τραγουδήσετε, να ψάλλετε μαζί:
«Από τις πολλές μας αμαρτίες αρρωσταίνει το κορμί, άρρωστη είναι κι η ψυχή,
σε σένα καταφεύγω, Παναγιά μου, να μου γιατρέψεις την αγιάτρευτη πληγή».
Κι ακούει η Παναγιά το αχ! του αμανέ και τη σιωπή και νιώθει
ότι οι ρεμπέτικες ψυχές δεν μετανιώνουν.
Μα, όσοι τις πλήγωσαν πολύ, όλους τους συγχωρνάνε το τελευταίο βράδυ στη ζωή.
Καρφώνουν οι άγγελοι με τα βαριά καρφιά τις δυο τις πόρτες της ζωής κι όλα
Αρχίζουν πάλι.
Η σωτηρία της ψυχής μας δεν υπάρχει, τα φταίει ο κόσμος κι ο θεός που μας
ξεγράφει.

(Αύγουστος 1996)

Το τραγούδι “Τα ρεμπέτικα πάθη της Σωτηρίας”:

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: