Όταν προκύπτει ανάγκη να πιαστείς με τον εχθρό στα χέρια

Ήταν ένας σκεφτόμουνα
οπότε για φαντάσου
τι μπορούμε να κάνουμε
εφόσον ανοίξουμε τις μάντρες με τα σίδερα
και στήσουμε ξανά τα σωματεία.

Πριν έξι χρόνια
σε τούτο το σημείο
έπεσε ο Παύλος Φύσσας.
Δούλευε στα σίδερα
κι όταν τον αποσύρανε στην ανεργία
πίστεψε στη δύναμη των στίχων του.

Έτσι έγινε ένας απ’ τους στόχους
των μαύρων γιων του χάους.

*

Τότε δούλευα με σύμβαση εξάμηνη
στην καθαριότητα του μουσείου.
Ενώ σφουγγάριζα, σκεφτόμουν:
Είμαστε απλήρωτοι, αξίζει
με τα ίδια σου τα χέρια
τα ίχνη σου να σφουγγαρίζεις;

*

Οι καταθέσεις λένε πως το χάος
πλήρωνε αδρά τους γιους του
ώστε να χτυπάνε όσους απεργούν
κι επισκευάζουν τα καράβια του.

*

Εκείνη την ημέρα – λίγο μετά τα μεσάνυχτα
ο Φύσσας είχε φτάσει στο πιο δύσκολο σημείο
κι ήταν πλέον αργά για να γυρίσει πίσω.
Έτσι επέλεξε να ζήσουνε οι φίλοι. Ήξερε
πως δεν παίρνουν από λόγια γι’ αυτό
πιάστηκε στα χέρια − προτού πέσει, −
κοίταξε το Μέλλον. Είχε ήδη την πύλη του ανοίξει
κι Εκείνος είδε ν’ αρπάζουν το τιμόνι οι παραγωγοί.
Η Ελλάδα ξεκόλλαγε από τη λάσπη.

*

Τώρα που νυχτώνει
μία μάνα κλαίει μόνη,
ακούστε την πελώρια κραυγή της
έπρεπε να σκοτώσουν το παιδί της;
Κρίμα, πολύ κρίμα να κλείσει ένα σπίτι
κι ο ήλιος να μην το βλέπει. Δείτε
τι πόνο προκαλέσατε, τον πιο ακραίο.
Γιατί ψηφίσατε κακούργους
και με τι τρόπους ελπίζατε
πώς τη φτώχεια σας
θ’ ανακουφίσουν οι φονιάδες;
Κλάψτε κι εσείς
για ένα παλληκάρι
και πάρτε τον ανήφορο
για να νικήσουνε τα δάκρυα
την πέτρινη ψυχή σας· ακούστε
τη μάνα πόσο φωτεινά μιλάει·
αν και το σπίτι της κινδυνεύει
να το ξεχάσει ο ήλιος, ναι,
θα μπορούσε να ’χε πεθάνει.
Πάρτε τον ανήφορο, μην φοβάστε,
δεν είστε μόνοι· ακούστε
την πελώρια κραυγή της,
πέθανε το παιδί της μα δεν πέθανε η ίδια.
Πήρε τον ανήφορο και δεν αφορά το νεκρό,
πήρε τον ανήφορο, εμάς αφορά τους πολλούς.
Μην ψηφίσετε ξανά ξεδιάντροπους φονιάδες,
πάρτε τον ανήφορο κι αψηφήστε
το φόβο και τ’ αφεντικά σας
πάρτε τον ανήφορο
αλλιώς αύριο
θα ’ρθει η δικιά σας σειρά.

*

Την επόμενη διάβασα
τα εξής πολύτιμα
στην εφημερίδα:

Ήταν ένας παραδέχτηκε η αστυνομία
και με τα δυο του χέρια
είχε τρεις-τέσσερις αρπάξει.

Ήταν ένας σκεφτόμουνα
οπότε για φαντάσου
τι μπορούμε να κάνουμε
εφόσον ανοίξουμε τις μάντρες με τα σίδερα
και στήσουμε ξανά τα σωματεία.

Παναγιώτης Μηλιώτης 

 

Ο Παναγιώτης Μηλιώτης γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα. Σπούδασε ηλεκτρονικός κι εργάζεται στον κλάδο των τηλεπικοινωνιών. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές: Μια ανάσα δρόμο (Εκδόσεις Ars Nocturna, 2013 – Βραβείο Γιάννη Βαρβέρη της Εταιρείας Συγγραφέων) και Το σκίτσο στην ντουλάπα (Εκδόσεις Θράκα, 2017).

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: