Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Η τελευταία μέρα» του Γιώργου Σεφέρη

“…Κι όμως ο θάνατος είναι κάτι που γίνεται· πώς πεθαίνει ένας άντρας;
Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο,
που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον
και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή…”

Ο Γιώργος Σεφέρης (πραγματικό όνομα Γιώργος Σεφεριάδης) γεννήθηκε στις 13 του Μάρτη 1900, στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Το 1914 η οικογένειά του μετακομίζει στην Αθήνα όπου ο Σεφέρης τελειώνει το Γυμνάσιο το 1917. Κατόπιν θα μεταβεί στο Παρίσι όπου και θα σπουδάσει Νομικά ως το 1924. Ήδη όμως από το 1918 θα εκδηλωθεί η αγάπη του για την ποίηση και θα αρχίσει να γράφει στίχους. Στα χρόνια των σπουδών του, όντας στο εξωτερικό, έχει την ευκαιρία να έρθει σε άμεση επαφή με τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής.

Στο Παρίσι θα τον βρει και η Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία θα τον επηρεάσει βαθύτατα και θα παραμείνει χαραγμένη στη μνήμη του. Από το 1926 μέχρι το 1962 που συνταξιοδοτείται, θα εργαστεί ως διπλωμάτης στο Υπουργείο Εξωτερικών και σε Πρεσβείες. Το 1963 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η κηδεία του Γιώργου Σεφέρη (έφυγε από τη ζωή στις 20 του Σεπτέμβρη 1971) μετατράπηκε σε μια μεγάλη αντιδικτατορική διαδήλωση.

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Η τελευταία μέρα» του Γιώργου Σεφέρη

Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ

Ήταν η μέρα συννεφιασμένη. Κανείς δεν αποφάσιζε
φυσούσε ένας αγέρας αλαφρύς: «Δεν είναι γρέγος είναι σιρόκος»
είπε κάποιος.
Κάτι λιγνά κυπαρίσσια καρφωμένα στην πλαγιά κι η θάλασσα
γκρίζα με λίμνες φωτεινές, πιο πέρα.
Οι στρατιώτες παρουσίαζαν όπλα σαν άρχισε να ψιχαλίζει.
«Δεν είναι γρέγος είναι σιρόκος» η μόνη απόφαση που ακούστηκε.
Κι όμως το ξέραμε πως την άλλη αυγή δε θα μας έμενε τίποτε πια,
μήτε η γυναίκα πίνοντας πλάι τον ύπνο
μήτε η ανάμνηση πως ήμασταν κάποτες άντρες,
τίποτε πια την άλλη αυγή.

«Αυτός ο αγέρας φέρνει στο νου την άνοιξη» έλεγε η φίλη
περπατώντας στο πλευρό μου κοιτάζοντας μακριά «την άνοιξη
που έπεσε ξαφνικά το χειμώνα κοντά στην κλειστή θάλασσα.
Τόσο απροσδόκητα. Πέρασαν τόσα χρόνια. Πώς θα πεθάνουμε;»

Ένα νεκρώσιμο εμβατήριο τριγύριζε μες στην ψιλή βροχή.
Πώς πεθαίνει ένας άντρας; Παράξενο κανένας δεν το συλλογίστηκε.
Κι όσοι το σκέφτηκαν  ήταν σαν ανάμνηση από παλιά χρονικά
της εποχής των Σταυροφόρων ή της εν – Σαλαμίνι – ναυμαχίας.
Κι όμως ο θάνατος είναι κάτι που γίνεται· πώς πεθαίνει ένας άντρας;
Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο,
που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον
και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή.
Χαμήλωνε το φως πάνω από τη συννεφιασμένη μέρα,
κανείς δεν αποφάσιζε.
Την άλλη αυγή δε θα μας έμενε τίποτε· όλα παραδομένα·
μήτε τα χέρια μας·
στα λατομεία.
Η φίλη μου τραγουδούσε περπατώντας στο πλευρό μου
ένα τραγούδι σακατεμένο:
«Την άνοιξη, το καλοκαίρι, ραγιάδες…»
Θυμότανε κανείς γέροντες δασκάλους που μας αφήσαν ορφανούς.
Ένα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας:
«Βαρέθηκα το δειλινό, πάμε στο σπίτι μας
πάμε στο σπίτι μας ν’ ανάψουμε το φως.»

                                              Αθήνα, Φεβ. ‘39

Γιώργος Σεφέρης, Ημερολόγιο Καταστρώματος, Α΄ στο Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 1977, 11η έκδοση

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: