Κώστας Βάρναλης – Χριστουγεννιάτικοι Στοχασμοί: «Αφρίζουν τα ποτήρια της αδικίας»

Ένας μεγάλος ποιητής είναι πρώτ’ απ’ όλα ένας μεγάλος Νους. Και μία μεγάλη Αρετή. Ο Κάλβος ήταν όλα τούτα και σε πρώτο βαθμό. Αγάπησε με πάθος τους πολεμάρχους, τραγούδησε τους ηρωισμούς των στεριάς και πελάγου, έκλαψε με τις ατυχίες τους και μίσησε, όσο κανένας άλλος τα δυο μαύρα στίγματα κάθε ιερού αγώνα: τους ντόπιους «προδότες» και τους ξένους «προστάτες».

Από το εξαιρετικό βιβλίο του Βαγγέλη Σακκάτου «Ο Ανδρέας Κάλβος και οι Καρμπονάροι», μεταφέρουμε ένα συγκλονιστικά επίκαιρο κείμενο του Κώστα Βάρναλη.

Βαθύς γνώστης και μελετητής του Ανδρέα Κάλβου, ο Βαγγέλης Σακκάτος στο βιβλίο του, που προσφέρθηκε από την «Εφημερίδα των Συντακτών» στις 23 του Δεκέμβρη 2021,  παρουσιάζει τα κείμενά του για τον μεγάλο ποιητή μας που είχαν μεταδοθεί από την Ντόιτσε Βέλε τον καιρό της χούντας. Με ιστορικά τεκμήρια -άγνωστα στο ευρύ κοινό- ο συγγραφέας ρίχνει φως στην ένταξη του Κάλβου στο κίνημα των Καρμπονάρων και την απέλασή του από τα τοσκανικά κράτη. Αναλύει τη στιχουργική και τη γλώσσα του Κάλβου. Σχολιάζει το βιβλίο του Κονίδη Πορφύρη για τον Κάλβο και τη δίκη των Καρμπονάρων της Τοσκάνης και αναδεικνύει άγνωστες πτυχές της συμμετοχής του Κάλβου στις εξεγέρσεις Νάπολης και Πιεμόντε και την κατάπνιξή τους από την «Ιερά Συμμαχία».

«Ο μεγάλος μας ποιητής Κώστας Βάρναλης, τότε και χρονογράφος της εφημερίδας «Αυγή», αναγγέλλοντας την έκδοση των «Ωδών» του 1956 δημοσίευσε τα Χριστούγεννα του 1955 στην εφημερίδα το ακόλουθο κείμενο-χρονογράφημα, που δημοσιεύουμε κι εμείς εδώ, πρώτο στα κείμενα της παρούσας επετειακής έκδοσης για τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης και του ιταλικού risorgimento (ριζορτζιμέντο), ταυτόχρονου με την Ελληνική Επανάσταση, που ο εθνικός μας ποιητής Ανδρέας Κάλβος πρωτοστάτησε σ’ αυτό» σημειώνει ο Βαγγέλης Σακκάτος προλογίζοντας το άρθρο.

Χριστουγεννιάτικοι Στοχασμοί
«ΑΦΡΙΖΟΥΝ ΤΑ ΠΟΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΑΔΙΚΙΑΣ»

Του Κώστα Βάρναλη

«Και επί γης ειρήνη»!… Καμπάνες και στόματα, χαρτιά και κύματα το λένε σήμερα σ’ Ανατολή και Δύση. Το λένε μονάχα. Ο αχός δε φτάνει στα νησιά της εξορίας, στα μπουντρούμια των φυλακών, στα ρημαγμένα φτωχόσπιτα, στους υβρισμένους τάφους των θυμάτων… Μια άβυσσος από βρόντους αλυσίδων, από βογγητά και θρήνους και επιθανάτιους ρόγχους (η «Αλήθεια» της σήμερον!) καταπίνει το μήνυμα και δεν το αφήνει να προχωρήσει.

Κι όμως τίποτα δε λαχταράνε σήμερα οι λαοί τόσο πολύ, όσο την ειρήνη. Αλλά ειρήνη χωρίς ελευθεριά δεν είναι μπορετή. Όταν λοιπόν οι λαοί φωνάζουν απ’ όλα τα σημεία του τεραχώρου! «Ειρήνη»… «Ελευθεριά» φωνάζουν.

Ποιοι λαοί; Οι σκλάβοι λαοί του «Ελευθέρου Κόσμου»! Ευρωπαίοι κι Ασιάτες, Αφρικανοί κι Αμερικάνοι… Όλος αυτός ο κόσμος καίγεται χρόνια κι αναταράζεται και ποτίζει τις ρίζες της Ιστορίας με δάκρυα κι αίμα… Κι όλο βάζει τ’ αφτί ν’ ακούσει τον αέρα να τραντάζεται από το μήνυμα της ειρήνης = ελευθερίας. Κι ακούει μονάχα ψέματα… Κι ακολουθώντας μπροστά το «λαμπρόν άστρον» που τους οδηγεί έξω από τα σύρματα της αιχμαλωσίας του, βλέπει να συμπολεμούνε μαζί του οι σκιές όλων των ηρώων της πράξης και του λόγου, που σε περασμένους καιρούς βοηθήσανε την απελευθέρωση των προγόνων τους.

Ποτές, από τότε που ο κόσμος έγινε «πολιτισμένος» δεν ήσαν τόσον επίκαιροι και τόσον αληθινοί οι μεγάλοι ποιητές της Ελευθερίας. Η φωνή τους σαρώνει τις καμπάνες, τα χαρτιά και τα κύματα και βουλώνει τα στόματα, που ξεφωνίζουνε σαρκαστικά: «Ειρήνη»!…

Πάνου από τα κυπαρίσσια των μνημάτων, πάνου από βουνά και θάλασσες, πάνου από «βάσεις» και πολεμικές φάμπρικες, πάνου απ’ τα ματωμένα χέρια των δημίων και τα κομμένα κεφάλια των θυμάτων, αστράφτει, βροντάει και καίει το αμαρτωλό Παρόν και στήνει το Μέλλον η Ελευθερία. Κι όσο νικά, τόσο γίνεται Ειρήνη.

Στην Ελλάδα (για να μείνουμε στα δικά μας) τίποτα δεν ακούγεται γλυκότερα σήμερ’ από το λαό, όσον οι ποιητές του της Ελευθερίας, που όχι τυχαίως είναι και οι μεγαλύτεροι ποιητές του. Γιατί οι ποιητές, που πάνε με το λαό είναι παντοτινά και πανταχού παρόντες, δηλαδή ζωντανοί. Και ποτές ο λαός δεν τους εγκαταλείπει.

Πολύ επίκαιρα στην κατάλληλη ώρα, ξανάφερε στην ψυχή των Ελλήνων τον «έτερον» από τους δυο μεγάλους των ποιητών της Ελευθερίας, τον Κάλβο, ο σοφός καθηγητής κ. Νίκος Βέης με μια πρόσφατη έκδοση των «Απάντων» του Ποιητή.

Όπως στην αρχή του ΙΘ’ αιώνα η «Ιερά Συμμαχία» κυνηγούσε, φυλάκιζε και σκότωνε τους «πατριώτες», έτσι και σήμερα ο «Ελεύθερος Κόσμος» κυνηγάει, φυλακίζει και σκοτώνει τους πατριώτες. Κι όποιος προλάβαινε, έφευγε στα ξένα, για να σωθεί… Εδώ στην στεριανήν Ελλάδα ο Αγαρηνός σούβλιζε τους επαναστάτες και στη νησιώτικην Ελλάδα της Ιονίου Πολιτείας ο Εγγλέζος κρεμούσε τους «πατριώτες» και σεργιάνιζε στους δρόμους μέσα σε κλουβιά τα πτώματά τους για να τα βλέπουν οι άλλοι να… συμμορφώνονται!

Με τέτοια τρομοκρατία στην πατρίδα του, αν δεν ξενιτευόταν από παιδί ο Κάλβος, πάντως θα ‘φεύγε μεγάλος -αν προλάβαινε να φύγει και προ πάντων να… μεγαλώσει.

Ο Κάλβος έζησε σχεδόν όλη του τη ζωή στην ξενιτιά. Εκεί πρωτάκουσε τις πρώτες τουφεκιές του Εθνικού ξεσηκωμού. Κι εκεί άστραψε και βρόντησε η λύρα του τους πιο υψηλούς ήχους, όπως μονάχα ένας Πίνδαρος μπορούσε να υψώσει.

Ένας μεγάλος ποιητής είναι πρώτ’ απ’ όλα ένας μεγάλος Νους. Και μία μεγάλη Αρετή. Ο Κάλβος ήταν όλα τούτα και σε πρώτο βαθμό. Αγάπησε με πάθος τους πολεμάρχους, τραγούδησε τους ηρωισμούς των στεριάς και πελάγου, έκλαψε με τις ατυχίες τους και μίσησε, όσο κανένας άλλος τα δυο μαύρα στίγματα κάθε ιερού αγώνα: τους ντόπιους «προδότες» και τους ξένους «προστάτες».

Όσο θα υπάρχουν αιώνες θα στέκουν υποδείγματα ηθικού μεγαλείου οι δύο περίφημες ωδές του: «Εις Προδότην» και «Ευχαί». Είναι πολύ επίκαιρες ωδές. Αυτές μπορούνε να περάσουνε την άβυσσο, που αχολογά από τους βρόντους των αλυσίδων, από τα βογγητά και τους θρήνους των αιχμαλώτων και να τους εξυψώσουνε το φρόνημα και να τους φτερώσουνε την ελπίδα της… «ειρήνης».

α’.

Εγύρισε τες πλάτες του
φεύγει, φεύγει ο προδότης
αλαμπή σέρνει τ’ άρματα
φαρμακερά, το στήθος του
έγινεν άδης.

β’.

Τον Σταυρόν και τους Έλληνας
άφησ’ οπίσω, εξάπλωσεν
αδελφικώς την χείρα του
στους Τούρκους κ’ επροσκύνησε
βάρβαρον νόμον.

γ’.

Τον συντροφεύει ολόμαυρον,
μέγα εναέριον σύγνεφον,
κρέμεται ακόμα ατίνακτον
αστροπελέκι επάνω του,
κι άγρυπνος μοίρα.

δ’.

Ω Βαρνακιώτη, τρέχεις,
και ο κτύπος των ποδών σου
αντιβομβεί, ωσάν νάτρεχες
επί τον κούφιον θόλον
βαθείας αβύσσου.

η’.

Αν μαυροφορεμένης
χήρας, αν βρέφους θρήνον
ορφανικόν ακούσης,
τρέμεις, και το ποτήρι σου
πέφτει σχισμένον.

ια’.

Αν ήθελες χρυσάφι,…
πολύν εις τας βαρβάρους
αγαρηνάς σκηνάς
με το σπαθί εις το χέρι
εύρισκες πλούτον.

Αλλ’ αν τους Βαρνακιώτηδες και τους Νενέκους και τους «προσκυνημένους» και τους Γραικύλους τούς ξέρουν οι λαοί, τους «προστάτες» δύσκολα τους ξέρουν.

Και σ’ αυτό το θέμα ο Κάλβος όχι μόνο δε γελάστηκε παρά έδειξε τέτοια φωτεινότητα μυαλού και τέτοια περηφάνια συνείδησης, ώστε το ποίημα των «Ευχών» να στέκεται μοναδικό σ’ όλες τις Λογοτεχνίες του Κόσμου!

Ας το πάρουνε κι αυτό οι αέρες να το πάνε πέρ’ από τα σύρματα των αιχμαλώτων.

α’.

Της θαλάσσης καλύτερα
φουσκωμένα τα κύματα
να πνίξουν την πατρίδα μου
ωσάν απελπισμένην,
έρημον βάρκαν

β’.

στην στεριάν, στα νησιά
καλύτερα μίαν φλόγα
να ιδώ παντού χυμένην,
τρώγουσαν πόλεις, δάση,
λαούς κι ελπίδας

γ’.

καλύτερα, καλύτερα
διασκορπισμένοι οι Έλληνες
να τρέχωσι τον κόσμον,
με εξαπλωμένην χείρα
ψωμοζητούντες

δ’.

Παρά προστάτας νάχωμεν.
Με ποτέ δεν εθάμβωσαν
πλούτη ή μεγάλα ονόματα,
με ποτέ δεν εθάμβωσαν
σκήπτρων ακτίνες

ε’.

Αν οπόταν πεθαίνη
πονηρός βασιλεύς
έσβην η νύκτα έν’ άστρον,
ήθελον μείνει ολίγα
ουράνια φώτα.

στ’.

Το χέρι, οπού προσφέρετε
ως προστασίας σημείον
εις ξένον έθνος, έπνιξε
και πνίγει τους λαούς σας,
πάλαι και ακόμα.

ια’.

Ημείς διά τον Σταυρόν
ανδρείως υπερμαχόμεθα,
και σεις εβοηθήσατε
κρυφά τους πολεμούντες
Σταυρόν και αλήθειαν.

ιγ’.

Και τώρα εις προστασίαν μας
τα χέρια σας απλώνετε!
Τραβήξετέ τα οπίσω·
Βλέπει ο Θεός και αστράπτει
διά τους πανούργους.

Αυτά γραφόντανε στην αρχή του περασμένου αιώνα. Κι όμως, στα τέλη του τωρινού είναι τόσο αληθινά όσο και τότε.

Ο Σολωμός ύμνησε την Ελευθερίαν του λαού με το πάθος μεγάλης ψυχής. Και καταράστηκε με το ίδιο πάθος τη Διχόνοια. Ο Κάλβος ύμνησε κι αυτός την ελευθερία του Έθνους, όχι σε χαμηλότερον τόνο και καταράστηκε τη Διχόνοια όχι με λιγότερον πόνο. Αλλ’ ο Κάλβος έκανε και κάτι παραπάνου. Καταράστηκε τους εχθρούς του λαού και τους ακόμα χειρότερους ξένους «προστάτες» του.

Κι όταν κι ο ένας κι ο άλλος (ο Κάλβος κι ο Σολωμός) είδανε πως οι εχθροί κι οι προστάτες βγήκανε νικητές, χάσανε κι οι δυο τη φωνή τους. Αλλ’ ο αντίλαλός της θα εξακολουθεί να φρονηματίζει και να διδάσκει το λαό κάθε μέρα και μάλιστα τέτοιες μέρες!

Κώστας Βάρναλης
Εφημερίδα «ΑΥΓΗ», 25.12.1955»

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: