«Και ξαφνικά, πιάσαν οι ζέστες το Νοέμβρη, κατακαλόκαιρο, στη μέση του χειμώνα…»

Ο κομμουνιστής λογοτέχνης Δημήτρης Ραβάνης – Ρεντής βρέθηκε δίπλα στους φοιτητές στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, κατά τη διάρκεια της οποίας έγραψε τα 16 ποιήματα της συλλογής του «Ρεπορτάζ για ένα ζεστό Νοέμβρη».

«Και ξαφνικά, πιάσαν οι ζέστες το Νοέμβρη, κατακαλόκαιρο, στη μέση του χειμώνα…»

Ο κομμουνιστής λογοτέχνης Δημήτρης Ραβάνης – Ρεντής βρέθηκε δίπλα στους φοιτητές στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, κατά τη διάρκεια της οποίας έγραψε τα 16 ποιήματα της συλλογής του «Ρεπορτάζ για ένα ζεστό Νοέμβρη». Το ομότιτλο βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή. Από το ιστολόγιο afmarx αντιγράψαμε την ανθολόγηση που ακολουθεί.

…και ξαφνικά
πιάσαν οι ζέστες το Νοέβρη
καλοκαιριά
στην καρδιά του χειμώνα.

Ήταν οι ανάσες των παιδιών,
κοντά – κοντά,
σαν να ’ταν μια αναπνοή
κι οι ανάσες στα παράθυρα
κοντά – κοντά,
σα να ’τανε ένα μπαλκόνι η Αθήνα,
κι οι φωτιές που καίγανε στους δρόμους τα σκουπίδια,
κοντά – κοντά,
σα να ’ταν πυρκαγιά,
κι ήταν οι σφαίρες
κι ήταν το αίμα.

Και ξαφνικά
πιάσαν οι ζέστες το Νοέβρη
κατακαλόκαιρο
στη μέση του χειμώνα.
(«Ένας ζεστός Νοέβρης»)

Το «ρεπορτάζ για ένα ζεστό Νοέβρη» είναι μια συλλογή ποιημάτων, που αναφέρονται στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβρη του 1973. Τα 16 ποιήματα της συλλογής γράφτηκαν μέσα στην καρδιά των γεγονότων, από τον λογοτέχνη, δημοσιογράφο και αγωνιστή της εθνικής αντίστασης Δημήτρη Ραβάνη-Ρεντή, ο οποίος ήταν παρών στα 48 του χρόνια στο πλευρό των φοιτητών.

Με την ευαισθησία του ποιητή, την ματιά του δημοσιογράφου και τον παλμό του αγωνιστή, ο Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής ήταν εκεί, δίνοντας και παίρνοντας δύναμη, δίπλα στους φοιτητές, που:

Σταματήσανε τα μαθήματα
να κάνουμε ανώτατες σπουδές στους δρόμους.

Οι αρχιτέκτονες χτίζουν οδοφράγματα
οι γιατροί μαθαίνουν τον πόνο
οι νομικοί κάνουν πρακτική εξάσκηση στο δίκιο
οι μαθηματικοί μετρούν τις δυνάμεις
οι μηχανικοί κατασκευάζουν χιλιοκύκλους
οι φυσικοί ελέγχουν τη σύνθεση του αίματος.

Οι ζωγράφοι,
με το καβαλέτο τους στημένο μπροστά στα τανκς
ζωγραφίζουν το θάνατο.

(«Ανώτατες σπουδές»)

Στο «ρεπορτάζ για ένα ζεστό Νοέβρη» οι στίχοι του Ραβάνη-Ρεντή «κινηματογραφούν» την ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών, μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο. Τότε, που όλοι περίμεναν κάτι:

Οι πολιτικοί περιμένουν εξελίξεις
οι αδιάλλακτοι περιμένουν
έστω και την επέμβαση του ΝΑΤΟ
οι ποιητές περιμένουν βραβεία
οι μαγαζάτορες περιμένουν πελάτες
οι γιωταχίδες περιμένουν το Σαββατοκύριακο.

Οι φοιτητές περιμένουν συμπαράσταση.

(«Περιμένουν»)

Οι φοιτητές, που ξυπνάνε τις συνειδήσεις των φοβισμένων πολιτών και τους βγάζουν από το καβούκι τους, για να γνωρίσουν ο ένας τον άλλον, για να γνωρίσουν τον εαυτό τους:

Ως τότε δεν γνωρίζαμε ο ένας τον άλλον
και μες στο σπίτι μας ακόμη.
Ως εκείνη τη μέρα του Νοέμβρη,
δεν ξέραμε ποιος κάθεται στο διπλανό διαμέρισμα.

Και ξαφνικά,
συναντηθήκαμε στο ασανσέρ με τον συνταξιούχο του τρίτου,
συναντηθήκαμε στην είσοδο με τη νοικοκυρά του πρώτου,
συναντηθήκαμε στην πόρτα με έναν εργάτη,
με έναν πρώην υπουργό,
συναντηθήκαμε στο δρόμο με τους απέναντι
και κατεβήκαμε την Πατησίων.

Και ξαφνικά χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλον,
κι απλώσαμε τις αντένες μας στα ίδια κύματα:
1050 χιλιόκυκλοι.

(«Το κέρδος»)

Τα ποιήματα του Ραβάνη-Ρεντή είναι ένα πραγματικό ρεπορτάζ των ημερών εκείνων, χωρίς την χυδαιότητα και την φτήνια των σημερινών τηλεοπτικών ρεπορτάζ. Δεν υπάρχουν μικρόφωνα, κάμερες και ρεπόρτερ που διαγκωνίζονται για να πάρουν μια δήλωση. Υπάρχουν μόνο τα μάτια, τα αυτιά και η καρδιά του ποιητή, ολάνοιχτα σε όλα όσα συμβαίνουν γύρω του:

(…)
Μα, ναι… Ήμουνα ΕΚΕΙ.
Τι να σας πω;
Δυο χιλιάδες; Τρεις χιλιάδες;
κι άσε τους έξω…
Όχι, το αίμα δεν είναι δικό μου.
Βέβαια, ήμουνα ΕΚΕΙ
απ’ την Τετάρτη… ή την Τρίτη;
Στα κάγκελα δεμένα χέρια, πρόσωπα, πλακάτ,
με το φορείο φέραν μια κοπέλα.
Όχι, δεν ξέρω πόσων χρονών.
Όχι, δε φαινότανε το πρόσωπό της.
Όχι, σας λέω, το αίμα δεν είναι δικό μου…
Τι σας έλεγα; Για την κοπέλα.
Όχι, δεν ξέρω πώς τη λένε.
(…)
(«Ένα παιδί αφηγείται»)

Καθ’ ένα από τα 16 ποιήματα αυτής της συλλογής είναι μια ψηφίδα μνήμης και τιμής για όσους αγωνίστηκαν κατά της χούντας. Για να μη ξεχάσουμε ποτέ τον 17άχρονο Διομήδη Κομνηνό,τον πρώτο νεκρό της εξέγερσης, που σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του καθεστώτος είχε «βεβαρυμένο παρελθόν»:

Βεβαίως,
είχε βεβαρυμένο παρελθόν ο Διομήδης.
Πέντε χρονών, στους ώμους του πατέρα του
φώναζε για λευτεριά στην Κύπρο,
δέκα χρονών, ξυπόλυτος,
με μια φέτα ψωμί στην τσέπη,
βάδιζε στην πορεία της ειρήνης,
στα δώδεκα ζητούσε δημοκρατία.
Στα δεκαεπτά
μ’ ένα πλακάτ στο χέρι:
ψωμί – παιδεία – ελευθερία.

(«Στο Διομήδη Κομνηνό»)

Εκεί που άλλοι βλέπουνε μαρμάρινους σταυρούς πάνω στους τάφους των νεκρών του Νοέμβρη, ο ποιητής βλέπει ορόσημα. Ορόσημα-οδόσημα, για να δείχνουν τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουν οι νεώτερες γενιές:

Σταματήσαμε την πορεία
να θάψουμε ένα νεκρό.
Βάλαμε κι ένα σταυρό.
Ύστερα κι άλλον.
Και πιο πέρα.
Και παρακάτω.
Κι άλλο σταυρό.

Έτσι, μας είπαν,
θα βρούνε το δρόμο
εκείνοι που έρχονται.
(«Ορόσημα»)

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: