Glacial

Σιγή. Μονάχα μια ανεξήγητη ροπή προς τα μπρος. Μια παρόρμηση που δίνει στο βήμα μου την δύναμη χιλιάδων ποδιών. Στο κράτημά μου χιλιάδων χεριών. Στη φωνή μου χιλιάδων φωνών. Και ξάφνου, εκεί στην άκρη του κενού ένα χέρι. Το χέρι του Συντρόφου.

Χαράζοντας βήματα σε μια πόλη αποτυπωμάτων. Πινακίδες λεντ που πήραν τη θέση αυτών με νέον, σκορπίζουν χρώματα και φως σε κάθε πλάκα του φαρδιού πεζοδρομίου. Σαν προσπάθεια μιας γερασμένης ύπαρξης να κρύψει με χρώματα τις γραμμές που ο Χρόνος άφησε στο πρόσωπό της. Σημάδια μιας εποχής που φεύγει. Μεσήλικες κύριοι με καμπαρντίνες και παλτά. Καθαριστές. Ζευγάρια που αγκαλιάζονται στο δρόμο μετά από τον βραχύβιο αποχωρισμό. Δεξιά το Πανεπιστήμιο, η Βιβλιοθήκη. Τράπεζες και πινακίδες σκουριασμένες. Μνήματα αγνώστων ονομάτων. Θέατρα γεμάτα λάμψη. Ο ηθοποιός ανεβαίνει κάτι σκοτεινές και στενές σκάλες. Αυτοκίνητα διαγραφούν κοινές πορείες. Ταξί, λεωφορεία, περιπολικά, ασθενοφόρα. Κι ένας παγωμένος αέρας, τόσο αταίριαστος με τις μέρες στα τέλη του Μαρτίου, παγώνει τα δάχτυλα, τα μάγουλα, φέρνει στη μύτη την ανυπόφορη μυρωδιά της σήψης. Αποτυπώματα ενός κόσμου που ξέχασε να αλλάξει. Ξεχειλωμένη από παντού η πόλη. Σαν το δέρμα μιας νεκρής πόρνης που την ξέρασε ένα ρέμα κάπου στη λεωφόρο. Άνθρωποι περιπλανώμενοι σπαταλούν την ενέργειά τους άσκοπα, σε αναίτιες περιπολίες. Κρατούν με το βήμα τους τη σάπια σάρκα της πόλης. Για πόσο ακόμα; Στα σκαλοπάτια του μεγάρου κοιμούνται σε κουρέλια άστεγοι. Γιατί δεν μυρίζει ακόμα γιασεμί; Τα δάχτυλά μου κοκάλωσαν. Κενό στην σκέψη. Σιγή. Μονάχα μια ανεξήγητη ροπή προς τα μπρος. Μια παρόρμηση που δίνει στο βήμα μου την δύναμη χιλιάδων ποδιών. Στο κράτημά μου χιλιάδων χεριών. Στη φωνή μου χιλιάδων φωνών. Και ξάφνου, εκεί στην άκρη του κενού ένα χέρι. Το χέρι του Συντρόφου. Ξάφνου, τα δάχτυλα ζεστάθηκαν.

Δίανθος

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: