Γιάννης Ρίτσος: Φυλακισμένο θαλασσοπούλι, Φώτη Αγγουλέ

Ο χαιρετισμός του Ρίτσου στον ομότεχνό του Αγγουλέ συμπυκνώνει τη ρεαλιστική αισιοδοξία του κομμουνιστή, που δεν χάνεται μπροστά και στη μεγαλύτερη δυσκολία, ούτε ακόμα μπροστά στον ίδιο το θάνατο.

Γιάννης Ρίτσος: Φυλακισμένο θαλασσοπούλι, Φώτη Αγγουλέ

Γιάννης Ρίτσος, Φώτης Αγγουλές – Φώτης Αγγουλές, Γιάννης Ρίτσος. Δυο ποιητές με διαφορετική καταγωγή, που γεννήθηκαν σε διαφορετικά σημεία του χάρτη, όταν ο 20ος αιώνας έκανε τα πρώτα του βήματα και ο ήλιος έπαιρνε σιγά σιγά να γίνεται πιο φωτεινός και ζεστός για τους καταπιεσμένους σ’ ένα κομμάτι του πλανήτη. Δυο ποιητές που τους σύνδεσαν κοινές ανησυχίες και τα οράματά τους για τις ζωές και τις τύχες των αδύναμων, των φτωχών, των αδικημένων, των κατατρεγμένων της Ελλάδας και του κόσμου ολόκληρου.

Σύντομα αυτές οι κοινές ανησυχίες και τα κοινά οράματα έγιναν – και για τους δυο –  συνείδηση ταξική, που πάτησε στα αδιατάραχτα θεμέλια της θεωρίας του επιστημονικού σοσιαλισμού κι εξελίχτηκαν σε αγωνιστική δράση και στράτευση ή, πιο σωστά, συστράτευση, κάτω από τα λάβαρα του ΚΚΕ, του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, του ΔΣΕ, στην υπόθεση της σοσιαλιστικής επανάστασης και της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Η αγωνιστική δράση και συνολικά στάση ζωής τους «πληρώθηκε» με αφάνταστα μεγάλα προσωπικά κόστη. Με διωγμούς, στερήσεις, βασανιστήρια, κακουχίες, πόνο, στα κρατητήρια, στις φυλακές, στους τόπους εξορίας, όπου «επένδυσαν», και οι δυο, τον στίχο  και την ανάσα τους, ολόκληρη την ύπαρξή τους, για να χορταίνουν μια μέρα ψωμί όλοι οι άνθρωποι, για να γελούν και να παίζουν κάποτε ανέμελα όλα τα παιδιά, για να φωτίζονται και να ζεσταίνονται από τον ήλιο της ειρήνης και της δικαιοσύνης, για πάντα, όλες οι καρδιές.

Χωρίς πισωγυρίσματα η πορεία που ακολούθησαν οι δυο ποιητές μας. Ακολουθήθηκε με συνέπεια και αποφασιστικότητα, αταλάντευτα, παρά την επιβαρυμένη από τις άθλιες συνθήκες εγκλεισμού και φυλάκισης υγεία τους, που οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια τον Αγγουλέ στον πρόωρο θάνατο.

Τον Αύγουστο του 1953 ο Αγγουλές βρίσκεται φυλακισμένος στην Κεφαλονιά όταν ο καταστροφικός σεισμός συνταράσσει την περιοχή. Από το φόβο μη δραπετεύσουν, οι αρχές διατάσσουν τη μεταγωγή των κρατούμενων σε άλλες φυλακές κι ο Αγγουλές θα βρεθεί στις φυλακές Αλικαρνασσού, στην Κρήτη. Αντιμετωπίζει σοβαρότατα προβλήματα υγείας (αργότερα θα εγχειριστεί στο στομάχι και θα επιστρέψει στη φυλακή).

Τον Σεπτέμβρη του 1953 ο Γιάννης Ρίτσος θα γράψει το ποίημα «Φυλακισμένο θαλασσοπούλι» και θα το αφιερώσει στον Αγγουλέ. Στο εκτενές ποίημα εκτός των άλλων σκιαγραφείται κι ένα κομμάτι της ζωής του Χιώτη ποιητή, που δούλεψε εργάτης στη θάλασσα, ψαράς, από τα πρώτα του κιόλας παιδικά χρόνια, στο πλευρό του πατέρα του, ώσπου να μάθει τυπογράφος (ακόμα όμως κι όταν οι συνθήκες, η ζωή, τον απομάκρυναν από το νησί, η αγάπη του για τη θάλασσα δεν ξεθώριασε).

ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟ ΘΑΛΑΣΣΟΠΟΥΛΙ

Στον Φώτη ΑΓΓΟΥΛΕ

Μόλις προχτές το μάθαμε που ο Φώτης είναι άρρωστος,
‒ δύσκολα φτάνει η φωνή μέσ’ απ’ τα σίδερα.
Οι ψαράδες της Χιός φέραν στα φρύδια τους την αργασμένη τους παλάμη
κι αγνάντεψαν πέρα μακριά εκεί που θαμπίζουν οι ρίζες του αέρα.
Το φως είναι παπαριασμένο σαν τα χέρια της χήρας που ξενοπλένει,
τα θαλασσοπούλια περνάνε ξυστά στο νερό.
Θα ’vαι παγωμένα τα πόδια των γλάρων.

Ανάμεσα στα κατάρτια και τις σκοινένιες σκάλες
είδαμε τα μάτια του Φώτη καρφιτσωμένα απ’ τη θλίψη να μας χαμογελούν.
«Το παιδί μας είναι άρρωστο», συλλογίστηκαν οι ψαράδες
και τ’ αλμυρά τους μάτια θάμπωσαν
όπως θαμπώνει το λέπι του ψαριού έξω απ’ τη θάλασσα.
Στα δάκτυλά τους, καθώς μπάλωναν τα δίχτυα τους,
πέτρωσε η σαΐτα σα μαχαίρι. Ξέρουν οι ψαράδες ‒
όπως ξέρει κι ο Φώτης να πλέκει τα τραγούδια του
ολημερίς μες στο λιοπύρι της καρδιάς του
να πλέκει εκείνο το μεγάλο δίχτυ
να πιάσει τη χαρά για τους φτωχούς ψαράδες του.

Ο Φώτης ξέρει από πικρό νερό κι από πικρό ψωμί
ξέρει τη δύναμη του νερού και του χεριού
ξέρει από κουπί
ξέρει την αλμυρή σταγόνα στο μάγουλο της φτώχιας,
το πιάτο με το βρασμένο στάρι και τα κουκιά του ροδιού
όταν χτυπάει η καμπάνα του νησιού το Ψυχοσάββατο
και πάνου στο μώλο είναι απλωμένο ένα σύγνεφο
όπως απάνου στο κρεβάτι η μπαλωμένη φανέλα του σφουγγαρά που δε θα τη φορέσει.

Ο Φώτης ξέρει τι θα πει να περιμένεις, να σε περιμένουν,
ο Φώτης ξέρει να περιμένει τον ήλιο,
ο Φώτης άρρωστος και μες στη φυλακή
ξέρει να ζυμώνει τον ήλιο στο στίχο του
όπως οι μανάδες ζυμώνουν στη σκάφη το ψωμί μας.

Φώτη, μια μεγάλη σταγόνα πέφτει απ’ την πένα μου στο χαρτί πού σου γράφω.
Έτσι πάντα μια αλμυρή σταγόνα πέφτει απ’ την ψυχή μας τούτο τον καιρό.

Βλέπεις το σύγνεφο με τους μπαλωμένους αγκώνες του;
Βλέπεις το λιόγερμα πώς αντιφέγγει σ’ ένα πανέρι με μικρόψαρα;
Έτσι ώρες-ώρες αντιφέγγει όλη η ομορφιά του κόσμου στην καρδιά του ανθρώπου
Είναι απ’ την αδικία, Φώτη. Κι είναι η λύπη.

Μα αν μπορούσες, Φώτη, να δεις ένα γλάρο
θα ’βλεπες που ’ναι ένα κουβάρι τρυφερή κλωστή
που φτάνει να τυλίξεις τρεις κι εφτά φορές τον κόσμο ολόκληρο μ’ ελπίδα.
Αν μπορούσες να δεις τα μάτια των εργατών και των ψαράδων σου ‒
Μα, ξέχασα, εσύ βλέπεις, Φώτη.

Η γριά η πατρίδα σου, η αντρογυναίκα, η ψαρομάνα
ολονυχτίς κάτου απ’ τα εφτάφλογα λυχνάρια των άστρων
πλέκει με τις μακριές καλτσοβελόνες της
όλο το φως για τα φυλακισμένα αγγόνια της.

Τα καράβια φεύγουν, έρχονται.
Μένουν οι τούφες του καπνού πάνω απ’ το μέτωπο του πόντου
όπως οι θάμνοι όπου κρύβουν τα παιδιά μια φυσαρμόνικα τα βράδια του καλοκαιριού.
Ύστερα ακούγεται το τραγούδι. Σβήνουν οι καπνοί.
Το τραγούδι δε σβήνει. Όλα αλλάζουν, Φώτη.
Δεν αλλάζει ό δρόμος μας για τον ήλιο.

Φώτη, τις νύχτες φωσφορίζουν μυστικά τα πέλαγα.

Τ’ όνειρο φωσφορίζει στις καρδιές μας, Φώτη.

Είναι κάτι χοντρά χέρια σαν τις ρίζες του πλάτανου γεμάτα βεβαιότητα.
Είναι κάτι μεγάλα δευτερόλεπτα φωτισμένα απ’ τους μαβιούς προβολείς των σταφυλιών.
Κάτι τσιμεντένιες μορφές φωτισμένες απ’ τις ασετιλίνες των ψαράδικων.
Ένα τετράγωνο σαγόνι ακουμπισμένο στις δυο παλάμες
σαν ένα κασόνι δυναμίτης ανάμεσα στις δαγκάνες του γερανού
σαν ένα θωρηκτό ανάμεσα στα πλευρικά του φώτα.
Ένα μεγάλο καμάκι στη γωνιά της θαλασσοταβέρνας.
Στο σανιδένιο τραπέζι το δάγκωμα του σουγιά ‒
ο όρκος του ναυτεργάτη: θα καμακώσουμε το άδικο. Ξέρεις.

Γι’ αυτό ποτέ δεν είναι νύχτα, Φώτη.
Τα φώτα ανάβουν ένα-ένα. Πράσινο και κόκκινο. Χιλιάδες φώτα.
Τα φώτα τρέμουν στο νερό, όπως τρέμει
το χέρι του αυριανού εμβατήριου πάνου στην τεντωμένη σιωπή των τυμπάνων
όπως το χέρι του Γιαννόπουλου που έγραφε μέσα στο κελί του
το τελευταίο του γράμμα.
Το γράμμα δεν ξεχνιέται. Δεν ξεχνιούνται.

Αυτά τα γράμματα, Φώτη, προστατεύουν το ψωμί και το φιλί,
προστατεύουν το φεγγάρι, τα φασολάκια, τα μαντολίνα,
τα βιβλία, τ’ αγάλματα, το δίκιο. Σίγουρα.

Κάτου απ’ τις κασμαδιές του ήλιου πέφτουν οι σουβάδες των ίσκιων.
Ο ορίζοντας πια είναι ένα βιβλίο που μπορούν να το διαβάσουν όλοι.
Ακόμα και στην πιο μεγάλη πίκρα μας μπορούμε να διαβάζουμε τις επέτειους των άστρων
όπως διαβάζουμε στους τοίχους της φυλακής τα ονόματα των εκτελεσμένων συντρόφων μας.
Ό,τι κι αν κάνουν η Ειρήνη θα κερδίσει.

Γεια σου, Φώτη. Να ’σαι καλά. Μια νύχτα
θα σεργιανίσουμε μαζί στ’ ακρογιάλι της Χιός λέγοντας τα τραγούδια μας,
έτσι γλυκά και μαλακά θα σεργιανίσουμε πάνου στα φύκια που ξεβράσαν οι φουρτούνες.

Μα, πάλι, αν λείπουμε και μεις θα σεργιανίσουν τα τραγούδια μας
γιατί ό,τι μας χρωστάει η ζωή εμείς το δώσαμε στον κόσμο.
Και ο ήλιος, Φώτη, που περιμένουμε
είναι μεγάλος κι είναι δίκαιος ‒ δε θα ξεχάσει
να μας κρατήσει ένα χοντρό κομμάτι φως στο μερτικό μας.

Έτσι λοιπόν, και γεια σου, Φώτη. Δεν έχω τίποτ’ άλλο να σου στείλω
μονάχα τη στρωτή αμμουδιά της πίστης μου
μονάχα δυο σελίδες απ’ το φως της αυριανής ειρήνης
να σου θυμίσω μονάχα την αγάπη μας. Γεια σου, αδελφέ μας.

ΑΘΗΝΑ, Σεπτέμβρης 1953

Ο Φώτης Αγγουλές με συγκρατούμενους συντρόφους του πίσω από τα σίδερα της φυλακής

Ο Ρίτσος υμνεί την αγωνιστική στάση ζωής του Αγγουλέ, που εδράζεται στην ιδεολογία και τα ιδανικά του ΚΚΕ, του Κόμματος που και οι δυο είχαν την τιμή να γίνουν μέλη. Και κλείνει χαιρετώντας τον με αισιοδοξία και με τη βεβαιότητα ότι τα χνάρια όσων βάδισαν στον τίμιο δρόμο της κοινής τους διαδρομής δεν πρόκειται να σβήσουν ποτέ.

Τη νύχτα 26 προς 27 του Μάρτη 1964, άλλοι επιβάτες του πλοίου «Κολοκοτρώνης» βρίσκουν νεκρό στο κατάστρωμα της γ’ θέσης τον Φώτη Αγγουλέ. Ο προλετάριος ποιητής που ταξίδευε απ’ τη Χίο στον Πειραιά, όταν ξεψύχησε είχε στις τσέπες του μόλις είκοσι δραχμές και βαθιά μες στην καρδιά του τον πόνο, τις αγωνίες και την ελπίδα για καλύτερες μέρες όλων των καταπιεσμένων κι αδικημένων της γης.

Την επόμενη μέρα ο Ρίτσος, τον αποχαιρετά με τους παρακάτω στίχους:

ΦΩΤΗΣ ΑΓΓΟYΛΕΣ

Ήταν ένα βασανισμένο, απλό παιδί του λαού,
ψάρευε, πάλευε, πεινούσε, τραγουδούσε,
χρυσόψαρα δεν έκλεινε στη γυάλα·
του δειλινού τα ρόδα δεν τα πολυκοίταζε.

Έφυγε ο Φώτης. Μην τον κλάψετε.
Σε μιαν ακρογιαλιά της Xιός ψαρεύει ακόμα.
Στη νοτισμένην αμμουδιά βλέπουν τον ίσκιο του οι ψαράδες.
«Γεια σου» του λένε και χαμογελάνε.

Εχ, με της φυλακής τα σίδερα έσιαχνε
βαρίδια και βαρίδια για βαθιά ψαρέματα·
στίχο το στίχο τους καημούς, φελλούς τους λάφρυνε
μη και βουλιάξει το τραγούδι μέσα στ’ άδικο.

Kουπί, πανί, καμάκι, αγκίστρια κι άγκυρα,
στην κουπαστή του φεγγαριού πανέρι με τα παραγάδια,
άσπρος, πετούμενος σταυρός γλαρόπουλου στο σούρπωμα
επάνω απ’ τα κατάρτια, ήταν ο Φώτης.

Έφυγε. Mην τον κλάψτε. Tραγουδήστε τον.
Σε μια γωνιά, στην έγνοια του φτωχού, βραχόσπαρτη,
ο Φώτης με την ψάθα του, καταμεσήμερα
ψαρεύει ακόμα τ’ άπιαστο και τ’ άφραστο.

Ψαρεύει ακόμα ο Φώτης με την πετονιά του στίχου του
ένα χαμόγελο που εκείνος δεν το γνώρισε,
ένα χαμόγελο να το χαρίσει το καλό τ’ απόβραδο
στους φίλους του τρατάρηδες και στα φτωχόπουλα.

Έφυγε ο Φώτης. Μην τον κλάψτε. Τραγουδήστε τον.

AΘHNA, 29.III.64

Ο Γιάννης Ρίτσος εξόριστος στην Αη Στράτη

«Μην καρτεράτε να λυγίσουμε/ μήτε για μια στιγμή,/ μήδ’ όσο στην κακοκαιριά/ λυγά το κυπαρίσσι./ Έχουμε τη ζωή πολύ/ πάρα πολύ αγαπήσει» γράφει κάπου ο Αγγουλές, που αγάπησε τη ζωή και τον άνθρωπο μισώντας ταυτόχρονα την εκμετάλλευση. Γι’ αυτό μισήθηκε από τους διώκτες του, γι’ αυτό κυνηγήθηκε χωρίς έλεος, φυλακίστηκε και βασανίστηκε ο ίδιος . Γι’ αυτό όμως και δε λύγισε.

«Ο δρόμος μας αρχινά/ από ‘κει που ο δικός σας τελειώνει/ ακολουθούμε πιστά τα ματωμένα σας ίχνη», γράφει σ’ ένα άλλο ποίημά του ο προλετάριος ποιητής, αναφερόμενος στους αγωνιστές απ’ τους οποίους κι ο ίδιος παρέλαβε τη σκυτάλη του αγώνα, μέχρι να ’ρθει η σειρά του να την παραδώσει στην επόμενη γενιά αγωνιστών.

Εστιάζουμε στους στίχους απ’ το «Φυλακισμένο θαλασσοπούλι» του Ρίτσου:

«Μα, πάλι, αν λείπουμε και μεις θα σεργιανίσουν τα τραγούδια μας
γιατί ό,τι μας χρωστάει η ζωή εμείς το δώσαμε στον κόσμο.
Και ο ήλιος, Φώτη, που περιμένουμε
είναι μεγάλος κι είναι δίκαιος ‒ δε θα ξεχάσει
να μας κρατήσει ένα χοντρό κομμάτι φως στο μερτικό μας.»

Ο χαιρετισμός του Ρίτσου στον ομότεχνό του Αγγουλέ συμπυκνώνει στους πέντε αυτούς στίχους την αισιοδοξία του κομμουνιστή, που δε σβήνει μπροστά και στη μεγαλύτερη δυσκολία, ούτε ακόμα μπροστά στον ίδιο το θάνατο και μεταλαμπαδεύεται όταν ο ίδιος πέσει στο πεδίο του αγώνα. Αισιοδοξία, που απορρέει από την ενσυνείδητη βεβαιότητα ότι το σάπιο σύστημα της εκμετάλλευσης που γνωρίσαμε δεν θα ζει αιώνια, και από τη δύναμη της γνώσης, ότι ενάντια και στους φαινομενικά ακλόνητους σήμερα συσχετισμούς «ο ήλιος που περιμένουμε» θ’ ανατείλει.

Η πορεία πάνω στα «ματωμένα ίχνη» του Φώτη Αγγουλέ και του Γιάννη Ρίτσου, ο αγώνας όλων όσων χάραξαν το δρόμο πριν από τους δυο σπουδαίους ποιητές μας και των γενιών που ακολουθούν συνεχίζεται στις μέρες μας, μέχρι να δικαιωθεί.

Σημείωση: Τα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου «Φυλακισμένο θαλασσοπούλι» και «Φώτης Αγγουλές» δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Η Αυγή», στις 10 του Ιούνη 1965 και 31 του Μάρτη 1964 αντίστοιχα και εμπεριέχονται στον τόμο «Συντροφικά τραγούδια» (εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 4η, Αθήνα 2009). Αριστερά στην κεντρική εικόνα, ο Γιάννης Ρίτσος εξόριστος στη Μακρόνησο.

Δείτε ακόμα:

«Την υπογραφήν της ως άνω δηλώσεως ηρνήθη επιμόνως…» – Αυτός ήταν ο κομμουνιστής ποιητής Φώτης Αγγουλές

Το ανέκδοτο χειρόγραφο ημερολόγιο του Φώτη Αγγουλέ

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: