“Εγώ δεν έμοιασα ποτές με τους μικρούς τραγουδιστές…” – Μια ματιά στη «χαμηλόφωνη» ποίηση του Τέλλου Άγρα

Ποιητής του μεσοπολέμου και κριτικός, ο Τέλλος Άγρας γεννήθηκε το 1899 και έφυγε από τη ζωή στις 12 του Νοέμβρη 1944. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ευάγγελος Ιωάννου.

"Εγώ δεν έμοιασα ποτές με τους μικρούς τραγουδιστές..." - Μια ματιά στη «χαμηλόφωνη» ποίηση του Τέλλου Άγρα

Ποιητής του μεσοπολέμου και κριτικός, ο Τέλλος Άγρας γεννήθηκε το 1899 και έφυγε από τη ζωή στις 12 του Νοέμβρη 1944. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ευάγγελος Ιωάννου.

Πρωτοεμφανίστηκε το 1907 στη στήλη της αλληλογραφίας του περιοδικού «Η Διάπλασις των Παίδων» και από το 1911 γράφει ταχτικά στη στήλη συνεργασίας συνδρομητών του περιοδικού με το ψευδώνυμο Τέλλος Άγρας.

Το 1921 δίνει διάλεξη για τον Καβάφη και μεταφράζει τις «Στροφές» του γαλλόφωνου Έλληνα ποιητή Ζαν Μορεάς (Jean Moreas).

Το 1923 αποφοιτά από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και τον ίδιο χρόνο  δημοσιεύεται στη «Διάπλαση των Παίδων» το πεζογράφημά του «Αποχαιρετισμός».

Το 1924 εργάζεται στο Υπουργείο Γεωργίας και το 1927 διορίζεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη, θέση που παρέμεινε ως το θάνατό του.

Συνεργάστηκε με διάφορα περιοδικά και άλλα έντυπα. Έγραφε συχνά στη «Νέα Εστία», της οποίας διετέλεσε και αρχισυντάκτης για ένα διάστημα.

Το 1934 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Τα βουκολικά και τα εγκώμια» και το 1939 η δεύτερη, με τίτλο «Καθημερινές».

Μονοτονία

Σ’ ένα άδειο χρώμα, ένα φευγάτο μύρο που πεθαίνει,
το καλοκαίρι που αγαπούσαμε απομένει.

Στις καταχνιές μέσα, μαζί με τη θλιμμένη δύση,
το καλοκαίρι που αγαπιώμαστε έχει σβήσει.

Τάχα δεν είναι διαλεχτή κ’ η ώρα
νοτιάς το χώμα σα μουσκεύη;
και φύλλα, φύλλα πέφτουν πεθαμμένα,
στις στέρνες μέσα, φύλλα, πριν την ώρα, ένα προς ένα;

…παίζει, σαν άχνη ξέχρωμη, λίγη αντηλιά απ’ τη δύση
στο δρόμο, μέσα απ’ τ’ άτρεμα κλαριά που έχουν μαδήσει…

Φανταστικά τον άγριο σχοίνο, κάτω στο χωράφι
σαν να τον ζώνη κέρινη φλόγα πολλή, από θειάφι…

…Κάποτε, ειν’ οι καρδιές τα φύλλα που οι νοτιές ποτίζουν
και τα σκουντούν στα τρίστρατα και τα κλωθογυρίζουν…

Κάποτε είναι μια αγνώριστη ευωδιά που αναστενάζει:
η βλάστηση που σήπεται, όλη μαζί, τη βγάζει.

Κάποτε ξένος έρωτας ανώφελα προσμένει
να ζεσταθή απ’ την έρημη καρδιά μας που πεθαίνει.

Σύνφωνα με το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου «ο Τέλλος Άγρας τοποθετείται στους Έλληνες ποιητές του μεσοπολέμου, τους λεγόμενους νεορομαντικούς ή παρακμιακούς (Καρυωτάκης, Κλέων Παράσχος, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κώστας Ουράνης κ.α.). Το ποιητικό του έργο είναι αποτέλεσμα δημιουργικής αφομοίωσης του πνεύματος του γαλλικού συμβολισμού και αισθητισμού (Moreas, Laforgue, Verlain, Mallarme, Baudelaire κ.α.) αλλά και της ελληνικής ποιητικής παράδοσης από το δημοτικό τραγούδι ως τον Ιωάννη Πολέμη, τον Κωστή Παλαμά, το Μιλτιάδη Μαλακάση και τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Κινήθηκε στα πλαίσια της εσωτερικότητας, της μελαγχολίας, της νοσηρότητας και της απαισιοδοξίας των συγχρόνων του, υιοθέτησε την ειδυλλιακή ενατένιση του παρελθόντος, ωστόσο παράλληλα χάρη στη βαθιά πνευματική του καλλιέργεια αρνήθηκε να παραδοθεί στην απελπισία και αγωνίστηκε να κρατηθεί από την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Πρέπει τέλος να σημειωθεί η αξία του κριτικού του έργου που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη οξυδέρκεια, ευαισθησία, βαθιά γνώση της φιλοσοφίας και επαρκή ενημέρωση για τις σύγχρονές του ευρωπαϊκές θεωρίες της λογοτεχνίας και τον τοποθετεί στην πρωτοπορία της νεοελληνικής κριτικής σκέψης».

Σκοπός χαμένος

Σ’ εκείνες τις αστροφεγγιές
που προμηνούν καλοκαιριές
μα που τ’ αχείλι πάει να φρίξη,
και που όλη η ψύχρα απ’ τη βραδυά
γίνεται μέσα στην καρδιά
πίκρα και κάματος και πλήξη,

Εγώ δεν έμοιασα ποτές
με τους μικρούς τραγουδιστές
που – κάθε βράδυ σα σχολάνε –
απ’ τα παράθυρα περνούν
– που άξαφνοι ανέμοι τα σφαλνούν –
και τραγουδούν, πολλοί, και πάνε…

Κάτω απ’ τον έντονο ουρανό,
τι μ’ είχε κάνει να πονώ
κι, ως τόσο να σωπαίνω, εμένα;
και να γυρεύω μοιρασιά
απ’ τη δική τους ζεστασιά
μες στα τραγούδια, εγώ, τα ξένα,;

Δούλευα μέσα μου να πω
κ’ εγώ (ποιος ξέρει!) έναν σκοπό;

Αχ, κι’ όσο αν τρίβη κι’ αν μαζώνη
τα χέρια μου, όμως δε μπορεί
ακόμα η φούχτα σου να βρη
και την ψυχή μου που κρυώνει…

«Στα πρώτα του χρόνια ήταν φανατικός ιδεαλιστής. Ως ένα σημείο ήταν συνοδοιπόρος του Λαπαθιώτη. Οι νέες ιδέες που προκάλεσαν μεγάλη αναταραχή δεν τον συγκίνησαν» σημειώνει ο Γιάνης Κορδάτος στην «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» του και προσθέτει: «Αν και ήταν προσκολλημένος στο παρελθόν, αναζητούσε καινούργιες μορφές στην τεχνική του στίχου». Και για το περιεχόμενο της ποίησής του: «Λυρικός τόνος υπάρχει στην ποίηση του Άγρα και μελωδία και χρώμα ζεστό. Όμως λείπει η πνοή της μεγάλης δημιουργίας».

Ο Κορδάτος παραδέχεται τον Τέλλο Άγρα περισσότερο ως κριτικό («τεχνοκρίτη» τον αναφέρει) παρά ως ποιητή. Τον εντάσσει στην ομάδα των κριτικών (μαζί με τον Κλ. Παράσχο, Γ. Χατζίνη, Π. Χάρη, Αν. Καραντώνη, Άλκη Θρύλο κ.ά.) οι οποίοι «από εξωτερικές και εσωτερικές επιδράσεις, από την κοινωνική και πολιτική τους τοποθέτηση στα κριτικά τους σημειώματα και τις πλατύτερες κριτικές μελέτες τους, εκφράζουν θετικά ή αρνητικά τις πνευματικές απόψεις της άρχουσας τάξης. Δείχνουν την προτίμηση και το θαυμασμό τους στα έργα που η δομή τους δεν είναι θεμελιωμένη σε κοινωνικό έδαφος».

Οι αγνοημένες

Nous sommes les ingénues
Aux bandeaux plats, à l’oeil bleu.
VERLAINE

Σκούφιες πλεχτές, κοντές κοτσίδες,
σαλάκι τρεις φορές στριφτό
―φτωχές μαθήτρες, κορασίδες…

Απρόσεχτες, παραπατάνε.
Στις λάσπες, με ξεφωνητό,
τα τρύπια τσόκαρα βουτάνε.

Η Μοίρα δεν τους έχει κλώσει
ουδέ μετάξι στα μαλλιά,
ουδέ χρυσό στη μέση κρόσσι,

μα άχαρες, πολυφορεμένες
ποδιές, που κρέμεται η θηλειά,
κι’ ούτε ως τα γόνατα φτασμένες.

Κρυώνουν, κι’ άλλες τους ακόμα
πεινάνε· μα άλλες ―πιο καλά―
μασσούν μαστίχα, άκρη στο στόμα.

Κι’ αν δεν κατέχουν τι είναι η Γνώση,
στα μάτια τους τα βαθουλά
τι πρώιμα που έχουν μεγαλώσει!

Στο σπίτι, πάντα η φτώχεια, η λύπη·
χάνεται η σάκκα, το χαρτί,
 το «παιδί» κλαίει, η μητέρα λείπει·

κι’ αυτές, στην τύχη απορριγμένες,
ζουν, συντροφιά ξεχωριστή,
μια, αμόνοιαστες, μια, αγαπημένες.

Αδέξιες, κι’ όμως περγελάνε·
σκληρές, καταφρονετικές,
βγάζουν τη γλώσσα, αντιμιλάνε,

παρήκοες στην ορμήνεια, τρέχουν
άστατες, άσκεφτες ψυχές
που νόμο ή φταίξιμο δεν έχουν.

Ανοιχτομμάτες, καυχησιάρες.
Θαυμάζουν ―τούτο τες αρκεί.
Λαίμαργες, μα ποτές ζηλιάρες.

Μόνο, η φωνή τους, σαν ξεσπάζη
στην τάξη, μες στην Ωδική,
καίει ―σαν τρυγόνι, που σπαράζει.

Για το κριτικό έργο του Άγρα σημειώνει: «Δεν είχε βέβαια την κοινωνιολογική κατάρτιση που χρειαζόταν για να βάλει βαθιά το νυστέρι της κριτικής του, πολλές φορές όμως έκανε σωστές παρατηρήσεις, γιατί τα φιλολογικά και λογοτεχνικά κείμενα τα διάβαζε προσεχτικά».

Ο Τέλλος Άγρας έχει χαρακτηριστεί ως ο σημαντικότερος κριτικός της καρυωτακικής ποίησης.

Τα τρία ποιήματα του μικρού αφιερώματος στον Τέλλο Άγρα εμπεριέχονται στην έκδοση «Η χαμηλή φωνή – Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς – Μια προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη» (εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1990). Στα προλεγόμενα της έκδοσης που υπογράφει ο Αλεξ. Αργυρίου, ο Αναγνωστάκης φέρεται να χαρακτηρίζει την Ανθολογία του «μεροληπτική» και όχι «χρηστική», ενώ εκφράζει «σκανδαλώδη προτίμηση» στον Τέλλο Άγρα επιλέγοντας σαφώς μεγαλύτερο αριθμό ποιημάτων του σε αντίθεση με άλλους ποιητές. Στο ίδιο παρατίθεται η ενδιαφέρουσα – συνοπτική – απάντηση του Τέλλου Άγρα στο ερώτημα «τι είναι λυρισμός»: «ο δρόμος που φέρνει από το χειροπιαστό στο άπιαστο· από την ύλη στο μυστήριό της· από το πράγμα στην Ιδέα. Μα… και το αντίθετο».

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

1 Trackback

Κάντε ένα σχόλιο: