Άρης Δικταίος: Ποιήματα για τον ποιητή, την ποίηση και την ποιητική

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης (21 Μάρτη), μερικά ποιήματα από τρεις διαφορετικές συλλογές του ποιητή (και δοκιμιογράφου και μεταφραστή) Άρη Δικταίου, που αναφέρονται στον ποιητή, στην ποίηση και στην ποιητική.

Άρης Δικταίος: Ποιήματα για τον ποιητή, την ποίηση και την ποιητική

Ο Άρης Δικταίος (πραγματικό όνομα Κώστας Κωνσταντουλάκης) γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Το 1938 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε ως το 1940, οπότε επιστρατεύτηκε. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έζησε στην Κρήτη. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1945 και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία στον Τύπο και το ραδιόφωνο, ως συνεργάτης του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας από το 1946 ως το 1951. Μαθητής Γυμνασίου ακόμα δημοσίευσε ποιήματα στο περιοδικό Νέα Γράμματα και το 1935 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Δώδεκα εφιαλτικές βινιέτες. Είχε προηγηθεί η αποκηρυγμένη ποιητική συλλογή Στα κύματα της ζωής (1934). Συνεργάστηκε με τα περιοδικά Νεοελληνικά Γράμματα, Νέοι Ρυθμοί, Φιλολογικά Χρονικά, Νέα Εστία, Νέα Πορεία κ.α. Ιδιαίτερα ογκώδες είναι το δοκιμιακό και μεταφραστικό του έργο, ενώ εξέδωσε επίσης ποιητικές και λογοτεχνικές ανθολογίες. Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1956 από κοινού με το Γιάννη Ρίτσο και το Παράσημο του Α΄ Βαθμού των Γραμμάτων Κύριλου και Μεθόδιου από την βουλγαρική κυβέρνηση (1977). Έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες. Η ποίηση του Άρη Δικταίου τοποθετείται στη λεγόμενη πρώτη μεταπολεμική γενιά της λογοτεχνίας μας, με έντονα τα στοιχεία της υπαρξιακής αγωνίας και επιρροές από τη λογοτεχνική και φιλοσοφική παραγωγή του Jean Paul Sartre. (βιβλιοnet)

«Ο Άρης Δικταίος, από τη μεταπολεμική του κυρίως παραγωγή, κρίθηκε ως ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς Έλληνες συγγραφείς της υπαρξιακής αγωνίας, όπως εκφράστηκε από το Σαρτρ ιδιαίτερα. Η ποίησή του κινείται σε ένα βιωματικό χώρο, όπου ο έρωτας, η φθορά, η σιωπή και ο θάνατος καθορίζουν τα πλαίσιά της. Οι λυρικοί τόνοι εναλλάσσονται με τους δραματικούς, οι πνευματικές αγωνίες μπλέκονται με τη γήινη αίσθηση της ζωής και οι μνήμες προεκτείνονται σε οραματισμούς. Ως δοκιμιογράφος ο Δικταίος διαλέγεται με όσα από τα κλασικά έργα αισθάνεται εκλεκτική συγγένεια και με όσα από τα σύγχρονα βρίσκεται σε έντονη αντιπαράθεση ή έντονη αποδοχή. Ποιήματα και δοκίμια του Δικταίου έχουν μεταφραστεί στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες και στα αραβικά». (ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ)

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Μαντευμάτων τε θεσπεσίων δοτήρα…
ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Εδώ ’ναι ένας που τραγούδησε
τέτοιο Ιούλιο μήνα διψασμένο,
δίψασε την οικειότητα με τον εαυτό του,
τον γύρεψε μέσα στον άνεμο,
τον κυνήγησε πάνω στη θάλασσα.

Εδώ ’ναι ένας άνθρωπος απαρηγόρητος,
γιατί η θάλασσα τρικύμιζε άλλοτε μέσα του,
γιατί ο άνεμος έπαιζε άλλοτε μέσα του·
τώρα, έχασε τον εαυτό του στο δάσος των πιθήκων,
           έχασε τον εαυτό στο δάσος των πιδάκων,
                       τον εαυτό του στο δάσος των υλακών.

Είδε τον ήλιο να βγαίνη από τη δύση,
        τον ουρανό κάτω απ’ τα πόδια του,
        τους ζωντανούς να κατεβαίνουν στους τάφους,
         τους πεθαμένους να κυβερνούνε τον κόσμο.
Πλήρωσε τη σοφία του οράματός του με τον εαυτό του,
διαλύοντας τον επάνω σε φαντάσματα και εικόνες.

Εδώ ’ναι ένας άνθρωπος απαρηγόρητος που θυμάται:
ένα νησί τον φυλάκισε μ’ ένα υδάτινο κύκλο,
ένα ερείπιο πολιτείας παλιάς τον δίδαξε:
έμαθε πως αν έχεις μνήμη, κερδίζεις την ειρήνη,
                    αν τραγουδάς, κέρδισες τον χρόνο,
μα δεν είχε καιρό να κερδίση τον εαυτό του.

Εδώ ΄ναι ένας άνθρωπος που τραγουδά και θυμάται·
ξέρει, δεν ξέρει, ζει, δεν ζει, πέθανε, δεν πέθανε…
Το διάστημα, από το παρελθόν στο μέλλον, τον τεμάχισε
κ’ είδε μια σκάλα να ενώνη τη γη με τον ουρανό,
κ’ εκεί, στο τέταρτο σκαλοπάτι, κάθησε απαρηγόρητος.

Εδώ ’ναι ένας άνθρωπος απελπισμένος που τραγούδησε:
είδε, δεν είδε, ζει, δεν ζει, πέθανε, δεν πέθανε…

 

Η ΠΟΙΗΣΗ

Μα εσύ, Ποίηση,
                           που έντυνες μια φορά τη γυμνή μέθη μας,
όταν κρυώναμε και δεν είχαμε ρούχο να ντυθούμε,
όταν ονειρευόμαστε, γιατί δεν υπήρχε άλλη ζωή να ζήσουμε,
δε θα υπάρξουν πια σύννεφα για να ταξιδέψουμε τη ρέμβη μας;
δε θα υπάρξουν πια σώματα για να ταξιδέψουμε τον έρωτά μας;
Μα εσύ, Ποίηση,
                            που δε μπορείς να κλειστείς μέσα σε σχήματα,
μα εσύ, Ποίηση,
                          που δε μπορούμε να σ’ αγγίξουμε με το λόγο,
εσύ,
      το στερνό ίχνος της παρουσίας του Θεού ανάμεσά μας,
σώσε την τελευταία ώρα τούτη του ανθρώπου,
την πιο στυγνή και την πιο απεγνωσμένη,
που ο Θάνατος,
                          που η Μοναξιά,
                                                      που η Σιωπή,
τον καρτερούν σε μια στιγμή μελλούμενη.

                                                    (ΣΙΩΠΗ, 1946)

 

ΠΟΙΗΤΙΚΗ

Από καιρό σε καιρό, οι αθάνατοι μάς στέλνουν το μήνυμά τους,
και, τότε, η μοίρα μας φωτίζεται για λίγο, – τόσο,
όσο μπορούμε να κρατήσουμε ακίνητο τον χρόνο, μέσα
σ’ ένα γυμνό τραγούδι, που αρνήθηκε για πάντα
τη φιλαρέσκεια, τα στολίδια κι ό,τι, στους ανθρώπους
ανάμεσα, σαν αρετή, αγαθό κι ωραιότητα θεωρείται.

Η σπουδή του θανάτου, τη γύμνια μας διδάσκοντάς μας,
μας έγδυσε από το παράπτωμα να είμαστε ανθρώποι
ωραίοι και λογικοί κ’ ενάρετοι, – από επίθετα ντυμένοι,
που η μοίρα μας, ο θάνατος ή η αθανασία, δεν τα γνωρίζει.

 

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗ

Ι

Από καιρό σε καιρό οι αθάνατοι μάς στέλνουνε το μήνυμά τους,
και τότε η μοίρα μας φωτίζεται για λίγο, – τόσο,
όσο μπορούμε να κρατήσουμε ακίνητο τον χρόνο, μέσα
στην όρασή μας, ο ένας τον άλλον να πλησιάσουμε: τεμαχίζουμε
        τότε
τη σάρκα μας, ενώνοντας τον ατεμάχιστο χρόνο της ψυχής μας
και την αβέβαιη μοίρα, για λίγο. Και, μετά,
γνωρίζοντας τη βέβαιη μοναξιά της ένωσής μας,
οδεύουμε από μόνωση σε μόνωση. Των αθανάτων
το μήνυμα ξαναγυρίζει στης σιωπής τους κόλπους
κ’ η μοίρα μας επίσημο ξαναγίνεται σκοτάδι.

ΙΙ

Αβέβαια όντα στης άδηλης μοίρας μας τους κόλπους
κινούμαστε υπνοβατικά, στη ζωή και στον θάνατο χαμένοι
ανάμεσα, τούτο ζωή ονομάζοντας, θάνατο το άλλο,
και πραγματικότητα αυτό που την αδυναμία μας καθησυχάζει.
Έτσι τελούμε την παρουσία μας μες στον χρόνο,
που οδοιπορεί ατεμάχιστος, αγνοώντας
την παρουσία μας κι αν οι εκτελεστές είμαστε μόνο
μιας καταπληκτικής παράστασης στ’ όνειρο τερατώδους όντος.

ΙΙΙ

Ο έρωτας κινεί την καρδιά μας, σ’ έργα αρετής κινείται
το πνεύμα μας κ’ η κίνηση του σώματός μας σε μικρό χωράφι
τη γη όλη μεταμόρφωσεν. Ο θάνατος παίρνει το σχήμα
της ζωής κ’ η ζωή του θανάτου, ενώ ο άπειρος χρόνος
διεκδικεί την ψυχή μας, που μες σ’ αμηχανία πολλή κινείται
διστακτική κι αναποφάσιστη. Τ’ ανθρώπινα τέλη, τυφλή μοίρα,
κινεί σ’ αιώνια εναλλαγή. Έτσι τον αθάνατο θάνατό μας δεν εννοούμε
παρά ως φθορά της αιωνιότητάς μας. Η ακινησία
του νεκρού σώματος μάς σπαράζει· η λογική μας
αδυνατεί να εννοήση, πώς η ακινησία τούτη
το μήνυμα ξανά μάς έφερε των αθανάτων.
Μα η αναποφάσιστη ψυχή μας
γαληνεύει σε παραδείσιαν ηρεμία: έχει γνωρίσει
του απείρου τη φωνή στου προσφιλούς νεκρού την ακινησία.

IV

Πώς να σε τραγουδήσω, που έτσι αργά έχεις έρθει,
τώρα που ο λόγος ερημώθηκε από τα στολίδια
κι όλη την αρετή του; Θα πονέσης
αν έρχεσαι να μοιραστής μαζί μου
την άδηλη μου μοίρα.
                                     Δέχομαι των αθανάτων
το μήνυμα που κομίζεις και σε ψάλλω: ας είσαι
η στερνή ωδίνη της γέννησης που θα με γεννήση
εννοούντα, στης άδηλης μοίρας μου τους κόλπους.

V

Σε είχα ζητήσει ανάμεσα σε μέρες, που είχαν χάσει
το πρόσωπό τους, άρρωστες από τα πολλά γεράματά τους,
που πάψανε να με θυμούνται και να τις θυμούμαι·
σε κάλεσα μ’ ονόματα γνωστά και φιλικά και μ’ άλλα
άγνωστα – μα σε σου φέρνανε ποτέ το μήνυμά μου,
αν και στεκόσουνα στην άλλη άκρη της φωνής μου.

Σε στοχαζόμουν ως νεκρό, που έπρεπε να τον αναστήσω
κραυγάζοντας του: εγέρθητι, άγνωστε! Σε στοχαζόμουν
ίσκιον ονείρου, που αν στην πραγματικότητα του
πίστευα, την τόση πίκρα μου ποτέ δε θα μπορούσε
να μοιραστή μαζί μου.
                                      Και, κάποτε, έφτασες, πλασμένος
απ’ την ύλη της αίσθησης, φέρνοντάς μου μονάχα
την κούραση και την αδυναμία σου, που ακόμη
ελπίζανε. Αχ, δε στοχαζόμουν
πως η απελπισία μου θα δυνόταν να σηκώση
το βάρος της δικής σου ελπίδας. Γνώρισα πάλι
τη μοναξιά, τώρα που σε καλώ με τ’ όνομά σου.

(Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΟΥ, 1949-1953)

 

Η ΠΟΙΗΣΗ

Αρχιτέκτων, ο νους. Ύλη, το χάος κι ο κυκεώνας: Ήχοι
και συλλαβές, σαν κραυγές φόβου αιφνίδιου· εικόνες
ιερόσυλα αρπαγμένες μέσα από τελετουργικό σκοτάδι· λέξεις
που αναδύονται, αντικειμένων φαντάσματα, απ’ τον κόσμο
της έγκυας πλην επίβουλης σιωπής. Τεχνουργημένος
με φαντασία και λογισμόν, ιδού ο Άλλος,
ο ανομολόγητος της ποιήσεως κόσμος. Κόσμος
της αμαρτίας μας και της λύτρωσής μας, – που τον τρέφει,
συγκομιδή θαυμαστή των αισθημάτων μας, ο πόνος.

 

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Τραγούδι; Αχ, όχι! Όνειρο μάλλον, – μάλλον ύπνος
που όνειρο δεν ταράζει. Σχεδόν ως ένας
έφηβος – μα όχι παρθενικός, συναντημένος ήδη
με τον παράτολμο ανδρισμό του – που εκοιμήθη
και δεν ξύπνησε πια. Προπαντός ο χρόνος
μιας ωρισμένης στιγμής, που εκεί εσφηνώθη
κ’ έγινε η σάρκα του, χωρίς επαύριον όλη, και η ψυχή του
η επαύριόν του. Και, ψιθυρίζει αδιάκοπα: «θυμήσου»,
και ξανά: «θυμήσου». Κι ο χρόνος, ο σταματημένος,
όχι ως ρολόι ή ως τέλμα, μα ως έφηβος πριν τον ανδρισμό του,
μπροστά ακριβώς στον ριψοκίνδυνο ανδρισμό του, πάλι
και πάλι επαναλαμβάνεται: οδυνηρός πάντα, πάντα απελπισμένος.
Ποίημα; Αχ, όχι ποίημα. Τάφος μάλλον. Μνήμα!

 

ΠΟΙΗΤΙΚΗ

Αν πράγματι τα πράγματα αποκαλυφθήκανε μπροστά σου
σ’ όλη τη γύμνια τους, έτσι που, ξαφνικά, από κάθε
πρόληψη ή πρόθεση γυμνός να μείνης, σάμπως
έκθετος, μόνος σου κι αντιμέτωπος όλου του κόσμου,
τότε γνωρίζεις. Κι αν, έτσι, γνωρίζης, αληθινά είσαι
πια έτοιμος, κόσμον στον κόσμο, αυτή τη γύμνια σου να δώσης.

                                                                 

ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ Ι

Οι άλλοι, ας μετρούνε συλλαβές και στίχους· ας θωρούν εικόνες,
επίθετα και παρομοιώσεις· ας χαίρωνται ή ας δυσανασχετούνε
στην αρμονία ή στη δυσαρμονία του λόγου του· τέλος, ας βγάζουν,
επάνω στο γράμμα του λόγου του δεμένοι, κρίσεις κι αποφάσεις
για να τον δουν, να δυνηθούν να τον κρατήσουν μπρος τους
γυμνόν, ολόκληρον, σε απόσταση: και να σωθούνε.

Αυτός, τρυπώνοντας μες στις βαθιές σπηλιές της λέξης,
θα τους ξεφεύγη, ή και, ξαπλώνοντας πίσω από της λέξης
τους ίσκιους, ή και βουλιάζοντας μες στ’ άβυθα νερά της λέξης,
– επάνω στ’ άβυθα νερά της λέξης δεν θ’ αφήνη
παρά τη σκιάν ή την ανταύγεια του φευγαλέου του σώματος μονάχα.

Ότι τεμαχισμένος είναι ολόκληρος πάνω σ’ αισθήσεις
δαιμονικές, επάνω σ’ ήχους και στίχους και σε εικόνες,
δεν το εννοούν, κι ούτε κάτω απ’ των επιθέτων του στον κόσμο
τον κόσμο του κορμιού του βλέπουν. Και πώς να εννοήσουν
πως όλες τούτες οι μεταφορές κ’ οι παρομοιώσεις δεν είναι άλλο
απ’ τη συγγένεια και τις σχέσεις του μ’ όλον τον κόσμο;

Τον κυνηγούν πάνω σε λέξεις· κι αυτός, μες στις λέξεις
αναλυωμένος, μέσα τους σταλάζει, έτσι ως σταλάζει
σε κελλί φυλακής η υγρασία. Και, ξαφνικά, ακέριος
ορθώνεται μέσα τους, κι αμέσως αρχίζει, σαν φυλακισμένος
επί καιρό πολύν, από τους καγκελλόφραχτους φεγγίτες
των δικών τους ματιών, τον δικόν του κόσμο να κοιτάζη.

                                                               (ΠΟΛΙΤΕΙΑ 1955 -1965)

 

Άρης Δικταίος, Τα Ποιήματα (1934-1965), Εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα 1974
(Τα βιογραφικά στοιχεία προέρχονται από το biblionet.gr και το Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό Εκδοτικής Αθηνών)

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: