Η ανθρώπινη φωνή του Λόρκα

Το cante jondo (κάντε χόντο: βαθύ, μύχιο τραγούδι) είναι το αρχαιότερο, λαϊκό, ανδαλουσιανό τραγούδι…Αυτό απασχόλησε κυρίως τον Λόρκα και έδωσε, επανειλημμένα, διαλέξεις γι’ αυτό.

Η ανθρώπινη φωνή του Λόρκα

Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (γεννήθηκε στις 5 του Ιούνη 1898 και δολοφονήθηκε από το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο στις 19 του Αυγούστου 1936) με το έργο του ύμνησε την αγάπη, τραγούδησε το θάνατο και αντιτάχτηκε στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και σε κάθε μορφή αδικίας.

Ο Λόρκα είναι ιδιαίτερα αγαπητός στη χώρα μας. Το έργο του, ποιήματα και θεατρικά, μεταφράστηκε και μελοποιήθηκε σε μεγάλη έκταση, αγκαλιάστηκε και αγαπήθηκε από το λαό μας.

Με αφορμή την επέτειο του θανάτου του παρουσιάζουμε απόσπασμα από τον πρόλογο του Άρη Δικταίου στην έκδοση ποιημάτων του Λόρκα (Φ. Γκ. Λόρκα Ποιήματα, Μετάφραση από τα ισπανικά, πρόλογος και σχόλια Άρη Δικταίου, Εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1987, 2η έκδοση). Ο μεταφραστής (και ποιητής ο ίδιος) συσχετίζει τον Λόρκα με τον Κώστα Κρυστάλλη στα πρώτα του βήματα, ως προς την επίδραση του δημοτικού – λαϊκού τραγουδιού της πατρίδας τους αντίστοιχα. Ο Λόρκα αρχικά έγραψε τραγούδια και μετά πέρασε στην ποίηση. Παρουσιάζουμε επίσης μερικά από το κάντε χόντο (cante jondo), τον αρχαιότερο τύπο τραγουδιού της Ανδαλουσίας.

***

Η ανθρώπινη φωνή του Λόρκα

“Tο cante jondo (κάντε χόντο: βαθύ, μύχιο τραγούδι) είναι το αρχαιότερο, λαϊκό, ανδαλουσιανό τραγούδι…”

(…) Αρχίζοντας, ας κρατήσουμε την εξομολόγησή του, στον Jorge Guillen: «Αγαπώ την ανθρώπινη φωνή». Γιατί, αυτό, ακριβώς είναι η ποίηση του Lorca, στις απαρχές της, τουλάχιστον: η ανθρώπινη φωνή. Αυτή, την ανθρώπινη φωνή, πρωτογνώρισε, αυτή στάθηκε η πρώτη δασκάλα του, αυτή του άνοιξε τον δρόμο προς την ποίηση, κι αυτή, τελικά, τον ωδήγησε στον δρόμο της ποίησης. Ανδαλουσιάνος, γεννημένος και μεγαλωμένος στην επαρχία της Γρανάδας, βαθύτατα ριζωμένος στα χώματά της κι αδιάκοπα γροικώντας μέσα του το φλογερό αίμα της, ένιωθε, σαν στο σπίτι του, μέσα στο cante jondo και στις ποικίλες μορφές του, που τον συντάραζε, ερχόμενο από τις παμπάλαιες μεσαιωνικές κοίτες του. Κιόλας, μέσα στο νεανικό «Libro de poemas», όταν δεν είχε βρη, ακόμη τον αληθινό δρόμο του, γι’ αυτό κι ό,τι γράφει το θεωρεί ποίημα, ακούγεται το τραγούδι δίπλα στο ποίημα και, πολλές φορές, μέσα σ’ αυτό το ποίημα. Τον αληθινό δρόμο του τον βρίσκει, μόλις συνειδητοποιεί την ανθρώπινη φωνή, με τα «Primeras Canciones», τα «Canciones», προπαντός με το « Poema del cante jondo», που αποτελεί μια ομολογία πίστης, και μ’ ένα πλήθος άλλα τραγούδια του, σκορπισμένα σε διάφορα έντυπα.

Η ανθρώπινη φωνή του Λόρκα

“…Πού πηγαίνεις, σιγκιρίγια,/ με ρυθμό χωρίς κεφάλι;/ Τον πόνο σου από ασβέστη και ροδοδάφνη/ ποιο φεγγάρι θα τον δρέψη;…”

Από την άποψη αυτή, του λαϊκού (δημοτικού) τραγουδιού, ο Lorca συνιστά, ουσιαστικά, μια περίπτωση, ταυτόσημη μ’ εκείνη του Κώστα Κρυστάλλη, που γεννήθηκε, μαθήτεψε, έζησε και, κυριολεκτικά και μεταφορικά, πέθανε μέσα στο ελληνικό δημοτικό τραγούδι. Η διαφορά τους έγκειται στην εποχή που έζησαν και δημιούργησαν (στα χρόνια, που ο Ρομαντισμός κυριαρχούσε ακόμα στην Ελλάδα, ο πρώτος και που η ιδιαίτερη πατρίδα του, η Ήπειρος, βρισκόταν ακόμη κάτω από τον τουρκικό ζυγό, – στα χρόνια του συρρεαλισμού, με τη μορφή του ισπανικού ultraismo, ο δεύτερος) κι ακόμη στην ουσιώδη διαφορά του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, όπου το επικό, ηρωικό στοιχείο πλεονάζει, πλησιάζοντας περισσότερο προς τη μεταγενέστερη, οπωσδήποτε, του λαϊκού ισπανικού τραγουδιού, romanza, και του ισπανικού λαϊκού τραγουδιού, που είναι, αποκλειστικά, λυρικό.

Η ανθρώπινη φωνή του Λόρκα

Α. Τάσσος: “Φ. Γκ. Λόρκα”

Αν ο Κρυστάλλης έμεινε ανεπηρέαστος από τις ευρωπαϊκές ποιητικές μόδες, παραμένοντας πεισματερά Έλληνας (δεν πρέπει να ξεχνούμε, ότι η ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου μεγάλωσε, παράμενε τουρκοκρατημένη, και άλλωστε, πώς μπορούσε να ξεχάση δεκαεφτά, πάμπλουτους σε ποίηση και ποιητικούς τρόπους ελληνικούς αιώνες, μπροστά στους λιγότερους κι από εφτά ευρωπαϊκούς, όταν κι αυτό τούτο το νεοελληνικό λαϊκό τραγούδι ήταν παλιότερο από κάθε είδους ποιητικό τραύλισμα, στην Ευρώπη;) ο Lorca, αν και πεισματερά, επίσης, Ισπανός, αφέθηκε να επηρεαστή βαρύτατα από τον Συρρεαλισμό, που, συχνά – πυκνά, κάνει τον ποιητικό λόγο του παράλογο, – ακατανόητο, επομένως, περίπου. Το «περίπου» αυτό αναφέρεται, αποκλειστικά και μόνο στη μουσική, που επένδυε τους στίχους του και που, ενώ βρισκόταν σ’ εκλεκτική συγγένεια με τον άλογο Συρρεαλισμό, έφερνε τον ποιητή σ’ επαφή με το κοινό του, που αφηνόταν, ναρκωμένο, στη μελωδία, αδιαφορώντας για τον Λόγο του λόγου. Για να ’μαστε, οπωσδήποτε, δίκαιοι με τον ποιητή, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε, ότι ο Συρρεαλισμός  του τραγουδιού του Lorca δεν είναι  ακριβώς ο Συρρεαλισμός των γαλλικών εργαστηρίων ή ο ultraismo των νεανικών χρόνων του Jorge Luis Borges, στην Ισπανία, παρά κάτι βαθύτερο, πιο γηγενές(…)

Η ανθρώπινη φωνή του Λόρκα

“Romancero gitano”

Με το «Romancero gitano», ο Lorca εξακολουθεί, βέβαια, να τραγουδά, αλλά τώρα, εμπνέεται κι από τις παραδοσιακές ισπανικές στιχουργικές μορφές, και, πιο συγκεκριμένα, από τον 8σύλλαβο της «ρομάνθα» – τον εθνικό στίχο της Ισπανίας,- ενώ, στο «Divan del Tamarit» έχει στρέψει την έμπνευσή του προς τις κλασικές αραβικές μορφές (την γκαζέλα και την κασίντα), υπενθυμίζοντας, έτσι, από τη μια, την άμεση προέλευση του ανδαλουσιανού μεσαιωνικού τραγουδιού, που, μέσω της Προβηγγίας, μετά, ωδήγησε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη στο τραγούδι, αρχικά, στο ποίημα, τελικά, – πραγματοποιώντας, ταυτόχρονα, από την άλλη, το προσωπικό ερωτικό ποίημα. Με τα δυό βιβλία αυτά, βρισκόμαστε πια στην περιοχή της Ποίησης, κι όχι μόνο αυτό: με το δεύτερο, το «Ντιβάνι», το φλογερό συναίσθημα ξεπερνά τα όρια της έμμεσης έκφρασης και περνά στους χώρους της άμεσης εξομολόγησης του προσωπικού πάθους(…) 

Μικρή μπαλλάντα των τριών ποταμών

Ο ποταμός Γουαδαλκιβίρ
πορτοκαλιές και λιόδενδρα διασχίζει.
Τα δυό ποτάμια της Γρανάδας
απ’ το χιόνι στα στάρια κατεβαίνουν.

Άι, αγάπη,
που’ φυγε και δεν έρχεται!

Ο ποταμός Γουαδαλκιβίρ
γένια έχει χρώμα του ροδιού.
Τα δυό ποτάμια της Γρανάδας
το’ να θρηνεί, τ’ άλλο ματώνει.

Άι, αγάπη,
που’ φυγε μέσα στον αέρα!

Για τις βαρκούλες με πανιά
έχει η Σεβίλια δρόμο·
μα στης Γρανάδας το νερό
οι στεναγμοί μονάχα λάμνουν.

Άι, αγάπη,
που’ φυγε και δεν έρχεται!

Γουαδαλκιβίρ, πύργος ψηλός
κι άνεμος στις πορτοκαλιές.
Πυργίσκοι, ο Ντάουρο κι ο Χενίλ,
νεκροί πάνω στα τέλματα.

Άι, αγάπη,
που’ φυγε μέσα στον αέρα!

Ποιος θα πη το νερό ότι σηκώνει
φωσφορική ατμίδα από κραυγές!

Άι, αγάπη,
που’ φυγε και δεν έρχεται!

Φέρε πορτοκαλάνθι, ελιά,
Ανδαλουσία, στις θάλασσές σου.

Άι, αγάπη,
που’ φυγε μέσα στον αέρα!

Η Κιθάρα

Το κλάμα αρχίζει
της κιθάρας.
Σπάζονται τα ποτήρια
από το γλυκοχάραμα.
Το κλάμα αρχίζει
της κιθάρας.
Δεν οφελεί να τη σωπάσης.
Αδύνατό ’ναι
να τη σωπάσης.
Μονότονα κλαίει,
όπως το νερό κλαίει,
όπως ο άνεμος κλαίει
πάνω στο χιόνι.
Αδύνατό ’ναι
να τη σωπάσης.
Κλαίει για μακρυνά
πράγματα.
Άμμος του καυτερού Νοτιά
που άσπρες καμέλλιες θέλει.
Κλαίει για το βέλος το άσκοπο,
το δίχως αύριο βράδι,
και για το πρώτο το νεκρό
πουλί στο κλαρί πάνω.
Ω, κιθάρα!
Καρδιά λαβωμένη άσκημα
από πέντε σπαθιά.

Το πέρασμα της σιγκιρίγιας

Ανάμεσα από πεταλούδες μαύρες,
πάει μια μελαψή κοπέλλα
μαζί μ’ ένα άσπρο φίδι
της ομίχλης.

Γη του φωτός,
της γης ουρανός.

Πάει αλυσσοδεμένος με το ρίγος
ενός ρυθμού που τίποτα δε φτάνει·
έχει καρδιά από ασήμι
και στο δεξί μαχαίρι.

Πού πηγαίνεις, σιγκιρίγια,
με ρυθμό χωρίς κεφάλι;
Τον πόνο σου από ασβέστη και ροδοδάφνη
ποιο φεγγάρι θα τον δρέψη;

Γη του φωτός,
της γης ουρανός.

Ποίημα της σολεάς

Γη ξερή,
γη γαλήνια
με τις απέραντες
νύχτες.

(Άνεμος στον ελαιώνα,
άνεμος στο βουνό).

Γη
γέρικη
του καντηλιού
και του πόνου.
Γη
με τις βαθιές στέρνες.
Γη
του θανάτου δίχως
μάτια και βέλη.

(Άνεμος απ’ τους δρόμους.
Αύρα μες στους λευκώνες).

Ποίημα της σαέτας

Τοξότες

Οι σκοτεινοί τοξότες
σιμώνουν στα Σεβίλια.
   Άι, ανοιχτέ Γουαδαλκιβίρ.

Γκρίζα φαρδιά σομπρέρος,
μακρά κι αργά καπότα.
  Άι,  Γουαδαλκιβίρ!

Απ’ τους μακρυνούς έρχονται
τόπους του πόνου.
    Άι, ανοιχτέ Γουαδαλκιβίρ.  

Και παν σ’ ένα λαβύρινθο.
Αγάπη, κρύσταλλο και πέτρα.
  Άι, Γουαδαλκιβίρ!

Από το «Ποίημα του cante jondo» (1922 κ.ε)

Ο Άρης Δικταίος  σημειώνει ότι το cante jondo (κάντε χόντο: βαθύ, μύχιο τραγούδι) είναι το αρχαιότερο, λαϊκό, ανδαλουσιανό τραγούδι, – το βασικό επομένως. Αυτό απασχόλησε κυρίως το Lorca κ’ έδωσε, επανειλημμένα, διαλέξεις γι’ αυτό. Η σιγκιρίγια, η σολεά, η σάετα κ.α είναι διάφορες μορφές του κάντε χόντο.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: