Το διήγημα της Πέμπτης: «Το δοξασμένο καράβι» (διήγημα για μεγάλα παιδιά) της Σοφίας Μαυροειδή – Παπαδάκη

— «Κρήτη» βέβαια, ξακουσμένο κουρσάρικο, πούναι πια γραμμένο στην Ιστορία. Τριάντα φορές έσπασε, στο μεγάλο Σηκωμό του νησιού, τον αποκλεισμό και κουβάλαγε πολεμοφόδια και ζωοτροφές στους επαναστάτες.

Το διήγημα της Πέμπτης: «Το δοξασμένο καράβι» (διήγημα για μεγάλα παιδιά) της Σοφίας Μαυροειδή - Παπαδάκη

Η Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη γεννήθηκε στις 26 του Ιούνη 1898 και έφυγε από τη ζωή στις 27 του Ιούνη 1977. Ποιήτρια της Εθνικής Αντίστασης (μεταξύ άλλων, δικοί της οι στίχοι του ύμνου του ΕΛΑΣ) η Σοφία Μαυροειδή Παπαδάκη υπηρέτησε επί 40 χρόνια στη Μέση κι Ανώτατη εκπαίδευση. Παράλληλα, διακρίθηκε σαν ποιήτρια, πεζογράφος και δοκιμιογράφος, αναπτύσσοντας πολύπλευρη και πολύχρονη πνευματική δράση με συγγράμματα, διαλέξεις, ραδιοφωνικές εκπομπές, δημοσιογραφία, διαλέξεις και μεταφράσεις από την ξένη λογοτεχνία.

Η πρώτη ποιητική συλλογή της «Ώρες Αγάπης» (1934) έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους κριτικούς και ιδιαίτερα από τον Κωστή Παλαμά. Ασχολήθηκε και με την πεζογραφία και, κυρίως, με το παιδικό βιβλίο και το παιδικό θέατρο. Η δεύτερη ποιητική συλλογή της «Της Νιότης και της Λευτεριάς» τιμήθηκε με το βραβείο της Εθνικής Αντίστασης το 1946. Το έργο της εμπνέεται από τους αγώνες του ελληνικού λαού και την αγάπη στον άνθρωπο. Η ποίησή της χαρακτηρίζεται από αισιόδοξο αγωνιστικό ρεαλισμό, με στόχο την ειρήνη και την πανανθρώπινη ευτυχία. Πολλά ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί και τραγουδηθεί από το λαό μας, ενώ άλλα έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες.

Το διήγημα της Πέμπτης: «Το δοξασμένο καράβι» (διήγημα για μεγάλα παιδιά) της Σοφίας Μαυροειδή - Παπαδάκη

Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη (1898-1977)

Φλογερή ΕΠΟΝίτισσα στην Κατοχή η Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη βρέθηκε δίπλα στα ελληνικά νιάτα και πρόσφερε πολύτιμη βοήθεια στην ανάπτυξη της ΕΠΟΝ, ιδιαίτερα στην πλατύτερη πολιτιστική – μορφωτική της προσπάθεια. Ζούσε κι έγραφε για τον αγώνα με αταλάντευτη πίστη, ενώ ήταν τακτική συνεργάτης του παράνομου Τύπου. Είναι αυτή που έγραψε, ύστερα από πρόταση της Έλλης Αλεξίου, μέσα σε μια νύχτα τον «Ύμνο του ΕΛΑΣ», σε μουσική του Νίκου Τσάκωνα. Ανάμεσα στα ποιήματά της που μελοποιήθηκαν περιλαμβάνονται το «Κάστρο του Υμηττού», «Ανταρτοπούλες», «Θρήνος», «Εγερτήριο», «Ειρηνικός» και τα «Νιάτα», που τραγουδήθηκε σαν ύμνος της ΕΠΟΝ.

Το διήγημα «Το δοξασμένο καράβι» περιλαμβάνεται στην έκδοση «Το λάλημα της καμπάνας» (εκδ. Νίκης, Αθήνα 1965), συλλογή διηγημάτων «για μεγάλα παιδιά» όπως σημειώνεται.

Το δοξασμένο καράβι
της Σοφίας Μαυροειδή – Παπαδάκη

Ο καπετάν Σήφης στάθηκε και κρυφοκαμάρωσε τ’ αγγόνι του, που δεν ξεκολλούσε το μάτι του απ’ το καραβάκι, που ήταν επάνω στο τραπέζι. Ένα πλατύ γέλιο φάνηκε στα χείλη του, φώτισε τη θαλασσόδαρτη όψη του ναυτικού κι ύστερα γέμισε με τον ήχο του, που κατάληγε πάντα σε βήχα, το υπόστεγο του σπιτιού.

— Σ’ αρέσει, Σήφη ; Το θες να σου το χαρίσω;

Τ’ αγόρι κατάλαβε πως ο λόγος αυτός ήταν φρέσκος αγέρας. Εκείνο το καϊκάκι δεν τόδινε ο γέρος, μακάρι να του χάριζες το μισό ντουνιά. Ήταν ιερό θυμητάρι και μόνο που δεν το λιβάνιζε, κάθε σαββατόβραδο, που θυμιάτιζε τα κονίσματα. Μα κείνος ο λόγος ήτανε πάντα αρχή μιας κουβέντας μεγάλης. Ο γέρο Σήφης περίμενε τώρα το κούρντισμα, για να ιστορήσει τη θαυμαστή περιπέτεια.

— Ακουστά τόχω απ’ τον πατέρα σου, πως σ’ αρέσουνε τα πλεούμενα, είπε. Μπας και θα μου γίνεις θαλασσινός; Κρίμα που δε θάμαι να σ’ οδηγάω. Μα και στον τάφο, θα τρίζουν τα κόκκαλά μου από αγαλλίαση, να τον αναστήσεις το θαλασσόλυκο, τον γέρο παππού σου…

Ο Σήφης του χαμογέλασε, μα δεν του φανέρωσε την κρυμμένη φωτιά, που τον έκαιγε από μικρό. Γύρισε αλλού την κουβέντα, σημαδεύοντας το σκοπό του.

— Ήταν έτσι ωραίο και κείνο που χάθηκε; Το μεγάλο, τ’ αληθινό σου καράβι, παππού;

— Φτυστό! Αγιασμένο το κύμα, που τόχει τυλίξει.

— Και τολέγαν «Κρήτη»; Σαν τούτο δω;

— «Κρήτη» βέβαια, ξακουσμένο κουρσάρικο, πούναι πια γραμμένο στην Ιστορία. Τριάντα φορές έσπασε, στο μεγάλο Σηκωμό του νησιού, τον αποκλεισμό και κουβάλαγε πολεμοφόδια και ζωοτροφές στους επαναστάτες.

— Και πώς χάθηκε; Μούχεις τάξει να μου το πεις, το ξεχνάς; Οι παλιοί ναυτικοί τον κρατάνε το λόγο τους.

— Όχι δα! Πότε ξεπουπούλιασες απ’ τ’ αυγό και μάς κρίνεις κιόλας; Μα έχε χάρη που βρίσκομαι σήμερα στα μεγάλα μου κέφια. Κάτσε το λοιπόν να τα πούμε.

Κάθισε σε μια πολυθρόνα από πρινάρι κι ο Σήφης διπλώθηκε χάμω, στα πόδια του, ακουμπώντας στο γόνατο του παππού. Ο απόμαχος της φωτιάς και της θάλασσας στύλωσε τότες στ’ ομοίωμα του χαμένου κουρσάρικου τη ματιά του.

Αμέσως γκρεμίστηκε η σκεπή του σπιτιού, ξεθεμελιώθηκαν οι τοίχοι, πλάτυναν γύρω κι απ’ τους δυο Σήφηδες οι ορίζοντες, και τους κύκλωσε ο πόντος.

— Πόσο χρόνων είσαι τώρα, Σηφάκι;

— Δεκατεσσάρω.

— Βάλε κι άλλα τόσα να βρεις τα δικά μου τα χρόνια, τότες που γίνηκε η ιστορία με το κουρσάρικο.

«Ήταν στο Σηκωμό του 67. Η Κρήτη είχε πάρει πάλι το ντουφέκι για τον τίμιο αγώνα της λευτεριάς της. Ο κόσμος είχε σαστίσει να την κοιτάζει. Διαφέντευε με το αίμα της την υπόθεσή της, δεν τη ζητιάνευε. Μα δεν είχε μήτε ντουφέκια μήτε τροφές αρκετές. Και τα γυναικόπαιδα έπρεπε να βγουν από τη φωτιά, και να πάνε σε λεύτερο χώμα.

Για τούτο, εμείς, οι θαλασσινοί, γίναμε κουρσάροι. Στη Σύρα, είχαμε αραξοβόλι, εκεί ξεμπαρκάραμε τους πρόσφυγες και φορτώναμε ντουφέκια κι εθελοντές για την Κρήτη. Πιάναμε θεοσκότεινα, νύχτα, τα νοτικά περιγιάλια κι οδηγημένοι απ’ τις φωτιές, που μας άναβαν, απ’ αντίκρυ οι ντουφεκάρηδες, ξεφορτώναμε το μπαρούτι και τα ντουφέκια και παίρναμε λαβωμένους κι απόλεμους. Τόχα κι εγώ κι η γιαγιά σου γευτεί το ψωμί της προσφυγιάς, σ’ αλλοτινούς σηκωμούς του νησιού μας, κι ήξερα τη γλύκα του. Γι’ αυτό συμπονούσα τους δόλιους, π’ αφήνανε τώρα το «έχει» τους και τον όμορφο τόπο τους και μπαρκάρανε για τα ξένα.

Κατέβαιναν, συντροφιές – συντροφιές, από τις ραχούλες, κρατώντας ένα φτωχικό μπογαλάκι στην αμασκάλη κι οι μάνες σηκώνανε τα μικρά τους στα χέρια. Από καιρό τόχαν παρατήσει το ζεστό παραγώνι της φαμελιάς και γυρίζανε στα βουνά. Ας τους παίρνανε τουλάχιστο έξω απ’ τη φωτιά, να γλυτώσουν και να κουρνιάσουν σε μια γωνιά της μεγάλης Πατρίδας.

Κείνο, που λες, τον καιρό, ήταν να πάει ταξίδι η «Κρήτη» μου, όταν ήρθε στη Σύρα ένα μαντάτο πικρό.

Να μην τολμήσει, μας μήναγαν οι Φραντσέζοι, να πάει στην Κρήτη κουρσάρικο, γιατί θα το πρόδιναν στον Τούρκο.

Βουβάθηκαν οι καπετανέοι, σαν άκουσαν τη γραφή. Έτσι είχε χαθεί το «Αρκάδι», τ’ αδούλωτο καράβι, που κάηκε σαν το μοναστήρι, που τούδωσε τ’ όνομα, για να μην πέσει στα χέρια τ’ Αγαρηνού.

— Εγώ έχω σειρά, τους λέω, και δεν κάνω πια πίσω, μια και το φόρτωσα το κουρσάρικο. Είκοσι νοματέους, είκοσι ξακουσμένα ντουφέκια της Μάνης, πηγαίνω στην έρμη την Κρήτη. Δεν έχουμε λεύτερο να διαλέξουμε, γιατί μάς ζορίζει ή ανάγκη. Αν μείνει, χωρίς τη βοήθειά μας η δύστυχη Κρήτη, θα πνίξει τη σπίθα της λευτεριάς ο Ομέρης. Πρώτα λοιπόν ο Μεγαλοδύναμος, θα σαλπάρω για το νησί.

Νύχτα, χωρίς φεγγάρι, έφυγα από τη Σύρα, και πάλι νύχτα, χωρίς φεγγάρι, ζύγωσα αρόδο τα νοτικά περιγιάλια. Έξω απ’ την άγια Ρούμελη, έδωκα τα σινιάλα μου και, καθισμένος στην πρύμνη, αφουγκραζόμουν με χίλια αυτιά. Όπου νάναι, θάβλεπα στ’ ακρογιάλι απόκριση, με την ίδια γλώσσα.

Άξαφνα άκουσα κάποιο χτύπημα ρυθμικό, πέρα μακριά, στα νερά κι έσκυψα στην κουπαστή για να δω καλύτερα.

Θάταν κάποια βάρκα απ’ τούς δικούς μας. Θα είδαν περίπολο τούρκικη και δεν άναψαν τίς φωτιές.

Σε λίγο ξεχώρισα τέσσερις βάρκες που σίμωναν. Τόσες πολλές πού να βρουν οι ραγιάδες! Ήταν οχτροί το λοιπόν κι έρχονταν απάνω μας.

— Ξεφορτώστε γρήγορα τους άντρες και την πραμάτεια, πρόσταξα το τσούρμο. Άντε να νετάρετε, άψε-σβήσε, κι εγώ τους κρατώ μακριά με το ντουφεκίδι.

Πήρα κοντά μου μια δεκαριά γεμισμένα ντουφέκια κι άνοιξα φωτιά πάνω στο περίπολο, πούχε βάλει πλώρη κατά το κουρσάρικο. Τους βάσταξα πέρα, ώσπου ν’ αδειάσουνε οι γκράδες κι οι σισανέδες που είχα κοντά μου.

Μια ματιά, πίσω κατά τ’ ακρόγιαλο, μούδωκε κουράγιο. Οι είκοσι ντουφεκάρηδες απ’ την Μάνη κι όλο το τσούρμο μου ήτανε τώρα στο περιγιάλι και παίρναν τ’ αψήλου το βουνοράχι, όπου γλυκάναβε η πρώτη φωτιά, το σινιάλο.

Ήταν φορτωμένοι ντουφέκια και φουσεκλίκια, μα σκαρφάλωναν λεβέντικα, σαν αετοπούλια.

— Καιρός σου, καπετάν Σήφη, είπα να ποδεχτείς τους αγάδες.

Μια ματιά προς το πέλαγο, μούδειξε τις βάρκες, που με σημάδευαν με αμέτρητες κάνες.

— Καλώς να κοπιάστε, τους φώναξα.

— Έτρεξα στ’ αμπάρι, που ήταν γεμάτο από σακιά μπαρουτόβολα και, ώσπου να φτύσης και να στεγνώσει το σάλιο σου, ήταν όλα έτοιμα.

Από ένα φιλιστρίνι, γλύστρησα στη θάλασσα, από την πίσω μεριά του κουρσάρικου. Καθώς έκανα τη βουτιά, έφτασαν στ’ αυτιά μου τ’ αλαλητά τους.

Θάταν καμμιά σαρανταριά Τουρκαλάδες, ζωσμένοι στα φουσεκλίκια. Βρίζαν, βλαστημούσαν και ψάχνανε το καράβι, με τα ντουφέκια μπροστά. Λογαριάζανε να μας πιάσουνε ζωντανούς και ν’ αρπάξουνε το καράβι με το φορτίο του.

Το είχα ακρίσει στα ρηχά, που δε σηκώνανε τα μεγάλα τούρκικα καράβια, για να γίνει με ευκολία και το ντεμπάρκο και να μπορούνε τα γυναικόπαιδα να μας φτάνουνε κολυμπώντας.

Λόγιαζα πως οι εθελοντές και το τσούρμο θα πηγαίνανε το μαντάτο και θα γλυτώνανε τους απόλεμους απ’ τον άδικο κίντυνο της κατηφοριάς.

Καθώς κολυμπούσα κάτω απ’ τη θάλασσα, ξεμακραίνοντας από κείνο το περιγιάλι, που τόβαλαν στόχο τους οι οχτροί, άκουγα τις φωνές και το ντουφεκίδι τους. Έβαλα τα δυνατά μου να ξεμακρύνω κι απ’ το καράβι.

Κολυμπούσα με κόπο κι όλο μεγάλωνα την απόσταση. Κι άξαφνα, βγάζοντας προσεχτικά το κεφάλι μου απ’ το νερό, για να γεμίσω αγέρα τα πνεμόνια μου, άκουσα τον κρότο.

Χίλια αστροπελέκια μαζεμένα δε θάκαναν τόσο σαματά.

— Έχε γειά, δοξασμένο μου καραβάκι, μουρμούρισα και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.

Βούτηξα πάλι και, με πεντέξι απλωτές, μάκρυνα στο πέλαγο, προς τον κάβο. Το φυτίλι μου είχε κάμει ανάσταση, μέσα στα μεσάνυχτα. Ένα πυροτέχνημα γίνηκε το πλοίο. Βγήκα σ’ ένα βράχο και κάθισα να το δω να πεθαίνει. Είχε ανοίξει στα δυο και το κάθε κομμάτι βούλιαζε χωριστά. Ούτε στην κόλαση δε θα κάνουν έτσι οι δαιμόνοι, σαν τσουρουφλίζουνται μέσα στα καζάνια.

Κάνα δυο πέσανε στη θάλασσα, μα λογιάζω πως θα τους σκότωσαν τα κατάρτια που γέρνανε, τυλιγμένα στις φλόγες. Η φωτιά αντιλάμπιζε ένα μίλι ολόγυρα, σα μια νέα ανατολή.

Κατακαημένη μου Κρήτη, δεν έχουν τ’ Άρκάδια σου τελειωμό, συλλογίστηκα και με πήραν τα δάκρυα. Πήρα κι εγώ τ’ ανηφόρι, με την καρδιά μου βαριά. Όλη τη νύχτα σκαρφάλωνα και κατά το χάραμα έφτασα στην κορφούλα. Τα χέρια μου είχαν ματώσει, τα ρούχα μου κρέμονταν κουρέλια. Μα ο αγέρας, που μοσκοβόλαγε λευτεριά και θυμάρι, μου φτέρωνε την ψυχή και το νου.

Την άλλη μέρα, κατά το μεσημέρι, βρήκα το τσούρμο μου στο λημέρι του καπετάν Αναγνώστη.

Δεύτερη Ανάσταση έγινε όταν μ’ είδαν. Με είχανε, βλέπεις, για χαμένο.

Είχαν αντικρύσει από ψηλά τ’ ολοκαύτωμα και γιορτάζανε το χαμό των οχτρών, μα θρηνούσανε και το δοξασμένο καράβι.

Τα γυναικόπαιδα πήραν αμέσως να το μοιρολογούν, με σπαραχτικές μαντινάδες, που έβαζαν μεσ’ στον ένα καημό, το μεγάλο, και τη δική τους την πίκρα. Λέγανε πια πως τελειώσανε των παιδιών τους τα βάσανα, πως θ’ αράζανε στ’ ακρογιάλια της φτωχομάνας, που θα τους περίθαλπε απ’ τη στέρησή της.

Ο καπετάν Αναγνώστης τις αποπήρε.

— Δεν πρέπουνε μοιρολόγια σε Κρητικές που οι άντρες τους πολεμούν για την λευτεριά και την Ένωση. Ο καπετάν Σήφης νάναι καλά και θα φέρει άλλο κουρσάρικο να σας πάρει.

Κι αλήθεια, σ’ ένα δυο μήνες άραξε η «Ένωση» και με πήρε μαζί με τα γυναικόπαιδα και τους λαβωμένους.

Το μπαϊράκι στην Κρήτη ανέμιζε πάντα ψηλά, κι εγώ έκαμα κι άλλα ταξίδια, στα νοτικά περιγιάλια της Κρήτης. Κι όταν την είδαμε λεύτερη κι ενωμένη με την Ελλάδα, μαζεύτηκα πια στη γωνιά μου και σκάρωσα γιούς κι εγγονάκια. Σκάρωσα και τούτο εδώ το μικρό καραβάκι, ολόφτυστο σαν την «Κρήτη» μου και το καμαρώνω, θυμάμενος τα παλιά.

Γέλασε τώρα τ’ αγόρι κι αγκάλιασε τον παππού του.

— Σκάρωσες κι έναν άλλο καπετάν Σήφη, του είπε, που θα γίνει, σαν μεγαλώσει, δελφίνι, όπως ο παππούς του.

— Ο Μεγαλοδύναμος, να μου τ’ αξιώσει, αντράκι μου, είπε ο γέρο παππούς, σηκώνοντας, στα γερά του ακόμα μπράτσα, τον εγγονό του. Η Κρήτη μας, κι ας λευτερώθηκε, κι ας ενώθηκε με τη μάνα της, χρειάζεται νάχει λεβέντες, για να την κρατούνε πάντα ψηλά, στην κορφή του κόσμου.

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: