Το διήγημα της Πέμπτης: «Τα μάτια της μαχήτριας» του Τάκη Αδάμου

“… τα μάτια, σύντροφέ μου!… Και τούτα δω στην πόλη σου, κι εκείνα εκεί το Δεκέμβρη στην Αθήνα, κι άλλα, χιλιάδες τέτοια μάτια, που μοιάζουνε με τ’ άστρα. Σβήνουν, μα η φεγγοβολή τους σκίζει αδιάκοπα τη νύχτα, που μας ζώνει!..”

Το διήγημα της Πέμπτης: «Τα μάτια της μαχήτριας» του Τάκη Αδάμου

Δημοσιογράφος, εκπαιδευτικός, σπουδαίος λογοτέχνης και πολιτικός, ο Τάκης (Δημήτρης) Αδάμος γεννήθηκε στην Πυρσόγιαννη Ιωαννίνων, από εργατική οικογένεια, στις 20 του Οκτώβρη 1914 και έφυγε από τη ζωή στις 24 του Δεκέμβρη 1991.

Φοίτησε στο διδασκαλείο και το 1935 έγινε μέλος του ΚΚΕ. Το 1938 αναπτύσσει κομματική δραστηριότητα σε μια από τις δύο παράνομες κομματικές οργανώσεις στο στρατό, που δεν μπόρεσε να εξαρθρώσει η μεταξική δικτατορία. Πολέμησε στο Αλβανικό Μέτωπο και μετά τη συνθηκολόγηση, μαζί με άλλους συντρόφους του, πρωτοστατεί στη δημιουργία του Πατριωτικού Μετώπου στα Γιάννενα, πριν ακόμα από την ίδρυση του ΕΑΜ.

Πολέμησε ως αντάρτης στον ΕΛΑΣ, δημοσιογραφώντας ταυτόχρονα στη «Φωνή της Ηπείρου» (όργανο του ΚΚΕ) και στον «Αγωνιστή» (όργανο του ΕΑΜ).

Το 1946, εξορίζεται στην Ικαρία. Οργανώνει απόδραση, μαζί με άλλα στελέχη και πολεμά στο Δημοκρατικό Στρατό, με το βαθμό του ταγματάρχη. Τραυματίζεται επτά φορές!

Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, περνά στις σοσιαλιστικές χώρες. Το 1954, γίνεται υπεύθυνος του θεωρητικού περιοδικού του ΚΚΕ «Νέος Κόσμος». Από το 1960 μέχρι το 1969, δουλεύει στη «Φωνή της Αλήθειας».

Το 1970, πηγαίνει στο Λονδίνο και αναλαμβάνει τη διεύθυνση της εφημερίδας «Ελεύθερη Ελλάδα».

Μετά το 1974, επανέρχεται στην Ελλάδα και αναλαμβάνει την αρχισυνταξία του «Ριζοσπάστη». Από το 1969 μέχρι το 1974, χρημάτισε μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ. Υπήρξε δυο φορές ευρωβουλευτής του ΚΚΕ.

Εμφανίστηκε στα ελληνικά Γράμματα το 1957, με τη συλλογή διηγημάτων «Απλοί άνθρωποι». Το 1966, κυκλοφόρησε ο δεύτερος τόμος διηγημάτων του «Δρόμοι της ζωής». Το 1976, κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων «Ιστορίες της Αντίστασης». Από το 1977 μέχρι το 1979, κυκλοφόρησε η δίτομη μελέτη του «Η λογοτεχνική κληρονομιά μας. (Από μια άλλη σκοπιά)». Ασχολήθηκε ακόμη με δοκίμια και συλλογές λαϊκών τραγουδιών και πεζογραφημάτων, αφιερωμένων στην Εθνική Αντίσταση.

Υπήρξε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

«Ακριβώς το ξεπέρασμα της παθητικής στάσης, ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσιμες, είναι το θέμα πολλών διηγημάτων του Τ. Αδάμου» επισημαίνει η φιλόλογος Άννα Ιωαννάτου στον Ριζοσπάστη (Κυριακή 2 Φλεβάρη 1997) και συνεχίζει:

«Το άτομο που βρίσκεται μπροστά σε μια οδυνηρή επιλογή, την οποία επιβάλλουν απάνθρωπα δύσκολες συνθήκες: ή θα μείνει παθητικός θεατής της αιμορραγίας, της καταπάτησης της χώρας του, ή θα αποφασίσει να πάρει μέρος σ’ έναν αγώνα με κίνδυνο να χάσει τη ζωή του. Να βρει φρικτό τέλος με βασανιστήρια. Να μην ξαναδεί τα αγαπημένα πρόσωπα. Να αντιμετωπίσει επιπτώσεις, που είναι πάνω από το ανθρώπινο να τα αντέξει κανείς.

Βλέπουμε ήρωες και ηρωίδες, από τα απλά στρώματα του λαού, να φτάνουν στο ύψιστο ηθικό μέγεθος. Η υπέροχη εργάτρια Αγγέλα από το διήγημα “Τα μάτια της μαχήτριας”,που γεύτηκε όλη τη “γλύκα” του αφεντικού και σκοτώνεται με τ’ όπλο στο χέρι, πριν προλάβει να ζήσει, και περνάει από το μισοσκόταδο της ασήμαντης ζωής στο λαμπερό προσκήνιο της ιστορίας: (…) Απ’ τα μάτια της ξεχύνεται όλη η φλόγα της αδούλωτης ψυχής της εργατιάς”. Η Αγγέλα μπορεί να σκοτώθηκε και να την πέταξαν ολόγυμνη στην αγορά της γειτονικής πόλης, αλλά “… τα μάτια, σύντροφέ μου!… Και τούτα δω στην πόλη σου, κι εκείνα εκεί το Δεκέμβρη στην Αθήνα, κι άλλα, χιλιάδες τέτοια μάτια, που μοιάζουνε με τ’ άστρα. Σβήνουν, μα η φεγγοβολή τους σκίζει αδιάκοπα τη νύχτα, που μας ζώνει!..”».

Τάκης Αδάμος

Ακολουθεί απόσπασμα από την έκδοση «Απλοί άνθρωποι» (Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, Βουκουρέστι 1957).

Κεντρική εικόνα: Μαχήτρια του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (Πηγή φωτογραφίας: Επιμορφωτικό Κέντρο «Χαρίλαος Φλωράκης»)

Τα μάτια της μαχήτριας
του Τάκη Αδάμου

Έλεγε να πάει να τήνε βρει, μα όλο και τ’ ανάβαλλε γι’ αργότερα. Η μάχη μάνιαζε ακόμα και δεν τόβρισκε σωστό να λείψει απ’ τη θέση του.

Ένα μερόνυχτο τώρα πολεμούσανε σκληρά. Δρόμο το δρόμο, στενό το στενό, σπίτι το σπίτι ξηλώνανε τον εχτρό και τραβούσανε για το κέντρο της Νάουσας. Τόχανε απόφαση: Είτε θα τήνε παίρνανε τούτη τη φορά τη Νάουσα, είτε… Είτε δεν γινότανε κι αλλιώς…

Δεκαεφτά ώρες κολλήσανε σε κείνο το καταραμένο το νοσοκομείο. Βέβαια, δεν ήτανε και τόσο εύκολο το πάρσιμο. Ταμπουρώθηκε κει μέσα μια διλοχία του εχτρού κι έριχνε με το σωρό. Υστερα ήτανε κι ο τοίχος. Ενας τοίχος από μπετό – όλο τσιμέντο και σίδερο, κάστρο σωστό. Χτυπάγανε τα πάντζερ από τα τριάντα, από τα είκοσι, πολλές φορές κι από τα δεκαπέντε μέτρα, και μόνο που ξεφλουδίζανε το σουβά, όξω-όξω.

Το βραδάκι όμως όλα τέλεψαν. Κάτι μικρο-αντιστάσεις στην κορφή της Νάουσας, ξεμπέρδεψαν κι αυτές σε λίγο.

Σηκώθηκε τότες κι ο Επίτροπος από τη θέση του. Εφερε γύρα τη διάταξη, κοίταξε προσεχτικά τον τόπο πούχανε πιάσει για την άμυνα, φρόντισε να φύγουνε κι οι τελευταίοι τραυματίες για το σταθμό επίδεσης κι αφού σιγουρεύτηκε πως όλα ήτανε στη θέση τους, ξεκίνησε. Ηξερε πάνω κάτω πού θα μπορούσε να τήνε βρει.

– Άτυχη κοπέλα! συλλογίστηκε, καθώς δρασκελούσε κάτι κανόνια του εχτρού, τιναγμένα μεσοστρατίς.

Κι ήταν, αλήθεια, άτυχη.

Το κάθε χτύπημα της Νάουσας, εκείνη θα το πλέρωνε ξέχωρα και πάντα ακριβά. Την πρώτη φορά, μπήκανε οι μαυροσκούφηδες στο σπίτι της και ξαπλώσανε τον αδερφό της στο κατώφλι. Ορφάνεψαν πέντε μικρά κι απόμειναν στους δρόμους απροστάτευτα. Την άλλη, οι χαφιέδες της ασφάλειας αρπάξανε το γαμπρό και τόνε μπάρκαραν για τα ξερονήσια, κι από τότε μήτε φωνή μήτε ακρόαση. Τώρα ήρθε η σειρά της αδερφής. Η Αγγέλα τήνε βρήκε να ψυχομαχάει με τρεις σφαίρες στην κοιλιά κι ούτε που πρόλαβε να καλέσει το γιατρό. Ξεψύχησε στην αγκαλιά της με το πικρό παράπονο που δεν έριξε και κείνη ένα βόλι στον εχτρό.

Σφάλιξε αδάκρυτη τα μάτια της νεκρής, ζώστηκε ξανά τ’ αυτόματο και τράβηξε αμίλητη στη μάχη. Μόνο που τούτη τη φορά έσφιγγε πιο νευρικά τα χείλι της κι έριχνε με πιότερη μανία στον εχτρό.

Τέτοια ήταν αυτή κι άμα δεν την ήξερες θα την έπαιρνες για άνθρωπο χωρίς αισθήματα. Στην αρχή κι ο Επίτροπος ξαφνιαζότανε. Την έβλεπε να κλείνεται στο καβούκι της και δε μπορούσε να το ξεδιαλύνει αν τόκανε τούτο από περηφάνια, για από περίσσια ανθρωπιά. Υστερα, δεν είναι κι εύκολο να μαντέψεις τι κρύβει μέσα του ο καθένας. Ο πόνος όμως είναι πόνος κι ο επίτροπος αναρωτιότανε, πόσο μπορεί ν’ αντέξει ο άνθρωπος σε τέτοια απανωτά χτυπήματα.

– Λίγη κουβέντα, δίχως άλλο θα την ξαλάφρωνε! μουρμούρισε και τάχυνε το βήμα του. Ντρεπότανε να μολογήσει, ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό, πως δεν ήτανε μόνο το καθήκον που τον έσπρωχνε να τήνε βρει.

Σα γυναίκα, βέβαια, η Αγγέλα δεν ήταν από κείνους τους τύπους τους φανταχτερούς, που θαμπώνανε το μάτι με την ομορφιά και τη θηλυκάδα τους. Αυτή ήταν απλή και ταπεινή, ίδια με τις χιλιάδες άλλες κοπελίτσες που παράστεκαν τα παλικάρια στους δύσκολους αυτούς καιρούς, άξιες συντρόφισσες σε όλα τους. Το μελαψό της πρόσωπο, το κοντούλικο και γιομάτο ανάστημα κι οι χοντροπλεξούδες γύρω στο κεφάλι, δεν είναι πράματα που σκανταλίζουνε το μάτι. Υστερα, την αδικούσανε πολύ και τ’ αντρίκια ρούχα, που φόραγε και το χρώμα το χακί που της έφερνε την όψη μαυροκίτρινη.

Ο Επίτροπος όμως την ξεχώρισε μόλις πάτησε στο τμήμα του. Στην αρχή του φάνταξε γνώριμη. Μοιάζουνε, βλέπεις, καμιά φορά οι άνθρωποι στα σουσούμια τους. Μπορεί πάλε και να μη μοιάζουνε. Μα εμάς, μας συμφέρει να τους βρίσκουμε ομοιότητες, καθώς μας αρέσει να πιλατεύουμε παλιές πληγές που δε θέλουμε να κλείσουν. Κι ο Επίτροπος τη μάτωνε αδιάκοπα κείνη τη βαθιά πληγή που τούκαιγε τα σωθικά.

…Ητανε δυο μάτια μαύρα, κείθε πέρα κατά τον Πειραιά! Δυο μάτια γιομάτα γλύκα και τρυφεράδα, που χάθηκαν στη φουρτούνα του Δεκέμβρη… Σβήσανε, τότες, μέσα στα χέρια του, καθώς πάσχιζε να κλείσει τον αιμάτινο κρουνό π’ άνοιξε κατάστηθα το καταραμένο το εγγλέζικο το βόλι…

Ζούσε χρόνια με τη σκέψη τους. Κι όταν τόνε πείραζαν για την κατάντια του – να γίνει τούτος ο χωρατατζής, άνθρωπος μονόχνωτος – ο Επίτροπος απαντούσε με κάποιο κόμπο στη φωνή:

– Είναι, βλέπεις, τα μάτια, αδερφέ μου!

Τα μάτια που μοιάζουνε, που λες, με τ’ άστρα!

Κάπου τόχε διαβασμένο αυτό, για κάτι άστρα μακρινά που σβήσανε δω και χιλιάδες χρόνια κι ωστόσο η φεγγοβολή τους ξακολουθάει νάρχεται ως τα σήμερα…

Οταν πρωτόειδε την Αγγέλα μέσα στο τμήμα του, αναστατώθηκε. Εμεινε και τήνε κοίταζε βουβός, σα παραλοϊσμένος.

– Τα μάτια της, αδερφέ μου, μουρμούρισε. Αυτά είναι τα μάτια της Μαρίκας μου! Και τρύπωσε βιαστικά στο καλύβι του, να κρύψει τη συγκίνηση που τον άδραξε.

Τότες ήτανε κι η πρώτη φορά στην αντάρτικη ζωή του, που πάτησε το συνήθειο του. Την Αγγέλα, δεν τήνε κάλεσε να καθήσει στη λιακάδα δίπλα του και να πιάσουνε γνωριμία, όπως τόκανε με κάθε νιοφερμένο. Κιότεψε πως δε θάβρει το κουράγιο να σταθεί στ’ ανάστημα του πολεμιστή Πολιτικού Επίτροπου. Αφησε το χρόνο και την περίσταση να τόνε βγάλουν από την κακοτοπιά.

Κι αυτό δεν άργησε ναρθεί.

Ητανε μια μάχη ολοήμερη, σκληρή και φονική. Στο ύψωμα, που φύλαγε τις πλάτες τους από τον εχτρό, απόμεινε η Αγγέλα ολομόναχη με τρεις νεκρούς συντρόφους δίπλα της και τον ομαδάρχη να χαροπαλέβει. Κι αυτή πολέμησε για όλους ως το σούρουπο. Την είχανε ξεγραμμένη πια απ’ τη ζωή, όταν τους αντάμωσε τα μεσάνυχτα, με το μπρεν κρεμασμένο στο λαιμό, και τον τραυματία ομαδάρχη στην πλάτη της.

Πήγε και στάθηκε παράμερα στη φωτιά, αθόρυβη, σαν τον ίσκιο.

Αυτός τότε σηκώθηκε και την κοίταξε – τήνε κοίταξε μόνο μια στιγμή κι ύστερα δίχως να κρύβει τη συγκίνηση πήγε την αγκάλιασε και τήνε φίλησε δακρυσμένος στα μαλλιά.

Από τότε την ξεχώρισαν και την πρόσεξαν όλοι στο τμήμα της. Και δεν ήταν μονάχα στη μάχη παλικάρι. Τις νύχτες, τις ώρες της ανάπαυλας, τις πιο πολλές φορές αυτή θα ξαγρυπνούσε. Πεινασμένη και κατάκοπη, με τα μάτια φλογισμένα απ’ την κούραση και την αγρύπνια, δεν ησύχαζε. Πότε θάκοβε κάποιο δέρμα και θα σκάρωνε τσαρούχια για τους ξυπόλητους, πότε θα φρόντιζε τους πληγωμένους, πότε θάπλενε και θα μπάλωνε στη φωτιά τα ρούχα της ομάδας της. Ετσι την αγάπησε το τμήμα της ολάκερο. Ξέρανε πια καλά πως έκρυβε στον κόρφο της μια ζεστή καρδιά που κυλούσε μέσα της αψύ και καφτερό το αίμα της εργάτριας.

***

Τήνε βρήκε λίγο πιο πάνω απ’ τη φάμπρικα που τινάχτηκε το πρωί, δίπλα στον όχτο της Αραπίτσας, εκεί κοντά στο γιοφύρι στα Μπατάνια.

Εστεκε στο σύθαμπο ακίνητη πάνω στ’ ανάχωμα και φάνταζε σα δωρική κολόνα. Στόνα της χέρι κράταγε το δίκοχο, έσφιγγε με τ’ άλλο το στάγιερ στην αγκαλιά κι αγνάντευε βουβή το εργοστάσιο του Λαναρά να λαμπαδιάζει στην κορφή της Νάουσας. Το γεναριάτικο βοριαδάκι που κατέβαινε κυματιστό από το Βέρμιο, ανέμιζε τα κατάμαυρα μαλλιά, τα ξεχυμένα σαν τη χαίτη στις πλάτες της. Είχε μιαν όψη σκληρή κι αγέρωχη. Καθώς οι φλόγες αντιφέγγιζαν απάνω της, τα μάτια της άστραφταν σαν ατσάλι.

Καρφώθηκε και τήνε κοίταζε. Ητανε τόσο μεγαλόπρεπο αυτό π’ αντίκριζαν τα μάτια του…

– Αγγέλα! είπε σιγανά.

Δεν φάνηκε να τον άκουσε στην αρχή.

– Αγγέλα! ξαναφώναξε.

Γύρισε και τον είδε αγέλαστη. Τέντωσε νευρικά το χέρι της κατά τις φλόγες και ξέσπασε με μια βαθιά υγρή φωνή, που τρεμούλιαζε απ’ την οργή:

– Το βλέπεις; Καίγεται! Τόκαψε ο πόνος και το δάκρυ μας!

Εμεινε πλάι της ακίνητος ίσαμε πούπεσε ο καπνός κι η φωτιά τύλιξε στα πύρινα μπράτσα της, το σκοτεινό όγκο του εργοστάσιου.

Σιγά σιγά η όψη της μαλάκωνε, πήρε να γλυκαίνει, να γίνεται τρυφερή, παιδιάστικη. Γύρισε τώρα και τον είδε ντροπαλά.

– Πάμε; της πρότεινε.

Δεν έφερε αντίρρηση.

Της χούφτωσε το χέρι, η απαλάμη της φλόγιζε και τα δάχτυλα σπαρτάρισαν για λίγο νευρικά καθώς τα τύλιξε στη γερή αντρίκια χερούκλα του. Ωστόσο, αφέθηκε μ’ εμπιστοσύνη να την οδηγήσει όπου ήθελε.

Πήραν αργά – αργά κι αμίλητοι τον όχτο της Αραπίτσας. Στρίψαν ύστερα δεξιά και μπήκαν στα βουβά κι έρημα στενά σοκάκια της Νάουσας. Παντού φτωχόσπιτα ολόγυρα. Εργατικά σπιτάκια, που φάνταζαν πιο ταπεινά στη σκοτεινιά της νύχτας. Περιπλανήθηκαν ώρα πολλή. Κι όταν ξαναβγήκαν στο ποτάμι, κοντά στις θέσεις που κράταγε το τμήμα τους, εκείνη ένιωθε την καρδιά της αλαφρωμένη. Κάθησαν στ’ απάνεμο και βάλθηκαν να κοιτάζουν τα νερά π’ αφρίζανε παιχνιδιάρικα στη γεναριάτικη αστροφεγγιά.

Και τότε, στην ακύμαντη γαλήνη της βραδιάς, που ξεμάκραινε τις τωρινές στιγμές – τον πόλεμο που μάνιαζε πριν λίγο, τους αντάρτες που ξαγρύπναγαν στις θέσεις τους, τον εχτρό που τοιμαζότανε να τους ριχτεί – άστραψε ο πόθος της ζωής, τινάχτηκε φωτεινό το αύριο, που κάποτε θα ξημέρωνε.

Σφίχθηκε πιο πολύ στο πλάι του κι άφησε λεύτερα να ξεχειλίσει η καρδιά της. Ητανε το ξέσπασμα, που καιρό τώρα πρόσμενε ο Επίτροπος ναρθεί. Η στιγμή, που τόσο λαχτάρησε κι ο ίδιος και που, τόσες φορές ως τα τώρα, τούλειψε το κουράγιο να τήνε χαρεί. Κι άκουσε τότες απ’ το στόμα της την απλή ιστορία της ζωής της.

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: