Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο φταίστης» του Δημοσθένη Βουτυρά

Θυμήθηκε πως μικρός μιλούσε στο ρέμα, μιλούσε στα βατράχια και φανταζότανε ότι του απαντούσαν αυτά. Είχε κει φίλους, που με το νου του έκανε να υπάρχουν και τους φώναζε, τους φύλαγε να τους δώσει πολλά πράγματα ασήμαντα, τώρα, που εύρισκε στο δρόμο, σημαντικά τότε όμως.

Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο φταίστης» του Δημοσθένη Βουτυρά

Διηγηματογράφος, από τους πρωτοπόρους του ρεαλιστικού διηγήματος στην Ελλάδα, ο  Δημοσθένης Βουτυράς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1872 και έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα, στις 27 του Μάρτη 1958. Το 1875 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι και αργότερα στον Πειραιά, όπου ο πατέρας του που καταγόταν από την Κέα, διορίστηκε συμβολαιογράφος.

Το έργο και οι ημέρες των νεανικών του χρόνων έχουν περάσει στα διηγήματά του, τα οποία ήταν σχεδόν πάντοτε, εν μέρει, αυτοβιογραφικά. Σπούδασε πλοίαρχος, ασχολήθηκε με την ξιφασκία και – καλλίφωνος όπως ήταν – σπούδασε τενόρος. Η επιληψία, όμως, τον απομακρύνει από τη μουσική και τη σταδιοδρομία τενόρου. Όπως έγραψε ο ίδιος, «σαν κάποιο χέρι ή κλοτσιά, τον έσπρωξε και τον έριξε στη λογοτεχνία».

Οι ανθρώπινοι χαρακτήρες που ψυχογραφούνται στα διηγήματά του ή τις νουβέλες του Βουτυρά είναι εργάτες, βιοτέχνες, άνεργοι, θαμώνες λαϊκών καπηλειών, μικροαστοί. Ο Βουτυράς είναι ο πρώτος που επιχειρεί να αλλάξει τη νεοελληνική ηθογραφία, καθώς στρέφει το ενδιαφέρον του προς τις κοινωνικές ομάδες που συγκροτήθηκαν στις δεκαετίες 1900 και 1910 και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Έγραψε περισσότερα από 400 διηγήματα. Τα σημαντικότερα είναι: «Λαγκάς», «Παπάς ειδωλολάτρης», «Οι αλανιάρηδες», «Θρήνος των βοδιών», «Στους άγνωστους θεούς», «Κάλπικοι πολιτισμοί», «Νύχτες μαγείας», «Τρικυμίες» κ.ά.

Ο φταίστης
του Δημοσθένη Βουτυρά

Η μια κοντά στην άλλη οι κατσίκες πλησιάσανε στον γκρεμό που κάτω ήτανε το ρέμα, και αρχίσανε να κατεβαίνουν από ένα κατηφορικό δρομίσκο. Ο τράγος, άσπρος με μακρύ γένι, πριν κατεβεί, στάθηκε για λίγο πάνω στον γκρεμνό, στην άκρη του, σε μια μεριά που η γη ήτανε σχισμένη βαθιά, βαθιά απ’ τα ρεύματα της βροχής και που μέσα, στα πλάγια της, κρεμόταν ένα μεγάλο καταπράσινο άγριο χορτάρι. Στο ρέμα κάτω, πέρα λίγο, μια γυναίκα έπλενε χτυπώντας τα ρούχα με έναν κόπανο. Είχε τα φουστάνια της σηκωμένα που άφηναν έτσι να φαίνονται τα μελαψά, αδύνατα πόδια της.Ο Σούρσουλας πέρασε πατώντας πάνω σε πέτρες στη γραμμή βαλμένες, απ’ την άλλη μεριά του ρέματος, που ήτανε χαμηλή και γεμάτη λιθάρια γλειμμένα απ’ το νερό και κάθησε κάτω, πάνω σε μια μεγάλη πέτρα. Ενας βάτραχος πήδησε απ’ εκεί κάπου και βυθίστηκε στο νερό.

Αλλος δεν βρισκόταν εκεί. Ο κρότος του κοπάνου ακουγότανε και κρωγμοί κοράκων, που γυρίζανε πάνω απ’ το λόφο τον γυμνό από δένδρα, τον καταφαγωμένο απ’ το λοστό και το μπαρούτι, σχισμένο, κοκκινωπό σα να φαινόντανε τα σπλάχνα του. Παλιό έρημο λατομείο.

Ερημο όλο γύρω το μέρος. Ογκοι χωμάτων κόκκινων υψώνονταν απ’ τη μια όχθη, αλλού κομμένοι απότομα και σχισμένοι στη μέση, αλλού πάλι γυρτοί και κατηφορίζοντας στο ρέμα. Παντού όμως κανένα φυτό, καμιά βλάστηση. Στο μεγάλο δρόμο πέρα, που φαινότανε ίσιος να προχωρεί για την πόλη, ενώ το άλλο μέρος του χανότανε πίσω απ’ το λόφο, σούστες, αμάξια, κάρα περνούσαν, άλλα γρήγορα και άλλα σιγά και με κόπο.

Τα νερά κυλούσανε, λίγο θολά, σιγά, σιγά σαν κουρασμένα απ’ το μεγάλο τους δρόμο. Πιο πέρα όμως κοντά στη γυναίκα, που έπλενε, ένα άλλο ρεύμα βγαίνοντας από μια τρύπα της γης σαν από πληγή της, και πέφτοντας βιαστικό στο ρέμα του ποταμού το ήσυχο, το έκανε και αυτό να τρέχει, εκεί, ορμητικό και με δύναμη.

Οι κατσίκες είχανε πιει νερό και γυρίζανε δω και κει ζητώντας χορτάρι. Μια προσπαθούσε μάταια να φτάσει το άγριο χορτάρι που βρισκότανε ψηλά και μέσα στη σχισμάδα.

Ενας μυκηθμός αγελάδας ακούσθηκε. Τρία βόδια ερχόντανε και τα τρία μαυριδερά με σκούρο το λαιμό, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο. Το πρώτο ήτανε γελάδα με φουσκωμένη την κοιλιά και με κέρατα και τον πατέρα του να κάθεται στον καφενέ του Μαδρά, κοντά στο γιοφύρι!…

Αφησε ο Σούρσουλας τις κατσίκες πάλι στο παιδί για να τις βοσκήσει, και να τις ποτίσει και έφυγε παίρνοντας το δρόμο του ρέματος.

Κατέβηκε απ’ τον κατηφορικό δρομίσκο και πέρασε το ρέμα πατώντας στις πέτρες που ήτανε στη γραμμή βαλμένες. Στο ρέμα δεν ήτανε κανείς. Χήνες πολλές λουζόντανε κοντά στο ρέμα, που έβγαινε απ’ την τρύπα της γης.

Στον καταγάλανο ουρανό πλήθος κοράκια γυρίζανε στολίζοντάς τον με μελανά σημάδια κινούμενα. Αλλοτε κατέβαιναν προς τον καταφαγωμένο βράχο, παλιό των καταφύγιο ίσως, και με θάρρος, γιατί ήτανε έρημος πια, τον πλησιάζανε, γυρίζανε από πάνω του, κοντά, κοντά, ο ένας πίσω απ’ τον άλλον, ενώ οι σκιές των κάτω φαινόντανε να προσπαθούνε να τους ακολουθούν, εδώ χανόμενες σα να βρίσκανε εμπόδια και προσπαθούσαν, χωρίς να φαίνονται, να τα πηδήσουν, εκεί ορμώντας πίσω με γρηγοράδα για να τα φθάσουν…

Είδε σύννεφα να φανούνε στον ουρανό. Σταμάτησε κει για λίγο. Η μοναξιά εκείνη τον έσερνε. Ο κρωγμός των κοράκων, που από ψηλά έπεφτε, ήτανε σα φωνή δόξης στην ησυχία, στην ερημιά!…

Και αυτή την ημέρα ο κρότος που ερχόταν άλλοτε απ’ το μεγάλο δρόμο δεν ακουγότανε. Αυτός ήτανε σχεδόν έρημος.

Και οι χήνες που λουζόντουσαν πάψανε το λούσιμο και φύγανε με υψωμένα κεφάλια και σιγά σιγά χαθήκανε πίσω από τις μισογκρεμισμένες μάνδρες.

Κοίταξε τους όγκους των κόκκινων χωμάτων με τις βαθιές σχισμάδες και του φανήκανε να τον κοιτάζουνε και αυτοί σκυθρωποί.

Θυμήθηκε πως μικρός μιλούσε στο ρέμα, μιλούσε στα βατράχια και φανταζότανε ότι του απαντούσαν αυτά. Είχε κει φίλους, που με το νου του έκανε να υπάρχουν και τους φώναζε, τους φύλαγε να τους δώσει πολλά πράγματα ασήμαντα, τώρα, που εύρισκε στο δρόμο, σημαντικά τότε όμως. Είχε και ονόματα δώσει σ’ αυτούς τους φανταστικούς φίλους. Ενας πάντα έμπαινε και χανότανε στη σχισμάδα που ήτανε το πλατύφυλλο χορτάρι. Εκεί ήτανε το σπίτι του…

Ο Σούρσουλας αναστέναξε. Μα μπορούσε να έχει πραγματικούς φίλους που όλοι τον βρίζανε;… Αλλά και τι ωραία περνούσε με τους φανταστικούς του φίλους. Τον στενοχωρούσανε, είναι η αλήθεια, κάποτε και τον έκαναν να δακρύζει! Και το νερό έτρεχε τότε όπως και τώρα ήσυχο, ήσυχο, κυλούσε μέσα στα πετράδια…

Ο Σούρσουλας προχώρησε. Απ’ τις μισογκρεμισμένες μάνδρες βγήκανε δυο άνδρες σύροντας με κόπο μια αγελάδα γκαστρωμένη, που δεν ήθελε να προχωρήσει. Τους γνώρισε. Ηταν ο γερο – σφάχτης, ο Γλούζος με την αγελάδα, που γύριζε δω και κει κάποτε. Θα την πήγαινε τώρα να την σφάξει.

Ο γερο – σφάχτης την χτυπούσε από πίσω. Αυτό όμως έπεσε χάμω στη γη, ξαπλώθηκε.

Ο Σούρσουλας πλησίασε ακόμα λίγο. Ο γερο – Γλούζος τον κοίταξε, καθώς έσκυβε να αρπάξει τη γελάδα απ’ την ουρά, και του είπε.

— Γεια σου Γιώργο!…

Ποτέ άλλοτε δεν του μιλούσε!…

Η αγελάδα δεν εννοούσε να σηκωθεί και έμεινε κάτω πλαγιασμένη. Ο Σούρσουλας την λυπήθηκε και μαζί σκέφθηκε.

— Και τι περιμένει που πέφτει κάτω;… Ποιος θα τη βοηθήσει!…

Θυμήθηκε που είδε μικρός κάποιον που τον σέρνανε να τον πάνε στη φυλακή και αυτός μη θέλοντας να πάει ξαπλώθηκε κάτω στη γη. Τον πήγανε όμως έπειτα σηκωτό, στα χέρια!

Ο γερο – Γλούζος είχε αρχίσει τις κλοτσιές στη γελάδα και έτσι κατόρθωσε, τραβώντας την και απ’ την ουρά, να την κάνει να σηκωθεί. Και πάλι αρχίσανε να προχωρούνε.

Ο Σούρσουλας αισθανότανε υπερηφάνεια για το χαιρετισμό του γερο – Γλούζου. Γύρισε πάλι σε λίγο να τον δει που πήγαινε χωρίς να χτυπά τη γελάδα, γιατί αυτή πήγαινε ήσυχη τώρα χτυπώντας τα πλευρά της με την ουρά της τη μακριά. Καθώς όμως εκοίταξε πάλι εμπρός του είδε μια γυναίκα να φανεί και να έρχεται προς τα εκεί με μικρό, μικρό και γρήγορο βήμα.

— Η μάνα μου δεν είναι αυτή; ρώτησε με ένα χτύπημα στο στήθος, στο νου.

Και ήτανε αυτή δίχως άλλο!… Φορούσε και ένα κόκκινο μικρό σαλάκι στους ώμους!…

Στου Λαδά θα πήγαινε πάλι!…

Στάθηκε για να πλησιάσει και η καρδιά του φαινότανε να θέλει να σπάσει στο στήθος του από το χτύπημα.

Αμα πλησίασε λίγο αυτή στάθηκε λέγοντας με ψεύτικο θυμό.

— Μωρέ, τι θέλεις εδώ;…

— Εγώ τι θέλω; της λέγει αυτός πηγαίνοντας κοντά της. Συ τι θέλεις;…

— Μπα, μπα!… Ακόμα σε κρατεί η χθεσινή σου μούρλα!… Αφησέ με, χριστιανέ μου, ήσυχη και δεν έχω όρεξη!…

Και καθώς έλεγε τα τελευταία λόγια κοίταξε πέρα προς τα καμίνια.

— Με κρατεί, ή δε με κρατεί, είπε αυτός κοιτάζοντας με θυμό το πουδραρισμένο πρόσωπό της, τα μάτια της μαυρισμένα, τα καστανά της μάτια, που είχαν μια φλόγα λάγνη, σε παρακαλώ να γυρίσεις πίσω!… Εκεί που πας, δε θα πας! Οχι…

— Τι λες; τι λες; έκανε δυνατά και με σουβλερή φωνή αυτή ζαρώνοντας το πρόσωπο: έπειτα πάλι,

— Αφησέ με, χριστιανέ μου, ήσυχη!… Και έκανε να κινηθεί. Αλλ’ αυτός μπήκε εμπρός. Αυτή στάθηκε.

— Θα φύγεις απ’ εδώ και δεν έχω όρεξη; του είπε αλλάζοντας τόνο.

— Σου είπα δε θα πας!… επέμενε αυτός σφίγγοντας τα δόντια.

— Καλέ στάσου απ’ εκεί!… Ορίστε! Και η μάνα του προχώρησε και τον έσπρωξε.

Αυτός έκανε λίγο πίσω και αυτή πέρασε.

— Μάνα, σου είπα, δε θα πας!… της είπε ακολουθώντας την.

— Βρε φεύγα και γενήκαμε ρεζίλι!… Ξεφορτώσου με!… Αλλος διάολος…

Και κινήθηκε πιο γρήγορα σιάζοντας το σαλάκι της.

— Σου είπα…

Δεν μπόρεσε να πει περισσότερα. Αισθάνθηκε να μην μπορεί να βγάλει μιλιά, να πνίγεται η λαλιά του και τότε με μια φωνή, πού ξέσπασε αυτό, άγρια όρμησε και την άρπαξε από το σάλι!… Αυτή φώναξε και του ξέφυγε αφήνοντάς του το σάλι στα χέρια του. Τα μαλλιά της χαλάσανε. Δυο άνθρωποι τρέχανε δρομαίοι για κει… Πετώντας αυτός το σάλι έσυρε το μαχαίρι του και την πρόφτασε!… Εβγαλε μια δυνατή φωνή, αυτή, άνοιξε τα μάτια της πολύ, πολύ και έπεσε, σωριάσθηκε με βρόντο κάτω!…

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: