Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο άνθρωπος κι η νύχτα» του Χάρη Σακελλαρίου

Ο λυτρωμός βρίσκεται στην ομορφιά της σκέψης! Κι η σκέψη είναι το πρόσκαιρο παιδί της αιώνιας ιδέας, που είναι μια κι αθάνατη. Ενώστε τις σκέψεις σας, αδέρφια, κι ομπρός, να γίνει μια σκέψη, που θα ’ναι η ίδια η ιδέα της Ομορφιάς, της Αιωνιότητας και της Αλήθειας!…

Το διήγημα της Πέμπτης: «Ο άνθρωπος κι η νύχτα» του Χάρη Σακελλαρίου

Ο αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, εκπαιδευτικός και πολυγραφότατος συγγραφέας Χάρης Σακελλαρίου γεννήθηκε το 1923 στο χωριό Θαυμακός του Δομοκού Φθιώτιδας και έφυγε από τη ζωή τον Φλεβάρη του 2007

Το 1942 τέλειωσε το Γυμνάσιο Λαμίας, όντας από το 1941 μέλος της ΟΚΝΕ και μέλος του ΕΑΜ Νέων. Το 1943 εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και στον Εφεδρικό ΕΛΑΣ της περιοχής του και τραυματίστηκε. Το 1944 έγινε γραμματέας του Τομέα της ΕΠΟΝ Καλλιθέας, στην ορεινή Δυτ. Φθιώτιδα και έπειτα βγήκε στην Ελεύθερη Ελλάδα, όπου σπούδασε στο Παιδαγωγικό Φροντιστήριο της ΠΕΕΑ (5/7-10/9/1944).

Στα βουνά της Ελεύθερης Ελλάδας συνεργάστηκε με τον μεγάλο παιδαγωγό Μιχάλη Παπαμαύρο για το Αναγνωστικό της ΠΕΕΑ των Ε΄ – ΣΤ΄ τάξεων, «Ελεύθερη Ελλάδα», όπου δημοσιεύτηκαν κείμενά του.  Τον Μιχ. Παπαμαύρο τον είχε καθηγητή, όπως και τον Κώστα Σωτηρίου, στο «Παιδαγωγικό Φροντιστήριο» της ΠΕΕΑ στο Καρπενήσι και μετά στο Τροβάτο Ευρυτανίας.

Χάρης Σακελλαρίου

Μετά την απελευθέρωση συνέχισε τις σπουδές του και από το 1951 έως το 1986 υπηρέτησε ως δάσκαλος, διευθυντής σχολείων, επιθεωρητής, σχολικός σύμβουλος Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, ειδικός συνεργάτης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και μέλος επιτροπών για τη σύνταξη των προγραμμάτων των γλωσσικών μαθημάτων και των αντίστοιχων βιβλίων «Η Γλώσσα μου».

Υπήρξε διευθυντής της ετήσιας έκδοσης «Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας», που κυκλοφορούσε από το 1986 έως το 2002 καθώς και του περιοδικού «Νεοελληνικός Λόγος».

Βραβεύθηκε από το ΥΠΕΠΘ, την Ακαδημία Αθηνών και λογοτεχνικούς φορείς. Το βιβλίο του για παιδιά «Το θυμωμένο ποτάμι», περιλήφθηκε στο διεθνή τιμητικό πίνακα της IBBY.

Έργα του: «Θυσία» (ποιήματα), «Βήματα πόνοι στην καμένη γη» (ποιήματα), «Η χώρα των Κιμμερίων» (ποιήματα) , «Το δέντρο πέθανε όρθιο» (πεζογραφήματα), «Ο αγρός του Κεραμέως» (πεζογραφήματα), «Ιστορία της Παιδικής Λογοτεχνίας», «Σημειολογία και Γλωσσολογία», «Σχολές και ρεύματα στη νεοελληνική λογοτεχνία», «Το παραμύθι χτες και σήμερα», «Τρία παιδιά χαμένα στο διάστημα», «Παραμύθια του γερο-Αβραάμ» κ.ά. Υπήρξε  συντάκτης λεξικών γλωσσικής παιδείας κι ανθολόγησε ποίηση και διηγήματα για παιδιά και νέους.

Ο άνθρωπος κι η νύχτα
του Χάρη Σακελλαρίου

Πάνω στο μισοΰπνι. Την ώρα που οι αμαδρυάδες βγαίνουν απ’ τις σκοτεινές κουφάλες των δέντρων και, πατώντας ανάλαφρα με τις γυμνές πατούσες τους πάνω στο παχύ χόρτο, γλιστρούν κατά τις νεροσυρμές, για να σμίξουν με τις νεράιδες των βαθύλαλων άντρων και τ’ άλλα τραγόμορφα πνεύματα του λόγγου, κάτι σάλεψε στο τζάμι του παραθυριού μου. Θα  μπορούσε ίσως και να μην το προσέξω και να συνεχίσω το γλυκό μου βύθισμα. Μα τα παραθυρόφυλλα άνοιξαν, σαν κάποιος να τάσπρωξε ελαφρά απ’ έξω. Και, σα να καραδοκούσε τη στιγμή, όρμησε σύγκαιρα μες στην κάμαρη μου η δυνατά μυρουδιά του θυμαριού και του σμύρτου της εξοχής.

Την ίδια στιγμή κάποιος ανάλαφρος ήχος έφτασε στ’ αυτιά μου. Μου φάνηκε σαν κάτι να σερνόταν πάνω στη χλόη, σα να χτυπούσαν αναμεταξύ τους οι κλώνοι απ’ τη γέρικη ελιά του κήπου μου, σαν κάποιος να περπατούσε έξω στο δρόμο. Έστησα αυτί κι ακουρμάστηκα, καρφώνοντας το βλέμμα μου, ανάμεσα στο σκοτεινό τελάρο του παραθυριού.

Ο θόρυβος σταμάτησε για λίγο κι άρχισε ξανά. Μα τώρα τον ξεχωρίζω καθαρά. Είναι βήματα αντρίκεια, βαριά και σταθερά, κάτω στο δρόμο. Τα νιώθω να πλησιάζουν όπως ένα μαύρο σύννεφο, φορτωμένο βροχή. Μπαίνουν στην αυλή του σπιτιού μου, φτάνουν κάτω απ’ το παράθυρό μου και σταματούν. Μου φαίνεται, πως ακούω κιόλας μιαν ανάσα ν’ αγγίζει απ’ έξω τον τοίχο του σπιτιού. Ανασηκώνομαι. Πηδώ κάτω απ’ το κρεβάτι και, πατώντας στα νύχια κι όχι δίχως κάποιο φόβο, φτάνω στο παράθυρο.

Δεν είχα κάνει λάθος. Κάποιος στεκόταν κάτω απ’ το παράθυρό μου. Δε βλέπω καλά το πρόσωπό του, μα αισθάνομαι το επίμονο βλέμμα του να με διαπερνά σαν καυτή βελόνα. Υποθέτω πως τα μαλλιά του είναι γκρίζα, σχεδόν άσπρα, και μακριά, ριγμένα προς τα πίσω σα χαίτη λιονταριού, σαν καταρράχτης από χιονόνερο. Όσο τον κοιτάζω, τόσο όλα ηρεμούν μέσα μου. Μπορώ ν’ ακούω το κύλημα του νερού πάνω στους βράχους της βαθιάς ρεματιάς, να βλέπω αντίκρυ μου ψηλά στην κορυφή του χάλκινου βουνού την αντιφεγγιά, που προμηνά την ανάδυση της Εκάτης. Όλα τούτη τη στιγμή είναι τόσο ωραία, τόσο γαλήνια.

– Οι ωραίοι είναι οι αθάνατοι, οι καλοί κι οι δυνατοί!… μου λέει με φωνή βαθιά, σα να ζητά ν’ απαντήσει στις σκέψεις μου.

Έπειτα στρίβει δεξιά και τραβά ολόισια μες απ’ τον κήπο κατά την ανατολή. Η ψηλή του, κυπαρισσένια κορμοστασιά μπλέκεται, μπερδεύεται με τα σκοτάδια, τα κάνει να σαλεύουν κυματιστά, να φέρνουν γύρω του, να τον χαϊδεύουν σαν κάτι το δικό τους. Σε λίγο δε θα ξεχωρίζω πια ποιος είν’ ο άνθρωπος και ποια είναι τα σκοτάδια.

Κι ενώ τον βλέπω να ξεμακραίνει κι η περιέργειά μου για την αναπάντεχη τούτην επίσκεψη όλο και μεγαλώνει, θαρρώ πως κάτι σκιές σαλεύουν πίσω του. Στην αρχή είπα μην είναι τα κλαδιά των θάμνων, που τα κούνησε το νυχτερινό μπουγάζι. Μα όχι. Οι σιλουέτες δεν κουνιούνται μονάχα, παρά και περπατούν ξοπίσω του και τον ακολουθούν σαν τις σκέψεις του. Πρώτα ήταν λίγες. Μα σε κάθε βήμα του, λες και τους ανασταίνει η γη, ξεπροβάλλουν απ’ ολούθε και τον παίρνουν το κατόπι, σαν σύννεφ’ από καπνό όταν ανάμεσά του διαβεί μεγάλο φτερωτό, ίσκιοι καινούργιοι κι όλο και πιο πολλοί.

Τώρα τους ξεχωρίζω καλύτερα. Μου φαίνεται πως άλλοι ανεβαίνουν από κάτω απ’ τον κάμπο, κρατώντας αξίνες στον ώμο και δικέλλες και δρεπάνια για το θερισμό, κι έχουν την όψη ίδια με το χώμα που σκάβουν. Άλλοι απ’ τη θάλασσα έρχονται, φορτωμένοι αρμύρα κι ιστορίες παράξενες και πικρές. Κι άλλοι απ’ τα βουνά και τα ρουμάνια, ίδιοι μ’ ελατόκλαρα που τα ’δειρε το ξεροβόρι. Κι από τη βρώμικη πάλη άλλοι, ίδιοι με τοίχους ξεφτισμένους και δρόμους χιλιοπατημένους…

Έχω για μια στιγμή την εντύπωση, πως ο άνθρωπος αυτός είν’ ένας μεγάλος νεκρός και πως ο θάνατός του είναι κάτι παραπάνω από συμφορά γι’ αυτούς, που τόσο πρόθυμα τον ακολουθούν. Και μαζί νιώθω και κάποια ντροπή και κάθομαι ασάλευτος και κοιτάζω την περίεργη τούτη πομπή. Κι αναρωτιέμαι ακόμα, πού τάχατες να τραβά όλο αυτό το πλήθος απ’ τους ανόμοιους ανθρώπους, πού να τους οδηγεί ο παράξενος νυχτερινός μου επισκέπτης. Μα πάλι λέω πως – δε μπορεί – κάτι το σπουδαίο θα γίνεται ή πρόκειται να γίνει, θαρρώ πως μ’ αγγίζει η μεγάλη στιγμή με χέρι καυτό και με σπρώχνει ολοένα και πιο δυνατά, μου θεριεύει την περιέργεια, με τραβά έξω απ’ το σπίτι, στο δρόμο τον ανηφορικό, που εκείνος με μεγάλα βήματ’ ανοίγει.

Ντύνομαι γρήγορα και πετιέμαι στο δρόμο, θέλω – δε θέλω, γίνομαι κι εγώ μια σκιά μες στις μυριάδες σκιές που ανηφορίζουν, ένας πεζοπόρος χωρίς θέληση και σκοπό, δεμένος πίσω απ’ την άστατη περιέργεια, που με σέρνει πίσω απ’ το μεγάλο άγνωστο. Τώρα αισθάνομαι πιο δυνατή τη μυρουδιά του θυμαριού και του χλωρού πατημένου χόρτου. Μου φαίνεται πως ανάμεσ’ απ’ τους ίσκιους που ανηφορίζουν μαζί μου ξεχωρίζω κάποια πρόσωπα ξαναμμένα, κάποια μάτια που φλέγονται απ’ αναμονή, κάποιες ανάσες μου καίνε το μάγουλο, γρήγορες, λαχανιασμένες.

Πού είμαστε; Πού πάμε; Δεν είν’ αυτή η λαγαρή Κασταλλία, που πλαταγίζει ανάμεσα στη σταχτιά χαράδρα, καθώς αναδύονται ολόγυμνες μες απ’ τα κρυστάλλινα νερά της οι αέρινες νύμφες της ρεματιάς; Δεν είν’ αυτός ο δρόμος ο λιθόστρωτος, που οι κόχες απ’ τις πέτρες του γυαλίζουν στου φεγγαριού τη λάμψη, τριμμένες από τις μυριάδες τα πέλματα, τους κοθόρνους και τα σαντάλια που πέρασαν επάνω τους, γεμάτα σκόνη κι ανατριχίλα, και που φέρνει ψηλά στο ιερό του μεγάλου Φοίβου;

Τ’ ανθρώπινο κοπάδι σταμάτησε απότομα. Οι ζεστές ανάσες διασταυρώνονται γεμάτες ερωτηματικά. Ύστερα αδυνατίζουν και κρατιούνται. Και μόνο τα βλέμματα, οι μυριάδες τα βλέμματα, πετούν σαν ανήσυχα πουλιά πάνω απ’ τα κεφάλια, πάνω απ’ τον τόπο τούτο, που έγινε πάλι ήσυχος όπως και πριν. Κάτι περιμένουν όλοι. Κάτι σαν επιβεβαίωση του θανάτου τους ή σαν μήνυμα αναστάσιμο. Οι όψεις οι σταχτιές τεντώνονται, ένας σπασμός αγωνίας τις τσακίζει στα δυο. Η αγωνία έρχεται και δίπλα μου και με τυλίγει. Έχω γίνει κι εγώ ένα σώμα μ’ αυτό το πλήθος τ’ απροσδιόριστο, που περιμένει.

Και ξαφνικά οι ίσκιοι σάλεψαν, οι φτερούγες του αέρα δονήθηκαν, η γη κάτω απ’ τα πόδια μου ταράχτηκε. Ο άνθρωπος που πέρασε κάτω απ’ το παράθυρό μου ανέβηκε πάνω σε μια λευκή, σπασμένη, πανάρχαια κολόνα. Το κορμί του τεντώθηκε γιγάντειο πάνω απ’ τα πλήθη, άνοιξε τα χέρια, σα να ’θελε να μας αγκαλιάσει όλους. Ένα ρίγος μάς διαπερνά το κορμί. Σταματά κάθε ανασασμός. Η μεγάλη στιγμή έφτασε.

– Αδέρφια!…, βόγκηξε, κι η φωνή του ήταν πιο δυνατή από χιλιάδες μαζί καμπάνες. Χτύπησε απέναντι στα βράχια, τα πήδηξε, σκόρπισε ολόγυρα σαν τεράστιο κύμα από φως.

– Αδέρφια… Ο λυτρωμός βρίσκεται στην ομορφιά της σκέψης! Κι η σκέψη είναι το πρόσκαιρο παιδί της αιώνιας ιδέας, που είναι μια κι αθάνατη. Ενώστε τις σκέψεις σας, αδέρφια, κι ομπρός, να γίνει μια σκέψη, που θα ’ναι η ίδια η ιδέα της Ομορφιάς, της Αιωνιότητας και της Αλήθειας!…

Ύστερα ύψωσε ένα κρυστάλλινο αγιοπότηρο γεμάτο από διάφανο πιοτό και είπε:

– Σας κερνώ όλους το πιοτό της Ομορφιάς και της Αλήθειας, που αναβλύζει απ’ τους αιώνιους αυτούς βράχους, που γέννησαν τους αθάνατους. Πιέστε μαζί μου αδέρφια, το πιοτό της ομορφιάς και της αδερφοσύνης!… Πιέστε το πιοτό, που θα μας σμίξει όλους σε μια σκέψη!…

Κι έτεινε το κρυσταλλένιο ποτήρι, περιφέροντάς το γύρω, αναζητώντας χέρια που θα το χούφτωναν με λαχτάρα, χείλια διψασμένα, που θα τα ’γγιζαν να ξεδιψάσουν.

Μα κανένας δε σάλεψε. Έλεγες πως δεν ήταν άνθρωποι αυτοί που τους μιλούσε, παρά πέτρες όρθιες, ξόανα και τερρακότες, παρατημένες εκεί πέρα από πολυάσχολο τεχνίτη του παλιού καιρού, βράχια ασάλευτα και κλαριά του λόγγου πυκνοφυτρωμένα. Τα μάτια του ψάχνουν μες στο πλήθος, περνούν βιαστικά ανάμεσα απ’ τα πρόσωπα σαν πύρινες λόγχες, για να ξυπνήσουν την αποκαρωμένη σκέψη, το πάθος το κουβαριασμένο στο βάθος της συνήθειας. Ένας κρύος αέρας περνά πάνω απ’ όλους. Κι εκείνοι μοιάζουν σα να ’σταξε κανείς επάνω τους ένα δηλητήριο δραστικό, που φέρνει τη νάρκη και το θάνατο. Τα κεφάλια σκύβουν σε μια κίνηση απογοήτεψης, τα μάτια χάνουν τη ζωηράδα τους, λες και βυθίζονται ξανά σε τάφο, πιο βαθύ από κείνον που τα γέννησε. Έχω την εντύπωση πως κάτω από κάποια φρύδια βλέπω ν’ αναβλύζουν δάκρυα…

Μα εκεί πού ’λεγες πως όλα πιά έχουν τελειώσει, ένας μικρόσωμος άνθρωπος ανασηκώνει το κεφάλι και μες απ’ το πλήθος τ’ ασάλευτο ακούεται να λέει:

– Και τον Πόνο ποιος θα τον λυτρώσει; Και το παιδί που πέθανε ξυπόλυτο, γυμνό και πεινασμένο ποιος θα τ’ αναστήσει; Και στο σακάτη, που καβαλίκεψε τη φλεγόμενη οβίδα, ποιος θα δώσει χέρια και πόδια; Και στην πόρνη ποιος θα ξαναδώσει την τιμή;

Όλ’ αυτά ειπώθηκαν απλά, όπως απλά ντυμένος ήταν κι αυτός που τα ’πε. Τα κεφάλια και πάλι ανασηκώθηκαν. Τα μάτια ξαναπήραν ζωή. Οι αξίνες, οι δικέλλες, για μια στιγμή σάλεψαν. Κανένας δεν κοίταζε να ιδεί ποιος τα ’πε τούτα τα λόγια. Τούς φάνηκε σα να ’ταν η φωνή της σκέψης τους, που βρόντησε μέσα τους τέτοιον ήχο.

Ο άνθρωπος, που κρατά το κρυστάλλινο αγιοπότηρσ στο χέρι σταμάτησε να το φέρνει ολόγυρα. Κοίταξε τον απλό άνθρωπο κατάματα. Είδε την όψη του την κουρασμένη, την τσακισμένη, τη χωμάτινη, την τραγιάσκα του τη λιγδιασμένη, το ξεσκισμένο του πουκάμισο, που του άφηνε σχεδόν ασκέπαστο τον ένα του ώμο. Μα κι εκείνος τον κοιτάζει ολόισια μ’ ένα βλέμμα σταθερό, κοφτερό σα λεπίδι, γεμάτο πίκρα. Απ’ τις κόχες των ματιών του δε βγαίνουν ματιές, παρά φίδια φαρμακερά, που τεντώνονται επίμονα με γρηγοράδα αστραπής και χώνονται μες στην καρδιά του ανθρώπου, που κρατά ακόμα το ποτήρι, και τη δαγκώνουν ανελέητα, πεισματικά, ασταμάτητα.

Τ’ ολόισιο κορμί κλονίστηκε. Το κρυστάλλινο ποτήρι ξέφυγε απ’ τα χέρια του, έπεσε πάνω στη λευκή κολόνα κι έσπασε με κρότο, που ’μοιαζε με ξαφνικό ξέσπασμα γοερού θρήνου. Κι εκείνος τρέκλισε, λύγισε, έγειρε σαν πελώριο δέντρο και σωριάστηκε πάνω στο ψυχρό μάρμαρο. Κι έμειν’ εκεί ακίνητος.

Η Εκάτη κατέβηκε ελαφρά, νυχοπατώντας πάνω στους βράχους, κι ήρθε κοντά του και τού ’ριξε στις πλάτες ένα μανδύα αργυρόσταχτο, που τον έκανε να μοιάζει πιότερο με βράχο χορταριασμένο, παρά μ’ άνθρωπο πεσμένο καταγής. Ένας αέρας δυνατός πέρασε πάνω απ’ το τοπίο και παραμόρφωσε τους ίσκιους των θάμνων. Δε βλέπω πιά γύρω μου παρά σωρούς από πέτρες και θάμνους που σαλεύουν, καθώς αντιστέκονται στον άνεμο…

(Από τη συλλογή «Ο Αγρός του Κεράμεως»)

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: