Το διήγημα της Πέμπτης: «Η τύχη του παιδικού μου φίλου» του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου

Η συγκέντρωση πέρασε ήσυχη – οι απεργοσπάστες δεν τόλμησαν να κινηθούν – κι έτσι μπόρεσα και τον είδα από κοντά το Σάκη. Δεν είχε καθόλου αλλάξει ο παιδικός μου φίλος. Καθόλου μα καθόλου. Σε μια στιγμή θάρεψα μάλιστα πως δεν ήτανε συγκέντρωση απεργών εκείνη μα πως είχαμε στο γήπεδο μαζευτεί να παίξουμε ποδόσφαιρο με τη μπάλα του Σάκη…

Το διήγημα της Πέμπτης: «Η τύχη του παιδικού μου φίλου» του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου

Η συλλογή διηγημάτων «Αρματωμένα χρόνια», του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, κυκλοφόρησε το 1955 από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις. Από τη συλλογή αυτή το διήγημα που παρουσιάζει σήμερα η στήλη.

Πολυγραφότατος πεζογράφος,  από τους κορυφαίους της μεταπολεμικής γενιάς, μελετητής και μεταφραστής της Ρωσικής Λογοτεχνίας, ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος γεννήθηκε στην Αμαλιάδα, στις 26 του Μάη 1924.  Δεκαοχτάχρονος (1942) εντάχθηκε στο ΕΑΜ Νέων, μετά στην ΕΠΟΝ και αργότερα στο ΚΚΕ. Φοιτητής της Νομικής Σχολής Αθηνών αφοσιώνεται στον απελευθερωτικό αγώνα και εγκαταλείπει τις σπουδές του, τις οποίες θα συνεχίσει μετά την απελευθέρωση. Το 1947, φοιτητής επί πτυχίω, στρατεύεται αναγκαστικά, αλλά λιποτακτεί. Εντάσσεται στο ΔΣΕ και το 1948 περνά ως μαχητής στο Αρχηγείο Ηπείρου, στου οποίου την εφημερίδα «Καθημερινά Νέα», έστελνε χρονογραφήματα για τις μάχες, υπό το ψευδώνυμο «Σφυρής». Τραυματίζεται βαριά σε μια σκληρή μάχη και στέλνεται σε νοσοκομείο στην Αλβανία. Επιστρέφει στο Αρχηγείο Ηπείρου, αλλά λόγω αναπηρίας ασχολείται αποκλειστικά με τα «Καθημερινά Νέα» σαν πολεμικός ανταποκριτής όλων των τμημάτων του ΓΑ Ηπείρου. Παράλληλα δημοσιεύει και αγωνιστικού περιεχομένου πεζογραφικά κείμενα και ποιήματα σε έντυπα του ΔΣΕ («Εξόρμηση» κ.α.).

Με την υποχώρηση του ΔΣΕ, το 1949 περνά στην αναγκαστική προσφυγιά. Εγκαθίσταται στο Βουκουρέστι (όπου ασχολήθηκε με το εκδοτικό του ΚΚΕ «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις») και από το 1956 στη Μόσχα, από όπου επαναπατρίστηκε (1975). Το 1953 καταδικάστηκε από το στρατοδικείο Ιωαννίνων τρις εις θάνατον.

Σπούδασε τη Ρωσική Λογοτεχνία στο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο Μόσχας. Το 1957 γνώρισε τη δευτεροετή φοιτήτρια Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ, Σόνια Ιλίνσκαγια (σήμερα ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών), με την οποία παντρεύτηκε (1959) και απέκτησε τη μοναχοκόρη του Όλγα Αλεξανδροπούλου.

Το διήγημα της Πέμπτης: «Η τύχη του παιδικού μου φίλου» του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος (1924-2008)

Τα βιώματά του από το διπλό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του λαού μας, διαμόρφωσαν και την αταλάντευτη ιδεολογία του και την προσφορά του στους αγώνες του λαού, αλλά και το σύνολο του πλούσιου και ποικίλου έργου του. Ο ίδιος έλεγε: «Η στράτευση ενός λογοτέχνη στους αγώνες του λαού είναι η ανώτατη μορφή ελευθερίας γι’ αυτόν». Κι όσον αφορά στο έργο του: «Αισθάνομαι πως έγραφα συνέχεια το ίδιο βιβλίο».

Στο έργο του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου αναμείχτηκαν δύο λογοτεχνικές και πολιτισμικές παραδόσεις, η ελληνική και η ρωσική. «Δέθηκε» με τον ρωσικό πολιτισμό τόσο που με σπουδαία μελετητικά και μεταφραστικά έργα του, πρόσφερε την πολύτιμη λογοτεχνική, ιδεολογο-αισθητική γνώση και κρίση του στο προοδευτικό ελληνικό αναγνωστικό κοινό.

Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος έφυγε από τη ζωή στις 19 του Μάη 2008. Για το έργο του μπορείτε να διαβάσετε στον Ριζοσπάστη, πατώντας σε αυτόν τον σύνδεσμο, απ’ όπου πήραμε και τα βιογραφικά στοιχεία του.

Η τύχη του παιδικού μου φίλου
του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου

Ήτανε τα σπίτια μας κοντά – κοντά, το δικό μας και της κυρίας Μαργάμπας. Και πότε ερχότανε εκείνη στο δικό μας, πότε πήγαινε η μάνα μας στο δικό της και κάνανε τ’ απογέματα συντροφιά. Τη θυμάμαι την κυρία Μαργάμπα, κι ας περάσαν τόσα χρόνια, σα να τήνε βλέπω τώρα. Χοντρή – χοντρή, με κάτι πλατιά φουστάνια που σέρνονταν απάνου στο χώμα, μ’ ένα πλέξιμο πάντοτε στα χέρια της, – πότε καμιά κάλτσα μάλινη, πότε κανένα πουλόβερ – με τ’ άσπρα τα γυαλάκια της – φορούσε και γυαλιά κι’ έλεγες πως ήτανε δασκάλα μα δεν ήξερε η κακομοίρα και πολλά γράμματα – τη θυμάμαι, λοιπόν, να στρίβει στη γωνιά και νάρχεται ίσα στο σπίτι μας. Έφτανε μπροστά στη σκάλα μας κι αποκεί έβανε φωνή:

– Κυρία Μαρία, πού είστε καλέ; Επισκέψεις έχεις.

Τότε έβγαινε η μάνα μας στην πόρτα. Δίπλα στη μεγάλη τζαμαρία.

-Μπα; ήρθες, κυρία Μαργάμπα μου; Κόπιασε, κόπιασε μέσα…

Κλεινόντουσαν λοιπόν οι δυό γυναίκες μέσα, και τότε βρίσκαμε εμείς την ευκαιρία και παρατάγαμε τα βιβλία και τρέχαμε στο γήπεδο πούτανε πενήντα μέτρα από την αυλή μας μακρύτερα, και το ρίχναμε στο παιχνίδι. Εκεί ερχότανε και μας έβρισκε και ο γιος της κυρίας Μαργάμπας, ο Σάκης. Παίζαμε τις περισσότερες φορές ποδόσφαιρο, άλλοτε με τη μπάλα του Σάκη κι άλλοτε, όταν η κυρία Μαργάμπα την έπαιρνε και τήνε κλείδωνε τη μπάλα στο μπαούλο της, με τίποτα μεγάλα τόπια καμωμένα από κουρελόπανο και σκοινί. Παίζαμε ως που μας έπαιρνε το σκοτάδι και δε βλέπαμε πια άλλο. Κάποτε έμενε κι ο Σάκης μαζί μας μέχρι αργά που έδενε το σκοτάδι. Μα τις περισσότερες φορές ξεφύτρωνε από πέρα, πότε από το δικό μας, πότε από το δικό της, η κυρία Μαργάμπα και τότε την άκουγες:

– Σάκη μου ου ου ου…Έλα, παιδάκι μου ου ου. Θα ιδρώσεις ψυχούλα μου, και θα πουντιάσεις…

Κι έτρεχε εκείνο παρευτύς, χωρίς να βγάνει τσιμουδιά, χωρίς καμιά διαμαρτυρία, κοντά της. Τους είχαμε πια συνηθίσει και την κυρία Μαργάμπα και το Σάκη κι αν κανένα βράδυ αργούσε εκείνη να φανεί και να τον φωνάξει το σημειώναμε αμέσως το γεγονός και κάποιοι μάλιστα, σα να στεναχωριόντανε για την αταξία της κυρίας Μαργάμπας, που δεν είχε φανεί στην ώρα της, το νιώθανε χρέος τους να την ανακαλέσουνε στην τάξη. Και βάνανε τις φωνές.

– Σάκη μου ου ου ου…Έλα, παιδάκι μου ου ου…θα ιδρώσεις, ψυχούλα μου και θα πουντιάσεις…

Ή, δεν ήτανε και σπάνιο, στα διαλείμματα στον αυλόγυρο του σχολειού κι ύστερα στους δρόμους σαν σκολάγαμε και γυρίζαμε τα μεσημέρια στα σπίτια μπουλούκια – μπουλούκια, άκουγες:

– Σάκη μου ου ου…Έλα, παιδάκι μου ου ου ου…

Η κακομοίρα η κυρία Μαργάμπα! Δεν τη θυμάμαι ποτέ να μας είπε κακό λόγο ή ακόμα και να παραπονέθηκε στους γονιούς μας που την περιγελάσαμε τόσο. Αμ’ ο Σάκης; Και κείνο πάλε το ήσυχο, το άκακο, το αθώο παιδάκι, ποτέ δεν μας παραπονέθηκε κι εκείνο, ποτέ δεν μας είπε πικρόχολη κουβέντα. Όταν αρχίζαμε εμείς να το περιγελούμε, εκείνο έριχνε τα μάτια καταής και δε σήκωνε πια το κεφαλάκι του, ίσαμε που χάνονταν πίσω από την ξύλινη αυλόπορτα του σπιτιού του. Σας έτυχε να ιδείτε κανέναν πεζοπόρο που τόνε πιάνει κατακαμπής η βροχή και δε βλέπει πουθενά μήτε σπίτι, μήτε δέντρο και τότε βάνει το κεφάλι κάτου και προχωράει παραδομένος στο έλεος της βροχής; Έτσι ήτανε κι ο Σάκης. Κι όταν τους θυμάμαι τώρα – ύστερα από τόσα χρόνια – και την κυρία Μαργάμπα και το γιο της, και προπάντων εκείνο το αθώο παιδί, νιώθω την πιο μεγάλη συμπόνοια μέσα μου για τούτα τα δυό ήμερα πλάσματα, νιώθω πως κακό μεγαλύτερο δε γίνεται από τούτο: να μην έχει ο άνθρωπος τη δύναμη να φανερώσει τη θέλησή του…

* * *

Κυλήσανε σιγά – σιγά τα χρόνια. Γίναμε άντρες. Σκορπίσαμε. Εγώ πήγα ύστερα από τον πόλεμο στην Αθήνα. Πήγα να σπουδάσω γιατρός που ήτανε το όνειρό μου και το μεράκι του πατέρα μας και της μάνας μας που μου λέγανε πάντα: «Ν’ ακολουθήσεις, παιδί μου, μία θετική επιστήμη. Όχι δικηγόρος και δάσκαλος. Να πάς γιατρός, να σ’ έχει ανάγκη η κοινωνία και νάρχεται γυρεύοντάς σε και όχι να πηγαίνεις εσύ γυρεύοντας και να καταντήσεις και ρεμάλι σαν τον προκομμένο το γιο του Π…(και μου έλεγε ο πατέρας μου το όνομα ενού γείτονά μας πούστειλε το γιο του να σπουδάσει και «κατάντησε ρεμάλι») πόφαγε τα λεφτά του πατέρα του και τον επέθανε τον άγιον άνθρωπο από τη στεναχώρια…»

Πήγα λοιπόν στην ιατρική. Και πήγα όχι βέβαια γιατί ασπάστηκα τις σκέψεις των γονιώ μου που δεν είχαν καθόλου σε υπόληψη τους δικηγόρους και τους δασκάλους, αλλά γιατί μ’ άρεσε η δουλιά του γιατρού, μ’ άρεσε να γενώ χειρούργος σαν έναν μπάρμπα μου πούχε κλινική στην Πάτρα κι απόχτησε και μεγάλο όνομα. Όσο για τους δικηγόρους, τους εχτιμούσα και πάντα τους εχτιμώ και – σκεφτείτε – παρ’ όλο που ήμουνα στην ιατρική είχα πολλά πάρε – δόσε και με τους νομικούς γιατί ήμουνα και σε μια οργάνωση επονίτικη που ήτανε οι περισσότεροι νομικοί. Και για τους δασκάλους πάλε είχα πάντα αδυναμία ιδιαίτερη και γιαυτό, όταν κάποτε χρειάστηκε να υποστηρίξουμε μιαν απεργία των φοιτητών της παιδαγωγικής σχολής από τους απεργοσπάστες και τους πόλισμαν κι έπρεπε γιαυτό να πάμε κάμποσοι κι από το Πανεπιστήμιο, ζήτησα από τους πρώτους να πάρω μέρος – και δε σας το κρύβω πως κάποιο ρόλο στην απόφαση μου εκείνη έπαιξε και μια ιδιαίτερη προσωπική μου συμπάθεια για την ευγενική δουλειά του δάσκαλου. Πήγαμε, θυμάμαι, τότε και φανταστείτε την έκπληξή μου όταν, μέσα στους συγκεντρωμένους απεργούς, πήρε σε μια στιγμή το μάτι μου – ποιονε λέτε; – το Σάκη! Η συγκέντρωση πέρασε ήσυχη – οι απεργοσπάστες δεν τόλμησαν να κινηθούν – κι έτσι μπόρεσα και τον είδα από κοντά το Σάκη. Δεν είχε καθόλου αλλάξει ο παιδικός μου φίλος. Καθόλου μα καθόλου. Σε μια στιγμή θάρεψα μάλιστα πως δεν ήτανε συγκέντρωση απεργών εκείνη μα πως είχαμε στο γήπεδο μαζευτεί να παίξουμε ποδόσφαιρο με τη μπάλα του Σάκη και πως όπου νάναι θάβγαινε κι η κυρία Μαργάμπα να τόνε φωνάξει. Και θυμήθηκα τη φωνή της και του τόπα σιγά – σιγά, έτσι στ’ αστεία: «Σάκη μου ου ου…έλα παιδάκι μου ου ου…Θα ιδρώσεις ψυχούλα μου και θα πουντιάσεις…». Εκείνος γέλασε όπως πάντα ήσυχα, αγαθά, σαν ένα μικρό κοριτσάκι. Κι όμως, κι όμως. Να που είναι μαζί μας ο Σάκης. Μαζί μας σε μια συγκέντρωση απεργών σε τέτοιους καιρούς στην Αθήνα, όπου γύρω – γύρω παραμονεύουν οι πόλισμαν κι ένα σωρό οπλισμένα τομάρια.

Όταν τέλειωσε η συγκέντρωση κατεβήκαμε προς την Ομόνοια μαζί. Πήγαινε για δάσκαλος. Ναι, ναι, θα γινόταν ένας ιδανικός δάσκαλος ο Σάκης ο ήσυχος, ο άκακος Σάκης. Το σπουδαιότερο – κρίνει ώριμα. Σαν ένας μορφωμένος  και φωτισμένος άνθρωπος. Είναι δικός μας. Να σας πω, – του το είπα κιόλας και χαμογέλασε – δεν το περίμενα κάτι τέτιο. Τόσος κίνδυνος, κυνηγήματα, αγώνες, ταλαιπωρίες κι ο Σάκης, ο αδύνατος Σάκης…Τόνε ρώτησα για τη μητέρα του. Ζούσε η κυρία Μαργάμπα. Ζούσε. Μόνο στενοχωριότανε γιατί δεν είχε πια τη μητέρα μου να κάνουνε συντροφιά. Είχαμε φύγει εμείς για άλλη πόλη.

Ανταμώσαμε ξανά με το Σάκη τον άλλο χρόνο, στα 1947. Εκείνος ο χρόνος ήτανε για μας τους φοιτητές εκείνου του καιρού ένας χρόνος σημαδιακός. Έβγαλε η κυβέρνηση ένα διάταγμα και μας έπαιρνε τους περισσότερους φαντάρους. Ήτανε μια φοιτητική επιστράτεψη. Βέβαια, εμείς ξέραμε για ποιο λόγο το έκανε αυτό. Εκείνοι που κυβερνάγανε τότε το ήξεραν πολύ καλά πως τις συμπάθειες των φοιτητών δεν τις είχανε, πως από τους φοιτητές δεν μπορούσαν να βγάλουνε κουτούς στρατιώτες για τον άτιμο πόλεμο που κάνανε. Η επιστράτεψη εκείνη δεν είχε σκοπό να εξοικονομήσει φαντάρους. Πήγαινε να σφαλίσει ένα μέτωπο. Το πανεπιστήμιο ήταν ένα μεγάλο καζάνι που έβραζε κάτω από τη μύτη της άνομης εξουσίας, ένα καζάνι που είχε πάρει χόχλο και ξέσπαγε εδώ κι εκεί και φοβέριζε να ξεσπάσει καμιά μέρα πιο φοβερό και να ξεχυθεί δίχως  κρατημό σαν ένα πλατύ ορμητικό ποτάμι μέσα στους δρόμους της Αθήνας. Είπανε να το σφαλίσουνε λοιπόν το μέτωπο εκείνο. Να τους κλείσουνε τους φοιτητές στα σύρματα, να τους ντύσουνε φαντάρους και να τους φυλακώσουνε.

Αρχίσαμε τις διαμαρτυρίες. Μοιραστήκαμε επιτροπές – επιτροπές και σκορπίσαμε: στο παλάτι, στον πρωθυπουργό, στα υπουργεία, στις εφημερίδες. Μια μέρα κάτω από το υπουργείο Παιδείας κοντά στη Μητρόπολη, βρήκα το Σάκη. Δεν είχαμε καιρό – μόλις κατεβαίναμε από το Υπουργείο Παιδείας και πηγαίναμε βιαστικά στο Υπουργείο Στρατιωτικών – και μόνο που αλλάξαμε δυό κουβέντες. Ήτανε θλιμμένος, απογοητευμένος.

– Θα πάμε λοιπόν στρατιώτες; έλεγε.

– Πρέπει, είπαμε εμείς, να κινηθούμε. Εμείς να, ιδρώσανε τα ποδάρια μας ν’ ανεβοκατεβαίνουμε τα σκαλιά των υπουργείων και των εφημερίδων. Πρέπει να κάνουμε διαβήματα, να κατέβουμε σε συγκεντρώσεις. Εσείς τι κάνετε οι δάσκαλοι;

-Τι να κάνουμε; Βγήκανε κάτι επιτροπές, μα τι τα θέλεις, χάσαμε κάθε ελπίδα. Θα πάμε στρατιώτες…

– Όχι δα, όχι δα! προσπαθήσαμε να του δόκουμε κουράγιο. Χρειάζεται, ξέρεις, δουλιά, επιμονή. Αύριο έχουμε μεγάλη συγκέντρωση στο Κεντρικό. Στις δυό η ώρα, μόλις τελειώνουν οι διαλέξεις. Είμαστε αποφασισμένοι για όλα…Η συγκέντρωση πρέπει να πετύχει…

Στη συγκέντρωση δεν ήρθε, δεν τον είδα. Ματωθήκαμε κείνη την ημέρα, χάσαμε κι ανθρώπους. Μα φαντάροι πήγαμε.

Εγώ πήγα στην Κόρινθο. Και σε τέσσερους μήνες βρίσκομαι στα Γρεβενά σ’ ένα λόχο διοίκησης. Μ’ έχουνε και κουβαλάω ψωμί στην πλάτη μ’ ένα μεγάλο τσουβάλι από το στρατιωτικό φούρνο που είναι κάπου πεντακόσια μέτρα παραπέρα από το στρατώνα. «Εσύ, γιατρέ – μου είπε ο επιλοχίας, – θα κάνεις αυτή την υπηρεσία, σαν επιστήμονας όπου είσαι. Και να την εκτελείς πρέπει την υπηρεσία επιστημονικά κι έτσι δεν θα μείνει ο λόχος ποτέ δίχως ψωμί…»

Γελάσανε όλοι με το χορατό του επιλοχία, – τι να κάνω, γέλασα κι εγώ. Στο θάλαμο ήταν ένα κρεβάτι δίπλα μου αδειανό. Περιμένανε κι άλλους 20 φαντάρους από τους στρατώνες της Καλαμάτας για να συμπληρωθεί ο λόχος. Όταν ξύπνησα ένα πρωί που χτύπησε η σάλπιγγα και πήδηξα από το κρεβάτι μου για να τρέξω στη βρύση, είδα να πηδάει από το αντικρινό μου το κρεββάτι – ποιος λέτε; ο Σάκης! Ο παιδικός μου φίλος, η ήμερη εκείνη ύπαρξη, ντυμένη στολή πολεμιστή! Με αγκάλιασε και πήγε να κλάψει. Του είπα δυό λόγια παρηγορητικά, ψυχωτικά, του χάιδεψα το κεφάλι σα νάτανε ένα μικρό αδερφάκι μου που είχε ανάγκη από την πολύτιμη την προστασία μου.

Έμεινε στο λόχο. Ο ίδιος πάντα. Ήρεμος, συγκρατημένος, υπάκουος, χωρίς αταξίες, σα να μην υπήρχε. Ήτανε παστρικός πάντα, σιδερωμένος και το ντουφέκι του άστραφτε. Ναι, ναι είχε ντουφέκι ο Σάκης, το καθαρότερο απ’ όλα, τόνε πήρε κάνα δυό φορές και η ημερήσια διαταγή γιαυτή του την επιμέλεια. Δεν τόκανε από ιδιαίτερους λόγους. Τέτιος ήταν ο άνθρωπος. Εμένα, που τον ήξερα, μου φαινότανε σαν ένας μολυβένιος, καλύτερα ξύλινος, στρατιωτάκος. Σαν εκείνα τα παιδικά παιδικά παιχνίδια που τα βάνεις και κάθονται όπου θέλεις και είναι αλήθεια υποδειγματικά στρατιωτάκια για ένα στρατό που το άπαντό του είναι ακριβώς ετούτη η εξωτερική πειθαρχία. Ήτανε  λοιπόν ο πιο ταχτικός από τους φαντάρους. Όταν έβγαινε ο λόχος συνταγμένος στην πόλη, κι έδινε ο επιλοχίας παράγγελμα για να τραγουδήσουν οι φαντάροι, γύριζα με τρόπο και κοίταγα το Σάκη. Έπιανε το τραγούδι από τους πρώτους και μάλιστα με μια τέτια προθυμία που και μένα ακόμη, που τον ήξερα, μ’ έκανε να σκέφτομαι αν ήταν – η προθυμία εκείνη – μονάχα εξωτερική. «Άραγε, έλεγα, να καταλαβαίνει τι κάνει; προσποιείται επειδή φοβάται ή συνηθίζει σιγά – σιγά και προσαρμόζεται; Κι αν αύριο τόνε στείλουν στο μέτωπο να πολεμήσει, θα μπορέσει να ξεσκλαβωθεί από το φόβο του; Δε θα σκύψει σα ραγιάς το κεφάλι να τα δεχτεί όλα;»

Έτσι άρχισα να αμφιβάλλω σοβαρά για το Σάκη. Άρχισα να αμφιβάλλω, να τον αποφεύγω, να μετράω με το σταγονόμετρο κάθε λόγο που τούλεγα. Όλα, βλέπετε μπορούσε να τα κάνει ένας ξύλινος στρατιωτάκος…

Μια μέρα του συνέβει κάτι τρομερό γιατί ήρθε και με βρήκε συγχισμένος πολύ. Είχαμε στο λόχο ένα στρατιωτάκο από τη Νάξο, το Ξενάκι. Κοντούτσικο και χαζούτσικο. Όλο γέλαγε, περπατούσε σέρνοντας τα πόδια του και γαργαλιότανε. Δε σταμάταγε από το πρωί που ξημέρωνε μέχρι το βράδυ που χτύπαγε σιωπητήριο. Έκανε του κόσμου τις αγγαρίες. Το χτυπούσανε κιόλας. Κι εκείνο πάντα με το χαμόγελο. Ένα χαμόγελο πούχε πια απονεκρωθεί πάνω στη φάτσα του, σα ζωγραφισμένο. Μα εκείνο το πρωί το βρήκε ο Σάκης στη βρύση κλαμένο το Ξενάκι. Έκλαιγε σα μωρό παιδί με δυνατούς σπασμούς και ταραζότανε το κορμί του όλο. Το πήρε ο Σάκης από το χέρι και το πήγε πίσω από το λόχο, στο στενό. «Γιατί κλαις;», το ρώτησε. Έκλαιγε, γιατί το διώχνανε από το λόχο και το στέλνανε να πολεμήσει στο μέτωπο. «Φοβάσαι, και γιαυτό κλαις;» το ξαναρώτησε ο Σάκης. μα εκείνο δεν έκλαιγε μόνο επειδή φοβότανε. Είχε τον αδερφό του αντάρτη – ήτανε πρώτα φαντάρος και κείνος και πήγε με τους αντάρτες όταν γινόταν οι μεγάλες μάχες της Κόνιτσας το Δεκέμβρη – είχε  λοιπόν τον αδερφό του αντάρτη και δεν ήθελε το Ξενάκι, δεν ήθελε να πάει στον πόλεμο, να πάει να πολεμήσει τον αδελφό του.

Του έκανε τρομερή εντύπωση του Σάκη. « Σκέψου, έλεγε, τι φοβερό δράμα παίζεται κει μέσα στο μυαλουδάκι (έτσι είπε) του Ξενάκι. Το στέλνουνε – τι φριχτό ε; – να πολεμήσει τον αδερφό του· να τον σκοτώσει ή να σκοτωθεί απ’ αυτόν!…»

Τα έλεγε μ’ έναν τέτιο τρόπο, σα να μην το περίμενε ποτέ, σα να μη τόβανε ο νους του πως μπορούσε τάχα σε κείνον που γινόταν, να σκοτωθούνε αδερφός με αδερφό. Του είπα: «Ξέρεις, εμέ είναι και κάτι άλλο που με τρομάζει περισσότερο. Το Ξενάκι το χαζό, με το κουτό του το μυαλουδάκι, όπως είπες, μπόρεσε και το συνέλαβε το δράμα ετούτο. Το συνέλαβε και βλέπεις, αντιδράει. Τώρα αντιδράει κλαίγοντας, αύριο – δεν ξέρουμε αύριο πώς θα αντιδράσει, είναι όμως βέβαιο πως θα αντιδράσει κάπως, έστω και παθητικά, έστω και συνεχίζοντας να κλαίει. Εμείς όμως (δεν του είπα «εσύ»), το καταλαβαίνουμε τάχα εμείς αυτό το δράμα που παίζεται μέσα μας;». Δε φάνηκε να με κατάλαβε γιατί συνέχιζε να με κοιτάει με απορία, κάπως ξαφνιασμένος. «Αν – είπα παρακάτω – μας στείλουνε αύριο κι εμάς στο μέτωπο να πολεμήσουμε τον…τον αντάρτη, τι θα κάνουμε εμείς; θα καταλάβουμε; θα αντιδράσουμε;…»

Πήρε αμέσως τα μάτια από πάνω μου. Τα πήρε και τάριξε μ’ επιμονή χάμου στο χώμα. Δε μου απάντησε τίποτε, ούτε γύρισε να με κοιτάξει ξανά. Και δεν πρόστεσα και γω άλλο τίποτα. Δεν ήξερα τι γινότανε κείνη τη στιγμή μέσα στο κεφάλι του παιδικού μου φίλου, που στο κάτω – κάτω ήτανε το κεφάλι ενός ξύλινου στρατιωτάκου…

Μα τι ήτανε και το είπα; Προφήτης ήμουνα; Βγήκα σε λίγες μέρες αληθινός! Μας στείλανε και τους δυό, το Σάκη και με, στο μέτωπο. Ήτανε μια χιονισμένη μέρα του Φλεβάρη του 1948. Μας δόκανε τα «φύλλα πορείας στο χέρι». Πηγαίναμε για το 537 τάγμα πεζικού. Έπρεπε να πάμε να παρουσιαστούμε στην έδρα του Τάγματος  σ’ένα χωριό, δυό – τρεις ώρες μακρύτερα. Φύγαμε το βράδυ με μια μεγάλη φάλαγγα αυτοκινήτων. Ο άμοιρος, ο δύστυχος ο Σάκης. Δεν έβγαλε όλη τη μέρα μιλιά. Ήτανε πολύ ζαλισμένος. Προσπάθησα να του πω κανένα ψυχωτικό λόγο, μα καθώς του μίλαγα το καταλάβαινα καλά πως δε με άκουγε διόλου. Πριν φύγουμε, πήγε στη διαχείριση να παραδόκει το όπλο του και τα πυρομαχικά. Καθώς έκαμε να το ακουμπήσει το ντουφέκι πάνω στο τραπέζι του διαχειριστή τρέμανε τα χέρια του και το ντουφέκι έπεσε στο πάτωμα. Έσκυψε, το πήρε κι όταν σηκώθηκε ήτανε κατακίτρινος, ιδρωμένος σα να είχε σηκώσει ένα μεγάλο, ασήκωτο βάρος. Κι όμως, όταν έφευγε χαιρέτισε τον αξιωματικό όπως πάντα κανονικά, κι έκανε μεταβολή χτυπώντας με δύναμη τις αρβύλες του.

Όταν έφτασε στην πόρτα ο αξιωματικός του είπε: «Λοιπόν, Τριανταφυλλόπουλε, άκουσε, να πας στο καλό, παιδί μου. Και να εκτελέσεις το καθήκον σου προς την Πατρίδα, ως καλός στρατιώτης». Ο Σάκης τότε ίσιωσε το κορμί του, χαιρέτησε, όπως είχε συνηθίσει φέρνοντας ζωηρά την τεντωμένη απαλάμη του στην άκρη στο δίκωχο, είπε ένα κοφτό, βέβαιο «μάλιστα», έκανε μεταβολή ξαναχτυπώντας με δύναμη τις αρβύλες του κι όταν βγήκε όξω από τη διαχείριση ήρθε κι έπεσε απάνω μου σαν ένα κυνηγημένο, τρομαγμένο πουλάκι.

Στο 537 τάγμα φτάσαμε το βράδυ. μας είπανε κάτι στρατιώτες πως έλειπε ο στρατολόγος και γιαυτό έπρεπε να παρουσιαστούμε και να δόσουμε τα χαρτιά μας το πρωί. Περάσαμε τη νύχτα σ’ έναν αχερώνα μέσα, στα βόρεια άκρια του χωριού, χωμένοι μέσα στο ζεστό άχερο. Όξω χιόνιζε.

Αποφασίστηκα κείνο το βράδυ. «Ας του μιλήσω ανοιχτά, ας κάνω το χρέος μου απέναντι στον άνθρωπο και τη συνείδησή μου.

– Άκου, του είπα, φίλε μου. Φτάσαμε απόψε στο φρύδι του γκρεμού, πέρα δεν έχει άλλο. Γκρεμιζόμαστε στο κενό, χανόμαστε σαν άνθρωποι συνειδητοί, σαν αυτοδύναμοι άνθρωποι και λεύτεροι. Πρέπει να κάνουμε ένα σάλτο μορτάλε και να περάσουμε αντίκρυ και να σώσουμε τη συνείδησή μας και την αξία μας του συνειδητού ανθρώπου. Τι φτιάχνουμε; Τι είμαστε; Τι γυρεύουμε τούτη τη νύχτα εδώ απάνου, – χωμένοι σαν τα ποντίκια μέσα στο ζεστό άχερο;

– Και τι να κάνουμε; μου λέει, τι να κάνουμε;

Κρυώνει και μόνο το κεφάλι του είναι όξω από το άχερο. Τρέμει η φωνή του.

– Τι να κάνουμε;

– Ένα σάλτο μορτάλε, λέω. Ένα σάλτο μορτάλε, αδερφέ μου, κι είτε ζούμε, είτε πεθαίνουμε. Είτε το πρώτο γίνει, είτε το δεύτερο, είτε ζήσουμε, είτε πεθάνουμε, – την ανθρωπιά μας μια φορά τήνε γλυτώνουμε.

– Δε μπορώ, μου λέει. Αδύνατο· δε γίνεται, δε μπορώ…

– Γιατί;

– «Γιατί»! Κι ο ίδιος δεν το ξέρω, δε μπορώ να το ξεκαθαρίσω μέσα μου αυτό το «γιατί». Έτσι, όπως κι εσύ, ρωτάω κι εγώ τον εαυτό μου: γιατί…

– Δεν είναι τόσο δύσκολη η απόκριση…

– Άκουσε, μου λέει, κι η φωνή σέρνεται φοβισμένη. Ένα μεγάλο δράμα παίζεται εδώ μέσα, μια τρικυμία σηκώνεται και δέρνει άγρια την ψυχή μου. Τον γκρεμό που μου δείχνεις τον ένιωσα κι εγώ θαμπά – θαμπά από την Αθήνα ακόμα, από την επιστράτευση…Αναζήτησα μέσα μου τη δύναμη να παλαίψω, δεν την βρήκα. Εσείς φωνάξατε, παλαίψατε, πήγατε στη συγκέντρωση, ματωθήκατε. Εγώ δεν ήρθα…

– Γιατί δε θέλησες…

– Ήθελα, μα δε μπόρεσα ναρθώ, όπως δε μπορώ να σε ακολουθήσω και τώρα. Το βλέπω, το καταλαβαίνω πως μέρα με τη μέρα πέφτω όλο και πιο χαμηλά, όλο και κάτι χάνω από πάνω μου, είμαι ένα ξένο σώμα εδώ μέσα· εγώ, ο συνειδητός άνθρωπος, όπως με είπες, καταντάω ένας στρατιώτης άψυχος, όργανο τυφλό σε ξένα χέρια κι άνομα. Τα νιώθω όλα τούτα, πίστεψέ με…

– Τότε, λέω, αφού τα νιώθεις, γιατί δεν αντιδράς;

Η φωνή του σαν να παίρνει ζωή!

– Ξέρω, λέει, τι σκέφτεσαι για μένα. Από την πρώτη στιγμή που ανταμώσαμε στο στρατώνα τις νιώθω αβάσταχτες απάνω μου τις φοβερές σου υποψίες. Μπορεί και προδότη να με είπες, μα δεν είμαι, ούτε θα γίνω ποτέ, να με πιστέψεις. Όπως δε μπορώ να κάνω πίσω, έτσι δε μπορώ να κάνω και μπροστά. Στέκω στη μέση. Μετέωρος…

– Από φόβο;

– Ο φόβος θα ήτανε μια εύκολη απάντηση. Μα τάχα ο φόβος είναι; Αυτός μονάχα; Απ’ όσα καταλαβαίνω, ο φόβος στον πόλεμο μοιράζεται στα δυό. Δε στέκει μονάχα στο ένα στρατόπεδο. Μοιράζεται, ο μισός από δω, κι ο μισός από κει· κι έτσι το μερτικό μου θα το κουβαλάω πάνω μου είτε από δω βρίσκομαι, είτε από κει. Όσο φοβάμαι να κάνω το σάλτο μορτάλε, όπως το λες, άλλο τόσο φοβάμαι να μην το κάνω και να μείνω εδώ…Δεν είναι ο φόβος, όχι. Είναι που δεν μπορώ, που δεν βρίσκω μέσα μου τη δύναμη να κόψω τα σκοινιά που με κρατάνε δεμένον εδώ πέρα…

– Δεμένον με ποιον;

– Να…με μένα τον ίδιο, με τη ζωή μου, με το σπίτι μου, με τη μητέρα μου…την ξέρεις, θα πεθάνει αν μάθει τίποτα τέτιο. Άσε που αυτοί μπορεί και τη ρίξουνε και φυλακή, γριά γυναίκα, να την πάνε στην εξορία…Όπως και νάναι, θα πεθάνει, η μητέρα μου…

– Κι αν εσύ, του λέω τότε, αν, πού ξέρεις; πόλεμος είναι, αν τύχει και πάθεις τίποτα, δε θάναι χειρότερα τότε και για σένα και τη μητέρα σου;

– Μα ξέρεις καλά, ρωτάει, πως θα μας δόκουν, δίχως άλλο, όπλο; Το αποκλείεις να μας βάλουν και σε καμιά υπηρεσία λίγο πιο πίσω, έτσι που…

– Να μη σκοτωθούμε;

– Κι αυτό, κι αυτό αλήθεια…αλλά και να μην πολεμάμε, να μην τους χτυπούμε, το αποκλείεις;

– Ένα δεν αποκλείω: πως θα βρωμίσουμε τη συνείδησή μας…

– Μα εμείς…

– Δε θα πολεμάμε; δε θα χτυπάμε; Κι αυτό να γίνει, και σε καμιά υπηρεσία, όπως λες, να μας βάλουνε, η προστυχιά μένει. Στέλνουμε άλλους στη θέση μας που ίσως…θα τουφεκάνε ευθεία στο στόχο, ενώ εμείς…εμείς μπορεί να ρίχνουμε και στα στραβά, στον αέρα. Άκου, που σου λέω. Φτάσαμε στο φρύδι του γκρεμού. Ή γκρεμιζόμαστε μέσα στο κενό και χανόμαστε ή περνάμε αντίκρυ και γλυτώνουμε τη συνείδησή μας. Για πες μου: Είχες φανταστεί ποτέ τον εαυτό σου σε τούτα τα χάλια, τ’ αποψινά; Τρυπωμένο σαν τον αρουραίο μέσα στο άχερο; Εγώ, ομολογώ, ποτέ μου. Ούτε τόχα φανταστεί πως μπορούσε ποτέ να βρεθούνε δυό άνθρωποι συνειδητοί, με κρίση και γνώμη δικιά τους, δυό επιστήμονες αυριανοί – να βρεθούνε έτσι δα, μια χειμωνιάτικη νύχτα, σ’ ένα καλύβι της Μακεδονίας, τόσα χιλιόμετρα μακριά από τη δουλιά τους κι από τα σπίτια τους – να βρεθούνε σε τούτη την κατάντια πολεμώντας την ιδεολογία τους, τον εαυτό τους… Άκου, φίλε μου δάσκαλε αυριανέ των παιδιών μας. Πρέπει να πάμε. Αλλιώς δε γίνεται, πρέπει να πάμε. Δεν πρέπει να γίνει αλλιώς. Εκεί είναι ένας δικός μας κόσμος, που μας περιμένει και μας χρειάζεται. Χρειάζεται και σένα το δάσκαλο και μένα το γιατρό. Μας χρειάζεται ακόμα και σα στρατιώτες απλούς, σαν δυό ντουφέκια. Άιντε να πάμε, να κρατήσουμε καθαρή την ανθρωπιά μας, να κάνουμε το καθήκον του συνειδητού ανθρώπου…

Σταμάτησα να πάρω την απόκρισή του. Στο σκοτεινό αχερώνα έγινε ησυχία. Μια ησυχία βαριά, γιομάτη έγνοια και ταραχή. Απόξω φύσηξε δυνατά, κι ο παγωμένος αέρας τρύπωσε από τις χαραμάδες του καλυβιού και σούρθηκε σφυρίζοντας πάνω στο ξερό χόρτο. Άκουσα το Σάκη που στριφογύρισε κάνα δυό φορές, το άχερο έτριξε κάτω από το βάρος του ανθρώπινου κορμιού και ύστερα ένας βαθύς μακρόσυρτος λυγμός, σα βαριά μολυβένια πέτρα σε ήσυχα νερά, έπεσε κι ανατάραξε τη βαθιά σιωπή.

– Κλαις; ρώτησα σιγανά.

Δε μ’ απάντησε. Άπλωσα το χέρι μου, τόνε κούνησα αλαφρά.

– Κλαις;

Απόξω φύσηξε θυμωμένος ο Φλεβάρης.

………………………………………………………………………………………………………………………………

Τον είδα τελευταία φορά πριν να φύγω, τη στιγμή που σκαρφάλωνε μια δύσκολη ανηφόρα φορτωμένος το γυλιό, το ντουφέκι και τις παλάσκες. Έσερνε με κόπο τα πόδια του με το κεφάλι σκυφτό, με τους ώμους κατεβασμένους, και τα χέρια του τραμπαλίζονταν και πέφτανε απελπισμένα απάνω στα ξεκλειδωμένα μηριά του. Κάποτε ανταμωθήκανε τα μάτια τους. Αχ, να ξέρατε πόσο είναι αποκαρδιωτικό να σε κοιτάνε δυό νεκρά μάτια μέσα από μια σάρκα που ακόμα ζει.

* * *

Στα χίλια εννιακόσια σαράντα εννιά, την άνοιξη όταν γίνονταν οι μεγάλες μάχες στο Γράμμο ήμουνα βοηθός γιατρού σ’ ένα ορεινό χειρουργείο του Δημοκρατικού Στρατού. Ζούσα τις πιο έντονες μέρες της ζωής μου. Μόλις είχαμε περάσει στο Γράμμο με τη μεγάλη διείσδυση του Απρίλη και τα στηρίγματα του μοναρχοφασιστικού στρατού πέφτανε τόνα πίσω από τ’ άλλο. Τα τμήματά μας λευτέρωσαν ολόκληρο το Δυτικό Γράμμο και πέρασαν στο Σμόλικα. Ύστερα από την περσινή εποποιΐα των εβδομήντα ημερών ο Γράμμος, ο αθάνατος Γράμμος, ζούσε ξανά τις επικές του μέρες.

Στο χειρουργείο είμαστε κείνες τις μέρες πνιγμένοι στη δουλιά. Πολλοί από τους τραυματίες ήταν φαντάροι. Τους φέρναν οι τραυματιοφορίνες με τα φορεία και τα μεταγωγικά στο χειρουργείο, κάναμε τις πρώτες επεμβάσεις κι από κει τους προωθούσαμε στο νοσοκομείο.

Μια νύχτα, μόλις είχα πλαγιάσει στη σκηνή να ξεκουραστώ, ήρθανε και με σήκωσαν. Είχανε φέρει οι γυναίκες ένα φαντάρο λαβωμένον  βαριά. Τον κουβαλάγανε ώρες ολόκληρες με το φορείο από τον Πύργο της Στράτσανης. Είχε, μου είπαν, δυό τραύματα κεφαλικά κι ένα στηθικό, μα υπήρχαν – πίστευαν οι γυναίκες – ελπίδες να ζήσει γιατί στο δρόμο συνερχόταν κάπου – κάπου και τους έλεγε: «Καλές μου μητερούλες. Σώστε με, καλές μου μητερούλες…»

Τον είχα ξαπλωμένο απάνω στο κρεβάτι. Πλησίασα, έριξα το φως της λάμπας στο πρόσωπό του και είδα…είδα το Σάκη!

Έστειλα να φωνάξουν και το γιατρό. μα για ποιο λόγο; Το καταλάβαινα και μόνος μου…

…Πέθανε σε μια ώρα, στα χέρια μου μέσα, ο παιδικός μου ο φίλος. Εγώ του έκλεισα τα μάτια. Εγώ τον έθαψα με τα χέρια μου τα ίδια.

Πήρα και φυλάω τα χαρτιά του. Είναι μέσα εκεί και κάτι γράμματα της μητέρας του, της αγαθής εκείνης γυναικούλας, της φιλενάδας της μάνας μου.

Σε κάθε γράμμα της, στο τέλος, η κυρία Μαργάμπα έγραφε του παιδιού της: «…Και να προσέχεις, παιδάκι μου. Να προφυλάσσεσαι από το ορεινό ψύχος. Να ντύνεσαι στα ζεστά…Πρόσεχε, ψυχούλα μου, μη μου ιδρώσεις και μου πουντιάσεις…»

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: