Το διήγημα της Πέμπτης: «Η “γέννηση” ενός σωματείου» του Απόστολου Τσιλάρη

Το Σωματείο γεννήθηκε. Δεν ήταν δυνατόν να μην το μάθουν τα αφεντικά. Στρίφνωσαν. Ο Βασίλης το κατάλαβε από τις εχθρικές ματιές που του ‘ριχνε τώρα το αφεντικό στα βουβά. Κι ήρθε η πρώτη σύγκρουση…

Το διήγημα της Πέμπτης: «Η "γέννηση" ενός σωματείου» του Απόστολου Τσιλάρη

Ο Απόστολος Τσιλάρης είναι Ηπειρώτης. Γεννήθηκε στην Αλβανία και ήρθε στην Ελλάδα το 1929.

Σπούδασε στο Ιεροδιδασκαλείο Βελλάς με υποτροφία του Κορυτσαίου Μπάνκα.

Διορίστηκε δάσκαλος και υπηρέτησε κοντά 4 χρόνια. Ακολουθούν δύσκολα χρόνια. Πόλεμος, Εθνική Αντίσταση, διωγμοί.

Απολύθηκε το 1945 με την 59η Συντακτική Πράξη. Λόγω των πολιτικών του φρονημάτων στάλθηκε αδύνατο να επανέλθει στην υπηρεσία του και αναγκάζεται να δουλέψει σκληρά. Χρόνια πρόσφερε τις υπηρεσίες του στο Σωματείο Λαστιχάδων, καθώς και στο Σωματείο Εργατών και Υπαλλήλων Αργυροχρυσοχοΐας, στην ίδρυση του οποίου αναφέρεται το διήγημα που δημοσιεύουμε.

Μετά από διωγμούς, εξορίες και πολλές στερήσεις αποκαταστάθηκε συνταξιοδοτικά μόλις το 1987.

Απόστολος Τσιλάρης

Το 1983 κυκλοφορεί το πρώτο μυθιστόρημά του με θέμα την πάλη κατά των ναρκωτικών. Ακολουθεί δεύτερο βιβλίο του με τον τίτλο: «Στα βρόχια της Ασφάλειας» και άλλα δυο βιβλία του στην αλβανική γλώσσα. Το πρώτο με τον τίτλο: «Μια πορεία στην Ιστορία» και το δεύτερο «Το συνειδησιακό πρόβλημα των Αρβανιτών». Ακολουθεί η δίτομη μελέτη του με τίτλο: «Στάλιν – Σταλινισμός», όπου αναλύεται και προβάλλεται η οικοδόμηση του σοσιαλισμού υπό την ηγεσία του Ι.Β. Στάλιν. Έχει αδημοσίευτα έργα, διηγήματα, ενθυμήματα, ταξιδιωτικά κ.ά. Έχει έτοιμο για έκδοση τη μελέτη «Μια άλλη θεώρηση της ιστορίας του Αλή Πασά».

Το διήγημα δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη της Κυριακής 17 Δεκέμβρη 2000.

Η «γέννηση» ενός σωματείου
του Απόστολου Τσιλάρη

Η χούντα μόλις που είχε ξεκουμπιστεί κι ένα αχ ανακούφισης γέμισε τη χώρα όλη. Λεύτερες αναπνοές τώρα, χωρίς πλάκωση πια και χωρίς εκείνο το απαίσιο «αποφασίζομεν και διατάσσομεν». Περισσότερο όμως ένιωσε το ξελευτέρωμα η εργατιά, που αυτήν κι αν είχαν βάλει στο «γύψο». Διάλυσαν όλα τα προηγούμενα σωματεία κι έφτιαξαν άλλα, πώς φύτρωσαν αλήθεια, στα μέτρα τους.

Μα πιο πολύ τις μέρες της απελευθέρωσης τις χάρηκε ο Βασίλης. Παλιός εργάτης, κυνηγήθηκε απ’ τη δουλιά του κι απ’ τη συνοικία του κι ήρθε κι ακούμπησε εδώ και στάθηκε μακριά από κει. Ανάγκη πρώτη να δουλέψει. Τι που δεν είναι στην τέχνη του, τι κι αν ήξερε καλά να φτιάχνει παντόφλες και παπούτσια λάστιχα; Ενας γνωστός του φιλαράκος τον έχωσε σ’ ένα χρυσοχοείο. Για το μεροκάματο, την μπουκιά της φαμίλιας. Αλλη δουλιά εδώ, άλλα τερτίπια. Εφτιαχναν δαχτυλίδια, αλυσίδες, κοσμήματα. Ολα χρυσά και ασήμια, όλα πλούτος της κοινωνίας, έλεγε, μα μόλις το σκεφτόταν τον έσφιγγε μια μελαγχολία. Κοιλιές φουσκωμένες παραγεμίζουν.

Δούλευαν εκεί καμιά πενηνταριά, άντρες, γυναίκες, το περισσότερο κοπελίτσες και παλικαράκια. Παιδεύτηκε πολύ να συνηθίσει. Μα όσο να ‘ναι χέρια εργάτη, μάτι ανοιχτό, κοίταξε, πρόσεξε, μπήκε εύκολα. Βέβαια, δε γίνεσαι τεχνίτης με μιας, μα λίγο η ηλικία, λίγο η γνώση η εργατική, τον είχαν σε σεβασμό. Κείνο, όμως που τον δυσκόλευε περισσότερο ήταν το ξάναμμα, το φούντωμα του αέρα. Τι το γκάζι που ‘καιγε όλη μέρα, τι τα μπουράζια, τα νίτρα, τι οι αναθυμιάσεις της άσπρισης, που σαν βουτάνε τα χρυσά σ’ αυτήν να καθαρίσουν, αναταράζεται και τσιρίζει σαν διάβολος και σηκώνει σύννεφο αχνό που σε πνίγει. Μα το βάσανο το μεγάλο ήταν η χυτόπρεσα. Ετσι σφιχτό κλουβί που ήταν το εργοστάσιο, τρία πατώματα σε πολυκατοικία, στριμωγμένη ανάμεσα σ’ άλλες, από τα κεριά αρχή ως τον τρελό διαβολοστριφογύρισμά της ξέχυνε κάπνα πυκνή, γκριζογαλατερή, που άπλωνε παντού κι έκαιγε τα λαρύγγια, να τσούζει μύτες, να πονάν και να δακρύζουν τα μάτια.

Μια μέρα σ’ αυτήν την αναμπουμπούλα ακούστηκαν βόγκοι και κραυγές. Η Λενιώ, κατακίτρινη, κείτονταν πεσμένη κάτω. Φοβήθηκαν όλοι διπλά. Ηταν έγκυος με την κοιλιά φουσκωμένη. Ετρεξαν πολλοί, τη σήκωσαν αμέσως, τη μετέφεραν έξω. Ταραχή! Ο Βασίλης, δυο άλλοι και δυο γυναίκες πήγαν στο αφεντικό. Ετσι από μοναχοί τους. Εναν, δυο ανεμιστήρες, να περιορίσουν τη χυτόπρεσα…

Το αφεντικό τούς κοίταγε καλά, προσεκτικά, τους ζύγιζε, τους εξέταζε. «Καλά, καλά, η επιχείρηση το ‘χει υπόψη της». Την άλλη μέρα απόλυσαν τη Λενιώ. «Απαράδεχτη η παρεμπόδιση της λειτουργίας της παραγωγής». Ετσι έγραφε το χαρτί της απόλυσης. Ολοι γιόμισαν αγανάκτηση. Τον Βασίλη δεν τον χώραγε ο τόπος. Τι ατιμία και τούτη, «εκεί που μας χρωστούσανε μας πήραν και το βόδι».

Κι αν υπήρχε σωματείο, σκέφτηκε, δε θα ‘ταν έτσι, δε θα χόρευε μ’ αυτόν τον άδικο τρόπο. Και θυμήθηκε το λαστιχάδικο και το σωματείο του. Πόσο το υπολόγιζαν τα αφεντικά! Με λύσσα, μα το υπολόγιζαν. Εκεί δούλευε με την ψυχή του. Οι συνάδελφοι τον έβγαζαν πάντα στη διοίκηση. Του έδινε μεγάλη χαρά. Φορές τον γκρίνιαζε η κυρά του, μα αυτός για απόκριση, πρώτα ένα φιλί κι ύστερα «μα καλή μου για καλύτερη ζωή, για μας και για τα παιδιά μας». Κι αυτή μ’ αυτά μαλάκωνε.

Λίγο καιρό είχε στη χρυσοχοΐα, μα έμαθε όλη την κατάσταση. Του φαίνονταν απίστευτο, ένας κλάδος με πλήθος εργαστήρια, μικρά εργοστάσια, 3.000 περίπου και βάλε εργαζόμενους και να μην έχει σωματείο! Για το Θεό! Και να ‘χει τόσα προβλήματα! Να δουλεύουν σε απαράδεκτους χώρους, να ‘ναι κλοτσοσκούφι του κάθε «αφεντικού».

Καημένη Λενιώ! Δεν άντεχε άλλο. Τι μια απόλυση παραπάνω, τι μια γκρίνια της γυναίκας ακόμη. Κινήθηκε ενεργητικά. Ψου-ψου στον έναν, ψου-ψου στον άλλον, αυτό κι αυτό και μεθαύριο στο σχόλασμα, στο καφενείο, να πούμε δυο λόγια. Την ορισμένη μέρα, ώρα πέντε απόγευμα, 20-25 εργάτες κι εργάτριες είχαν γεμίσει το καφενείο. Σηκώθηκε με συγκίνηση. «Συναδέλφισσές μου, συνάδελφοί μου, αδέλφια. Τι να σας πω εγώ, που όλοι μας ξέρουμε, πού δουλεύουμε και πώς δουλεύουμε. Από πληρωμή, δε φτάνει ούτε να φάμε. Αν τολμήσεις και ζητήσεις αύξηση, μια καλυτέρευση, σε διώχνουν. Από συμπεριφορά; Ούτε στο σκύλο δε φέρνονται έτσι. Αδικοι, σκληροί. Φίλοι μου, ένας τρόπος είναι να αντιμετωπίσουμε όλα αυτά. Να παλέψουμε, να αγωνιστούμε. Μα αυτό θα γίνει μόνο αν ενωθούμε, αν δημιουργήσουμε και εμείς την ένωσή μας, το σωματείο του κλάδου μας». Είπε σε συνέχεια πώς θα γίνει αυτό και τους παρουσίασε μια αίτηση, όπου υπόγραψαν όλοι με προθυμία. Τα πρόσωπα όλων φωτίστηκαν. «Ομως, να ξέρετε, αποτελείωσε, παλεύουμε σκληρά κι αδίστακτα αφεντικά, γι’ αυτό χρειάζεται σοβαρότητα και αποφασιστικότητα».

Η απόφαση του δικαστηρίου βγήκε μετά από όσες μέρες ορίζει ο νόμος. Πρόεδρος του προσωρινού Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου ο Βασίλης κι άλλοι τέσσερις άνδρες και δυο γυναίκες μέλη. Πρώτες δουλιές: Μια γωνιά να ακουμπήσουν, σφραγίδα, ανακοίνωση και προκήρυξη να γνωστοποιείται στους εργαζόμενους στα αργυροχρυσοχοεία η ίδρυση του Σωματείου.

Το Σωματείο γεννήθηκε. Δεν ήταν δυνατόν να μην το μάθουν τα αφεντικά. Στρίφνωσαν. Ο Βασίλης το κατάλαβε από τις εχθρικές ματιές που του ‘ριχνε τώρα το αφεντικό στα βουβά. Κι ήρθε η πρώτη σύγκρουση. Πάλι η χυτόπρεσα. Ντουμάνιασε το σύμπαν αποπνιχτικό καπνό. Οι διαμαρτυρίες πήγαν στο βρόντο. Ούτε ανεμιστήρες, ούτε άλλο μέτρο. Ο Βασίλης και οι δυο της διοίκησης του Σωματείου πάνε επιτροπή στο γραφείο. Τώρα το αφεντικό δεν τους κοίταζε ερευνητικά μα φανερά εχθρικά.

Τι θέλετε; Τους ρώτησε απότομα.

Κύριε διευθυντά, είμαστε επιτροπή των εργατών, η διοίκηση του Σωματείου, και απαιτούμε τη λήψη μέτρων. Η κατάσταση είναι απαράδεκτη. Δεν μπορούμε να δουλέψουμε.

Αυτός με γουρλωμένα μάτια, κατακόκκινος από θυμό, να τρέμει, ούρλιαξε: «Οξω! όξω».

Την άλλη μέρα ήρθε στο εργοστάσιο ο επιθεωρητής Εργασίας. Οι εργάτες με εντολή του Σωματείου σταμάτησαν τη δουλιά. Το αφεντικό είχε το κακό του χάλι. Κάτι μουρμούρισε, κάτι ψέλλισε και βέβαια το έχει υπόψη του, μάλωσε τον ηλεκτρολόγο πως τόσο καιρό δεν τους τοποθέτησε τους ανεμιστήρες.

Οι εργάτες πήραν θάρρος. Αρχιζε η δράση του Σωματείου.

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: