Το διήγημα της Πέμπτης: «Εργάτες σαν το ατσάλι» του Άλκη Αλκαίου

Λοιπόν πατέρα, δεν ξέρεις τι όμορφη πούναι τούτη η κυψέλη. Δεν έχει βασίλισσα, δεν έχει κηφήνες –μονάχα εργάτες. Κι έχει κάτι εργάτες πατέρα, μουντζούρικους, μα με τη λάμψη στα μάτια, ιδρωμένους, μα με το γέλιο στα χείλη.

Το διήγημα της Πέμπτης: «Εργάτες σαν το ατσάλι» του Άλκη Αλκαίου

Ο Άλκης Αλκαίος (το πραγματικό του όνομα ήταν Βαγγέλης Λιάρος) γεννήθηκε στις 23 του Νοέμβρη 1949 και έφυγε από τη ζωή στις 10 του Δεκέμβρη 2012.

Ήταν ένας ποιητής «που υποδυόταν τον στιχουργό και άλλαξε τη ρότα του μεταπολιτευτικού τραγουδιού», έλεγε χαρακτηριστικά ο Θάνος Μικρούτσικος, ο οποίος τον «ανακάλυψε» στιχουργικά και έχει μελοποιήσει δεκάδες τραγούδια του.

Ο Άλκης Αλκαίος λάμπρυνε την ελληνική μουσική σκηνή με τους στίχους του. Συνεργάστηκε με τους Νότη Μαυρουδή, Σωκράτη Μάλαμα, Μίλτο Πασχαλίδη, Μάριο Τόκα, Διονύση Τσακνή, Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, Μπάμπη Στόκα, Βασίλη Παπακωνσταντίνου, Οδυσσέα Ιωάννου και άλλους ακόμα δημιουργούς.

Συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα. Πιάστηκε από τη χούντα το καλοκαίρι του 1972, κρατήθηκε και βασανίστηκε άγρια για πέντε μήνες, πρώτα στην Μπουμπουλίνας και ύστερα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί ανεπανόρθωτα η υγεία του.

Άλκης Αλκαίος

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Άλκης Αλκαίος δημοσιεύει ποιήματά του, πεζά και κείμενα για την τέχνη στον Ριζοσπάστη (είχε ενταχθεί στις γραμμές του ΚΚΕ με τη μεταπολίτευση). Ένα κείμενό του γραμμένο σε ποιητική μορφή παρουσιάζουμε σήμερα. Με τίτλο «Εργάτες σαν το ατσάλι» δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα την Πέμπτη 12 του Γενάρη 1978.

Εργάτες σαν το ατσάλι
του Άλκη Αλκαίου

Η μπόρα εδώ, ερχόταν πάντα ξαφνικά. Ευαισθητοποιούσε στο έπακρο τις αντέννες, λαχτάριζε τις πόες της αυλής και μολαταύτα η αλήτισσα απορούσε με την αμάχη μας. Ύστερα κατέβαιναν τα συνεργεία: Οι Υπηρεσιακοί Παράγοντες –οι Εκατομμυριομέδιμνοι– οι αφελείς περιπατητές, καθ’ ολοκληρίαν έντιμοι αφού η μπόρα εδώ ερχόταν πάντα ξαφνικά. Όπως η ανεργία. Όπως ο στασιμοπληθωρισμός.

Ύστερα μ’ ανακοινωθέν όλα κάλμα. Ο κράχτης της υπόγας διαλαλούσε την πραμάτεια του, οι δεξιώσεις ξανάβρισκαν την αρρυθμία τους, το τραίνο ξανάβρισκε το ρυθμό του –μόνο ο ρυθμός της παράγκας προκλητικά γυμνός κρεμασμένος απ’ τις θηλές τ’ ουρανού –το τρίξιμο της πόρτας στη νύχτα –ο μπόμπιρας που τουρτουρίζει– οι γενιές που θάρθουν –η Μάρθα στη γωνιά να συλλαβίζει: Άββ – ρόοο – ραα.

«Καθένας πράττει κατά το χρέος του» είπε. Κι έτσι καθώς το πρόσωπο Του αντιγύριζε τον ήλιο πάνω μας χάθηκε σα στοχασμός. Έτσι απλά, στο πρώτο φέγγος των πραγμάτων, κει που τελειώναν οι σκαλωσιές κι άρχιζε η απεραντοσύνη, εκμηδενίστηκε η απόσταση: Μπαμ! Κείνη την ώρα οι εργάτες κατάχαμα παίρνανε το κολατσό τους –χρονομετρημένες μπουκιές– χρονομετρημένες γουλιές– χρονομετρημένες ανάσες. Μπαμ. Κι ο αγέρας γελαστός μας άγιαζε με την ανάσα του. Μπαμ. Κι ο ήλιος ανέβαινε, ολοένα ανέβαινε κι άστραφτε πάνω στα λουλούδια, χωνόταν παιχνιδιάρικα ανάμεσα στις φυλλωσιές, τίναζε το βλέμμα μας στην ιονόσφαιρα, στο δεύτερο φέγγος των πραγμάτων. Πάνω που άρχιζε να τραγουδάει ο Εργάτης. Νάσαι ωραίος έτσι χαμένος:

Τι άνοιξη θε μου καταχείμωνα! Η Αλίκη με το κόκκινο φουστάνι πηλαλάει, ανεβαίνει τις σκάλες –οι πόρτες που ανοίγουν –οι καρδιές που ανοίγουν –οι πληγές που κλείνουν –εφτά δραχμές για την εφημερίδα –καλημέρα –πόρτα δεν είν’ πολλά…

Τι άνοιξη θε μου καταχείμωνα! Ο Άλκης με το καφετί αδιάβροχο τι σφίγγει στη μασχάλη του, τι κρύβει στις φλέβες του, ποια αρμονία κανοναρχεί  το πέλμα του, ποια Γένεση ποιο θάνατο χλευάζει το στέρνο του –ωστόσο τρέμει μην εκραγούν οι ηφαίστειες αρτηρίες του.

Λοιπόν πατέρα, δεν ξέρεις τι όμορφη πούναι τούτη η κυψέλη. Δεν έχει βασίλισσα, δεν έχει κηφήνες –μονάχα εργάτες. Κι έχει κάτι εργάτες πατέρα, μουντζούρικους, μα με τη λάμψη στα μάτια, ιδρωμένους, μα με το γέλιο στα χείλη. Κι έχει κάτι εργάτες, απλούς σαν το χάδι της μάνας, γοργούς σαν το πιο ατίθασο άτι, ανυπόμονους σαν το πιο βουερό ποτάμι. Δεν ξέρεις τι όμορφη πούναι τούτη η κυψέλη. Δεν έχει βασίλισσα, δεν έχει κηφήνες –μονάχα εργάτες. Κι έχει κάτι εργάτες πατέρα, ίδια με το ατσάλι δυνατούς. Ίδια με θαλασσόλυκο άφοβους. Ίδια περίσκεπτους με σοφούς της πράξης. Δες την κερήθρα, άρχισε να γιομίζει μέλι!

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: