Το διήγημα της Πέμπτης: «Ενοχοποιός Απρίλιος» της Μάρως Δούκα

Από άνοιξη σε άνοιξη, ενοχοποιός ο Απρίλιος, το Πάσχα εκείνο που σήμανε το πέρασμά μου στην εφηβεία, το μαύρο αίμα που κυλούσε στ’ αυλάκι, το βέλασμα του ζώου. Και ο πολιτισμένος κόσμος με τις εκλεπτυσμένες τελετουργίες του. Βλέπω τα αίματα στα πεντακάθαρα χέρια και θυμάμαι τον Μπρεχτ που απομνημόνευα.

Η Μάρω Δούκα γεννήθηκε το 1947 στα Χανιά. Από το 1966 ζει στην Αθήνα. Έχει τελειώσει το Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει γράψει μυθιστορήματα, νουβέλες, συλλογές διηγημάτων και τρία βιβλία με πεζογραφήματα γύροι από τη γραφή και τη ζωή. Έχει τιμηθεί με το Βραβείο Νίκος Καζαντζάκης του Δήμου Ηρακλείου για το μυθιστόρημα «Η αρχαίοι σκουριά», με το β’ Κρατικό Βραβείο για το μυθιστόρημα «Πλωτή πόλη» και με το Βραβείο Πεζογραφίας Κώστα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα «Αθώοι και φταίχτες». Για το ίδιο βιβλίο τιμήθηκε επίσης με το Βραβείο Balkanika και το Βραβείο Καβάφη. Διηγήματα και μυθιστορήματα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες. Όλα τα βιβλία της σήμερα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πατάκη. Πρόσφατα (Μάης 2020) της απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το έτος 2019, για τη συνολική της προσφορά στα Γράμματα.Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.

Η Μάρω Δούκα

Ενοχοποιός Απρίλιος
της Μάρως Δούκα

Κυριακή των Βαΐων με υποδεχόταν χιονάτο, άτακτο, παχύ, με μια ρίγα μαύρη στη μύτη. Απομεσήμερο στην περιφραγμένη πεζούλα με τους αθάνατους πάνω απ’ τ’ αμπέλι. Το ‘παιρνα στην αγκαλιά μου και καθόμαστε στις πλακούρες. Η ροδιά είχε βγάλει τα πρώτα φυλαράκια της, οι μυγδαλιές παρακεί έδεναν τον καρπό τους, οι παπαρούνες στο έλεος του αέρα, οι μαχαιρίδες πένθιμες, χλωρά ακόμη τα γαϊδουράγκαθα. Εκείνα τα χρόνια που η φύση απλώς υπήρχε. Όλη μέρα στ’ ανθισμένα αγριοράδικα, στα μάραθα και στη ρίγανη. Στη βυζαντινή βρύση με τη χορταριασμένη γούρνα. Προσπαθώ να έρθω στη θέση μου, τι σκεφτόμουν εκείνα τα χρόνια, πώς έβλεπα, τι καταλάβαινα. Μαθήτρια του Δημοτικού στο χωριό της μητέρας μου, Πάσχα. Αλλά εκείνη την Κυριακή των Βαΐων είχαν όλα αλλάξει. Μόλις με είδε το κριάρι έτρεξε φοβισμένο στη μάνα του. Το κυνήγησα για να το πιάσω, η μάνα του αγρίεψε. Κάθισα στην πλακούρα κι άφησα το βλέμμα μου πέρα στον ελαιώνα. Φυσούσε δυνατός αέρας. Έβλεπα την υποκίτρινη γύρη να στροβιλίζεται. Εκείνη την Κυριακή θα πρέπει επιτέλους να το κατάλαβα, αν και το ήξερα από χρόνια. Η γέρικη προβατίνα με τη μαύρη ρίγα στη μύτη κάθε χρονιά γεννούσε το κριάρι της, το μονάκριβο, για να το σφάξουμε. Έκοψα φυλλαράκια τρυφερά απ’ τη μυγδαλιά, γέμισα τη φούχτα μου κι έμεινα ανακούρκουδα κοντά τους, περιμένοντας. Το κριάρι ξεθάρρεψε, έχωσε τη μουσούδα στη φούχτα μου. Η μάνα του βέλαζε. Δεν τόλμησα να το πάρω στην αγκαλιά μου.

Μεγάλη Πέμπτη, προς το μεσημέρι, ο θείος ακόνιζε τα μαχαίρια του. Το νερό έβραζε στο καζάνι. Κι εκείνο το Πάσχα δεν πάσχασα. Κοίταζα το πιάτο κι έβλεπα τα ματωμένα χέρια. Με ρωτούσαν τι έπαθα, ακουμπούσε η γιαγιά τα χείλη της στο κούτελό μου να δει αν καίω. Ήθελα να μιλήσω, αλλά δεν είχα φωνή. Ούτε οι μαντινάδες στο ράδιο μπορούσαν να με παρηγορήσουν. Τους περίμενα να αποφάνε. Μάζεψα κρυφά τα κόκαλα σ’ ένα τενεκεδάκι. Κι όταν πια όλοι είχαν ζαλιστεί απ’ την κρασοκατάνυξη και ρεύονταν ευλογώντας τον Χριστό που αναστήθηκε και πάλι για μας τους αμαρτωλούς, πήρα το τενεκεδάκι και βγήκα. Έτρεξα στην πεζούλα πάνω απ’ τ’ αμπέλι. Ήταν εκεί η μάνα του κριαριού ανάμεσα στις άλλες προβατίνες γερμένη στο χώμα. Στεκόμουν αναποφάσιστη. Για πρώτη φορά πρόσεχα μάτι ζώου. Μάτι που αποτύπωσε τον πανικό και τον αναίρεσε. Βρήκα μια κοφτερή πέτρα κι άρχισα να σκάβω. Άνοιξα ένα λακκάκι δίπλα στον φράχτη με τους αθάνατους κι άδειασα μέσα τα κόκαλα του ζώου. Τα κουκούλωσα. Μάζεψα μαχαιρίδες και αγριομάραθα για να στολίσω το χώμα. Κι όρισα με πετραδάκια το μνήμα. Ήταν το τελευταίο μου Πάσχα στο χωριό. Και φανταζόμουν από τότε την προβιά του κριαριού να λιάζεται στο δώμα. Αλλά ούτε δράκος να τη φρουρεί ούτε αργοναύτες να την αναζητήσουν.

Και περνούσαν τα χρόνια. Από άνοιξη σε άνοιξη, ενοχοποιός ο Απρίλιος, το Πάσχα εκείνο που σήμανε το πέρασμά μου στην εφηβεία, το μαύρο αίμα που κυλούσε στ’ αυλάκι, το βέλασμα του ζώου. Και ο πολιτισμένος κόσμος με τις εκλεπτυσμένες τελετουργίες του. Βλέπω τα αίματα στα πεντακάθαρα χέρια και θυμάμαι τον Μπρεχτ που απομνημόνευα. «Αυτοί που είναι αντίπαλοι της βαρβαρότητας χωρίς να είναι αντίπαλοι του καπιταλισμού, μοιάζουν με ανθρώπους που θέλουν το μερτικό τους απ’ τ’ αρνί, χωρίς να σφαχτεί τ’ αρνί. Θέλουν να φάνε το κρέας, αλλά να μη δουν τα αίματα. Αυτοί θα ικανοποιηθούν, αν ο χασάπης πλύνει τα χέρια του, προτού φέρει το κρέας στο τραπέζι».

Αλλά ποιος ο χασάπης και ποιο τ’ αρνί; Για ποια βαρβαρότητα μιλάμε σήμερα;

(Από «Τα μαύρα λουστρίνια», εκδ. Πατάκη, 2005)

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: